logo1

ΣτΕ 1241/2023 Στ΄ Τμ. (7μελές)

Αν ο ζημιωθείς επιδόθηκε σε άλλη βιοποριστική δραστηριότητα, τα εντεύθεν οφέλη (μισθοί, αμοιβές κ.λπ.) δεν είναι συμψηφιστέα με τις οφειλόμενες αναδρομικές αποδοχές, διότι η άσκηση άλλης βιοποριστικής δραστηριότητας διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο γεγονός της παρανομίας της Διοίκησης και καθιστά τις σχετικές ωφέλειες απότοκες, όχι του γεγονότος εκείνου, αλλά της αυτόνομης ανάληψης βιοποριστικής δράσης.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος.
Εισηγητής: Δ. ΤομαράςΠάρεδρος.

6. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη συμμετέσχε σε διαγωνισμό προκηρυχθέντα με την υπ’ αριθ. 6000/2/1940-κβ/29.3.2007 Προκήρυξη του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. για την πρόσληψη 2.000 ειδικών φρουρών. Μετά την αξιολόγηση των δικαιολογητικών της κατετάγη 1.308η στην κατηγορία 80% για 1.600 θέσεις με 2.036,364 μόρια. Την 6.6.2007, προκειμένου να υποβληθεί σε υγειονομικές εξετάσεις, προσήλθε στο Κεντρικό Ιατρείο Αθηνών, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Εν όψει δε του πιθανολογουμένου κινδύνου προκλήσεως βλάβης στο κυοφορούμενο έμβρυο, δεν υπεβλήθη στον υποχρεωτικό ακτινολογικό έλεγχο. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή Κατατάξεως Αθηνών του Κεντρικού Ιατρείου Αθηνών με την υπ’ αριθ. 6000/2/137-λστ/8.6.2007 απόφασή της απέκλεισε την αναιρεσίβλητη από τη συνέχεια της διαδικασίας, λόγω μη περαιώσεως των υγειονομικών της εξετάσεων, με συνέπεια τη θέση της να καταλάβει επιλαχών υποψήφιος. Η ως άνω παράλειψη της Διοικήσεως να προβεί στην ολοκλήρωση των υγειονομικών, αθλητικών και λοιπών εξετάσεων της αναιρεσίβλητης ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 512/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ως μη νόμιμη και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση, προκειμένου να ενεργήσει τα νόμιμα. Σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, η αναιρεσίβλητη υποβλήθηκε στις αναγκαίες προκαταρκτικές εξετάσεις και, εν συνεχεία, με την 6000/2/1940/4-ιζ/1.11.2010 απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου Οργανώσεως και Ανθρωπίνου Δυναμικού της ΕΛ.ΑΣ. (Γ΄ 182/23.3.2011), προσελήφθη ως ειδική φρουρός, επί 5ετή θητεία, λογίσθηκε δε η πρόσληψή της ως γενομένη από 15.6.2007, ήτοι από του χρονικού σημείου προσλήψεως των επιτυχόντων του ανωτέρω διαγωνισμού, χωρίς ωστόσο να προβλεφθεί με την αυτή απόφαση η χορήγηση σε αυτήν αναδρομικών αποδοχών. Την 30.4.2011 παρουσιάστηκε στο οικείο Κέντρο Εκπαιδεύσεως, μετά δε το πέρας της εκπαιδεύσεως, την 3.9.2011, ενεγράφη σε Υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. ως ειδική φρουρός. Με την από 21.10.2011 αγωγή της ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η αναιρεσίβλητη ζήτησε να της καταβληθεί, ως αποζημίωση για την παράλειψη του Δημοσίου να τη συμπεριλάβει στους πίνακες επιτυχόντων, το ποσό των 61.177,88 ευρώ, το οποίον αντιστοιχεί στις αποδοχές που θα ελάμβανε ως ειδική φρουρός κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (15.6.2007 έως 3.9.2011) και ποσού 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 14115/2018 απόφασή του αναγνώρισε την υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το προαναφερθέν ποσό ως αποζημίωση, καθώς και ποσό 200 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης· η δε έφεση που άσκησε το Δημόσιο κατά της ανωτέρω αποφάσεως απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα που το Δημόσιο είχε θέσει πρωτοδίκως κατ’ ένσταση και επανέφερε με την έφεση, περί συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους κατά τον υπολογισμό της οφειλομένης αποζημιώσεως, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η ωφέλεια της αναιρεσίβλητης από εισοδήματα εκ μισθωτών υπηρεσιών (υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ), τα οποία αυτή προσπορίσθηκε κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα, «δεν προήλθε από την ίδια αιτία, δηλαδή από το ζημιογόνο γεγονός της παράλειψης διορισμού της στη θέση της ειδικής φρουρού, αλλά οφειλόταν στη δική της αυτόνομη δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, βρισκόταν εκτός του δικαίου της αποζημίωσης, υπερέβαινε δε την κατά το άρθρο 300 του ΑΚ υποχρέωση περιορισμού της έκτασης της ζημίας και συνιστούσε αυτοτελή λόγο κτήσης και διατήρησης του [αποκομισθέντος από αυτήν] κέρδους»· και ότι «ο καταλογισμός έστω και μέρους του προκύψαντος οφέλους στη ζημία θα ήταν αντίθετος στην καλή πίστη, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτό, η Διοίκηση θα επωφελείτο από την επιμέλεια της [αναιρεσίβλητης], με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι συνέπειες της παρανομίας της». Τέλος, κατά το διοικητικό εφετείο πάντοτε, «το ασυμβίβαστο ή μη της ασκούμενης δραστηριότητας της [αναιρεσίβλητης] προϋπέθετε την ενεργό υπηρεσία της ως ειδικής φρουρού και την παράλληλη με αυτήν άσκησή της, προϋποθέσεις οι οποίες δεν συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση, ώστε να κριθεί ακολούθως το σύννομο ή μη της άσκησής της, […]».

7. Το ποσό της διαφοράς, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι ανώτερο του κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3900/2010 ορίου των 40.000 ευρώ. Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ως λόγος αναιρέσεως ότι η πιο πάνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, έπρεπε κατά νόμον να συμψηφισθεί η ζημία που υπέστη η αναιρεσίβλητη από την απώλεια των αποδοχών των ειδικών φρουρών, κατά το χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκτός υπηρεσίας, με την ωφέλεια που αποκόμισε από την παροχή των ανωτέρω μισθωτών υπηρεσιών της κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού αναιρέσεως, κατά τις ως άνω διατάξεις, προβάλλεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός ότι ως προς το σχετικό νομικό ζήτημα, αν δηλαδή η ζημία που προκλήθηκε από την παράνομη παράλειψη διορισμού προσώπου σε δημόσια θέση είναι κατά νόμον συμψηφιστέα με την ωφέλεια που το πρόσωπο αυτό αποκόμισε από άλλη δραστηριότητα, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι αντίθετη προς τις 296/2015 και 2150/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.

8. Με την πρώτη από τις ανωτέρω αποφάσεις (296/2015) κρίθηκε ότι οι απολαβές που έλαβε ο ζημιωθείς από την άσκηση του ελευθερίου επαγγέλματος του ιατρού, ήτοι του αυτού επαγγέλματος, το οποίο κατά κοινή πείρα, θα ασκούσε και στην περίπτωση που δεν είχε διορισθεί στην επίμαχη θέση (θέση ιατρού του ΕΣΥ), έπρεπε να συνυπολογισθούν στη ζημία που υπέστη από την παράνομη παράλειψη του διορισμού του και να αφαιρεθούν από την τελικώς οφειλομένη αποζημίωση. Με τη δεύτερη από τις ανωτέρω αποφάσεις (2150/2017) κρίθηκε ότι η μη εκλογή ενός προσώπου ως βουλευτή συνδέεται αιτιωδώς με την ωφέλεια που το πρόσωπο αυτό αποκόμισε από το αξίωμα του νομάρχη, το οποίο δεν θα ηδύνατο να καταλάβει στην περίπτωση που είχε εκλεγεί βουλευτής, λόγω του ασυμβιβάστου των καθηκόντων βουλευτή και νομάρχη και, ότι, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, επιβάλλεται, για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συμψηφισμός των αποδοχών που έλαβε το ανωτέρω πρόσωπο ως νομάρχης, με την αποζημίωση που θα ελάμβανε ως εν ενεργεία βουλευτής. Όμως με τις 3606/2012 και 1287/2013 αποφάσεις του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι, επί παρανόμου απολύσεως από δημόσια θέση ή επί παρανόμου αποκλεισμού από διαγωνισμό προς κατάληψη δημοσίας θέσεως, αντιστοίχως, το κέρδος που αποκόμισε ο ζημιωθείς από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος ή από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών ή την άσκηση εμπορικής δραστηριότητος δεν προκύπτει από τα ως άνω ζημιογόνα γεγονότα, αλλά από την αυτόνομη δραστηριότητα του ζημιωθέντος για λόγους βιοποριστικούς και, συνεπώς, ο καταλογισμός, έστω και μέρους του προκύψαντος οφέλους στη ζημία, θα αντέκειτο στην καλή πίστη, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτόν, η Διοίκηση θα επωφελείτο από την επιμέλεια του ζημιωθέντος, με αποτέλεσμα να περιορίζονται από ενέργειές του, οι συνέπειες της παρανομίας της (βλ. και ΣτΕ 4441/2013 και 744/2016).

9. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο πιο πάνω περί του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης ισχυρισμός του αναιρεσείοντος παρίσταται βάσιμος. Αφ’ ενός μεν γιατί υφίσταται η προβαλλόμενη αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τις αποφάσεις των οποίων γίνεται επίκληση, αφ’ ετέρου δε διότι η εν γένει νομολογία του Δικαστηρίου επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος εμφανίζεται κυμαινόμενη. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι, από της απόψεως αυτής, παραδεκτός και, εφόσον η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς και κατά τα λοιπά, είναι περαιτέρω εξεταστέος ως προς τη βασιμότητά του.

10. Ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. […]» (Ομοίως, κατ’ άρθρο 106 ΕισΝΑΚ, και προκειμένου περί οργάνων νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω παράνομης πράξης ή παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ) είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσης ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικώς, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 322/2009 7μ., 809/2012, 1185/2013, 1955/2021). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο ζημιωθείς μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε, εάν δεν είχε συμβεί το γεγονός αυτό. Οσάκις δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, πραγματική ζημία είναι εκείνη που εξακολουθεί να υφίσταται μετά τον συμψηφισμό ζημίας και ωφέλειας. Τούτο όμως, εφόσον μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ωφέλειας υφίσταται πράγματι αιτιώδης σύνδεσμος και όχι όταν ζημία και ωφέλεια στηρίζονται σε διαφορετική η καθεμία αιτία (ΣτΕ 2803/2000 7μ., 866/2011 7μ., 3606/2012, 3732/2012, 1287/2013, 296/2015, 1618/2015, 744/2016, 2150/2017, 1578/2018, ΑΠ 642/1982, 523/1995, 762/200774/2014). Εξ άλλου, στην ως άνω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η υπάρχουσα, πριν τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη από τη στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες πιθανώς, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε εάν δεν είχε μεσολαβήσει η πράξη ή η παράλειψη αυτή (ΣτΕ 744/2016, 3043/2013 κ.ά.).

11. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένο πρόσωπο, εξαιτίας παράνομης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης παραμείνει για κάποιο διάστημα εκτός θέσεως του Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ), την οποία (θέση) κατείχε ή επιδίωκε να καταλάβει (όπως επί παράνομης απόλυσης ή παράλειψης διορισμού του, αντιστοίχως), με αποτέλεσμα να στερηθεί τις αποδοχές τις οποίες, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε από την υπηρεσία του κατά το πιο πάνω διάστημα, δικαιούται ως αποζημίωση, τα ποσά των αποδοχών αυτών (πρβλ. ΣτΕ 3043/2013, 3854/2011 κ.ά.). Εξ άλλου, στην περίπτωση κατά την οποία ο ζημιωθείς, ενόσω βρισκόταν εκτός Υπηρεσίας, επιδόθηκε σε άλλη βιοποριστική δραστηριότητα (παροχή εξαρτημένης εργασίας, άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος κ.λπ.), τα εντεύθεν οφέλη (μισθοί, αμοιβές κ.λπ.) δεν είναι συμψηφιστέα με τις οφειλόμενες σε αυτόν αναδρομικές ως άνω αποδοχές. Και τούτο, διότι η λόγω της παράνομης παραμονής του εκτός υπηρεσίας αναγκαία εκ μέρους του επαγγελματική επανεκτίμηση και η άσκηση από αυτόν βιοποριστικής δραστηριότητας, άλλης, πάντως, έναντι της συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας, διακόπτει, ως εκ της φύσεως της ανθρώπινης εργασίας, τον κατά νόμον αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο γεγονός της παρανομίας της Διοίκησης, και καθιστά τις σχετικές ωφέλειες απότοκες, όχι του γεγονότος εκείνου, αλλά της αυτόνομης ανάληψης βιοποριστικής δράσης. Τούτο δε άσχετα, κατ’ αρχήν, από τη συνάφεια ή μη της ασκηθείσας δραστηριότητας προς τη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία. Εκτός και αν η αναληφθείσα δραστηριότητα παρουσιάζει τέτοιο εξαιρετικό βαθμό ομοιότητας προς τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δημόσιας θέσης, ώστε, λαμβανομένων υπόψη και των εκάστοτε ιδιαίτερων συνθηκών, να συνιστά, κατ’ ουσίαν την ίδια με αυτήν εργασία. Στην εξαιρετική αυτή και μόνον περίπτωση δεν διασπάται ο αιτιώδης σύνδεσμος και χωρεί συμψηφισμός ζημίας και ωφέλειας.

ΣτΕ Γ΄ 2350-63/2023 7μ. 

Εισφορά καθηγητών ΑΕΙ υπέρ ΕΛΚΕ: συνταγματικώς θεμιτό αντιστάθμισμα λόγω άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας (δεν αποτελεί φόρο ούτε κρατική ενίσχυση). Συνταγματική και σύμφωνη με ΕΣΔΑ η 10ετής παραγραφή οφειλών.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Με επταμελείς αποφάσεις του Γ΄ Τμήματος κρίθηκε ότι :
1. Η εισφορά μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ υπέρ των οικείων ΕΛΚΕ δεν έχει τον χαρακτήρα φόρου ούτε και ανταποδοτικού τέλους, αλλά αποτελεί εύλογο και συνταγματικώς ανεκτό αντιστάθμισμα, σε αντάλλαγμα της παραχώρησης του νομοθέτη προς τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ να ασκούν εξωπανεπιστημιακή δραστηριότητα, επ’ ωφελεία τόσο των ιδίων όσο και των ΑΕΙ (μειοψηφία). Απορριπτέοι ως ερειδόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση οι λόγοι ακυρώσεως που εκκινούν από την αντίληψη ότι πρόκειται περί φόρου.
2. Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 περ. γ) του ν. 4009/2011, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 113 παρ. 2 του ν. 4821/2021, σύμφωνα με την οποία αναζητούνται τελικώς τα ποσά που ήδη οφείλονται και προέρχονται από εισοδήματα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά τα έτη 2010-2017, έχει τεθεί σε συμφωνία με τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, καθώς το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο εντός του οποίου η Διοίκηση δύναται να επιδιώξει, με την έκδοση πράξης επιβολής εισφοράς, την είσπραξη των οφειλών παλαιοτέρων ετών υπέρ των Ε.Λ.Κ.Ε. για τις οποίες ίσχυε εικοσαετής παραγραφή. Εξάλλου, ούτε η διάρκεια του χρόνου παραγραφής των σχετικών αξιώσεων, η οποία ορίζεται με την διάταξη του άρθρου 113 παρ. 1 του ν. 4821/2021 παγίως ως δεκαετής και εκκινεί από το τέλος του οικονομικού έτους γένεσης της οφειλής, παραβιάζει τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές. Τούτο δε διότι, η προθεσμία αυτή παραγραφής των αξιώσεων για καταβολή της ως άνω εισφοράς είναι εύλογη, λαμβανομένου υπόψη ότι βάση υπολογισμού της εισφοράς είναι το ετήσιο καθαρό εισόδημα των βαρυνόμενων προσώπων, ότι το εισόδημα αυτό δηλώνεται από τον φορολογούμενο το επόμενο έτος της κτήσης αυτού και ότι, πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις η δεκαετία ορίζεται ως χρόνος παραγραφής του δικαιώματος της φορολογικής αρχής να εκδώσει πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου.
3. Η επιβολή της εισφοράς 7% επί του καθαρού εισοδήματος των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ είναι σύμφωνη με το άρθρο 17 του Συντ. και το άρθρο 1 παρ.1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, αφενός λόγω του ύψους της και αφετέρου λόγω της αναλογικής επιβολής της επί του ετήσιου εισοδήματος των υποχρέων από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
4. Συνταγματικώς ανεκτή (άρθρο 4 Συντ.) η διαφοροποίηση, ως προς το έτος έναρξης της υποχρέωσης απόδοσης εισφοράς, μεταξύ των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω εταιρειών και των μελών ΔΕΠ που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα (ελευθέριο επάγγελμα).
5. Η επιβολή της εισφοράς υπέρ ΕΛΚΕ δεν αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1 και 16 του Συντ. καθώς δεν περιορίζει την επαγγελματική ελευθερία ή την επιστημονική έρευνα των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ.
6. Σύμφωνη με το άρθρο 9 Α του Συντ. και τον ΓΚΠΔ η προβλεπόμενη στον νόμο επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (διαβίβαση φορολογικών και λοιπών στοιχείων των υπόχρεων από τον ΕΛΚΕ στην ΑΔΑΕ και αντιστρόφως). Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία χορηγούνται από την ΑΑΔΕ στους ΕΛΚΕ και αντιστρόφως είναι επαρκώς προσδιορισμένα και περιορισμένα, η δε διαδικασία καταστρώνεται κατά τρόπο τέτοιο ώστε να τηρούνται οι αρχές του άρθρου 5 ΓΚΠΔ, και ιδίως οι αρχές της νομιμότητας – αντικειμενικότητας και διαφάνειας, η αρχή του περιορισμού του σκοπού, η αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, η αρχή της ακρίβειας και η αρχή της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας.
7. Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης και, ειδικότερα, η απαγόρευση του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ αφορούν τις δραστηριότητες των «επιχειρήσεων». Τα ΑΕΙ δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16 Συντ.) και τις διατάξεις του διέπουν την λειτουργία τους (βλ. άρθρο 1 και 4 ν. 4485/2017) αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης». Οι διατάξεις του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα ΑΕΙ, αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός.
8. Κατά την έννοια του άρθρου 23 παρ. 3 του ν. 4009/2011, στην επίδικη εισφορά υπάγονται και οι υπηρετούντες, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού, λέκτορες των ΑΕΙ.
9. Νόμιμη η υπαγωγή σε εισφορά υπέρ ΕΛΚΕ των μερισμάτων από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω εταιρείας, διότι η έννοια της «επιχειρηματικής δραστηριότητας» κατά την ανωτέρω διάταξη είναι αυτόνομη σε σχέση με την έννοια των εισοδημάτων από κεφάλαιο κατά τη φορολογική νομοθεσία.
10. Δεν επιρρίπτεται στον υπόχρεο καθηγητή το βάρος απόδειξης για τον καθορισμό της οικονομικής βάσης υπολογισμού της οφειλής υπέρ ΕΛΚΕ.
11. Οι πράξεις προσδιορισμού οφειλής υπέρ ΕΛΚΕ αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, από την προσβολή των οποίων γεννάται διαφορά περί την υπηρεσιακή κατάσταση των καθηγητών ΑΕΙ, υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου (ΣτΕ 2358/2023).

ΣΤΕ 2137/2024  7μ 

Αξιώσεις Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών.

Ερμηνεία άρ.πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 ν. 4093/2012. Ερμηνεία τελολογική και  σύμφωνη με το Σύνταγμα (άρ. 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4). Δικαίωμα ασφαλιστικού φορέα για αναζήτηση παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως εντός εικοσαετίας από την τελευταία καταβολή ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. Εξαίρεση του κανόνα λόγω εφαρμογής της αρχής χρηστής διοικήσεως όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος. Αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Βάρος αποδείξεως  (με μειοψ.).

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Ταξιαρχία Κόμβου, Χρήστος Λιάκουρας, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Άννα Μπόνου, Σύμβουλοι, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

Για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, που υποβλήθηκε με την 104/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, σχετικά με την από 11.9.2019 έφεση:

του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), ο οποίος παρέστη με την Αικατερίνη Κανελλοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του Χ.Σ., κατοίκου …, ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο εκκαλών Φορέας επιδιώκει να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμ. 382/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βέροιας.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ταξιαρχίας Κόμβου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του εκκαλούντος Φορέα, η οποία διατύπωσε τις απόψεις της επί του προδικαστικού ερωτήματος.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την 104/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), σχετικά με την από 11.9.2019 έφεση που άσκησε ενώπιόν του ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος είχε παραστεί πρωτοδίκως ως οιονεί καθολικός διάδοχος του προσφεύγοντος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρα 51 παρ. 1, 53 παρ. 1 περ. Α υποπερ. α στοιχ. αα και 70 παρ. 1 και 9 του ν. 4387/2016, Α΄ 85) [ήδη e-E.Φ.K.A., όπως μετονομάσθηκε από 1.3.2020 ο Ε.Φ.Κ.Α. (άρθρο 51Α του ν. 4387/2016, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020, Α΄ 43)]. Με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 382/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βέροιας, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και ακυρώθηκε εν μέρει η 135/συν.24η/18.6.2014 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Γιαννιτσών. Με την ως άνω απόφαση της Τ.Δ.Ε. έγινε δεκτή ένσταση του εφεσιβλήτου κατά της 4861/29.4.2014 αποφάσεως του Διευθυντή του ανωτέρω Υποκαταστήματος, με την οποία είχε καταλογισθεί εντόκως εις βάρος του ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό συνολικού ύψους 5.304,78 ευρώ που αντιστοιχεί σε προσαύξηση της συντάξεώς του λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση την οποία είχε λάβει για το χρονικό διάστημα από 10.4.2006 έως 30.4.2014.

2. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου λόγω σπουδαιότητας (άρθρο 14 παρ. 5 εδ. πρώτο του π.δ. 18/1989, Α΄ 8) αρχικώς με την από 16.4.2021 πράξη της Προέδρου του Τμήματος. Ακολούθως, με την 1663/2021 προδικαστική απόφαση του Α΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση που έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο της 28.6.2021, ώστε να επαναληφθεί η προδικασία και να δημοσιευθεί η νέα πράξη της Προέδρου του Τμήματος για ορισμό νέας δικασίμου και εισηγητή σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών, διατάχθηκε δε η κοινοποίηση της αποφάσεως αυτής στους διαδίκους. Ήδη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η νέα από 19.10.2021 πράξη της Προέδρου του Α΄ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή της υποθέσεως έχει δημοσιευθεί προσηκόντως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. τέταρτο (δεύτερο προτού η παράγραφος αυτή αντικατασταθεί με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012, Α΄ 51) και παρ. 2 εδ. δεύτερο του ν. 3900/2010 και τα οριζόμενα στη νεότερη αυτή πράξη, στις εφημερίδες «ΕΣΤΙΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ».

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου παρά τη μη παράσταση του εφεσιβλήτου, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας (βλ. το από 21.11.2021 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυνομικού υπαλλήλου του Αστυνομικού Τμήματος Πέλλας, Ν.Ρ.), αντίγραφα της ως άνω 1663/2021 προδικαστικής αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και της από 19.10.2021 νέας πράξεως της Προέδρου του Τμήματος κοινοποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στον εφεσίβλητο.

4. Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 ορίζεται ότι όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως, στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, μπορεί, με απόφασή του που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην περίπτωση αυτή δίνεται η δυνατότητα στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος από τακτικό διοικητικό δικαστήριο στο Συμβούλιο της Επικρατείας προϋποθέτει ότι το διοικητικό δικαστήριο ως αρμόδιο, κατ’ αρχήν, επί της συγκεκριμένης διαφοράς, έχει ασκήσει πράγματι την αρμοδιότητά του και έχει διαγνώσει ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Το ζήτημα δε που τίθεται με το προδικαστικό ερώτημα πρέπει ως εκ της φύσεώς του να έχει γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσει σημαντικό αριθμό διαφορών με κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Το διοικητικό δικαστήριο που υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα πρέπει στην απόφασή του να παραθέτει και να τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους το ζήτημα που ανέκυψε στην αχθείσα ενώπιόν του διαφορά και αποτελεί το αντικείμενο του ερωτήματος είναι, όπως ορίζει ο νόμος, «γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων». Επίσης, το διοικητικό δικαστήριο πρέπει να παραθέτει τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τις κρίσιμες διατάξεις και να τεκμηριώνει ότι το ζήτημα για το οποίο υποβάλλεται το προδικαστικό ερώτημα ανακύπτει πράγματι στην ενώπιόν του διαφορά, δηλαδή είναι κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της, άλλως το υποβληθέν ερώτημα είναι απαράδεκτο και το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν το απαντά (βλ. Σ.τ.Ε. 1841-3/2013 Ολομ., 761, 2282, 2653/2014 7μ., 2182, 3715-6/2015 7μ., 884/2016 7μ., 1470/2016 Ολομ., Σ.τ.Ε. 719/2018 7μ. κ.ά.). Αντιθέτως, για το παραδεκτό του ερωτήματος, το διοικητικό δικαστήριο δεν απαιτείται να λαμβάνει και, μάλιστα, αιτιολογημένως θέση επί του νομικού ζητήματος που τίθεται με αυτό, αν και κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο, προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. Σ.τ.Ε. 761, 2282/2014 7μ., 2182/2015 7μ., 1470/2016 Ολομ., Σ.τ.Ε. 719/2018 7μ. κ.ά.).

5. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, εφόσον διοικητικό δικαστήριο υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το τελευταίο εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 (όπως εκάστοτε ισχύουν) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ένδικου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (Σ.τ.Ε. 601, 1619/2012 Ολομ., 694/2013 Ολομ., 1443/2020 Ολομ., 1821/2020 Ολομ., 1408/2022 Ολομ., 1342/2023 7μ. κ.ά.). Μετά την επίλυση δε του ζητήματος που τέθηκε με το προδικαστικό ερώτημα, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί είτε να παραπέμψει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο προς περαιτέρω εκδίκαση είτε, εφόσον κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος προς τούτο, να το κρατήσει και να το δικάσει περαιτέρω, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 εδ. έκτο του ν. 3900/2010, όπως ισχύει, αναλόγως εφαρμοζόμενο (Σ.τ.Ε. 1821/2020 Ολομ.).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προαναφερθείσα απόφασή του δέχθηκε ότι από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 6580/12.10.2006 αίτηση προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ο εφεσίβλητος, οικοδόμος, ζήτησε τη χορήγηση συντάξεως λόγω αναπηρίας από εργατικό ατύχημα. Όπως προκύπτει από το σώμα της αιτήσεως αυτής, ο εφεσίβλητος στον Πίνακα 3 («Οικογενειακή Κατάσταση») ανέφερε τη σύζυγό του, Θ.Σ., ως προστατευόμενο μέλος το οποίο δεν εργάζεται, δεν συνταξιοδοτείται ούτε επιδοτείται. Στον Πίνακα 8 («Υπεύθυνη Δήλωση») της ίδιας αιτήσεως περιλαμβάνεται προτυπωμένη υπόμνηση περί υποχρεώσεως του αιτούντος για έγγραφη ειδοποίηση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. αν στο μέλλον ο ίδιος ή μέλη της οικογένειάς του, για τα οποία θα λάβει προσαύξηση στη σύνταξη, εργασθούν ή λάβουν σύνταξη ή επίδομα, καθώς και αν μεταβληθεί η οικογενειακή του κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση, θάνατος) ή η διεύθυνση κατοικίας του. Με την 7731/21.3.2007 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Θεσσαλονίκης χορηγήθηκε στον εφεσίβλητο από 10.4.2006 έως 31.10.2007 σύνταξη λόγω αναπηρίας από εργατικό ατύχημα, το ποσό της οποίας προσαυξήθηκε για τη σύζυγό του (προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών). Με τις 24201/25.9.2007, 29415/26.11.2009 και 24271/24.10.2011 αποφάσεις του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Θεσσαλονίκης η χορήγηση της ως άνω συντάξεως παρατάθηκε διαδοχικώς από 1.11.2007 έως 3.10.2009, από 1.11.2009 έως 31.10.2011 και από 1.11.2011 έως 31.10.2013, αντιστοίχως, τελικώς δε, με τη 19405/20.8.2013 απόφαση του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος η χορήγηση της εν λόγω συντάξεως παρατάθηκε επ’ αόριστον. Ακολούθως, περιήλθε σε γνώση των οργάνων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. η από 4.2.2014 βεβαίωση του Προϊσταμένου του Τμήματος Ασφάλισης και Παροχών του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ο.Γ.Α. Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία βεβαιώνεται ότι η σύζυγος του εφεσιβλήτου είχε εγγραφεί στα Μητρώα Ασφαλισμένων του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών (ν. 2458/1997) από την 1.1.2006. Κατόπιν τούτου, διενεργήθηκε έλεγχος στα ασφαλιστικά στοιχεία του ασφαλισμένου και εκδόθηκε η 4861/29.4.2014 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Γιαννιτσών, με την οποία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 29 παρ. 3 και 6 και 40 παρ. 4 του α.ν. 1846/1951 και αφού ελήφθη υπόψη ότι η σύζυγος του εφεσιβλήτου ήταν ασφαλισμένη στον Ο.Γ.Α. από την 1.1.2006, καταλογίσθηκε εντόκως εις βάρος του ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε χορηγηθείσα προσαύξηση στη σύνταξή του λόγω οικογενειακών βαρών για το χρονικό διάστημα από τις 10.4.2006 έως και τις 30.4.2014, συνολικού ύψους 5.304,78 ευρώ. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ο ασφαλισμένος άσκησε την 5334/14.5.2014 ένσταση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Γιαννιτσών. Κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ο εφεσίβλητος δήλωσε ότι η σύζυγός του ασφαλίσθηκε στον Ο.Γ.Α. το έτος 2006 και για τον λόγο αυτόν προσήλθε η ίδια στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για να ακυρώσει το βιβλιάριο υγείας της (του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και όχι του Ο.Γ.Α., όπως εσφαλμένως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση) και ενημέρωσε το Τμήμα Μητρώου της Υπηρεσίας, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτόν ενημερώθηκε και το Τμήμα Συντάξεων. Ισχυρίσθηκε δε ότι δεν συνέτρεχε δόλος στο πρόσωπό του, αφού δεν γνώριζε την ακριβή διαδικασία, καθώς και ότι η οικονομική του δυνατότητα είναι περιορισμένη καθόσον λαμβάνει χαμηλή σύνταξη και 1.000 ευρώ ετησίως από αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Με την 135/συν. 24η/18.6.2014 απόφαση η Τ.Δ.Ε. του ανωτέρω Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. έκανε δεκτή την ένσταση του εφεσιβλήτου κρίνοντας ότι αυτός καλοπίστως εισέπραξε το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, δεδομένου ότι η Υπηρεσία είχε ενημερωθεί κατά τη διαδικασία ακυρώσεως του βιβλιαρίου υγείας της συζύγου του, προκειμένου να εκδοθεί βιβλιάριο υγείας από τον Ο.Γ.Α. Κατά της ως άνω αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. άσκησε στις 21.7.2014 προσφυγή, με την οποία, κατ’ επίκληση της περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 περί εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, προέβαλε ότι ορθώς καταλογίσθηκε εις βάρος του εφεσιβλήτου το επίμαχο ποσό, το οποίο του είχε χορηγηθεί αχρεωστήτως από υπαιτιότητά του, λόγω της ασφαλίσεως της συζύγου του από 1.1.2006. Κατά τους ισχυρισμούς του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ο εφεσίβλητος όχι μόνον απέκρυψε την ασφάλιση της συζύγου του στον Ο.Γ.Α. στην αρχική αίτησή του για συνταξιοδότηση (6580/12.10.2006), δηλώνοντας ψευδώς (στον Πίνακα 3 της αιτήσεώς του) ότι αυτή δεν εργάζεται και δεν συνταξιοδοτείται, αλλά και επί 8 έτη δεν γνωστοποίησε εγγράφως στις υπηρεσίες του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., όπως όφειλε (κατά τα αναφερόμενα στον Πίνακα 8 της ίδιας αιτήσεως), την ασφάλιση της συζύγου του στον Ο.Γ.Α., ως εκ τούτου δε, κατά το Ίδρυμα, καθίσταται αυταπόδεικτη η πρόθεση του εφεσιβλήτου να τύχει δολίως και παρανόμως της χορηγήσεως της επίμαχης προσαυξήσεως. Ο εφεσίβλητος με το από 18.10.2018 πρωτοδίκως κατατεθέν υπόμνημά του ισχυρίσθηκε ότι (α) ενήργησε καλοπίστως ενημερώνοντας σχετικώς την αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., (β) στην 4861/29.4.2014 απόφαση του Διευθυντή δεν αιτιολογείται ο δόλος του και (γ) η τυχόν επιστροφή του καταλογισθέντος ποσού μετά την πάροδο πολλών ετών από την αρχική χορήγηση της επίμαχης προσαυξήσεως θα προκαλούσε στον ίδιο και την οικογένειά του ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη.

7. Επειδή, με την 382/2019 απόφαση το Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας έκρινε ότι νομίμως καταλογίσθηκε εντόκως προς 5% εις βάρος του εφεσιβλήτου το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό που αντιστοιχεί στην προσαύξηση της συντάξεώς του για το χρονικό διάστημα από 30.4.2009 έως 30.4.2014 «δηλαδή εντός πενταετίας από την είσπραξή του, που δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο αναζητήσεώς του». Επιπλέον, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία (αφού πέραν των εκκαθαριστικών σημειωμάτων δύο φορολογικών ετών δεν προσκόμισε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, όπως εκκαθαριστικά σημειώματα και δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας τριετίας, δηλώσεις στοιχείων ακινήτων κ.λπ.), ώστε να καταστεί εφικτή η εκτίμηση των συνεπειών της επιστροφής του εν λόγω ποσού στις συνθήκες διαβιώσεως του ιδίου και της συζύγου του. Περαιτέρω, το διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι ο προσφεύγων και ήδη εκκαλών ασφαλιστικός φορέας (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) δεν απέδειξε τη συνδρομή δόλου στο πρόσωπο του εφεσιβλήτου για το πέραν του ευλόγου χρόνου διάστημα από 10.4.2006 έως 29.4.2009. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι στην ως άνω 4861/29.4.2014 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Γιαννιτσών δεν διαλαμβάνεται ειδική περί δόλου κρίση, αντιθέτως «συμπληρώνεται» το πρώτον με την προσφυγή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και το από 15.10.2018 πρωτοδίκως κατατεθέν υπόμνημά του, με επίκληση της ως άνω από 12.10.2006 αιτήσεως του εφεσιβλήτου και της εμπεριεχόμενης σ’ αυτήν γενικής υπομνήσεως, χωρίς όμως να πλήττεται με την προσφυγή ειδικώς και συγκεκριμένως η αιτιολογία της αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. όσον αφορά την καλοπιστία του εφεσιβλήτου. Επίσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι το Ίδρυμα δεν προσκόμισε ενώπιόν του έγγραφα στοιχεία προς ανταπόδειξη όσων προέκυψαν από την προφορική διαδικασία ενώπιον της Τ.Δ.Ε. Κατόπιν τούτων, το διοικητικό πρωτοδικείο έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και ακύρωσε την ως άνω 135/συν. 24η/18.6.2014 απόφαση της Τ.Δ.Ε., κατά το μέρος της με το οποίο είχε γίνει δεκτή ένσταση του καθ’ ου η προσφυγή-εφεσιβλήτου κατά της 4861/29.4.2014 αποφάσεως του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για το χρονικό διάστημα από 30.4.2009 έως 30.4.2014 και κατά τα λοιπά (ήτοι για το χρονικό διάστημα από 10.4.2006 έως 29.4.2009) απέρριψε την προσφυγή του Ιδρύματος.

8. Επειδή, κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως ο Ε.Φ.Κ.Α. άσκησε (στις 18.9.2019) έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία προέβαλε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, καθόσον δεν εφάρμοσε την κρίσιμη εν προκειμένω διάταξη της περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Από το γράμμα της διατάξεως αυτής, κατά τον εκκαλούντα φορέα, συνάγεται ότι η αξίωση των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως προς επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών στους ασφαλισμένους υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή από την τελευταία καταβολή, δεν γίνεται δε καμία διάκριση όσον αφορά την καλόπιστη ή κακόπιστη είσπραξη εκ μέρους του λαβόντος την παροχή. Αν δε ο νομοθέτης ήθελε να ορίσει διαφορετικά τη βάση της αναζητήσεως των αξιώσεων αυτών, θα όριζε ρητώς τα στοιχεία (λ.χ. το στοιχείο του δόλου) που επιπροσθέτως θα έπρεπε να συντρέχουν, ώστε ο εκάστοτε αρμόδιος ασφαλιστικός φορέας να δύναται να αναζητήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ασφαλιστικών παροχών. Επιπλέον, η απαίτηση για καταβολή τόκων είναι παρεπόμενη της κύριας απαιτήσεως με παρακολουθηματικό σε σχέση με αυτήν χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, κατά τον Ε.Φ.Κ.Α., εφόσον η απαίτηση γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο καταβάλλεται αχρεωστήτως η παροχή, κατά τον ίδιο χρόνο γεννάται και η αξίωση αναζητήσεως των τόκων, ανεξαρτήτως καλόπιστης ή κακόπιστης εισπράξεως. Επομένως, κατά τον εκκαλούντα φορέα, το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό της επίμαχης προσαυξήσεως της συντάξεως, το οποίο καταλογίσθηκε στον εφεσίβλητο με την ως άνω απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Γιαννιτσών, είναι επιστρεπτέο για όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός το εισέπραττε, δηλαδή από τις 10.4.2006 έως τις 30.4.2014. Περαιτέρω, ο Ε.Φ.Κ.Α. προέβαλε ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε δολίως δηλώνοντας ψευδώς στην από 12.10.2006 αίτησή του για συνταξιοδότηση ότι η σύζυγός του δεν εργάζεται ούτε επιδοτείται ούτε συνταξιοδοτείται από κανέναν ασφαλιστικό φορέα, προκειμένου να του χορηγηθεί η επίμαχη προσαύξηση, και αποσιωπώντας καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα την ασφάλιση της συζύγου του στον Ο.Γ.Α. από 1.1.2006 και εφεξής, καθόσον ουδέποτε προσήλθε στην Υπηρεσία του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για να δηλώσει εγγράφως το ανωτέρω γεγονός. Κατόπιν τούτων, ο Ε.Φ.Κ.Α. με το εφετήριο ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βέροιας και να ακυρωθεί καθ’ ολοκληρίαν η προσβληθείσα με την προσφυγή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος του πρώην Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.

9. Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης έλαβε υπόψη τα εξής: α) Στην 4861/29.4.2014 απόφαση του Διευθυντή δεν διατυπωνόταν ειδική περί του δόλου κρίση στο πρόσωπο του εφεσιβλήτου, κρίση που εκ των υστέρων επιχείρησε να θεμελιώσει το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με την προσφυγή και μετέπειτα ο Ε.Φ.Κ.Α. με την ασκηθείσα έφεση, β) με την έφεση δεν αντικρούεται εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος (ή η σύζυγός του), έστω και μετά την υποβολή της αιτήσεώς του για απονομή συντάξεως αναπηρίας με προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών, υπέβαλε προς ακύρωση στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. το βιβλιάριο υγείας της συζύγου του, ώστε αυτή να ασφαλισθεί στον Ο.Γ.Α. και γ) από την ενέργεια αυτή το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. όφειλε να συναγάγει την αλλαγή της ασφαλιστικής καταστάσεως της συζύγου του εφεσιβλήτου. Ενόψει τούτων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν τελούσε σε δόλο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ο εκκαλών δε φορέας αν και έφερε το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε το αντίθετο. Συνεπώς, κατά το διοικητικό εφετείο, ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 10.4.2006 έως 29.4.2009. Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τον κατά τα προεκτεθέντα πρώτο λόγο εφέσεως του Ε.Φ.Κ.Α. (περί εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως του ν. 4093/2012 στην ένδικη υπόθεση) και το ότι στην προκειμένη περίπτωση (όπως κατά τα προεκτεθέντα δέχθηκε) δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε δολίως, η δε αναζήτηση των επίμαχων παροχών πέραν της πενταετίας, ενόψει και της επιβαρύνσεώς τους με τόκους, υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, έκρινε ότι ανακύπτει εν προκειμένω το ζήτημα εάν η ανωτέρω διάταξη του ν. 4093/2012 περί εικοσαετούς παραγραφής είναι εφαρμοστέα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος αχρεωστήτως την παροχή, όπως από την οικεία αιτιολογική έκθεση φαίνεται να είναι η βούληση του νομοθέτη, ή εάν για την εφαρμογή και της διατάξεως αυτής εξακολουθούν να ισχύουν τα πρότερον νομολογηθέντα περί της εντός ευλόγου χρόνου αναζητήσεως της αχρεωστήτως αλλά καλοπίστως εισπραχθείσας ασφαλιστικής παροχής, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως, και μόνον η ύπαρξη δόλου δικαιολογεί την αναζήτηση αυτής εντός εικοσαετίας από την τελευταία καταβολή. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι το ως άνω ζήτημα είναι γενικότερου ενδιαφέροντος και έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθόσον αφορά όλους τους (προ του Ε.Φ.Κ.Α.) ασφαλιστικούς οργανισμούς και το σύνολο των περιπτώσεων κατά τις οποίες έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως ασφαλιστικές παροχές τόσο πριν (έως 20 έτη) όσο και μετά την ισχύ του ν. 4093/2012.

10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω προδικαστική απόφασή του ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, το προδικαστικό ερώτημα «εάν η διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) περί εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, εφαρμόζεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εισπράξαντος αυτές ασφαλισμένου ή μήπως και στην περίπτωση αυτή είναι εξεταστέα η καλή πίστη (έλλειψη υπαιτιότητας) αυτού, οπότε η αναζήτηση της παροχής είναι επιστρεπτέα μόνον εντός ευλόγου χρόνου».

11. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) (ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) και ακολούθως με το άρθρο 25 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ορίζεται ότι: «Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Προκειμένου για απαιτήσεις αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένων κατά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, … το ανωτέρω όριο ορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό. …». Κατά τη δε παρ. 1 του άρθρου 93 του Κ.Δ.Δ., «Δικαίωμα να ασκήσουν έφεση έχουν οι κατά την πρωτόδικη δίκη διάδικοι, εφόσον έχουν έννομο προς τούτο συμφέρον». Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου της εφέσεως του Ε.Φ.Κ.Α., το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό αφορά όλο το ως άνω χρονικό διάστημα από 10.4.2006 έως 30.4.2014 και ανέρχεται σε 5.304,78 ευρώ, ποσό που είναι ανώτερο του κατά την ως άνω παρ. 2 του άρθρου 92 του Κ.Δ.Δ. ορίου εκκλητού των 5.000 ευρώ. Περαιτέρω, ο Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος είναι εν μέρει ηττηθείς και εν μέρει νικήσας διάδικος στην ουσιαστική δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με έννομο συμφέρον ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως όχι μόνον κατά το μέρος αυτής κατά το οποίο ηττήθηκε αλλά και κατά το μέρος που νίκησε (δηλαδή κατά το μέρος της πρωτόδικης αποφάσεως με το οποίο έγινε δεκτή η προσφυγή του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), διότι βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης αποφάσεως (βλ. σχετικώς Σ.τ.Ε. 2097/2011 7μ., 121/2013 κ.ά.), επιδιώκοντας την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του ν. 4093/2012 ενιαίως για όλο το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η καταλογιστική πράξη, προκειμένου να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να ακυρωθεί στο σύνολό της η προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση της Τ.Δ.Ε. (με την οποία είχε γίνει εν όλω δεκτή η ένσταση του εφεσιβλήτου κατά της ως άνω πράξεως του Διευθυντή του ανωτέρω Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. περί καταλογισμού εις βάρος του εντόκως ποσού 5.304,78 ευρώ). Επομένως, με τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα παραδεκτώς υποβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

12. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Στις παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στην παρ. 5 του άρθρου 22 ορίζεται ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει» και στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 25 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η κοινωνική ασφάλιση αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση των εργαζομένων, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του εργαζόμενου πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων ασφαλιστικών κινδύνων (όπως είναι το γήρας, ο θάνατος, το εργατικό ατύχημα, η αναπηρία, η επαγγελματική ή μη ασθένεια, η ανεργία) με γνώμονα την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών χάριν και των μελλοντικών γενεών, καθώς και τη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων, οι οποίοι με την εργασία τους συνέβαλαν στη δημιουργία του δημόσιου πλούτου, ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερου σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου τους. Όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές -οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικώς αφιερωμένο για την καταβολή των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών- και, εάν συντρέχουν οι κατά νόμον προϋποθέσεις απονομής της οικείας ασφαλιστικής παροχής (όπως περιοδικές παροχές, εφάπαξ παροχές), αποκτά αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει την ασφαλιστική παροχή στο ύψος που δικαιούται βάσει της οικείας νομοθεσίας. Πέραν του ανωτέρω δημόσιου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως μπορεί να ασκείται και κοινωνική πολιτική και να εκδηλώνεται η κοινωνική αλληλεγγύη. Εξάλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημόσιων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας στη δραστηριότητά τους και στη διαχείριση της περιουσίας τους, στη θέσπιση κανόνων που διέπουν τη λειτουργία τους, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου τους, μέριμνα που εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων και με την απευθείας συμμετοχή στη χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (βλ. Σ.τ.Ε. 1889-1891/2019 Ολομ., 734/2016 Ολομ., 2290/2015 Ολομ., 2287-8/2015 Ολομ., 1285/2012 Ολομ., 2202/2010 Ολομ., 16/2022 7μ., 2482-8/2020 7μ., 2429/2018 7μ., 1726/2016 7μ., 660/2016 7μ. κ.ά.). Εναπόκειται δε στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να επιλέξει το είδος των μέτρων και των ρυθμίσεων σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά και λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες καθώς και τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Η εκτίμηση αυτή του νομοθέτη κατά την επιλογή του είδους των μέτρων που εξυπηρετούν καλύτερα τους ως άνω σκοπούς δημοσίου συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (βλ. Σ.τ.Ε. 2482-8/2020 7μ., 16/2022 7μ. κ.ά.). Σε περιπτώσεις δε εξαιρετικώς δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, όταν προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος δεν μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των λειτουργούντων ασφαλιστικών φορέων με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), επιβάλλεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη προκειμένου να εξακολουθήσει να λειτουργεί το ασφαλιστικό σύστημα χάριν τόσο των ήδη συνταξιούχων (που νομίμως λαμβάνουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές), όσο και των ασφαλισμένων και μελλοντικών συνταξιούχων. Σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις ο νομοθέτης μπορεί κατ’ αρχήν να επεμβαίνει θεσπίζοντας για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως και εντεύθεν για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος (όπως μείωση ασφαλιστικών παροχών κ.λπ.) (βλ. Σ.τ.Ε. 1889-1891/2019 Ολομ., 734/2016 Ολομ., 2166/2022 7μ., 1342/2023 7μ. κ.ά.).

13. Επειδή, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ύστερα από σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την 2009/415/ΕΚ απόφασή του (L 135), διαπίστωσε, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 6 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), ότι στην Ελλάδα υπήρχε υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο ανήλθε στο 3,5% του ΑΕΠ το 2007 και στο 3,6% του ΑΕΠ το 2008, υπερβαίνοντας το 3% του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι το ακαθάριστο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στο 94,8% του ΑΕΠ το 2007 και στο 94,6% του ΑΕΠ το 2008, ποσοστό σαφώς υψηλότερο της τιμής αναφοράς του 60% του ΑΕΠ που ορίζει η Συνθήκη. Στις 16.2.2010 το Συμβούλιο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 126 παρ. 6 της Σ.Λ.Ε.Ε., εξέδωσε την 2010/190/ΕΕ (L 83) σύστασή του προς την Ελλάδα για διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος το αργότερο έως το 2010, με μείωση του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης κάτω του 3% του ΑΕΠ με αξιόπιστο και διατηρήσιμο τρόπο. Ειδικότερα, το Συμβούλιο συνέστησε στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, να προβεί εγκαίρως σε διεξοδική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος, λαμβάνοντας μέτρα ως προς ορισμένα θέματα. Την ίδια ημέρα (16.2.2010) το Συμβούλιο εξέδωσε και την 2010/182/ΕΕ (L 83) απόφασή του, με την οποία απηύθυνε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 126 παρ. 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 136, της Σ.Λ.Ε.Ε., ειδοποίηση προς την Ελλάδα για τη λήψη μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Ελλάδα πρέπει να τερματίσει την κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος το ταχύτερο δυνατόν και, πάντως, έως το τέλος του 2012 (άρθρο 1 παρ. 1), ενώ ως καταληκτική ημερομηνία για την ανάληψη της σχετικής δράσεως ορίζεται η 15η Μαΐου 2010 (άρθρο 5). Με το άρθρο 2 της ανωτέρω αποφάσεως προβλέπεται ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή και να τερματισθεί η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος, οι ελληνικές αρχές πρέπει να εφαρμόσουν ορισμένα μέτρα δημοσιονομικής εξυγιάνσεως έως το 2012. Μεταξύ των επειγόντων δημοσιονομικών μέτρων, που πρέπει να ληφθούν, στο τμήμα Γ του ανωτέρω άρθρου 2 της αποφάσεως 2010/182/ΕΕ του Συμβουλίου, προβλέπεται ότι μέχρι το τέλος του έτους 2010 πρέπει, μεταξύ άλλων, να θεσπισθούν μέτρα για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος όσον αφορά ορισμένα θέματα (προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των χορηγούμενων συντάξεων, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι εισφορές που έχουν καταβληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου) (Σ.τ.Ε. 1283-4/2012 Ολομ., 1307-16/2019 Ολομ., 798/2021 Ολομ.).

14. Επειδή, ακολούθως, λόγω της ως άνω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, με την από 2.5.2010 επιστολή του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ζητήθηκε από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης η παροχή χρηματοδοτικής ενισχύσεως με δανειοδότηση ύψους 80.000.000.000 ευρώ για μια χρονική περίοδο 36 μηνών, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως για το υπόλοιπο του έτους 2010 και για την τριετία 2011 – 2013. Η επιστολή αυτή συνοδεύθηκε από ένα κείμενο -«Μνημόνιο Συνεννόησης» (Memorandum of Understanding)- μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απαρτιζόμενο από τρία επιμέρους Μνημόνια, στο οποίο παρατίθενται το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, με λήψη μέτρων και θέση στόχων για σταδιακή προσαρμογή στους δημοσιονομικούς δείκτες, καθώς και κριτήρια για την παρακολούθηση της εφαρμογής και τη συστηματική αξιολόγηση του προγράμματος. Αντίστοιχου δε περιεχομένου επιστολή, από 3.5.2010, συνοδευμένη από το ίδιο Μνημόνιο Συνεννόησης, απεστάλη στον Διευθύνοντα Σύμβουλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.) και ζητήθηκε από το Ταμείο να υποστηρίξει το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, στο πλαίσιο ενός Διακανονισμού Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας (Stand-by Arrangement), για χρονική περίοδο 36 μηνών με ποσό ίσο προς 26.400.000.000 ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (30.000.000.000 ευρώ). Από αυτές τις ενέργειες προέκυψε μια συμφωνία για τη χρηματοδότηση της Ελληνικής Δημοκρατίας με τη χορήγηση των ως άνω χρηματικών ποσών τμηματικώς, ήτοι σε δανειακές δόσεις ανά τρίμηνο, των οποίων η αποδέσμευση έχει ως προϋπόθεση την εκ μέρους των κρατών-δανειστών και του Δ.Ν.Τ. παρακολούθηση και θετική αξιολόγηση της λήψεως των μέτρων και της εν γένει εφαρμογής από την Ελληνική Κυβέρνηση του οικονομικού προγράμματος που εμπεριέχεται στο Μνημόνιο Συνεννόησης (Σ.τ.Ε. 1116/2014 Ολομ., 734/2016 Ολομ.). Συγκεκριμένα, στις 3.5.2010 υπεγράφη «Μνημόνιο Συνεννόησης» (απαρτιζόμενο από τρία επιμέρους Μνημόνια) μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσης για λογαριασμό των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, στο οποίο περιγράφεται τριετές πρόγραμμα που κατάρτισε το Υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) και το Δ.Ν.Τ., με σκοπό τη βελτίωση των ελληνικών δημοσίων οικονομικών (Σ.τ.Ε. 1283-4/2012 Ολομ., 1307-16/2019 Ολομ., 798/2021 Ολομ.). Περαιτέρω, στις 8.5.2010 υπεγράφη δανειακή σύμβαση χρηματοδοτικού πακέτου 110 δισεκ. ευρώ από τον δημιουργηθέντα από τα κράτη μέλη του ευρώ και το Δ.Ν.Τ. Μηχανισμό Στήριξης. Ακολούθως, στις 8.6.2010 εκδόθηκε η 2010/320/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (L 145), απευθυνόμενη στην Ελλάδα, με την οποία ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μειώσεως του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος έως τα τέλη του 2014 (Σ.τ.Ε. 1283-5/2012 Ολομ., 734/2016 Ολομ., 1307-16/2019 Ολομ., 798/2021 Ολομ.). Στις 12.7.2011 εκδόθηκε η 2011/734/ΕΕ όμοια απόφαση του Συμβουλίου (L 296), ενόψει του ότι τον Ιούνιο του 2011 κατέστη προφανές ότι ο στόχος του 2011 για το έλλειμμα δεν θα επιτυγχάνετο και, μάλιστα, θα υπήρχε σημαντική απόκλιση (Σ.τ.Ε. 1307-16/2019 Ολομ., 798/2021 Ολομ.), με την απόφαση δε αυτή η Ελλάδα ειδοποιείται να λάβει ορισμένα μέτρα στο πλαίσιο της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής έως το 2015 (όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παρ. 5 περ. ι΄ της αποφάσεως αυτής), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται μέτρα που στοχεύουν στην περικοπή κοινωνικών παροχών (συντάξεων κ.λπ.) (βλ. Παράρτημα I της αποφάσεως αυτής). Ακολούθως, εκδόθηκε η 2011/791/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου (L 320), με την οποία τροποποιήθηκε η ανωτέρω 2011/734/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου και με την οποία ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη μείωση του υπερβολικού ελλείμματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται μείωση κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και μέτρα με στόχο (μεταξύ άλλων) τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και βραχυπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (Σ.τ.Ε. 734/2016 Ολομ.).

15. Επειδή, ακολούθως, καταρτίσθηκε σχέδιο νέου Μνημονίου Συνεννόησης (Δεύτερο Μνημόνιο), το οποίο εγκρίθηκε με τον ν. 4046/2012 «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας» (A΄ 28/14.2.2012) (Σ.τ.Ε. 734/2016 Ολομ., 1307-16/2019 Ολομ., 798/2021 Ολομ.). Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον ν. 4046/2012 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι παρά τις προσπάθειες των τελευταίων τριών ετών συνεχίσθηκε η ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο ανήλθε για το έτος 2011 στα 368 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ, και ότι τούτο επέβαλλε τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελαφρύνσεώς του και, ειδικότερα, μία ουσιαστική αναδιάταξη του δημόσιου χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμο βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (Σ.τ.Ε. 1307-16/2019 Ολομ., 798/2021 Ολομ.). Ακολούθως, εκδόθηκε η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου (L 113) για την τροποποίηση της αποφάσεως 2011/734/ΕΕ, η οποία απευθύνεται προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και την εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας και με την οποία ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει μέτρα μειώσεως του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, μεταξύ δε αυτών και μέτρα με στόχο (μεταξύ άλλων) τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και βραχυπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.

16. Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 4093/2012 (Α΄ 222/12.11.2012), ο οποίος αποτελεί συνέχεια του ν. 4046/2012 και φέρει τον τίτλο «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», ορίζει στην περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ.6 («ΑΝΩΤΑΤΟ ΟΡΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ − ΑΝΑΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ − ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ») της παρ. ΙΑ («ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΑΕΔ − ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ») του άρθρου πρώτου τα εξής: «Αξιώσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών παραγράφονται μετά εικοσαετία από την τελευταία καταβολή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται». Στο άρθρο τρίτο («Έναρξη ισχύος») του ίδιου ν. 4093/2012 ορίζεται ότι: «Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού (βλ. σχέδιο νόμου παρ. ΙΑ.3 υποπαρ. ΙV περ. 2) αναφέρονται τα εξής: «… Με την προτεινόμενη διάταξη καθορίζεται ότι το δικαίωμα των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας να αναζητήσει αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας του λαβόντος, υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή. Σε όλα σχεδόν τα ασφαλιστικά ταμεία, σε αρκετές περιπτώσεις, έχουν χορηγηθεί χρηματικές παροχές αχρεωστήτως, είτε με υπαιτιότητα των προσώπων που έλαβαν τις παροχές είτε καλόπιστα, για μεγάλο χρονικό διάστημα που υπερβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις τη δεκαετία (ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν περιπτώσεις παράνομης είσπραξης συντάξεων θανόντων συνταξιούχων που διαπιστώθηκαν με αφορμή την απογραφή διά της φυσικής παρουσίας των συνταξιούχων που διενεργήθηκε από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το 2011). Για την διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων, κρίνεται απαραίτητο να μπορούν να αναζητήσουν σε χρονικό διάστημα έως 20 έτη (αντί 10 ετών που μέχρι τώρα ίσχυε π.χ. στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) τις αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές …».

17. Επειδή, από την παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012, ερμηνευόμενη σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4), ενόψει και του επιδιωκόμενου με τη θέσπισή της σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ήδη Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων), κατ’ επέκταση δε στη βιωσιμότητά τους, συνάγονται τα εξής: (α) Με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται η εικοσαετία ως γενικός κανόνας, που ισχύει πλέον για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως αρμοδιότητας του ανωτέρω Υπουργείου, όσον αφορά τη διάρκεια της παραγραφής των αξιώσεων των φορέων αυτών από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές και (β) σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη (όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 4093/2012), ο οποίος γνώριζε τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου που μέχρι τότε είχε διαπλασθεί υπό το κράτος του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, η αναζήτηση δυνάμει της ερμηνευόμενης νέας διατάξεως χωρεί πλέον σε κάθε περίπτωση (δηλαδή με μόνο χρονικό περιορισμό την εικοσαετή παραγραφή) ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας του λαβόντος. Ειδικότερα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ερμηνευόμενης από τελολογική άποψη, ο ασφαλιστικός φορέας έχει δικαίωμα να αναζητήσει ως αχρεώστητες τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που έχει καταβάλει στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο χωρίς να έχει κατά νόμον υποχρέωση προς καταβολή τους (όπως όταν έχει μεσολαβήσει γεγονός διακοπτικό της χορηγήσεως της παροχής ή γεγονός που επηρεάζει το ύψος της ή ελλείπει προϋπόθεση απονομής της). Για την αναζήτηση του αχρεωστήτου αρκεί η επίκληση και η απόδειξη από τον φορέα του θετικού γεγονότος της καταβολής και ελλείψεως υποχρεώσεως καταβολής (ελλείψεως νόμιμης αιτίας). Δεν απαιτείται υπαιτιότητα του λήπτη των παροχών. Υποχρέωση προς επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως έχουν κατ’ αρχήν και οι καλόπιστοι ασφαλισμένοι/συνταξιούχοι (όπως αναλύεται κατωτέρω), είναι δε αδιάφορο το ότι οι παροχές καταβλήθηκαν με πράξεις των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα κατόπιν αιτήσεως – υπεύθυνης δηλώσεως του ίδιου του λήπτη των παροχών (με βάση στοιχεία που κατέχει ο φορέας και στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο ασφαλισμένος). Κρίσιμο ζήτημα είναι ότι ο λήπτης των παροχών ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και με ζημία του ασφαλιστικού φορέα. Προβλέπεται σύμφωνα με τον υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διατάξεως του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 ότι αξίωση του ασφαλιστικού φορέα για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή από την τελευταία καταβολή, τούτο δε ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως λόγω της εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοικήσεως, όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής (αποδόσεώς) τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και τούτο, όμως, μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και, συνεπώς, επιστρεπτέα. Αν υπάρχει είτε γνώση είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη (αν δηλαδή αυτός όφειλε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της ελλείψεως της νόμιμης αιτίας), ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστεως. Και ναι μεν ο λήπτης μπορεί κατ’ αρχήν να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψεως της παροχής [δηλαδή μεταβολή που αφορά τον λήπτη ή μέλη της οικογένειάς του για τα οποία χορηγούνται στον λήπτη παροχές και αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση (υγεία κ.λπ.) ή οικογενειακή κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση τέκνων, θάνατος κ.λπ.) ή οικονομική κατάσταση (ανάληψη εργασίας, συνταξιοδότηση για οποιαδήποτε αιτία ή λήψη επιδόματος κ.λπ.) του ιδίου ή/και των μελών της οικογένειάς του] πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία· όμως και μετά τη γνωστοποίηση της μεταβολής ο λήπτης οφείλει τουλάχιστον να αμφιβάλλει ως προς τη συνέχιση της καταβολής της παροχής, ιδίως με την έννοια ότι η καταβολή της παροχής δεν είναι οριστική. Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιεί την παροχή δεόντως. Αλλιώς, η συμπεριφορά του υπό τις ειδικές περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι καλόπιστη. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να είναι οι νομικοί κανόνες σαφείς, επακριβείς και προβλέψιμοι ως προς το αποτέλεσμά τους και ερμηνεύεται συσταλτικώς. Και ναι μεν η αρχή αυτή εμποδίζει τα όργανα του ασφαλιστικού φορέα να καθυστερούν επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ωστόσο, η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επίσης, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και εφαρμόζεται συνδυαστικώς με αυτήν αφορά κάθε πρόσωπο που μπορεί να έχει βάσιμες προσδοκίες επειδή έλαβε ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα ότι δεν θα αναζητηθούν οι αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθείσες παροχές. Επομένως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η χορήγηση της παροχής δημιούργησε σε αυτόν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η παροχή αυτή δεν θα αναζητηθεί. Ομοίως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η χορήγηση της παροχής ήταν νόμιμη και, συνεπώς, δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ασφαλιστικός φορέας έχει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις της αξιώσεως της αναζητήσεως των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, δηλαδή πρέπει να αποδείξει το θετικό γεγονός της καταβολής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και το αχρεώστητο ή παράνομο αυτής και γενικότερα την ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας, ενώ ο ασφαλισμένος/συνταξιούχος για να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των παροχών που του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως πρέπει αυτός να επικαλεσθεί και να αποδείξει σωρευτικώς α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Τέλος, ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να αντιτάξει κακοπιστία του λήπτη, οπότε βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών από τα οποία αυτή προκύπτει. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος της Επικρατείας Χ. Λιάκουρας, στη γνώμη του οποίου προσχώρησε η Πάρεδρος Χ. Χαραλαμπίδη, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Με τη διάταξη της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 θεσπίζεται η εικοσαετής παραγραφή των αξιώσεων όλων των ασφαλιστικών φορέων που αφορούν αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές. Όπως δε προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση, η διάταξη αυτή θεσπίστηκε, διότι διαπιστώθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ασφαλιστικοί φορείς είχαν καταβάλει αχρεωστήτως ασφαλιστικές παροχές για μεγάλα χρονικά διαστήματα, που εκτείνονταν πέραν του ισχύοντος για τις εν γένει αξιώσεις τους χρόνου παραγραφής, ενδεικτικώς δε αναφέρεται η περίπτωση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, για το οποίο ίσχυε η δεκαετής παραγραφή. Στην ίδια αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι η θεσπισθείσα με τη διάταξη αυτή 20ετής παραγραφή ισχύει, ανεξαρτήτως αν ο λαβών την αχρεώστητη παροχή είναι καλόπιστος ή κακόπιστος. Από το γράμμα, λοιπόν, της διάταξης της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όσο και από την οικεία αιτιολογική έκθεση συνάγεται ότι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν αποκλείει την εφαρμογή της γενικής αρχής της χρηστής διοίκησης που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά συμπορεύεται με την αρχή αυτή. Κατά πάγια δε νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ 387/1993 7μ., 943/2005, 3459/2006, 3557/2007, 153/2008, 928/2009, 2291/2009, 2070/2010, 3587/2011, 814/2012, 1318/2014, 2354/2015, 1138, 3146/2017), συμπεριλαμβανόμενης της πρόσφατης απόφασης 983/2024 του Α΄ Τμήματος σε επταμελή σύνθεση, η αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία έχει διαπλαστεί νομολογιακώς ενόψει διατάξεων της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας που προβλέπουν την αναζήτηση εκ μέρους των ασφαλιστικών φορέων των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως καλοπιστίας ή κακοπιστίας του λαβόντος (βλ. σχετικώς τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951, με την οποία ορίζεται ότι «Πάσα παροχή εις χρήμα αχρεωστήτως καταβληθείσα υπό του Ι.Κ.Α. ως και η αξία των εις είδος τοιούτων … επιστρέφονται εντόκως προς 5% …» και τη σχετική νομολογία ΣτΕ 1673/1984, 593/1985, 1104/1997, 237/2000, 827/2005, 1416/2007, 4158/2011, 1318/2014, 3146/2017 κ.ά.), έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Το περιεχόμενο δε της αρχής αυτής δεν μεταβάλλεται από την εκάστοτε νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει την αναζήτηση κάθε αχρεώστητης παροχής. Επομένως, δεν μπορεί να αποδοθεί διαφορετικό περιεχόμενο στη γενική αρχή της χρηστής διοίκησης μέσω της ερμηνείας της επίμαχης ρύθμισης της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η γενική αυτή αρχή αποτελεί ανεξάρτητο νομικό κανόνα εφαρμοζόμενο παραλλήλως με τη διάταξη της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη με παρόμοιο περιεχόμενο. Μεταξύ άλλων, κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. και ΣτΕ 983/2024 7μ.), κατά την έννοια της γενικής αρχής της χρηστής διοίκησης αποκλείεται η αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου λόγω των απρόβλεπτων συνεπειών που συνεπάγεται το μέτρο αυτό σε βάρος του, ενώ επιτρέπεται η αναζήτηση των αχρεώστητων παροχών και πέραν του ευλόγου χρόνου αν ο ασφαλιστικός φορέας επικαλεστεί και αποδείξει τη συνδρομή δόλου στο πρόσωπο του λαβόντος. Επομένως, κατά την έννοια της γενικής αυτής αρχής, όπως παγίως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ενόψει διατάξεων της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας παρόμοιων με την επίμαχη διάταξη της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, στην περίπτωση αναζήτησης παροχών μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, ο λαβών δεν φέρει το βάρος απόδειξης της καλοπιστίας του ή του οικονομικού κλονισμού του σε περίπτωση επιστροφής των παροχών, ο δε ασφαλιστικός φορέας φέρει το βάρος απόδειξης του δόλου του λαβόντος. Εξάλλου, η εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών της καλής πίστης και του δόλου με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, η οποία ανοίχθηκε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (αρ. 1 ν. 3900/2010) για να επιλυθεί το ζήτημα αν η διάταξη της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αποκλείει ή όχι την εφαρμογή της γενικής αρχής της χρηστής διοίκησης στην περίπτωση που ο λαβών είναι καλόπιστος. Η διάταξη δε της περ. 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, μη αποκλείοντας την εφαρμογή της πιο πάνω γενικής αρχής, όπως η αρχή αυτή παγίως έχει διαπλαστεί από το Δικαστήριο, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, με τις οποίες αναγορεύεται σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία του γήρατος και της αναπηρίας, αντιστοίχως, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγεται η μέριμνα για την προαγωγή του -μεταξύ άλλων μέσω της μέριμνας για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου χάριν των νυν ασφαλισμένων και συνταξιούχων και των επόμενων γενεών- σε σκοπό του Κράτους. Τούτο δε διότι, με την εφαρμογή της πιο πάνω γενικής αρχής της χρηστής διοίκησης, παραλλήλως με διάταξη της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας που προβλέπει τη δυνατότητα του ασφαλιστικού φορέα να διεκδικήσει την επιστροφή κάθε αχρεώστητης παροχής, δηλαδή οποιασδήποτε παροχής που καταβλήθηκε χωρίς να οφείλεται κατά νόμο, ανεξαρτήτως της καλοπιστίας ή μη του λαβόντος, επιτυγχάνεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του ατομικού συμφέροντος του συνταξιούχου, λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα το γεγονός ότι η συνταξιοδοτική παροχή χορηγείται προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης αυτού και αναλώνεται για τα αναγκαία προς το ζην, με συνέπεια η επιστροφή της να θέτει εκ των πραγμάτων σε κίνδυνο τη διαβίωση του συνταξιούχου και της οικογένειάς του, και αφετέρου του γενικού συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στην προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ασφαλιστικού οργανισμού και κατ’ επέκταση του συνόλου των ασφαλισμένων.

18. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι μετά την επίλυση του ζητήματος που του τέθηκε παραδεκτώς με το ως άνω υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκ  ης [άρθρο 1 παρ. 1 εδ. έκτο του ν. 3900/2010 (όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παραγράφου αυτής με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012), αναλόγως εφαρμοζόμενο, βλ. Σ.τ.Ε. 527/2015 Ολομ., 2182/2015 7μ.].

Δ ι ά τ α ύ τ α

Επιλύει το ανωτέρω τεθέν με το προδικαστικό ερώτημα ζήτημα, σύμφωνα με το σκεπτικό.

Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2023

Η Πρόεδρος του Α΄ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Α΄ Τμήματος

και μετά την αποχώρησή της

Ο Γραμματέας

Σπυριδούλα ΧρυσικοπούλουΝικόλαος Αθανασίου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Δεκεμβρίου 2024.

Η Προεδρεύουσα ΣύμβουλοςΟ Γραμματέας

Ταξιαρχία ΚόμβουΝικόλαος Χατζηαγγελίδης

ΣτΕ 567/2024 

Ανακοπή, λόγοι που εξετάζονται κατά την άσκηση ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, ο ισχυρισμός περί παραγραφής.

Με την ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως, δεν επιτρέπεται παρεμπίπτων έλεγχος λόγων κατά του κύρους του νομίμου τίτλου, βάσει του οποίου εχώρησε η ταμειακή βεβαίωση, η δε δυνατότητα προβολής, με την ανακοπή, λόγων αναγομένων στην βασιμότητα του νόμιμου τίτλου, όταν δεν υφίσταται δεδικασμένο, αφορά στην περίπτωση, κατά την οποία δεν προβλέπεται προσφυγή ουσίας κατά του νομίμου τίτλου και, ενώ έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτού, δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να κρίνει την νομιμότητα του. Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, εξετάζονται, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθούν, ισχυρισμοί περί αποσβέσεως της οφειλής, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αφορώντες στην παραγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου, εφ’ όσον αποδεικνύονται αμέσως. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε καθ’ ερμηνεία της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, σε συμφωνία, άλλωστε, με την περαιτέρω παρατεθείσα στην σκέψη 5 της σχετικής νομολογίας, ότι είναι εξεταστέος από τα δικαστήρια της ουσίας σε δίκη ανοιγείσα με ανακοπή κατά ταμειακής βεβαιώσεως, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθεί, ισχυρισμός διαδίκου που αφορά στην κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, στην οποία περιλαμβάνεται και η παραγραφή, εφ’ όσον αποδεικνύεται αμέσως.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Απριλίου 2024, με την εξής σύνθεση: Μαρίνα Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Ειρήνη Σταυρουλάκη, Σύμβουλοι, Δημήτριος Τομαράς, Καλλιόπη Κατρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Σταυρούλα Χάρου, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 12 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση:

του Δ. Χ. του Π., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (……), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Βασίλειο Γεωργίου (Α.Μ. 12180), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Α.Α.Δ.Ε.), το οποίο παρέστη με τη Σοφία Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4516/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ειρήνης Σταυρουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. κωδ. πληρωμής 324087399950 0414 0080/14.2.2020 ηλεκτρονικό παράβολο).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4516/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 11095/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση απερρίφθη ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά της 7213/4.12.2012 πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου Αττικής, με την οποία είχε βεβαιωθεί ταμειακώς σε βάρος του ποσό ύψους 343.849,86 ευρώ (πλέον νομίμων προσαυξήσεων) αφορών σε πρόστιμα επιβληθέντα σε βάρος του ιδίου με την 295/15.6.2012 πράξη της ως άνω φορολογικής αρχής λόγω παραβάσεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, συνισταμένων στην έκδοση και λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά την χρήση 2003.

3. Επειδή, κατά την έννοια των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση να προβάλει και να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 578/2023, 1965/2021 7μ., 2880, 1470/2020, 3005, 1782, 389/2019, 969, 261/2018, 1415/2017). Το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την συνδρομή λόγων που θεμελιώνουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 και δη να λάβει αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν τυχόν αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων ή δικαστηρίων της ουσίας καθ’ ότι, όπως προεκτέθηκε, το δικονομικό αυτό βάρος φέρει κατά νόμο αποκλειστικώς ο αναιρεσείων (ΣτΕ 2410, 2361/2020, 58/2019, 2359, 2026/2018, 1918/2017, 2173/2016 7μ., 4016/2015, 2016/2014). Ως νομολογία, δε, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρισίμου νομικού ζητήματος και όχι επί αναλόγου ή παρομοίου (ΣτΕ 1579/2022, 1965/2021 7μ., 2896/2020, 3005, 2128, 1780, 389/2019, 1963/2018 7μ., 2173/2016 7μ., 4163/2012 7μ.). Περαιτέρω, το απαράδεκτο λόγω μη προβολής αυτοτελών και συγκεκριμένων ισχυρισμών με το ανωτέρω περιεχόμενο δεν μπορεί να θεραπευθεί με βάση την προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, με την οποία μπορεί απλώς να γίνει το πρώτον, το αργότερο μέχρι την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επίκληση ορισμένης, αντίθετης προς την αναιρεσιβαλλομένη, νομολογίας, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι με το εισαγωγικό δικόγραφο έχει τεθεί το αντίστοιχο συγκεκριμένο νομικό ζήτημα με προβολή σχετικού λόγου και έχει προβληθεί, ειδικώς ως προς το εν λόγω νομικό ζήτημα, συγκεκριμένος ισχυρισμός περί ελλείψεως νομολογίας ή περί αντιθέσεως της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης προς νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2198, 578, 336/2023, 917, 776/2022, 1590, 764/2021, 1216/2020, 2953, 2670, 631/2020, 2664, 960/2019, 2304, 1365, 678, 436, 131/2018, 1019, 1965/2017).

4. Επειδή, εξ άλλου, ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ, Ν.Δ. 356/1974, Α΄ 90), ορίζει ότι τα δημόσια έσοδα, προκειμένου να εισπραχθούν, βεβαιώνονται στις αρμόδιες για την είσπραξη υπηρεσίες δυνάμει του νομίμου τίτλου με τον οποίο έχει προσδιορισθεί το ποσό και η αιτία της σχετικής οφειλής, βάσει, δε, της βεβαιώσεως αυτής αποστέλλεται στον οφειλέτη σχετική «ατομική ειδοποίηση» (άρθρα 1-4). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 63 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, Ν. 2717/1999, Α΄ 97), σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπόκεινται, μεταξύ άλλων, οι διοικητικές πράξεις, με τις οποίες καταλογίζονται φόροι ή επιβάλλονται κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας. Περαιτέρω, το Δεύτερο Μέρος του ΚΔΔ («Ειδικές Διαδικασίες»), περιλαμβάνει Τμήματα, εκ των οποίων το Πρώτο («Διαδικασία διαφορών διοικητικής εκτέλεσης») περιλαμβάνει Τίτλους, ο Πρώτος των οποίων («Διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημόσιων εσόδων») περιλαμβάνει επτά Κεφάλαια, εκ των οποίων το Κεφάλαιο Β΄ («Ανακοπή») ορίζει, στο άρθρο 217 («Προσβαλλόμενες πράξεις») ότι «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) …», στο άρθρο 224 («Εξουσία του δικαστηρίου») ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. … 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος κατά το νόμο και τα πράγματα του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ’ όσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει, δε, να αποδεικνύονται αμέσως» και στο άρθρο 225 ότι «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».

5. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 217 του ΚΔΔ ευθέως συνάγεται από τον τίτλο και το γράμμα της αλλά και από την οικεία εισηγητική έκθεση ότι σκοπεί στην εξαντλητική ρύθμιση του σχετικού ζητήματος και δεν προβλέπει δυνατότητα ασκήσεως, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ανακοπής κατά των διοικητικών πράξεων που συνιστούν νόμιμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 2 (παρ. 1 και 2, περ. α΄) του ΚΕΔΕ. Ειδικώς επί φορολογικών διαφορών, λόγω της προβλέψεως του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατά του νομίμου τίτλου, δεν παρέχεται δυνατότητα προβολής παραπόνων το πρώτον με την ανακοπή και με βάση τον νόμο περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (ΣτΕ 190/2013 – πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 828, 829/2010, Ολομ. 2040/2007, Ολομ. 3325-6/1995), ήτοι το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή δεν μπορεί να εξετάσει λόγο που αμφισβητεί το κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως, για την οποία γίνεται η εκτέλεση, σε περίπτωση που ο ανακόπτων έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξεως ενώπιον δικαστηρίου αποφαινομένου με δύναμη δεδικασμένου (ΣτΕ 120/2018, 4432/2011 – πρβλ. ΣτΕ 3322, 1825/2010). Επομένως, η πρόβλεψη δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι του νομίμου τίτλου, συνεπάγεται ότι, με την ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως, δεν επιτρέπεται παρεμπίπτων έλεγχος λόγων κατά του κύρους του ως άνω νομίμου τίτλου, βάσει του οποίου εχώρησε η ταμειακή βεβαίωση (ΣτΕ 243/2020, 644/2018, 3661/2011 – πρβλ. ΣτΕ 120/2018), η δε δυνατότητα προβολής, με την ανακοπή, λόγων αναγομένων στην βασιμότητα του νόμιμου τίτλου, όταν δεν υφίσταται δεδικασμένο, αφορά στην περίπτωση, κατά την οποία δεν προβλέπεται προσφυγή ουσίας κατά του νομίμου τίτλου και, ενώ έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτού, δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να κρίνει την νομιμότητά του (ΣτΕ 120/2018). Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, εξετάζονται, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθούν, ισχυρισμοί περί αποσβέσεως της οφειλής, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αφορώντες στην παραγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου, εφ’ όσον αποδεικνύονται αμέσως (ΣτΕ 2478, 2196-7/2023, 392/2017). Περαιτέρω, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι, γενικώς, η παραγραφή αξιώσεων του Δημοσίου κατά ιδιώτη θα μπορούσε να εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, πάντως, κατά τις ειδικές εν προκειμένω ρυθμίσεις του άρθρου 224 του ΚΔΔ, ο αυτεπάγγελτος αυτός έλεγχος δεν επιτρέπεται στις αγόμενες με ανακοπή, ασκουμένη κατά τους ορισμούς του ΚΔΔ, διαφορές του ΚΕΔΕ (ΣτΕ 4432/2011, 1732/2016 – πρβλ. ΣτΕ 2152/2010).

6. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά της προαναφερθείσας, από 15-6-2012, καταλογιστικής των επιμάχων προστίμων του ΚΒΣ πράξεως της φορολογικής αρχής, παρ’ ότι αυτή του κοινοποιήθηκε, ο αναιρεσείων δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου αλλά, το πρώτον με ανακοπή του κατά της από 4-12-2012 ταμειακής βεβαιώσεως, προέβαλε πλημμέλειες της ως άνω πράξεως επιβολής των προστίμων. Ειδικότερα, προέβαλε ότι η εν λόγω πράξη α) εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη κλήση του προς παροχή εξηγήσεων, β) στηρίχθηκε σε εσφαλμένες και ανύπαρκτες νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, γ) η Διοίκηση δεν απέδειξε την εικονικότητα των τιμολογίων για την έκδοση και λήψη των οποίων εκδόθηκε, δ) στερείται επαρκούς αιτιολογίας, ε) ερείδεται επί άκυρης εκθέσεως ελέγχου, στ) ο καταλογισμός του προστίμου, το οποίο ήταν υπερβολικό και εξοντωτικό, δεν εχώρησε κατ’ ορθή εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 2523/1997 και 1642/1986, ζ) το πρόστιμο έπρεπε να καταλογισθεί όχι σε βάρος του αλλά σε βάρος των πράγματι υποκρυπτόμενων προσώπων που διενήργησαν τις σχετικές πράξεις και συναλλαγές, η) δεν εστοιχειοθετείτο το αδίκημα της συνέργειας σε απάτη, για την τέλεση του οποίου, εν όψει της αποδιδόμενης σε αυτόν φορολογικής παραβάσεως, είχε κινηθεί ποινική διαδικασία σε βάρος του, και θ) είχε παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει τούτο, λόγω παρόδου πενταετίας από τον χρόνο που φερόταν να έχει λάβει χώρα η σε βάρος του αποδιδομένη φορολογική παράβαση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής, στο σύνολό τους, δεν μπορούσαν να εξετασθούν παρεμπιπτόντως, εφ’ όσον ανάγονταν αποκλειστικώς στην νομιμότητα της καταλογιστικής πράξεως της φορολογικής αρχής, που αποτέλεσε τον νόμιμο τίτλο της επίδικης ταμειακής βεβαιώσεως, κατά της οποίας (καταλογιστικής πράξεως) προβλέπεται άσκηση προσφυγής.

7. Επειδή, ανεξαρτήτως αφ’ ενός του ότι, προφανώς εκ παραδρομής, η οικεία της ένδικης ταμειακής βεβαιώσεως καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής περιγράφεται στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ως “334/27-5-2011” αντί του ορθού “295/15-6-2012” αλλά και ανεξαρτήτως αφ’ ετέρου του παραδεκτού ή μη της προβολής τους εξ απόψεως των κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, προϋποθέσεων, όλοι οι παρατεθέντες στην προηγουμένη σκέψη λόγοι, περιλαμβανομένου του περί αθωώσεως του αναιρεσείοντος για τις επίμαχες φορολογικές παραβάσεις με αμετάκλητες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων (ΣτΕ 190/2013, σκ. 5), πλην του αφορώντος στην παραγραφή λόγου (περί του οποίου βλ. επόμενη σκέψη), οι οποίοι επαναλαμβάνονται με την κρινομένη αίτηση, είναι, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, απορριπτέοι, προεχόντως ως νόμω αβάσιμοι. Και τούτο, διότι, όπως νομίμως, κατά τούτο, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ανάγονται σε πλημμέλειες του οικείου νομίμου τίτλου, οι οποίες δεν δύνανται, κατ’ άρθρο 224 παρ. 4 του ΚΔΔ, να ελεγχθούν παρεμπιπτόντως στην επί της ανακοπής δίκη επ’ ευκαιρία προσβολής της οικείας ταμειακής βεβαιώσεως, εφ’ όσον κατά της καταλογιστικής των επιμάχων προστίμων πράξεως της φορολογικής αρχής προβλεπόταν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής. Περαιτέρω, εφ’ όσον, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, στις αγόμενες με ανακοπή διαφορές του ΚΕΔΕ δεν επιτρέπεται, πάντως, κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 224 του ΚΔΔ, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου κατά του ιδιώτη, στις οποίες βασίσθηκε ο νόμιμος τίτλος και, συνακολούθως, η ταμειακή βεβαίωση της οικείας οφειλής, είναι ομοίως απορριπτέα, εν πάση περιπτώσει, ως νόμω αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση.

8. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η έκδοση και κοινοποίηση του νομίμου τίτλου, ήτοι της ανωτέρω 295/15-6-2012 καταλογιστικής των επιμάχων προστίμων του ΚΒΣ πράξεως της φορολογικής αρχής, εχώρησε σε χρόνο, κατά τον οποίο το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή των εν λόγω προστίμων είχε [σύμφωνα με τα άρθρα 68 παρ. 2 περ. α΄ και 84 παρ. 1 και 4 περ. β΄ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 151) και 9 παρ. 5 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179) – βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 512/2022] παραγραφεί, ήτοι σε χρόνο πέραν της πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορούσαν οι καταλογισθείσες φορολογικές παραβάσεις (2003) και ότι, συνεπώς, μη νομίμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε, κατ’ επίκληση της παραγράφου 4 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, ότι (ούτε) το ζήτημα της, κατά τα ανωτέρω, συμπληρώσεως της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος της φορολογικής αρχής να εκδόσει και να κοινοποιήσει στον αναιρεσείοντα τον νόμιμο τίτλο ήταν, παρά την προβολή σχετικής ενστάσεως από τον τελευταίο, παρεμπιπτόντως εξεταστέο από τα δικαστήρια της ουσίας, ως αναγόμενο στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως του Δημοσίου, λόγω της κατά νόμο δυνατότητας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατά του ως άνω νομίμου τίτλου, την οποία ο αναιρεσείων δεν άσκησε. Επομένως, ο αναιρεσείων θέτει με το εισαγωγικό δικόγραφο το νομικό ζήτημα της δυνατότητας αλλά και της υποχρεώσεως, ή μη, εξετάσεως ισχυρισμού διαδίκου περί παρεμπίπτοντος ελέγχου, από τα δικαστήρια της ουσίας, στο πλαίσιο δίκης ανοιγείσης με ανακοπή κατά ταμειακής βεβαιώσεως, λόγων περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδόσει και να κοινοποιήσει στον βαρυνόμενο την αποτελούσα τον νόμιμο τίτλο καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του οικείου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, μεταξύ, δε, άλλων αποφάσεων γίνεται σχετικώς ρητή επίκληση, παραδεκτώς σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3 της παρούσας, με το κατατεθέν πριν από την συζήτηση της υποθέσεως, στις 29-3-2024, υπόμνημα του αναιρεσείοντος, της 392/2017 αποφάσεως του Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε καθ’ ερμηνεία της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, σε συμφωνία, άλλωστε, με την περαιτέρω παρατεθείσα στην σκέψη 5 της παρούσας σχετική νομολογία, ότι είναι εξεταστέος από τα δικαστήρια της ουσίας σε δίκη ανοιγείσα με ανακοπή κατά ταμειακής βεβαιώσεως, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθεί, ισχυρισμός διαδίκου που αφορά στην κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, στην οποία περιλαμβάνεται και η παραγραφή, εφ’ όσον αποδεικνύεται αμέσως. Επομένως, για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται παραδεκτώς αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, και βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, ενώπιον του οποίου πρέπει να παραπεμφθεί για νέα νόμιμη κρίση η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, κατ’ εκτίμηση, δε, των περιστάσεων πρέπει το Δημόσιο να απαλλαγεί της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί, κατά το αιτιολογικό, την 4516/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα νόμιμη κρίση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου.

Κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων απαλλάσσει το Δημόσιο της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2024

Η Προεδρεύουσα ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος

Μαρίνα ΠαπαδοπούλουΣταυρούλα Χάρου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 2024.

Ο Πρόεδρος του Στ´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Στ´ Τμήματος

Ιωάννης Β. ΓράβαρηςΣταυρούλα Χάρου

ΣτΕ Ολ 532/25

Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών (άρ πρώτο παρ ΙΑ υποπαρ ΙΑ.6 περ 2 ν 4093/12 και 103 ν 4387/16) Σύμφωνη με το Σύνταγμα η 20ετής παραγραφή Προϋποθέσεις-Βάρος απόδειξης-Ευθύνη κληρονόμων

              I. Ζητήματα αφορώντα την περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012 

    Α) Από τη διάταξη του άρ. πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012, ερμηνευόμενη σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4), ενόψει και του επιδιωκόμενου με τη θέσπισή της σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ήδη Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης), κατ’ επέκταση δε στη βιωσιμότητα των φορέων αυτών, συνάγονται τα εξής: (α) Με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται η εικοσαετία ως γενικός κανόνας, που ισχύει πλέον για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως αρμοδιότητας του ανωτέρω Υπουργείου, όσον αφορά τη διάρκεια της παραγραφής των αξιώσεων των φορέων αυτών από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές και (β) σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη (όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012), ο οποίος γνώριζε τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου που μέχρι τότε είχε διαπλασθεί υπό το κράτος του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, η αναζήτηση δυνάμει της νέας διατάξεως χωρεί πλέον σε κάθε περίπτωση (δηλαδή με μόνο χρονικό περιορισμό την εικοσαετή παραγραφή) ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας του λαβόντος. Ειδικότερα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ερμηνευόμενης σύμφωνα με το Σύνταγμα και τελολογικώς, ο ασφαλιστικός φορέας έχει δικαίωμα να αναζητήσει ως αχρεώστητες τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που έχει καταβάλει στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο χωρίς να έχει κατά νόμον υποχρέωση προς καταβολή τους (όπως όταν έχει μεσολαβήσει γεγονός διακοπτικό της χορηγήσεως της παροχής ή γεγονός που επηρεάζει το ύψος της ή ελλείπει προϋπόθεση απονομής της). Για την αναζήτηση του αχρεωστήτου αρκεί η επίκληση και η απόδειξη από τον φορέα του θετικού γεγονότος της καταβολής και ελλείψεως υποχρεώσεως καταβολής (ελλείψεως νόμιμης αιτίας). Δεν απαιτείται υπαιτιότητα του λήπτη των παροχών. Υποχρέωση προς επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, έχουν κατ’ αρχήν και οι καλόπιστοι ασφαλισμένοι/συνταξιούχοι (όπως αναλύεται κατωτέρω), είναι δε αδιάφορο το ότι οι παροχές καταβλήθηκαν με πράξεις των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα κατόπιν αιτήσεως – υπεύθυνης δηλώσεως του ίδιου του λήπτη των παροχών (με βάση στοιχεία που κατέχει ο φορέας και στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο ασφαλισμένος). Κρίσιμο ζήτημα είναι ότι ο λήπτης των παροχών ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και με ζημία του ασφαλιστικού φορέα. Προβλέπεται σύμφωνα με τον υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διατάξεως του άρ. πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 ότι αξίωση του ασφαλιστικού φορέα για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή από την τελευταία καταβολή (όπως συμβαίνει και για την αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά τις διατάξεις των άρ. 904 επ. του Αστικού Κώδικα, η οποία υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρ. 249 του Α.Κ.), τούτο δε ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος  [όπως τούτο ρητώς ορίζεται για τον καταλογισμό των αχρεωστήτως λαβόντων συνταξιούχων του Δημοσίου, βλ. άρ. 33 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2362/1995 και τις ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις των άρ. 96 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 4270/2014 και 148 περ. β΄ του ν. 4820/2021, βλ. και άρ. 67 παρ. 4 και 69 του π.δ. 169/2007· το ίδιο ισχύει και για  τους συνταξιούχους που υπάγονται στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν. 3163/1955 · η αξίωση για αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών στους ανωτέρω συνταξιούχους παροχών υπόκειται, ελλείψει ειδικής διατάξεως, στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρ. 249 του Α.Κ.· για την υπαγωγή των ανωτέρω συνταξιούχων στον Ε.Φ.Κ.Α. βλ. άρ. 4 παρ. 1-2 του ν. 4387/2016]. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής (αποδόσεώς) τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και τούτο, όμως, μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και, συνεπώς, επιστρεπτέα. Αν υπάρχει είτε γνώση είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη (αν δηλαδή αυτός όφειλε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της ελλείψεως της νόμιμης αιτίας), ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστεως. Ο λήπτης μπορεί κατ’ αρχήν να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψεως της παροχής [δηλαδή μεταβολή που αφορά τον λήπτη ή μέλη της οικογένειάς του για τα οποία χορηγούνται στον λήπτη παροχές και αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση (υγεία κ.λπ.) ή οικογενειακή κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση τέκνων, θάνατος κ.λπ.) ή οικονομική κατάσταση (ανάληψη εργασίας, συνταξιοδότηση για οποιαδήποτε αιτία ή λήψη επιδόματος κ.λπ.) του ιδίου ή/και των μελών της οικογένειάς του] πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία. Όμως και μετά τη γνωστοποίηση της μεταβολής ο λήπτης οφείλει τουλάχιστον να αμφιβάλλει ως προς το εάν νομίμως συνεχίζεται η  καταβολή της  παροχής.  Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιεί την παροχή δεόντως. Αλλιώς, η συμπεριφορά του υπό τις ειδικές περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι καλόπιστη. Εξάλλου, μετά την πάροδο ικανού κατά περίπτωση χρόνου (από την εκ μέρους του λήπτη ενημέρωση του φορέα για τη μεταβολή έως τη διακοπή καταβολής ή τη μείωση της παροχής) μπορεί να συναχθεί καλή πίστη του λαβόντος ενόψει των περιστάσεων και των ιδιαζουσών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου, απαιτεί να είναι οι νομικοί κανόνες σαφείς, επακριβείς και προβλέψιμοι ως προς το αποτέλεσμά τους και ερμηνεύεται συσταλτικώς. Και ναι μεν η αρχή αυτή εμποδίζει τα όργανα του ασφαλιστικού φορέα να καθυστερούν επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, εντούτοις, μόνη η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, αυτή καθ’ εαυτήν, δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επίσης, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και εφαρμόζεται συνδυαστικώς με αυτήν αφορά κάθε πρόσωπο που μπορεί να έχει βάσιμες προσδοκίες επειδή έλαβε ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα ότι δεν θα αναζητηθούν οι αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθείσες παροχές. Επομένως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η χορήγηση της παροχής δημιούργησε σε αυτόν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η παροχή αυτή δεν θα αναζητηθεί. Ομοίως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η χορήγηση της παροχής ήταν νόμιμη και, συνεπώς, δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ασφαλιστικός φορέας έχει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις της αξιώσεως της αναζητήσεως των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, δηλαδή πρέπει να αποδείξει το θετικό γεγονός της καταβολής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και το αχρεώστητο ή παράνομο αυτής και γενικότερα την ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας, ενώ ο ασφαλισμένος/συνταξιούχος για να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των παροχών που του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως πρέπει αυτός να επικαλεσθεί και να αποδείξει σωρευτικώς α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του (ενόψει της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής καταστάσεως αυτού) σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Τέλος, ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να αντιτάξει κακοπιστία του λήπτη, οπότε βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών από τα οποία αυτή προκύπτει. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί του λήπτη της παροχής που στοχεύουν στη μη επιστροφή της (ότι δηλαδή αυτός ήταν καλόπιστος και ότι εξαιτίας της αναζητήσεως επέρχονται σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του) προτείνονται παραδεκτώς έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ουσίας που κρίνει την προσφυγή κατά της οικείας αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. 

    Β) Η ανωτέρω διάταξη του ν. 4093/2012, κατά την έννοιά της, δεν καταλαμβάνει αξιώσεις των ασφαλιστικών φορέων οι οποίες έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της (12.11.2012), καθόσον τέτοιες αξιώσεις αφορούν ήδη περατωθείσες βιοτικές σχέσεις. Περαιτέρω, ως προς τις αξιώσεις οι οποίες δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά τον χρόνο αυτόν, δεν περιλαμβάνεται στον ανωτέρω νόμο ειδική μεταβατική διάταξη. Ως εκ τούτου, εφαρμόζεται συμπληρωματικώς η γενική μεταβατική διάταξη του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρ. 18 του Εισ.Ν.Α.Κ., σύμφωνα με την οποία, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου προβλέπουν μακρότερο χρόνο παραγραφής, σε σχέση με τον χρόνο παραγραφής που καθόριζε το προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμόζεται ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος δικαίου αν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής τους έως την έναρξη ισχύος του νέου νόμου.

    Γ) Η αξίωση των ασφαλιστικών φορέων για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών δεν αφορά επιβολή οικονομικής επιβαρύνσεως εις βάρος του διοικουμένου υπό την έννοια του καταλογισμού χρηματικών ποσών εξαιτίας της παραβιάσεως υποχρεώσεως καταβολής ενός βάρους (όπως φόρων, τελών, εισφορών ή άλλης επιβαρύνσεως που εκ του νόμου ο διοικούμενος όφειλε να καταβάλει για χρονικό διάστημα στο παρελθόν και δεν κατέβαλε). Ο καταλογισμός των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών αφορά την επιστροφή του παράνομου πλουτισμού, δηλαδή των ποσών τα οποία ο λήπτης δεν εδικαιούτο να λάβει και τα εισέπραξε κατά παράβαση του νόμου εις  βάρος των λοιπών ασφαλισμένων και συνταξιούχων δικαιουμένων κατά νόμον κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, καθώς και εις βάρος του ασφαλιστικού φορέα ο οποίος είναι φορέας Γενικής Κυβέρνησης με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες (τα αχρεωστήτως καταβληθέντα από τους ασφαλιστικούς φορείς ποσά διευρύνουν το δημόσιο έλλειμμα). Η ρύθμιση αυτή που επαναλαμβάνει τον κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής (η οποία ίσχυε είτε δυνάμει ειδικής διατάξεως της νομοθεσίας ορισμένων ασφαλιστικών φορέων είτε, ελλείψει ειδικής διατάξεως περί παραγραφής των απαιτήσεων εν γένει του ασφαλιστικού φορέα ή των απαιτήσεών του από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, δυνάμει του προβλέποντος την εικοσαετή γενική παραγραφή άρ. 249 του Α.Κ.), είναι απολύτως σαφής και προβλέψιμη και, ως εκ τούτου, δεν παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου.  Όσον αφορά δε τη διάρκεια της παραγραφής, η εικοσαετία δικαιολογείται λόγω της σημαντικής, κατά κανόνα, δυσκολίας εντοπισμού των αχρεώστητων πληρωμών. Και τούτο, διότι η φύση του προβλήματος είναι σύνθετη και πολυπαραμετρική, πράγμα που κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως του ν. 4093/2012 και ιδίως πριν από την ενοποίηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως με τον ν. 4387/2016 και με τον ν. 4670/2020 απαιτούσε υψηλή λειτουργική επάρκεια των ασφαλιστικών φορέων και διασυνδεσιμότητα μεταξύ τους όσον αφορά τη διασταύρωση στοιχείων, καθώς και διασυνδεσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων με άλλους φορείς Γενικής Κυβέρνησης όσον αφορά τη λήψη αναγκαίων πληροφοριών, η διασυνδεσιμότητα δε αυτή προϋποθέτει ψηφιακή ολοκλήρωση και διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων των φορέων Γενικής Κυβέρνησης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2013 και εξής. Επομένως, η υιοθέτηση ως γενικού κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων των ασφαλιστικών φορέων από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές ανταποκρίνεται, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στις συνθήκες και στα δεδομένα που συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως. Υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012 σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων μέσω της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου τους και εντεύθεν στη βιωσιμότητα των φορέων αυτών και στην εξασφάλιση της καταβολής παροχών στους νυν και στους μελλοντικούς δικαιούχους και ενόψει της μνημονιακής δεσμεύσεως της Χώρας για μείωση-εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως και της αδηρίτου ανάγκης για  δημοσιονομική εξυγίανση υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και όσων έχουν γίνει δεκτά ως προς την έννοια της επίμαχης διατάξεως του ν. 4093/2012, η ρύθμιση περί εικοσαετούς γενικής παραγραφής που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή δεν αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρ. 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο) ούτε σε άλλη συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή (με μειοψ.).  

          ΙΙ. Ζητήματα αφορώντα το άρθρο 103  του ν. 4387/2016 

    Α) Με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 επαναλαμβάνεται ρητώς και ειδικώς για το πρώην Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ο κανόνας που τέθηκε με την ως άνω διάταξη του ν. 4093/2012 για όλους τους ασφαλιστικούς φορείς αρμοδιότητας του νυν Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, δηλαδή ο κανόνας ότι οι αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές αναζητούνται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. Σύμφωνα δε με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016, σε περίπτωση υπαιτιότητας του λαβόντος οι αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές αναζητούνται εντόκως με επιτόκιο 3%. Επομένως, οι διατάξεις του άρ. 103 του ν. 4387/2016 εισάγουν (α) τον κανόνα της αναζητήσεως ατόκως των αχρεωστήτως καταβληθεισών εκ μέρους του π. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. παροχών ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του λαβόντος και (β) τον κανόνα της επιβολής τόκων (επί του κεφαλαίου των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών) μόνον αν συντρέχει υπαιτιότητα του λαβόντος.  Η επιβολή τόκων κατ’ εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 δεν  συνιστά διοικητική κύρωση ή διοικητική ποινή, αλλά  έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια απαίτηση αχρεωστήτου. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (που εντάχθηκε από 1.1.2017 στον Ε.Φ.Κ.Α., ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.) δικαιούται να αναζητήσει το ποσό  των  παροχών  ως αχρεωστήτως καταβληθεισών  με μόνη τη διαπίστωση του  θετικού γεγονότος της καταβολής  των παροχών αυτών και την επίκληση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, χωρίς να υποχρεούται να επικαλεσθεί και να αποδείξει την υπαιτιότητα του λήπτη. Για τον καταλογισμό όμως τόκων επί του ποσού της κύριας οφειλής (ήτοι αξίωση  παρακολουθηματικού χαρακτήρα)  ο φορέας πρέπει επιπλέον να επικαλεσθεί και να αποδείξει την κακοπιστία (υπαιτιότητα) του λήπτη. Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων του ως άνω δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 και της παρ. 2 του άρ. 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, στην οποία ορίζεται ότι η αιτιολογία ατομικής διοικητικής πράξεως πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στον νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξεως, συνάγεται ότι η συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του λήπτη δεν απαιτείται να βεβαιώνεται στο σώμα της καταλογιστικής πράξεως αλλά αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία επικαλείται το αρμόδιο όργανο στην καταλογιστική πράξη και μνημονεύονται σ’ αυτήν. Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις της παρ. 1 του άρ. 103 του ν. 4387/2016 ερμηνευόμενες σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4) συνάγεται ότι, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα  της αναζητήσεως (ατόκως ή εντόκως) των αχρεωστήτως ή παρανόμως  καταβληθεισών παροχών, αποκλείεται η αναζήτηση όταν ο λήπτης είναι καλόπιστος και η επιστροφή των παροχών θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του. Επομένως, ο ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του π. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. απαλλάσσεται από την υποχρέωση για  το σύνολο της οφειλής (κεφάλαιο και τόκους) αν επικαλεσθεί και αποδείξει σωρευτικώς (α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και (β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του (ενόψει της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής καταστάσεως αυτού) σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Στην περίπτωση όμως της αναζητήσεως  εντόκως  των αχρεωστήτως καταβληθεισών παρoχών ο ανωτέρω ασφαλιστικός φορέας φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των περιστατικών από τα οποία προκύπτει υπαιτιότητα (κακοπιστία) του λήπτη, που  αποτελεί κατά νόμον  αναγκαία  προϋπόθεση για την επιβολή τόκων. Αν όμως ο λήπτης  αντιτάξει απέναντι στον φορέα και αποδείξει  την καλοπιστία του (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία αυτή προκύπτει), αλλά δεν αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής του συνολικού ποσού των παροχών και των τόκων  θα  επέλθουν  σοβαρές  δυσμενείς επιπτώσεις  στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβιώσεώς του, θα απαλλαγεί μόνον από τους τόκους (δηλαδή μόνον όσον αφορά την παρεπόμενη απαίτηση) αλλά όχι από το κεφάλαιο (δηλαδή όσον αφορά την κύρια απαίτηση αχρεωστήτου). 

    Β) Η αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών ισχύει, όπως πλέον ρητώς προβλέπεται στην παρ. 2 του άρ. 103 του ν. 4387/2016, και για τον κληρονόμο του λήπτη των παροχών, αν δεν έχει αποποιηθεί την κληρονομία (κατ’ άρ. 1847 έως 1859 του Α.Κ.) και δεν είχε εκδοθεί εις βάρος του κληρονομουμένου-οφειλέτη εν ζωή σχετική καταλογιστική πράξη  (εν ευρεία εννοία βεβαίωση της οφειλής). Και τούτο, διότι η υποχρέωση  επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών παροχών αποτελεί χρέος της κληρονομίας. Ειδικότερα, ο απλός κληρονόμος ευθύνεται, σύμφωνα με το άρ. 1901 εδ. πρώτο του Α.Κ. σε συνδυασμό με το άρ. 1710 του Α.Κ., αφενός και με την ατομική περιουσία του για τα χρέη του κληρονομουμένου και, επομένως, και για τις οφειλές (χρέη) του λήπτη – κληρονομουμένου έναντι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και αφετέρου απεριόριστα, δηλαδή ακόμη και αν το παθητικό της κληρονομίας υπερβαίνει το ενεργητικό της ή δεν υπάρχει καθόλου ενεργητικό. Ο απλός κληρονόμος  μπορεί πάντως να προτείνει κατά του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (ήτοι κληρονομικού δανειστή) την ένσταση παραγραφής.

    Γ) Περαιτέρω, ο απλός κληρονόμος για να απαλλαγεί από την ευθύνη καταβολής της σχετικής οφειλής (δηλαδή το ποσό που του έχει καταλογισθεί με την οικεία πράξη του αρμόδιου οργάνου του ανωτέρω φορέα) πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει μόνον ότι η καταβολή του ποσού της οφειλής (κεφάλαιο και τυχόν τόκοι) θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, όχι όμως και την καλοπιστία του λήπτη-κληρονομουμένου όσον αφορά τις από εκείνον αχρεωστήτως εισπραχθείσες παροχές, τούτο δε, λόγω της δυσχέρειας αποδείξεως του στοιχείου αυτού (καλή πίστη του λήπτη) εκ μέρους του κληρονόμου (με μειοψ.).  

    Δ) Τέλος, ο κληρονόμος ο οποίος  αποδέχεται  την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, κατ’ άρ. 1902 και 1903 του Α.Κ., αναλαμβάνει την ευθύνη για την απόδοση  των αχρεωστήτως εισπραχθεισών από τον κληρονομούμενο παροχών και  υποχρεούται  να τις  καταβάλει στον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα, ο δε φορέας  δικαιούται  να  τις αναζητήσει από τον κληρονόμο  με απογραφή και  νομίμως εκδίδει τη σχετική καταλογιστική πράξη εις  βάρος του. Πάντως, στην περίπτωση του κληρονόμου με απογραφή δεν είναι δυνατή η απαλλαγή  του από την ευθύνη υπό την ανωτέρω προϋπόθεση (σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου του κληρονόμου – υποχρέου σε απόδοση) η οποία αφορά μόνον τον απλό κληρονόμο. Τούτο δε συναρτάται με τον κατά νόμον περιορισμό της ευθύνης του κληρονόμου με απογραφή, ποσοτικό (έως το ενεργητικό της κληρονομίας, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 1904 του Α.Κ.) και κατ’ αντικείμενο (λόγω του κατ’ άρ. 1905 του Α.Κ.  χωρισμού των περιουσιών, υπέγγυα έναντι των κληρονομικών δανειστών είναι μόνον η κληρονομική περιουσία και όχι η ατομική περιουσία του κληρονόμου). Ειδικότερα, ο κληρονόμος  με απογραφή δεν παύει να είναι καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και, ως εκ τούτου, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας (σε όλη τους την έκταση), αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται για  τα χρέη αυτά μόνον όμως έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία του ενεργητικού της κληρονομικής περιουσίας όπως αυτά καταγράφονται στην έκθεση απογραφής και όσο αυτά επαρκούν. Ο  κληρονόμος με απογραφή δεν ευθύνεται και με την ατομική περιουσία του, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί αυτοδικαίως και αποτελεί χωριστή ομάδα. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια του ενεργητικού  της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν ασκεί επιρροή στη νομιμοποίησή τους να στραφούν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους. Ο ως άνω διπλός περιορισμός της ευθύνης του κληρονόμου  με απογραφή έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου αλλά μόνον επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του κληρονόμου περί αποδοχής της κληρονομίας  με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να προταθεί μόνον ως λόγος ανακοπής κατά  της τυχόν επί της ατομικής περιουσίας του επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι κατά της καταλογιστικής εις βάρος του πράξεως του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ο εξ απογραφής κληρονόμος (που δεν έχει εκπέσει του σχετικού ευεργετήματος κατ’ άρ. 1903 και 1911-1912 του Α.Κ.) μπορεί να προβάλει ισχυρισμούς όσον αφορά την έκταση της οφειλής του (π.χ. ως προς το  μέγεθος  της κληρονομικής μερίδας  του), όχι όμως ισχυρισμούς  ως προς την έκταση της ευθύνης του, τους οποίους μπορεί να προβάλει μόνο στο στάδιο της   τυχόν κινηθείσας  αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος στοιχείου της ατομικής περιουσίας του.

ΣτΕ Δ΄ 332/2025 7μ.

Αρμοδιότητα Δ´ Τμήματος ΣτΕ επί διαφοράς που γεννάται κατόπιν άσκησης διοικητικής προσφυγής από τρίτο (μη μετασχόντα στην διαγωνιστική διαδικασία) κατά πράξης του προσυμβατικού σταδίου ανάθεσης διοικητικής σύμβασης

Πηγή: https://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/apofasei

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Κ. Σκούρα, Πάρεδρος

[Η υπόθεση εισήχθη στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος κατόπιν της 1987/2023 παραπεμπτικής απόφασης]

Επί αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε Δήμος κατά απόφασης της αρμόδιας Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006, με την οποία έγινε δεκτή διοικητική προσφυγή τρίτου προσώπου υπό την ιδιότητά του ως δημότη και κατοίκου της περιοχής και ακυρώθηκαν δύο αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου σχετικά με την ανακήρυξη προσωρινού αναδόχου και την κατακύρωση της σύμβασης αντιστοίχως για την εκτέλεση δημοσίου έργου έγιναν δεκτά τα ακόλουθα.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ν.3886/2010 και του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 προκύπτει ο κανόνας ότι οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, οι οποίες ασκούνται από ενδιαφερομένους να τους ανατεθεί η σύμβαση, υπάγονται από 1.1.2011 (βλ. άρθρο 70 του ν. 3900/2010) στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, εκτός εάν πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ ή συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο των δεκαπέντε εκατομμυρίων ευρώ, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, οι οποίες εξακολουθούν να ανήκουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο κανόνας αυτός επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν με τις διατάξεις του άρθρου 372 παρ. 3 του ν. 4412/2016, το οποίο ρυθμίζει εκ νέου την εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών και δημόσιων συμβάσεων, οι οποίες υλοποιούνται ως Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) σύμφωνα με τον ν. 3389/2005, καθώς και σε διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, με εκτιμώμενη αξία μεγαλύτερη των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ. Όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία ανάθεσης διοικητικών συμβάσεων, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν.4412/2016 περί έννομης προστασίας ενόψει των ρυθμίσεων του άρθρου 345 παρ. 1 σχετικά με την εκτιμώμενη αξία αυτών, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 47 παρ. 4 του ν.3900/2010, βάσει του οποίου οι διαφορές αυτές υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, το οποίο αποφαίνεται ανεκκλήτως.
Περαιτέρω, με τον ν. 3900/2010 και τις διατάξεις του άρθρου 372 παρ. 3 του ν.4412/2016 διατηρήθηκε η κατά κανόνα δικονομική ρύθμιση περί μεταφοράς στα Διοικητικά Εφετεία των υποθέσεων που ανακύπτουν κατά το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων και γεννούν ζητήματα εφαρμογής της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Αντιθέτως, όταν ο ασκών το ένδικο μέσο είναι τρίτος σε σχέση με τη διαδικασία του διαγωνισμού και προβάλλει λόγους όχι σχετικούς προς την νομιμότητα αυτής, αλλά με την τήρηση λ.χ. της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαφορά παύει να σχετίζεται με την νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση την οποία και μόνον είχε υπόψη ο νομοθέτης για την μεταφορά της σχετικής αρμοδιότητας στα Διοικητικά Εφετεία. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, τρίτοι, δηλαδή μη μετασχόντες στην διαγωνιστική διαδικασία αναθέσεως δημοσίου έργου, έχουν μεν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξη ενταγμένη στη διαδικασία αυτή, εφόσον προβάλλουν ότι το έργο είναι παράνομο και ότι από τη λειτουργία του θίγονται έννομα συμφέροντά τους (λ.χ. λόγω παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας), δεν μπορούν, όμως, να προβάλλουν τυχόν πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, όταν ο αιτών είναι τρίτος – και όχι ενδιαφερόμενος να αναλάβει την εκτέλεση του έργου – και προσβάλλει πράξη του προσυμβατικού σταδίου του διαγωνισμού, η διαφορά που γεννάται ανήκει πάντοτε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει μεταφερθεί στα Διοικητικά Εφετεία (ΣτΕ 5/2013 επταμ.). Κατόπιν αυτών κρίθηκε ότι η ένδικη διαφορά, η οποία γεννήθηκε από την εκ μέρους τρίτου προσώπου αμφισβήτηση της νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης του επίμαχου δημοσίου έργου ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ´ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (με μειοψ.).
Επί του βασίμου της αιτήσεως ακυρώσεως και σύμφωνα με τα κριθέντα από την απόφαση 380/2024 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι η προσφυγή που άσκησε ο τρίτος ενώπιον της κατά τόπον αρμόδιας Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 151 του ν. 3463/2006 μηνιαίας προθεσμίας και έπρεπε να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, η δε περί του αντιθέτου κρίση της αρμόδιας Ειδική Επιτροπή είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως.

ΣτΕ Ολ.335/2025

Κατά την έννοια των άρθρων 78, 80 παρ. 2 και 71 παρ. 4 του ΚΔΔ, το δικαστήριο της αγωγής αποζημίωσης – όταν είναι επιτρεπτή η έγερσή της, ήτοι για διεκδίκηση απαίτησης πέραν του ποσού του φόρου, προστίμου κ.λπ. – δεν έχει εξουσία να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή ουσίας είτε έχει ασκηθεί, αλλά έχει απορριφθεί, παρά μόνον εφόσον, ασκηθείσης της προσφυγής, εκλείψει το αντικείμενο της επ’ αυτής δίκης συνεπεία ανάκλησης της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης ή λήξης της ισχύος αυτών (μειοψ.).

Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας

Κατά την έννοια των άρθρων 78, 80 παρ. 2 και 71 παρ. 4 του ΚΔΔ, το δικαστήριο της αγωγής αποζημίωσης – όταν είναι επιτρεπτή η έγερσή της, ήτοι για διεκδίκηση απαίτησης πέραν του ποσού του φόρου, προστίμου κ.λπ. – δεν έχει εξουσία να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή ουσίας είτε έχει ασκηθεί, αλλά έχει απορριφθεί, παρά μόνον εφόσον, ασκηθείσης της προσφυγής, εκλείψει το αντικείμενο της επ’ αυτής δίκης συνεπεία ανάκλησης της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης ή λήξης της ισχύος αυτών (μειοψ.).

Οι διατάξεις των άρθρων 78 και 80 παρ.2 του ΚΔΔ-  οι οποίες επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.1868/1989 και καθιερώνουν τον κανόνα της αυτοτέλειας της αγωγής σε σχέση με την προσφυγή ουσίας και άλλα ένδικα βοηθήματα και του παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας της ζημιογόνου διοικητικής πράξης ή παράλειψης από τον δικαστή της αγωγής- εμπεριέχουσες την επιφύλαξη του άρθρου 71 παρ.4 ΚΔΔ, έχουν την έννοια ότι όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη της φορολογικής αρχής είναι προσβλητή με προσφυγή ουσίας, αυτή υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας μόνον κατόπιν άσκησης της προσφυγής (κατ’ επιλογή του ενδιαφερομένου είτε αυτοτελώς είτε κατά αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο προσφυγής και αγωγής) και όχι κατόπιν απευθείας άσκησης αγωγής (όταν η έγερσή της είναι επιτρεπτή, ήτοι για τη διεκδίκηση απαιτήσεως πέραν του ποσού του φόρου, προστίμου κ.λπ.) και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της αγωγής δεν έχει εξουσία να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης του οργάνου της φορολογικής διοίκησης κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή είτε έχει ασκηθεί αλλά έχει απορριφθεί. Τέτοιος παρεμπίπτων έλεγχος χωρεί επιτρεπτώς μόνον εφόσον, ασκηθείσης της προσφυγής, εκλείψει το αντικείμενο της επ’ αυτής δίκης συνεπεία ανάκλησης από τη φορολογική αρχή της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης ή λήξης της ισχύος αυτών. Υπό την ανωτέρω έννοια της εν λόγω επιφύλαξης, οι διατάξεις των άρθρων 78 και 80 παρ. 2 του ΚΔΔ, εμπεριέχουσες εξαίρεση στον κανόνα που οι ίδιες καθιερώνουν, δεν προσκρούουν σε καμία συνταγματική διάταξη ούτε άλλη υπέρτερης τυπικής ισχύος διάταξη, διότι δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, η ειδική δε αυτή δικονομική μεταχείριση δικαιολογείται από την ιδιαιτερότητα των διαφορών αυτών. Συνεπώς, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ότι η αποδιδόμενη με την ένδικη αγωγή παράνομη παράλειψη της φορολογικής αρχής για την επιστροφή του αιτηθέντος ποσού φπα γεννά φορολογική αξίωση, την ικανοποίηση της οποίας η αναιρεσείουσα όφειλε να επιδιώξει προηγουμένως με προσφυγή ουσίας και, ότι, ως εκ τούτου, η μη άσκηση της εν λόγω προσφυγής καθιστά απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, είναι νομίμως αιτιολογημένη.

Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, από το γράμμα και τον σκοπό των διατάξεων των άρθρων 78, 80 παρ. 2 και 71 παρ. 4 του ΚΔΔ, συνδυαστικά ερμηνευομένων υπό το φως των άρθρων 4 παρ. 5 και 20 παρ.1 του Συντ. και των αρχών του κράτους δικαίου και της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης, συνάγεται ότι με την επιφύλαξη του άρθρου 71 παρ. 4 του ΚΔΔ, η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα και αναφέρεται αποκλειστικά στην απαγόρευση άσκησης αγωγής για χρηματικές αξιώσεις φορολογικού περιεχομένου υπό στενή έννοια, δεν θεσπίζεται νέα εξαίρεση από τον κανόνα του παρεμπίπτοντος ελέγχου και της αυτοτέλειας της αγωγής, η οποία ασκείται επιτρεπτώς για τις λοιπές αξιώσεις ήτοι για την αποκατάστασης ζημίας διαφορετικής και διακεκριμένης από το αντικείμενο της πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της αγωγής έχει τη δυνατότητα (και την υποχρέωση) να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της φερόμενης ως ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής.

ΣτΕ 1760/2024 Τμ. Δ’ 

Ανάθεση σύμβασης παραχώρησης με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης. Απαιτείται ειδική αιτιολογία. Η μη διεξαγωγή δημόσιας συνεδρίασης ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ δεν παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Πρόεδρος: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδρος

Με την ανωτέρω απόφασή  του το Δικαστήριο ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 6, και 29 παρ. 1 και 2 του ν. 4413/2016 έκρινε  ότι οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες  φορείς στην περίπτωση που προκηρύσσουν διαγωνιστική διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης των οποίων η εκτιμώμενη αξία υπολείπεται του χρηματικού ορίου των 5.225.000 ευρώ μπορούν να οργανώνουν «ελεύθερα» τη σχετική διαδικασία προσφεύγοντας, μεταξύ άλλων, και στη διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης.  Η άσκηση όμως της ευχέρειας αυτής, η οποία  οριοθετείται από την τήρηση των αρχών που αποτυπώνονται στο  άρθρο 6 του ν. 4413/2016, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με την  παράθεση και τεκμηρίωση των συγκεκριμένων  λόγων επείγοντος που επιβάλλουν την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία (σκέψη 14).
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η μη διεξαγωγή δημόσιας συνεδρίασης ενώπιον της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ.  κατά την εξέταση προδικαστικών προσφυγών δεν παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. περί δίκαιης δίκης. Και τούτο διότι η απονεμόμενη στο Συμβούλιο της Επικρατείας (από τα άρθρα 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989) ευρύτατη εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως συγκεντρώνει όλα τα  χαρακτηριστικά ώστε  αυτό να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο το οποίο πληροί τις τασσόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ προϋποθέσεις όταν  ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ.  (βλ. αναλυτικά σκέψη 12).

ΣτΕ Γ΄ Θερινό 1503-4/2024

Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της επί προδικαστικών προσφυγών, η Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. δεν δεσμεύεται από την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του διενεργηθέντος συναφούς προληπτικού ελέγχου

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Πρόεδρος: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Τ. Βαρουφάκη, Πάρεδρος ΣτΕ

Με τις ανωτέρω αποφάσεις κρίθηκε ότι η Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ., ως εκ της θέσεώς της στο σύστημα παροχής έννομης προστασίας κατά το προσυμβατικό στάδιο, οφείλει να εκφέρει ιδία αιτιολογημένη κρίση επί όλων των τιθέμενων ενώπιόν της ζητημάτων, μη δεσμευόμενη, όπως και το επιλαμβανόμενο, στη συνέχεια, αρμόδιο δικαστήριο, από τη μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του διενεργηθέντος προληπτικού ελέγχου. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, η οποία θα εκκινούσε από την κατ’αρχήν δέσμευση των αναθετουσών και λοιπών διοικητικών αρχών από την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί της νομιμότητας ή μη σχεδίου σύμβασης,  θα παραγνώριζε τον χαρακτήρα της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. ως ειδικώς συνεστημένης, κεντρικής ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, στην οποία δεν έχει ανατεθεί απλώς ο έλεγχος νομιμότητας των σχετικών με τη διαδικασία σύναψης των συμβάσεων πράξεων, αλλά ο προδικαστικός έλεγχος των πράξεων αυτών και η αντιμετώπιση όλων των τιθέμενων ενώπιόν της ζητημάτων, προκειμένου οι σχετικές υποθέσεις να εισαχθούν εκκαθαρισμένες ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο καλείται να αποφανθεί με δύναμη δεδικασμένου για τα αγόμενα ενώπιόν του διοικητικής φύσεως ζητήματα, μη δεσμευόμενο από την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του διενεργηθέντος προληπτικού ελέγχου.

ΣτΕ Ολομ. 1639/2024

Στερείται εννόμου συμφέροντος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για την ακύρωση αποφάσεων του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και μελών του Ε.Σ.Ρ.. Διατυπώθηκε μειοψηφία.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Εισηγήτρια: Κ. Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλος Επικρατείας


Α. Η διάταξη του άρθρο 90 περ. α` και ζ` του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί, όμως, μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως και στην προκειμένη περίπτωση επιλογής τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, όπως δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία.

Β. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, εν όψει της σημασία της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής αυτής για τη διασφάλιση της πολυφωνίας και της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα των πράξεων συγκρότησης του Ε.Σ.Ρ., αποτελούν, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του Κώδικα Δικηγόρων, ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων, για τα οποία αναγνωρίζεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων. Οι προσβαλλόμενες δε πράξεις, με τις οποίες επελέγη το σύνολο σχεδόν των μελών του Ε.Σ.Ρ., το οποίο κατά το Σύνταγμα έχει περιβληθεί ως ανεξάρτητη αρχή με ανάλογες εγγυήσεις-μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν τη διαδικασία επιλογής των μελών του-, ώστε να αποτρέπονται κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές, αποτελούν το έρεισμα της έκδοσης του συνόλου των ατομικών και κανονιστικών διοικητικών πράξεών του και επιδρούν στην εν γένει δράση του. Λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσεως των πράξεων αυτών, όπου η κρίσιμη για την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου βλάβη από την τυχόν παρανομία τους πλήττει, κατ’ ουσίαν, ένα ιδιαίτερα ευρύ κύκλο προσώπων, η αποδοχή της συνδρομής της προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούμενη και λόγω της προβεβλημένης θέσης των Δικηγορικών Συλλόγων στην κοινωνία, συμβάλλει στην έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή έννομης προστασίας. Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, υφίσταται ο απαιτούμενος από τη νομοθεσία ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος Συλλόγου με τις προσβαλλόμενες πράξεις και δεν πρόκειται για εκδήλωση απλού ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση της νομιμότητας.