2551026607

Τηλ. γραφείου

Λ. Δημοκρατίας 192

3ος Όροφος Αλεξανδρούπολη

ΕΔΔΑ 16.4.2019, 72098/14, Armannsson κατά Ισλανδίας

Αρχές επιβολής κυρώσεων – Ne bis in idem– Διοικητική και ποινική διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φοροδιαφυγή


ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Η φορολογική αρχή, με πράξη της του Μαΐου 2012, έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραλείψει να δηλώσει εισοδήματα που είχε αποκτήσει τα έτη 2006 – 2008 και του επέβαλε τους αναλογούντες φόρους και πρόσθετο φόρο 25% επί των διαφυγόντων φόρων. Ο προσφεύγων πλήρωσε τα ποσά αυτά και δεν αμφισβήτησε την καταλογιστική πράξη, η οποία επομένως οριστικοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2012, όταν παρήλθε η προθεσμία για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος. Το Μάρτιο του 2012, η φορολογική αρχή ενημέρωσε για την υπόθεση την εισαγγελική αρχή. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε στη φορολογική αρχή, η οποία του απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι ο Εισαγγελέας θα προέβαινε σε νέα έρευνα και σε ανεξάρτητη εκτίμηση της υπόθεσης. Τελικά, το Δεκέμβριο 2012, ο Εισαγγελέας άσκησε σε βάρος του προσφεύγοντος δίωξη για φορολογικά αδικήματα. Το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο, αφού απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος περί παραβίασης του άρθρου 4 του 7ουΠΠ της ΕΣΔΑ, με απόφαση του Ιουνίου 2014, έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε ενεργήσει με βαριά αμέλεια, που ήταν αρκετή για την ποινική καταδίκη του σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, και τον καταδίκασε σε φυλάκιση έξι μηνών, με αναστολή για δύο έτη, και σε πρόστιμο 241.000 ευρώ, για τον καθορισμό του ύψους του οποίου έλαβε υπόψη του τον επιβληθέντα πρόσθετο φόρο, χωρίς πάντως να περιγράψει, συναφώς, τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το ένδικο μέσο του προσφεύγοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης (και μάλιστα αύξησε κατά δύο μήνες την ποινή φυλάκισης).  


(Β) Ο επιβληθείς πρόσθετος φόρος είχε “ποινικό” χαρακτήρα, όπως έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ σε παρόμοιες περιπτώσεις και δεν αμφισβητείται από τα μέρη. Εξάλλου και οι δύο “ποινικές” διαδικασίες αφορούσαν κατ’ ουσίαν τις ίδιες παραβάσεις. Όσον αφορά το bis (όπως ερμηνεύθηκε από το ΕΔΔΑ στην απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας) και, ειδικότερα, την ύπαρξη στενού ουσιαστικού συνδέσμου, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι (α) οι δύο διαδικασίες επεδίωκαν συμπληρωματικούς σκοπούς και ήταν προβλέψιμη συνέπεια της συμπεριφοράς που αποδόθηκε στον προσφεύγοντα και (β) ο πρόσθετος φόρος ελήφθη επαρκώς υπόψη κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας από το ποινικό δικαστήριο ποινής. Ωστόσο, ναι μεν ο Εισαγγελέας είχε πρόσβαση στην έκθεση της φορολογικής αρχής, αλλά η αστυνομία διενήργησε τη δική της ανεξάρτητη έρευνα, που κατέληξε στην ποινική καταδίκη του προσφεύγοντα από τον Ανώτατο Δικαστήριο δύο και πλέον έτη μετά την υποβολή από τη φορολογική αρχή της σχετικής καταγγελίας στον Εισαγγελέα. Συνεπώς, η ευθύνη του προσφεύγοντος εξετάστηκε από διαφορετικές αρχές σε διαδικασίες που ήταν εν πολλοίς ανεξάρτητες μεταξύ τους.  Περαιτέρω, σε σχέση με το κριτήριο της ύπαρξης στενού χρονικού συνδέσμου μεταξύ των δύο διαδικασιών, παρατηρείται ότι από την έναρξη της διοικητικής έρευνας μέχρι την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεσολάβησαν 4 έτη και 10 μήνες. Κατά την εν λόγω περίοδο οι διαδικασίες προχώρησαν παράλληλα μόνον από το Μάρτιο 2012 (όταν η φορολογική αρχή υπέβαλε καταγγελία στον Εισαγγελέα) έως τον Αύγουστο 2012 (όταν η καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής κατέστη απρόσβλητη), ήτοι για περίοδο 5 μηνών περίπου. Επιπρόσθετα, η ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε 7 μήνες μετά από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης της φορολογικής αρχής και περίπου 4 μήνες μετά από την οριστικοποίησή της. Η ποινική διαδικασία εξακολούθησε μόνη αυτή για περίπου 17 μήνες. Ενόψει των ανωτέρω συνθηκών και, ιδίως, της έλλειψης χρονικής αλληλοκάλυψης και της κατά το πλείστον ανεξάρτητης συλλογής και εκτίμησης των αποδείξεων, το ΕΔΔΑ κρίνει ότι δεν υπήρχε αρκούντως στενός χρονικός και ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών. Εξάλλου, δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από το ότι το Νοέμβριο 2010 η φορολογική Διοίκηση δέχθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος να αναβάλει τη λήψη απόφασης για διενέργεια σχετικής καταγγελίας στον Εισαγγελέα μέχρι την έκδοση πράξης ειδοποίησης του προσφεύγοντος για την εκτίμηση της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετικά με τους διαφυγόντες φόρους. Διαπιστώνεται παραβίαση του άρ. 4 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ.