2551026607

Τηλ. γραφείου

Λ. Δημοκρατίας 192

3ος Όροφος Αλεξανδρούπολη

ΣτΕ Γ΄ Τμ. 2480/2018

Επαγγελματική ελευθερία – Δικηγόροι – Αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για απάτη – Αίτηση επανάληψης διαδικασίας – Προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παράβαση του άρ. 6 της ΕΣΔΑ – Παραδεκτό της προσφυγής – Εξάντληση εσωτερικών ενδίκων μέσων και προθεσμία – Έννοια του “final” decision

ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης δικηγόρου για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα από αυτά που αναφέρονται στην περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6, εκδίδεται υποχρεωτικά διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής του ιδιότητας. Οι διατάξεις αυτές, με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν παραβιάζουν την επαγγελματική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ.) ή άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή. Και τούτο, διότι, καταρχάς, όπως συνάγεται από την επίμαχη ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και τη λειτουργία του στα πλαίσια της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. σχετ. ΣτΕ 1666/2011, Ολομ., σκ. 5) με τη ρύθμιση αυτή εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, το δικηγορικό επάγγελμα, είναι ελευθέριο επάγγελμα, που έχει παράλληλα και το χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος, συνδεόμενου με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Συνεπώς, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου, άσκησης και εξόδου από αυτό, πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση, τις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του δικηγόρου, ώστε η λειτουργία της δικαιοσύνης να υπηρετείται από πρόσωπα διαπιστωμένης επιστημονικής ικανότητας και ηθικής υπόστασης (βλ. σχετ. ΣτΕ 413/1993, Ολομ., 3516/2013, Ολομ. κ.ά.). Από την επίμαχη ρύθμιση συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται την άσκηση της δικηγορίας, ως ελευθέριου επαγγέλματος και ταυτόχρονα δημόσιου λειτουργήματος, από πρόσωπα που θεωρεί (κατά την, καταρχήν, ανέλεγκτη δικαστικά κρίση του) ότι, λόγω της αμετάκλητης καταδίκης τους για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ηθική υπόσταση και το απαιτούμενο κύρος και δεν μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους. Εξάλλου, με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης επιδίωξε και τη διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος εν γένει. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή σκοπεί στην καλή λειτουργία της Δικαιοσύνης, με την άσκηση της δικηγορίας από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα ηθικά προσόντα και, ως εκ τούτου, ο περιορισμός που εισάγεται με αυτήν συνάπτεται άμεσα με το αντικείμενο και το χαρακτήρα του ρυθμιζόμενου επαγγέλματος – δημόσιου λειτουργήματος, δεν είναι, δε, προδήλως απρόσφορος ή μη αναγκαίος για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού δημόσιου συμφέροντος, ούτε υπερακοντίζει -και μάλιστα προδήλως- τον ανωτέρω σκοπό. Ενόψει αυτών, η επίμαχη ρύθμιση κείται εντός του περιθωρίου εκτίμησης του νομοθέτη, δεν απόκειται δε στο δικαστή, ο έλεγχος του οποίου είναι οριακός, να υποδείξει στο νομοθέτη άλλη επιλογή, όπως είναι η συνεκτίμηση και άλλων παραγόντων πλην της καταδικαστικής απόφασης, προκειμένου να επέλθει η αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας. 

(Β) Σε περίπτωση ευδοκίμησης προσφυγής στο ΕΔΔΑ και, ακολούθως, ευδοκίμησης της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ) η καταδικαστική απόφαση θα «ακυρωθεί» (άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠΔ). Συνεπώς, όπως με το αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης επέρχεται η απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας, έτσι με την ακύρωσή της επέρχεται η αυτοδίκαιη ανάκτησή της, το δε αρμόδιο όργανο για την έκδοση διαπιστωτικής πράξης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας οφείλει, ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα, να εκδώσει διαπιστωτική πράξη περί ανάκτησής της, σύμφωνα με την αρχή της actus contrarius 

(Γ) Κατά την έννοια του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 546 παρ. 2, 462 και 525 επ. του ΚΠΔ, με τη δημοσίευση απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για αδίκημα από τα απαριθμούμενα σε αυτό, η καταδικαστική απόφαση καθίσταται «αμετάκλητη» και από το χρονικό αυτό σημείο επέρχεται η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας, ανεξάρτητα από την άσκηση αίτησης επανάληψης της διαδικασίας.  
(Δ) Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ πρέπει να έχουν προηγουμένως εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Ως τέτοια νοούνται και αυτά που επιτρέπουν τον έλεγχο μόνο των νομικών σφαλμάτων της δικαστικής απόφασης του εθνικού δικαστηρίου, όπως είναι η αίτηση αναιρέσεως. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως συνιστά την «τελεσίδικη» απόφαση (“decision definitive” και “final decision”) από την οποία εκκινεί η εξάμηνη προθεσμία για την εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ, η δε άσκηση αίτησης για εκ νέου εξέταση της υπόθεσης δεν συνιστά τέτοια απόφαση και δεν διακόπτει την ανωτέρω προθεσμία [βλ. αντί άλλων, απόφαση ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού (decision) της 11.1.2000, Babinsky κατά Σλοβακίας (35833/91)]. Συνεπώς, προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ για παράβαση της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ο προσφεύγων θα πρέπει να έχει εξαντλήσει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 462 ΚΠΔ ένδικα μέσα, δηλαδή να έχει ασκήσει και αίτηση αναιρέσεως. Συνακόλουθα, παρά τη μετάφραση των όρων “decision definitive” και “final decision” ως «τελεσίδικη απόφαση», η έννοια του άρθρου 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ είναι ότι αναφέρεται σε αμετάκλητη και όχι σε τελεσίδικη απόφαση.

ΕΔΔΑ 16.4.2019, 72098/14, Armannsson κατά Ισλανδίας

Αρχές επιβολής κυρώσεων – Ne bis in idem– Διοικητική και ποινική διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φοροδιαφυγή


ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Η φορολογική αρχή, με πράξη της του Μαΐου 2012, έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να δηλώσει εισοδήματα που είχε αποκτήσει τα έτη 2006 – 2008 και του επέβαλε τους αναλογούντες φόρους και πρόσθετο φόρο 25% επί των διαφυγόντων φόρων. Ο προσφεύγων πλήρωσε τα ποσά αυτά και δεν αμφισβήτησε την καταλογιστική πράξη, η οποία επομένως οριστικοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2012, όταν παρήλθε η προθεσμία για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος. Το Μάρτιο του 2012, η φορολογική αρχή ενημέρωσε για την υπόθεση την εισαγγελική αρχή. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε στη φορολογική αρχή, η οποία του απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι ο Εισαγγελέας θα προέβαινε σε νέα έρευνα και σε ανεξάρτητη εκτίμηση της υπόθεσης. Τελικά, το Δεκέμβριο 2012, ο Εισαγγελέας άσκησε σε βάρος του προσφεύγοντος δίωξη για φορολογικά αδικήματα. Το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο, αφού απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος περί παραβίασης του άρθρου 4 του 7ουΠΠ της ΕΣΔΑ, με απόφαση του Ιουνίου 2014, έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε ενεργήσει με βαριά αμέλεια, που ήταν αρκετή για την ποινική καταδίκη του σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, και τον καταδίκασε σε φυλάκιση έξι μηνών, με αναστολή για δύο έτη, και σε πρόστιμο 241.000 ευρώ, για τον καθορισμό του ύψους του οποίου έλαβε υπόψη του τον επιβληθέντα πρόσθετο φόρο, χωρίς πάντως να περιγράψει, συναφώς, τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το ένδικο μέσο του προσφεύγοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης (και μάλιστα αύξησε κατά δύο μήνες την ποινή φυλάκισης).  


(Β) Ο επιβληθείς πρόσθετος φόρος είχε “ποινικό” χαρακτήρα, όπως έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ σε παρόμοιες περιπτώσεις και δεν αμφισβητείται από τα μέρη. Εξάλλου και οι δύο “ποινικές” διαδικασίες αφορούσαν κατ’ ουσίαν τις ίδιες παραβάσεις. Όσον αφορά το bis (όπως ερμηνεύθηκε από το ΕΔΔΑ στην απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας) και, ειδικότερα, την ύπαρξη στενού ουσιαστικού συνδέσμου, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι (α) οι δύο διαδικασίες επεδίωκαν συμπληρωματικούς σκοπούς και ήταν προβλέψιμη συνέπεια της συμπεριφοράς που αποδόθηκε στον προσφεύγοντα και (β) ο πρόσθετος φόρος ελήφθη επαρκώς υπόψη κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας από το ποινικό δικαστήριο ποινής. Ωστόσο, ναι μεν ο Εισαγγελέας είχε πρόσβαση στην έκθεση της φορολογικής αρχής, αλλά η αστυνομία διενήργησε τη δική της ανεξάρτητη έρευνα, που κατέληξε στην ποινική καταδίκη του προσφεύγοντα από τον Ανώτατο Δικαστήριο δύο και πλέον έτη μετά την υποβολή από τη φορολογική αρχή της σχετικής καταγγελίας στον Εισαγγελέα. Συνεπώς, η ευθύνη του προσφεύγοντος εξετάστηκε από διαφορετικές αρχές σε διαδικασίες που ήταν εν πολλοίς ανεξάρτητες μεταξύ τους.  Περαιτέρω, σε σχέση με το κριτήριο της ύπαρξης στενού χρονικού συνδέσμου μεταξύ των δύο διαδικασιών, παρατηρείται ότι από την έναρξη της διοικητικής έρευνας μέχρι την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεσολάβησαν 4 έτη και 10 μήνες. Κατά την εν λόγω περίοδο οι διαδικασίες προχώρησαν παράλληλα μόνον από το Μάρτιο 2012 (όταν η φορολογική αρχή υπέβαλε καταγγελία στον Εισαγγελέα) έως τον Αύγουστο 2012 (όταν η καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής κατέστη απρόσβλητη), ήτοι για περίοδο 5 μηνών περίπου. Επιπρόσθετα, η ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε 7 μήνες μετά από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης της φορολογικής αρχής και περίπου 4 μήνες μετά από την οριστικοποίησή της. Η ποινική διαδικασία εξακολούθησε μόνη αυτή για περίπου 17 μήνες. Ενόψει των ανωτέρω συνθηκών και, ιδίως, της έλλειψης χρονικής αλληλοκάλυψης και της κατά το πλείστον ανεξάρτητης συλλογής και εκτίμησης των αποδείξεων, το ΕΔΔΑ κρίνει ότι δεν υπήρχε αρκούντως στενός χρονικός και ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών. Εξάλλου, δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από το ότι το Νοέμβριο 2010 η φορολογική Διοίκηση δέχθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος να αναβάλει τη λήψη απόφασης για διενέργεια σχετικής καταγγελίας στον Εισαγγελέα μέχρι την έκδοση πράξης ειδοποίησης του προσφεύγοντος για την εκτίμηση της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετικά με τους διαφυγόντες φόρους. Διαπιστώνεται παραβίαση του άρ. 4 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ. 

ΣτΕ 682/2019 Ολομ.

Παράβολο επί άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ομοδικίας μεταξύ τους.

ΠΗΓΗ: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/apofaseis

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση […] ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. ΠΟΛ. 1163/31.10.2017 αποφάσεως της Υφυπουργού Οικονομικών, με θέμα «Ανακαθορισμός των τιμών ζώνης του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται στις Ζώνες Β΄ και ΣΤ΄ της Δημοτικής Ενότητας Ψυχικού του Δήμου Φιλοθέης – Ψυχικού της Περιφερειακής Ενότητας Βόρειου Τομέα Αθηνών, της Περιφέρειας Αττικής» (Β΄ 3882/3.11.2017), κατά το μέρος της με το οποίο ορίστηκε η τιμή ζώνης των ακινήτων για τη Β΄ ζώνη Ψυχικού σε 4.000 ευρώ, με ισχύ από 8.6.2016. […]

2. […]

3. […]

4. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων που παρατίθενται στη σκέψη 3 (άρθρα 35 παρ. 1, 3 και 4, 36 παρ. 1 και 4 και 45 παρ. 6 του π.δ. 18/1989, Α΄8), όπως αυτές παγίως εφαρμόζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα με κοινό δικόγραφο αρκεί, για το παραδεκτό του ασκηθέντος βοηθήματος, η καταβολή ενός και μόνου παραβόλου. Τούτο δε διότι, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνάπτεται αποκλειστικά προς αυτή καθ’ εαυτή την άσκηση του ενδίκου μέσου, δηλαδή την διαδικαστική πράξη με την οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής εννόμου προστασίας και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ζητούμενης προστασίας και το αντικείμενο της δίκης. Οι ανωτέρω διατάξεις ουδόλως θεσπίζουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου για καθένα χωριστά από τους διαδίκους που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο, στο πλαίσιο του δικονομικού θεσμού της ομοδικίας, εφ’ όσον μάλιστα η ακυρωτική δίκη αφορά την αντικειμενική νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και όχι αυτοτελείς ατομικές αξιώσεις και δίκαια εξ υποκειμένου, η δε ομοδικία προϋποθέτει κοινό έννομο συμφέρον και κοινούς λόγους ακυρώσεως. Ο θεσμός της ομοδικίας προϋποθέτει επίσης ότι όλοι οι ομόδικοι τελούν υπό τις αυτές νομικές και πραγματικές συνθήκες σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης και την ζητούμενη έννομη προστασία.  Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα ότι, ενώ η επίκληση της ομοδικίας είναι κοινή, η απόδειξή της εξετάζεται χωριστά για κάθε διάδικο, όπως ομοίως χωριστά εξετάζεται και η νομιμοποίηση. Επομένως δεν υφίστανται πλείονες αυτοτελείς έννομες σχέσεις δίκης, αν δε αυτοί που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας (πρβλ. ΣτΕ 935/2018, 558/2018, 433/2018, 428/2018 κ.ά.) και οι μη ομοδικούντες δικαιούνται (ΣτΕ 2910/1984) και οφείλουν (ΣτΕ 4171/1987) να ζητήσουν έννομη προστασία μετά από χωρισμό δικογράφου και καταβολή νέου παραβόλου για το νέο εισαγωγικό δικόγραφο με συνέπεια να ανοίγει μια νέα, αυτοτελής έννομη σχέση δίκης. Εξ άλλου, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου δεν συναρτάται ούτε με την έκβαση της δίκης, από την οποία εξαρτάται μόνο η τύχη του (κατάπτωση ή απόδοση στους εκ των ομοδίκων νικήσαντες εν όλω ή εν μέρει – βλ. ΣΕ 935/2018 κ.ά.), επομένως ζήτημα καταπτώσεως του παραβόλου εις βάρος των ομοδίκων που δεν νομιμοποιήθηκαν ή δεν απέδειξαν το έννομο συμφέρον τους δεν τίθεται. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία επί ασκήσεως κοινής αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερους αιτούντες απαιτείται η καταβολή τόσων παραβόλων όσοι και οι αιτούντες, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα των κρισίμων διατάξεων, ούτε στην όλη οικονομία του συστήματος παροχής εννόμου προστασίας, και ιδίως των θεσμών του παραβόλου, και της ομοδικίας, έτσι όπως έχουν καταστρωθεί στην δικονομική έννομη τάξη, ούτε προκύπτει σχετική βούληση του νομοθέτη από την εξέλιξη και τις προπαρασκευαστικές εργασίες των οικείων διατάξεων (ιδίως, ούτε εξ αφορμής της προσθήκης παρ. 6 στο άρθρο 45 του π.δ. 18/1989 με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004). Αντιθέτως, όπου ο νομοθέτης προέβη σε διαφορετικές σταθμίσεις για την υποχρέωση καταβολής παραβόλου σε σχέση με τους ανωτέρω δικονομικούς θεσμούς το έχει ορίσει ρητώς, όπως, ενδεικτικά, με το άρθρο 277 παρ. 8 του ν. 2717/1999 (ΚΔΔ). [μειοψ.]

Επιλύει το ζήτημα και αναπέμπει την υπόθεση στο Β΄ Τμήμα

ΣτΕ Β΄ Τμ. 351/2019 επταμ.

Αρχές επιβολής κυρώσεων – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής (φορολογικής) κύρωσης, κατά το ημεδαπό δίκαιο, την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο – Δεν βρίσκει κατ’ αρχήν πεδίο εφαρμογής η ενωσιακή αρχή στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος – Έκταση εξουσίας/ελέγχου του δικαστηρίου της προσφυγής – Εάν προβάλλεται λόγος προσφυγής κατ’ εσφαλμένη επίκληση της μη δυνάμενης να εφαρμοστεί αρχής του ενωσιακού δικαίου, ο λόγος εξετάζεται με βάση την αντίστοιχη αρχή του ημεδαπού δικαίου ή της ΕΣΔΑ – Αναδρομική εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης του άρ. 26 παρ. 1 του ν. 3943/2011

 ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Μεταξύ των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου συγκαταλέγεται η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης. Η αρχή αυτή, η οποία αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, έχει κανονιστική εμβέλεια ανάλογη με εκείνη της αντίστοιχης αρχής του ημεδαπού φορολογικού δικαίου (όπως αυτή προσδιορίζεται παρακάτω) και, ειδικότερα, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 2221/2018). Ωστόσο, η ανωτέρω αρχή του ενωσιακού δικαίου δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, που δεν έχει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ενωσιακού δικαίου, η άμεση φορολογία, όπως είναι η φορολογία εισοδήματος, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συνεπώς, δεν άπτεται, κατ’ αρχήν, της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. [βλ. και κρίση περί εφαρμογής της ως άνω αρχής του ενωσιακού δικαίου στην ΣτΕ Β΄ Τμ. 352/2019 επταμ., που αφορά σε πρόσθετο φόρο για ανακριβή δήλωση ΦΠΑ]

(Β) Με την απόφαση 1438/2018 της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε επί προδικαστικών ερωτημάτων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: H αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (και, γενικότερα, του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων) για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας αποτελεί γενική αρχή του ημεδαπού φορολογικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 3821/2005, 3278/2007, 2408/2010), με δικαιολογητικό έρεισμα τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και περί αναλογικότητας των περιορισμών του δικαιώματος επί της περιουσίας (άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄ – βλ. ΣτΕ 2031/2013 και 2402/2016), οι οποίες δεσμεύουν τον νομοθέτη, όσον αφορά τη ρύθμιση, με διατάξεις μεταβατικού δικαίου, των υποθέσεων επιβολής φορολογικών κυρώσεων που εκκρεμούν ενώπιον της Διοίκησης ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, όταν αυτός κρίνει ότι η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των οικείων παραβάσεων μπορεί να επιτευχθεί μέσω της θέσπισης διοικητικών κυρώσεων ηπιότερων σε σχέση με τις ήδη προβλεπόμενες στο νόμο (πρβλ. ΣτΕ 2402/2016). Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία έχει το χαρακτήρα κανόνα διαχρονικού δικαίου, ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεότερου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένη φορολογική παράβαση δεν κρίνεται γενικώς, αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστήριο (βλ. ΣτΕ 2556/2014 επταμ., 4469/2014 και 102/2015 εν συμβουλίω επί προδικαστικού ερωτήματος) και εξέτασης ποια από τις ρυθμίσεις αυτές, εφαρμοζόμενη στο σύνολό της, άγει, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υπόθεσης, στην ελαφρύτερη κύρωση (βλ. ΣτΕ 2957/2013, 4469/2014 και 102/2015 εν συμβουλίω επί προδικαστικού ερωτήματος). Πάντως, η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής φορολογικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο (πρβλ. ΣτΕ 4159/2009 επταμ., 2031/2013) είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου φορολογίας, ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς (πρβλ. ΣτΕ 459/2013 Ολομ., 2402/2016 και ΔΕΚ μειζ. συνθ. 11.3.2008, Jager, C-420/06, σκέψεις 59-60, 70, 82-83). Εξάλλου, ο ανωτέρω κανόνας δεν είναι απόλυτος, αλλά μπορεί να καμφθεί από σαφή, αντίθετη νομοθετική διάταξη, η οποία είτε αποκλείει την αναδρομική εφαρμογή της νεότερης, ευμενέστερης για τον φορολογούμενο ρύθμισης είτε την προβλέπει, όχι όμως άνευ ετέρου, αλλά υπό προϋποθέσεις που θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου. Ωστόσο, τέτοια νομοθετική διάταξη, ως θεσπίζουσα απόκλιση από την ως άνω θεμελιώδη αρχή, πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς (ενόψει και των αναφερόμενων στις προπαρασκευαστικές εργασίες της θέσπισής της), ώστε να συνάδει προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

(Γ) Το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον παραβάτη ουσιαστικού “ποινικού” νόμου (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 17.9.2009, 10249/03, Scoppola κατά Ιταλίας, σκέψεις 108-109). Δεδομένου ότι το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καλύπτει και τις περιπτώσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων “ποινικής” φύσης, με βάση τα κριτήρια της νομολογίας Engel (βλ. ΕΔΔΑ decision 24.11.1998, 38644/97, Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΕΔΔΑ 15.5.2008, 7460/03, Nadtochiy κατά Ουκρανίας, σκέψη 32 και ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψη 86), όπως είναι οι χρηματικές διοικητικές κυρώσεις σημαντικού ύψους, για παραβάσεις της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας (βλ. λ.χ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ., 2987/2017 επταμ., 1887/2018 επταμ.), η προαναφερόμενη αρχή εφαρμόζεται και επί χρηματικών φορολογικών/τελωνειακών κυρώσεων μεγάλου ύψους (βλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018). Η εν λόγω αρχή  έχει κανονιστική εμβέλεια ανάλογη με εκείνη της αντίστοιχης αρχής του ημεδαπού φορολογικού δικαίου, όπως αυτή προσδιορίστηκε στην προηγούμενη σκέψη και, ειδικότερα, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας των μέτρων που συνιστούν επέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας (πρβλ. ΣτΕ 2221/2018, όσον αφορά την αντίστοιχη αρχή του ενωσιακού δικαίου). 

(Δ) Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 περίπτ. β του ν. 2523/1997, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 26 του ν. 3943/2011, είναι ευμενέστερη για τους φορολογούμενους σε σχέση με τις αντίστοιχες προϊσχύσασες διατάξεις των νόμων 2523/1997 και 3220/2004, δεδομένου ότι με αυτήν μειώθηκε σε 120% (έναντι 300%, σύμφωνα με την αρχική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 περίπτ. β του ν. 2523/1997, και έναντι 200%, κατά το άρθρο 40 του ν. 3220/2004) το ανώτατο όριο (πλαφόν) του ποσοστού του πρόσθετου φόρου του άρθρου 1 του ν. 2523/1997, για ανακριβή δήλωση εισοδήματος. Εξάλλου, η παράγραφος 2 του άρθρου 26 του ν. 3943/2011 ναι μεν προβλέπει ότι η ρύθμιση της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου έχει εφαρμογή για φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αλλά ούτε αποκλείει ρητώς την εφαρμογή της σε ήδη εκδοθέντα φύλλα ελέγχου ούτε έχει τη σαφή έννοια ότι επιτάσσει τέτοιο αποκλεισμό, αφενός, διότι θα επρόκειτο περί ερμηνείας συναγόμενης εξ αντιδιαστολής και, αφετέρου, επειδή από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της θέσπισής της δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί, ενόψει των αρχών της αναλογικότητας και της ισότητας, απόκλιση από την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης φορολογικής κύρωσης και, επομένως, η προαναφερόμενη ερμηνευτική εκδοχή της ανωτέρω διάταξης θα κατέληγε σε αποτέλεσμα ασύμβατο προς το Σύνταγμα ή/και την ΕΣΔΑ. Τούτων έπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 26 (παρ. 1 και 2) του ν. 3943/2011, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται (από το διοικητικό δικαστήριο, κατόπιν παραδεκτής προβολής σχετικού λόγου ένδικης προσφυγής: βλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ., 2221/2018) και για φύλλα ελέγχου, όπως τα επίδικα, που είχαν ήδη εκδοθεί κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού και αφορούν σε ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των χρήσεων 2003 και 2004. 
[βλ.και παρόμοια κρίση, ενόψει του Συντάγματος και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, στην ΣτΕ Β΄ Τμ. 352/2019 επταμ., όσον αφορά τον πρόσθετο φόρο για ανακριβή δήλωση ΦΠΑ των διαχειριστικών περιόδων 2003, 2005 και 2006

(Ε) Η διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. α του ΚΔΔ, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 6 παρ. 1 και 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, έχει την έννοια ότι, εάν παραδεκτώς προβαλλόμενος λόγος προσφυγής ερείδεται σε γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου (ή σε διάταξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ), μη δυνάμενη να εφαρμοσθεί, στη συγκεκριμένη υπόθεση, λόγω έλλειψης επαρκούς συνδέσμου της διαφοράς με το δίκαιο της Ένωσης, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το λόγο και με βάση τον αντίστοιχο (τυχόν υφιστάμενο) κανόνα του ημεδαπού δικαίου ή/και της ΕΣΔΑ.

(ΣΤ) Η επίμαχη κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου (περί εφαρμογής, εν προκειμένω, του οριζόμενου στο άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 3943/2011 πλαφόν πρόσθετου φόρου), με την οποία έγινε κατ’ ουσίαν δεκτός λόγος που είχε προβάλει η ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία με δικόγραφο προσθέτων λόγων προσφυγής, ναι μεν δεν στηρίζεται νομίμως στην ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης, αλλά είναι κατ’ αποτέλεσμα ορθή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά παραπάνω. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος από το Δημόσιο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 26 του ν. 3943/2011, σε συνδυασμό με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης φορολογικής κύρωσης. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της αναιρεσίβλητης που προβλήθηκε με το από 30.1.2019 υπόμνημά της, περί αναδρομικής εφαρμογής, εν προκειμένω, των διατάξεων του ν. 4509/2017, πρέπει να απορριφθεί, αφενός, ως αλυσιτελής, κατόπιν της απόρριψης ως αβάσιμου του ανωτέρω λόγου αναίρεσης και, αφετέρου, ως απαράδεκτος, στο μέτρο που ήθελε θεωρηθεί ότι περιέχει (αίτημα και αντίστοιχο) λόγο αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι τέτοιος λόγος δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς με υπόμνημα και, δη, του αναιρεσίβλητου διαδίκου.  

ΕΔΔΑ (decision) 11.4.2019, 32216/15, Bonnemaison κατά Γαλλίας

Αρχές επιβολής κυρώσεων – Τεκμήριο αθωότητας (άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ) – Σχέση ποινικής με πειθαρχική δίκη

ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Ο προσφεύγων υπηρετούσε ως ιατρός σε νοσοκομείο και, βάσει σχετικής έκθεσης άλλων μελών του νοσηλευτικού προσωπικού, δημιουργήθηκαν σε βάρος του υπόνοιες ότι είχε προκαλέσει (με χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών) το θάνατο έξι ασθενών τελικού σταδίου (εν αγνοία των συγγενών τους). Ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη. Αθωώθηκε πρωτόδικα τον Ιούνιο 2014 και, περαιτέρω, αθωώθηκε και από το Εφετείο (στις 24.10.2015), λόγω αμφιβολιών για την ύπαρξη πρόθεσης ανθρωποκτονίας. Ωστόσο, κηρύχθηκε ένοχος για το θάνατο ενός ασθενός, λόγω στοιχειοθέτησης της πρόθεσης του προσφεύγοντος να προκαλέσει το θάνατό του. Καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή. Δεν ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Παράλληλα κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του από τον Ιατρικό Σύλλογο. Κατά την πειθαρχική διαδικασία, ο προσφεύγων δήλωσε ότι οι ενέργειές του ερείδονταν στη μέριμνά μου για προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αποτροπή υπερβολικών βασάνων των ασθενών. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφάσισε (σε πρώτο βαθμό, το 2012, και σε δεύτερο βαθμό τον Απρίλιο του 2014) τη διαγραφή του προσφεύγοντος, λόγω βαρειάς και κατ’ επανάληψη παραβίασης των οικείων κανόνων δεοντολογίας του κώδικα δημόσιας υγείας, αφού έλαβε υπόψη του ότι ο προσφεύγων δεν είχε αμφισβητήσει τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που του αποδίδονταν και αφού σημείωσε ότι η πειθαρχική διαδικασία ήταν ανεξάρτητη της ποινικής. Με την από 30.12.2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε το ένδικο μέσο του προσφεύγοντος κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου. Συναφώς, παρατήρησε ότι η πρωτοβάθμια απαλλακτική ποινική απόφαση δεν ήταν οριστική και, σε κάθε περίπτωση, ήταν μεταγενέστερη της πειθαρχικής απόφασης. Ως προς τη συνδρομή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, το γαλλικό ΣτΕ σημείωσε, ιδίως, ότι το πειθαρχικό όργανο είχε βασισθεί, αφενός, στις δηλώσεις του ίδιου του προσφεύγοντος, ο οποίος δεν είχε αμφισβητήσει ότι είχε προκαλέσει το θάνατο ασθενών με τη χορήγηση φαρμακευτικής ουσίας και, αφετέρου, στα στο σύνολο των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, που περιελάμβανε ειδικές και συγκλίνουσες μαρτυρίες του νοσηλευτικού προσωπικού      

(Β) Λόγος προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ για παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ). Η επίμαχη πειθαρχική/διοικητική διαδικασία περί διαγραφής του προσφεύγοντος από τις τάξεις των ιατρών αφορούσε σε δικαίωμα “αστικής” φύσης και όχι σε “ποινική” κατηγορία ή σε “ποινή”. Επομένως, το άρ. 6 παρ. 2 δεν κατ’ αρχήν τυγχάνει εφαρμογής στη διαδικασία αυτή. Ωστόσο, απομένει να εξεταστεί εάν με τους όρους που χρησιμοποίησαν στην αιτιολογία των αποφάσεών τους, τα αρμόδια όργανα δημιούργησαν μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής διαδικασίας έναν εμφανή σύνδεσμο, που δικαιολογεί την επέκταση στη δεύτερη του πεδίου εφαρμογής του άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω, από την πειθαρχική διαδικασία και, ιδίως, από την απόφαση του ΣτΕ συνάγεται ότι οι πειθαρχικοί δικαστές διαπίστωσαν τα κρίσιμα περιστατικά, ορισμένα εκ των οποίων αναγνώρισε ο ίδιος ο προσφεύγων, όπως αυτά προέκυπταν από τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, επί των οποίων ακούστηκαν οι διάδικοι, και απέσχον από οποιονδήποτε ποινικό χαρακτηρισμό τους. Συνεπώς, τα πειθαρχικά όργανα και το ΣτΕ, που βασίσθηκαν στις σχετικές διατάξεις του κώδικα δημόσιας υγείας, διατήρησαν τις αποφάσεις τους αποκλειστικά εντός του πεδίου του πειθαρχικού δικαίου, σε σχέση με παραβιάσεις των προβλεπόμενων κανόνων δεοντολογίας. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις τόσο των πειθαρχικών οργάνων όσο και του ΣτΕ, το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν καθοριστικό για την πειθαρχική διαδικασία, δεδομένου ότι η δεύτερη ήταν αυτόνομη ως προς τη διενέργειά της και το διαδικαστικό καθεστώς της. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ δεν είχε, εν προκειμένω, πεδίο εφαρμογής και ο παραπάνω λόγος προσφυγής είναι προδήλως απορριπτέος. 

ΣτΕ Ολομ. 813/2019

Ένδικη προστασία – Αίτηση ακυρώσεως – Όρια και έκταση ελέγχου – Έλεγχος αντισυνταγματικότητας διατάξεων νόμου διαφορετικών από εκείνες βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη

ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/

(i) Όταν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ατομική διοικητική πράξη, λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η συμβατότητα με υπερκείμενους κανόνες δικαίου νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν περιέχονται στις διατάξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά σε άλλες διατάξεις του οικείου νόμου, συναφείς με το ρυθμιστικό πλαίσιο ή εντασσόμενες εντός του αυτού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και η προσβαλλόμενη πράξη, είναι παραδεκτοί υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν αποδοχή τους θα οδηγούσε αμέσως σε καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συγκεκριμένου συστήματος ρυθμίσεων, το κύρος του οποίου προϋποθέτει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, ή εφόσον, πάντως, οι πληττόμενες ρυθμίσεις συνέχονται αναπόσπαστα με το εισαγόμενο ρυθμιστικό σύστημα κατά τρόπο, που αν αυτές κριθούν μη εφαρμοστέες, να επέρχεται επίσης αμέσως καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του ρυθμιστικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσονται και οι εφαρμοστέες για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012 σκ. 43, 1283/2012 σκ. 37, 3059/2009 σκ. 11, 5057/1987 επτ., 1357/2006, πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 1858/2015 σκ. 7, 1972/2012 σκ. 5, 2471/2008 σκ. 8, 1792-1793/1997 σκ. 7, ΣτΕ 2477/2018 σκ. 9, 2073/2017 σκ. 6, 350/2011 επτ. σκ. 7 και 22, 1035/2015 σκ. 7, 96/2009 επτ. σκ. 9, 3266/2008 σκ. 7, 372-373/2005 σκ. 8, 1095/2001 σκ. 5, 1554/1980 Ολομ.). 

(ii) Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως, κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη ατομική πράξη με την οποία εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους ως δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, τα υπόχρεα σε υποβολή Δ.Π.Κ. για το έτος 2018 πρόσωπα, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, διότι ο προβλεπόμενος με τις διατάξεις του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 τρόπος συγκρότησης του οργάνου υποβολής και ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των προσώπων αυτών, προσκρούει σε διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι αυτοί, παρά το ότι δεν αφορούν ευθέως το κύρος των διατάξεων, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη – στις οποίες άλλωστε δεν προσάπτεται με την κρινόμενη αίτηση συγκεκριμένη πλημμέλεια – αλλά το κύρος άλλων διατάξεων του νόμου, παραδεκτώς προβάλλονται, κατ’ αρχήν, με την κρινόμενη αίτηση και είναι εξεταστέοι. Τούτο διότι το τυχόν ανεφάρμοστο των διατάξεων περί του τρόπου συγκρότησης του οργάνου αυτού αναφορικά με την ιδιότητα και τον τρόπο υπόδειξης των μελών του οργάνου αυτού, συνεπαγόμενο την άμεση καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συστήματος υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 2471/2008 Ολομ. σκ. 8), θα είχε ως συνέπεια την ακύρωση και της προσβαλλόμενης πράξης, η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει το κύρος του συστήματος αυτού. Περαιτέρω, με το ίδιο δικόγραφο προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η συνταγματικότητα του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπεριπτώσεις v και vi του ν. 3213/2003, με τις οποίες επιβάλλεται στους υποχρέους Δ.Π.Κ. η υποχρέωση να δηλώνουν μετρητά χρήματα άνω των 30.000 ευρώ που βρίσκονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων και κάθε κινητό αξίας άνω των 40.000 ευρώ. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται παραδεκτώς, επ’ ευκαιρία της προσβολής της συγκεκριμένης σώρευσης ατομικών διοικητικών πράξεων, διότι αφορούν το ουσιώδες ζήτημα ποια περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ., ζήτημα δηλαδή που συνάπτεται με την άμεση και καθ’ ολοκληρία εφαρμογή του εισαγόμενου με τον νόμο συστήματος υποβολής των Δ.Π.Κ. και επηρεάζει άμεσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω. Επομένως, παρά το ότι οι ανωτέρω λόγοι της κρινομένης αιτήσεως δεν προσάπτουν συγκεκριμένες πλημμέλειες στις εφαρμοστέες με την προσβαλλόμενη πράξη διατάξεις, αλλά στρέφονται κατά διατάξεων τυπικού νόμου (ν. 3213/2003, ως ισχύει μετά τον ν. 4571/2018), παραδεκτώς προβάλλονται, κατ’ αρχήν, με την κρινόμενη αίτηση, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλει ο καθ’ ου Υπουργός πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

(iii) Προβάλλεται σειρά λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται η αντισυνταγματικότητα ή και αντίθεση προς το ενωσιακό δίκαιο πλειόνων ρυθμίσεων του ν. 4571/2018. Ειδικότερα οι λόγοι αυτοί αφορούν: α) τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 7 παρ. 2 και 8 του ν. 4571/2018, τα οποία αναφέρονται σε ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που η αξία των δηλωτέων κινητών (40.000 ευρώ) υπερβαίνει την αξία (30.000 ευρώ) του περιουσιακού στοιχείου, του οποίου ο σκοπός απόκρυψης καθιστά διακεκριμένο το βασικό αδίκημα, β) τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 και 3Β παρ. 4 τελευταίο εδάφιο του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση της πρώτης και την προσθήκη του δεύτερου με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 6 παρ. 2, αντίστοιχα, του ν. 4571/2018, σχετικά με την κάμψη του κανόνα της πενταετούς προθεσμίας διενέργειας του ελέγχου και τη δυνατότητα μετά την παρέλευση πενταετίας ανάσυρσης υπόθεσης, που έχει αρχειοθετηθεί, όταν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος του άρθρου 6 παρ. 3 ή του άρθρου 6Α παρ. 2 του ν. 3213/2003, γ) τις διατάξεις του άρθρου 2Α παρ. 26 του ν. 3213/2003, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα που καταχωρίζονται στις Δ.Π.Κ. διατηρούνται κατά το χρόνο της περιόδου που απαιτείται, κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμόδιου για τον έλεγχο οργάνου, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής και της επεξεργασίας τους, δ) τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 4571/2018, σύμφωνα με τις οποίες η υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των υποχρέων μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας εξαρτάται από την προηγούμενη υποχρεωτική πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου, ε) τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ΄ και 19 του ν. 3213/2003, κατά το μέρος που με αυτό θεσπίζεται υποχρέωση δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης και των οικονομικών συμφερόντων του εν διαστάσει συζύγου του υποχρέου, στ) την απαίτηση του νόμου για προσδιορισμό των ποσών των πηγών προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στους Πίνακες 5 και 7-13, ζ) τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, αναριθμούμενο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 4571/2018 περί της δυνατότητας συμπλήρωσης ελλείψεων ή ανακριβειών της δήλωσης εντός προθεσμίας ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων, η) τις διατάξεις των άρθρων 6 και 6Α του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν. 4571/2018, καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που, κατά τις αιτούσες Ενώσεις, αποδίδεται ποινική απαξία σε συμπεριφορά ανεξαρτήτως της φύσεως και του αποτελέσματος αυτής, καθώς και προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που δεν προέκυψε από εκμετάλλευση της ιδιότητας του υποχρέου. Με τους λόγους, όμως, αυτούς πλήττονται ρυθμίσεις του νόμου, οι οποίες δεν επιδρούν αμέσως στην προς το παρόν δυνατότητα κανονικής υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των υπόχρεων μελών των αιτουσών Ενώσεων, ώστε να συνεπάγονται την ακύρωση της προσβαλλόμενης ατομικής πράξης, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 11. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι προβάλλονται απαραδέκτως με την υπό κρίση αίτηση, με την οποία προσβάλλεται η κατάσταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους, οι υπόχρεοι προς υποβολή Δ.Π.Κ. του έτους 2018 δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε στη σκέψη 6, αποτελεί σώρευση ατομικών διοικητικών πράξεων (βλ. ΣτΕ 1943/2018 Ολομ.). Οίκοθεν νοείται ότι το κύρος των εν λόγω διατάξεων που αφορούν οι ως άνω λόγοι μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, τα οποία θα επιληφθούν υποθέσεων που αφορούν τυχόν τη διαδικασία υποβολής συμπληρωματικών ή εκπρόθεσμων δηλώσεων, τη διαδικασία που τηρείται για τους εν διαστάσει συζύγους κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 3213/2003, τη διενέργεια του ελέγχου των δηλώσεων ή το στάδιο της επιβολής κυρώσεων [με μειοψηφία]