logo1

ΣτΕ Α΄ 1500/2022

Αστική ευθύνη του Δημοσίου (άρ. 105 ΕισΝΑΚ). Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη Χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού.

Πηγή: www.adjustice.gr 

ΣτΕ Α΄ 1500/2022   

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος 

Η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους – η οποία μπορεί να είναι και μακρά – δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες. Οι ρυθμίσεις του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής,  της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις   επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί, αφού η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του. Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρ. 76 παρ. 1 περ. β΄ ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση άρ. 21 παρ. 1 εδ. τρίτο ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς  και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό.

                  Μη νόμιμη η κρίση διοικ. εφετείου για τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και του βαρύτατου τραυματισμού της εκπροσωπούμενης από την οριστική δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρας της) αναιρεσείουσας, ηλικίας τότε 15 ετών, συνεπεία εγκλημάτων (βιασμός, απόπειρα ανθρωποκτονίας) που διαπράχθηκαν εις βάρος της από υπήκοο τρίτης χώρας. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού, ο οποίος εισήλθε λάθρα στη Χώρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως σε ελληνικό νησί και χωρίς να έχει εντοπισθεί, παρότι τούτο ήταν εφικτό, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των ν. 3386/2005 και 3907/2011 οι οποίες έχουν τεθεί και για χάρη της προστασίας, μεταξύ άλλων, της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της γενετήσιας ελευθερίας όλων των προσώπων που βρίσκονται στη Χώρα (Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Αναιρείται η 468/2021 απόφ. Διοικ. Εφ. Αθηνών).

ΣτΕ Ολ 1531/2023

ΣτΕ Ολ 1531/2023: Προδικαστικό ερώτημα Διοικ. Πρωτ. Χανίων. Αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Διακοπή της παραγραφής της αξίωσης με την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο Δημόσιο με επιμέλεια του ενάγοντος, κατ’ άρ. 75 παρ.2 του ΚΔΔ (άρ. 19 ν.3900/2010). Η ανωτέρω διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διάταξης του άρ.143 περ. α’ του ν. 4270/2014. Παράλειψη επίδοσης της αγωγής από τον ενάγοντα δύναται να αναπληρωθεί με την επίδοση της αγωγής από τη γραμματεία του δικαστηρίου, κατ’ άρ.128 παρ.1 του ΚΔΔ, οπότε η διακοπή της παραγραφής δύναται να επέλθει με την επίδοση αυτή.

Πηγή:

Πρόεδρος: Ε.Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος

Από τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 3900/2010, προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να ρυθμίσει κατά τρόπο ειδικό, στην περίπτωση άσκησης αγωγής, την επέλευση της διακοπής της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου στο χρονικό σημείο της επίδοσής της στο εναγόμενο με επιμέλεια του ενάγοντος. Η επίμαχη διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διάταξης του άρθρου 143 περ. α΄ του ν.4270/2014 (περί δημοσίου λογιστικού), η οποία ορίζει γενικώς ως λόγο διακοπής της παραγραφής την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο. Εξάλλου, η υποχρέωση για τη διενέργεια των προβλεπόμενων στο άρθρο 128 του ΚΔΔ επιδόσεων από τη γραμματεία του δικαστηρίου εξακολουθεί να ισχύει ως προς την αγωγή και μετά την τροποποίηση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΔΔ. Σε περίπτωση, πάντως, κατά την οποία ο ενάγων παραλείψει να επιδώσει την αγωγή στο εναγόμενο και η αγωγή επιδοθεί στο τελευταίο με τη φροντίδα της γραμματείας του δικαστηρίου, εξασφαλίζεται η γνώση του εναγομένου για την άσκηση της αγωγής και το περιεχόμενο αυτής, απαίτηση δε για την εκ νέου επίδοση της αγωγής με επιμέλεια του ενάγοντος θα αποτελούσε περιττή τυπολατρία. Κατ’ ακολουθίαν, με την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο με τη φροντίδα της γραμματείας του δικαστηρίου αναπληρώνεται η έλλειψη επίδοσης της αγωγής από τον ενάγοντα και, συνεπώς, επέρχεται διακοπή της παραγραφής της ένδικης αξίωσης, αν τυχόν η επίδοση αυτή έχει διενεργηθεί πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής. Σε κάθε περίπτωση, δεν θεσπίζεται υποχρέωση της γραμματείας του δικαστηρίου να προβεί στην επίδοση αυτή πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, προκειμένου να διακοπεί η παραγραφή της ένδικης αξίωσης, καθώς τούτο επαφίεται στην πρωτοβουλία και ευθύνη του ενάγοντος.

ΣτΕ Α´ 7μ 156/2022

Αστική Ευθύνη νοσοκομείου κατ΄ άρθρ. 105 – 106 ΕισΝΑΚ. Έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 ΚΔΔ σχετικά με τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα.

Πηγή: adjustice.gr

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος

Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος

Αγωγή κατ΄ άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ κατά νοσοκομείου λόγω ιατρικών σφαλμάτων. Απαλλαγή των ιατρών από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας με αμετάκλητο  βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 του ΚΔΔ κατά το μέρος που θεσπίζει δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα. Η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις αγωγές με βάση τα αρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ.  Το τεκμήριο της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται  κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατ΄ άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ. Το εναγόμενο νοσοκομείο μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της αθωότητας ιατρού του. Το διοικητικό δικαστήριο που δικάζει την αγωγή δεν δεσμεύεται από την εκδοθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Υποχρεούται, όμως, να την συνεκτιμήσει και μπορεί να  αποκλίνει από τις κρίσεις της αθωωτικής ποινικής απόφασης, αιτιολογώντας τη διαφορετική κρίση του κατά τρόπο που δεν θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα. 

Ι. Η αρχή ne bis in idem αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης για διοικητική παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετακλήτως η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η πιο πάνω απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον και οι διαδικασίες αυτές να έχουν  ποινικό χαρακτήρα με βάση τα κριτήρια Εngel που διαμόρφωσε το ΕΔΔΑ. Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται με βάση τα άρθρ. 105 και 106 του ΕισΝΑΚ,  διότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν ποινικό αλλά αμιγώς αποζημιωτικό – αποκαταστατικό  χαρακτήρα.  

ΙΙ. Το τεκμήριο της αθωότητας, το πεδίο εφαρμογής του οποίου δεν περιορίζεται στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά επεκτείνεται και στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν το πρόσωπο αυτό και λαμβάνονται μετά την παύση των διώξεων ή μετά την απαλλαγή του, έχει την έννοια ότι απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αφορά το ίδιο πρόσωπο που αθωώθηκε,  δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας εγείρεται αν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου  που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε παντελώς ή αν  η κρίση που εξέφερε το πιο πάνω δικαστήριο ισοδυναμεί επί της ουσίας με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερόμενου, οι όροι δε που χρησιμοποιούνται στη δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία. Συνεπώς, από την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να  αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης. Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του κρίσης σχετικά με τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή παράλειψης, το ανωτέρω δικαστήριο  δεν αποκλείεται να στηριχθεί και σε στοιχεία που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή στο διαφορετικό βαθμό απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που ισχύει στην ενώπιόν του δίκη σε σχέση με αυτόν που ισχύει στην ποινική δίκη. 

ΙΙΙ. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας απαιτείται  η ποινική διαδικασία να συνδέεται κατ΄ ουσίαν προς τη δικαστική διαδικασία που έπεται αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτή η διαδικασία έχει ποινική φύση ή όχι.  Τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει μεταξύ της ποινικής διαδικασίας που καταλήγει σε αθώωση ή απαλλαγή του κατηγορουμένου ως προς πράξεις ή παραλείψεις που επέφεραν βλάβη στο θύμα και της δικαστικής διαδικασίας αστικής φύσης που ανοίγεται όταν το θύμα διεκδικεί αποζημίωση για τη ζημία ή βλάβη που υπέστη εξαιτίας των ανωτέρω πράξεων ή παραλείψεων. Η έλλειψη ταυτότητας διαδίκων μεταξύ της προηγηθείσας ποινικής δικαστικής διαδικασίας και της διοικητικής δίκης δεν αποκλείει την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στη διοικητική δίκη που έπεται της αμετάκλητης αθώωσης του ενδιαφερομένου. Ενόψει των ανωτέρω, από την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου ή των νπδδ, αν υφίσταται ο απαιτούμενος κατά τα ανωτέρω σύνδεσμος μεταξύ της διοικητικής δίκης που αφορά την αστική ευθύνη του Δημοσίου ή του νπδδ από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων τους  και της ποινικής δίκης που καταλήγει στην έκδοση «τελικής» απόφασης περί αθώωσης των οργάνων αυτών.

Για τη διαπίστωση αν υφίσταται ο σύνδεσμος αυτός λαμβάνεται υπόψη ότι η αθώωση του φυσικού προσώπου – οργάνου του Δημοσίου ή νπδδ επηρεάζει άμεσα το τελευταίο, αφού η επιδίωξη των δημόσιων σκοπών του επιτυγχάνεται μέσω των οργάνων του. Στην περίπτωση αυτή  το εναγόμενο Δημόσιο ή το νπδδ μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της αθωότητας που απορρέει από την αθώωση του οργάνου του όσον αφορά τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων που αντιστοιχούν στις αποδιδόμενες από τον ζημιωθέντα πράξεις ή παραλείψεις. Στην ειδικότερη περίπτωση μάλιστα που ενάγεται νοσοκομείο, το τελευταίο μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο αθωότητας ιατρού του, ο οποίος έχει αθωωθεί ή απαλλαγεί από ποινικά αδικήματα αντίστοιχα με τις αποδιδόμενες στο εναγόμενο πράξεις ή παραλείψεις, διότι η εκ μέρους του νοσοκομείου παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς διασφάλιση του υπέρτατου αγαθού της ζωής και της υγείας κατά τρόπο αποτελεσματικό και σύμφωνο με το άρθρο 21 του Συντάγματος συνδέεται άμεσα με την επιστημονική επάρκεια και επαγγελματική αξιοπιστία των φυσικών προσώπων, στα οποία  το νοσοκομείο έχει αναθέσει την εκπλήρωση του ανωτέρω δημόσιου σκοπού, το δε νοσοκομείο υποχρεούται να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των φυσικών αυτών προσώπων – οργάνων του. 

IV. Από την αιτιολογική έκθεση του ν.4446/2016 και τις προπαρασκευαστικές του νόμου αυτού εργασίες προκύπτει ότι η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα θεσπίστηκε προκειμένου να εναρμονιστεί το εθνικό δικονομικό δίκαιο με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για την αρχή ne bis in idem και το τεκμήριο της αθωότητας. Επομένως, η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, κατά το μέρος της με το οποίο  θεσπίζεται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, αφορά μόνο τις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel και όχι κάθε δίκη που αφορά καταλογισμό χρηματικού ποσού κατ’ εφαρμογή διάταξης νόμου που θεσπίζει τη σχετική υποχρέωση δημόσιου δικαίου, αφού στις τελευταίες αυτές δίκες δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem. Τούτο προκύπτει και από τη γραμματική διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, η οποία αναφέρεται σε «διοικητική παράβαση». Συνεπώς, η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις «αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία βουλεύματα» δεν εφαρμόζεται στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ.  

V. Εσφαλμένως έκρινε το διοικητικό εφετείο ότι δεσμευόταν από αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών όσον αφορά την αποδιδόμενη στους ιατρούς του νοσοκομείου παράλειψη να εξασφαλίσουν εκ των προτέρων κλίνη στη ΜΕΘ για να μεταφερθεί σ΄ αυτήν η συγγενής των αναιρεσειόντων αμέσως μετά την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή κατά το μέρος αυτό. [Δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης των συγγενών της θανούσας. Αναιρείται εν μέρει η 2302/2020 απόφαση του Διοικ. Εφετείου Αθηνών].

ΣτΕ 7μ 2319/2021

Η αρχή της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης και τα πρόστιμα για λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων.

Πηγή: www.adjustice.gr 

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2021, με την εξής σύνθεση: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Β. Πλαπούτα, Α. Σδράκα, Φρ. Γιαννακού, Κ. Λαζαράκη, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.

Για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, που υποβλήθηκε με την 8650/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, σχετικά με την από 11 Ιουνίου 2018 προσφυγή:

της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «MAGMA ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ – ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑ Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Εγνατίας 6), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Χαριτόπουλο (Α.Μ. 7419 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του,

κατά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την προσφυγή αυτή η προσφεύγουσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθ. 1073/25.5.2018 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της κατά της υπ’ αριθ. 885/2017 οριστικής πράξης επιβολής σε βάρος της προστίμου ύψους 130.749,20 ευρώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 3 και 5 του ν. 4337/2015, κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2011 – 31.12.2011, της Προϊσταμένης της Ε΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, 2) η ίδια ως άνω υπ’ αριθ. 885/2017 οριστική πράξη επιβολής προστίμου της Προϊσταμένης της Ε΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κ. Λαζαράκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο της Ανεξάρτητης Αρχής, ο οποίος τοποθετήθηκε επί του προδικαστικού ερωτήματος.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την από 11-6-2018 προσφυγή της, η εταιρεία «MAGMA ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ – ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΕΠΕ» ζήτησε να ακυρωθούν: (α) η 1073/25-5-2018 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με την οποία απορρίφθηκε η 8563/25-1-2018 ενδικοφανής προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της 885/20-12-2017 οριστικής πράξης επιβολής σε βάρος της προστίμου ύψους 130.749,20 ευρώ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 3, 5 του ν. 4337/2015, για λήψη και καταχώριση εικονικών στοιχείων κατά παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά τη διαχειριστική περίοδο 2011, της Προϊσταμένης της Ε΄ Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ) Θεσσαλονίκης, (β) η εν λόγω 885/20-12-2017 πράξη επιβολής προστίμου. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, επιληφθέν της ανωτέρω προσφυγής, με την 8650/2020 απόφασή του υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης κύρωσης έχει πεδίο εφαρμογής επί της καταργητικής των οικείων κυρώσεων διάταξης του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, άγουσα, κατ’ επέκταση, στη δικαστική ακύρωση των σχετικών προστίμων, ή μήπως ο ανωτέρω νεότερος νόμος δεν είναι συγκρίσιμος με τους προηγούμενους (ν. 2523/1997 και 4174/2013), όσον αφορά τις εκεί προβλεπόμενες παραβάσεις ή κυρώσεις, εφόσον συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού, κανονιστικού πλαισίου υποχρεώσεων του διοικουμένου;».

2. Επειδή, η από 18-1-2021 πράξη του Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή της υπόθεσης και περί εισαγωγής της στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος λόγω σπουδαιότητας δημοσιεύθηκε προσηκόντως, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 και τα οριζόμενα στην πράξη αυτή.

3. Επειδή, με την ως άνω παραπεμπτική απόφαση το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 19-12-2017 έκθεση μερικού φορολογικού ελέγχου π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) ελεγκτών της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Θεσσαλονίκης, προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της 362/3/8-8-2017 σχετικής εντολής του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Θεσσαλονίκης και με αφορμή, μεταξύ άλλων, το 21714/26-6-2015 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Βέροιας, δυνάμει του οποίου διαβιβάσθηκε στην ως άνω αρμόδια φορολογική αρχή η από 25-6-2015 έκθεση ελέγχου Κ.Β.Σ. για ατομική επιχείρηση [ΚΧ], σύμφωνα με την οποία (έκθεση) η τελευταία ήταν εκδότρια εικονικών φορολογικών στοιχείων προς διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα (με αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση ακινήτων, την υλοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων κ.ά.), διενεργήθηκε έλεγχος για την εξακρίβωση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Β.Σ. κατά τα οικονομικά έτη 2011-2012 (χρήσεις 2010-2011 αντίστοιχα). Όπως προέκυψε από τον έλεγχο της Δ.Ο.Υ. Βέροιας, η προσφεύγουσα έλαβε κατά τη χρήση 2011 από την προαναφερόμενη επιχείρηση δεκατέσσερα (14) φορολογικά στοιχεία (12 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και 2 τιμολόγια πώλησης) συνολικής καθαρής αξίας 326.873 ευρώ (πλέον Φ.Π.Α. ποσού 75.180,79 ευρώ), τα οποία κατασχέθηκαν με την 5/16-4-2013 έκθεση κατάσχεσης της Δ.Ο.Υ. Α΄ Θεσσαλονίκης (αντίγραφα δε αυτών διαβιβάσθηκαν αυθημερόν στη Δ.Ο.Υ. Βέροιας). Από τον ίδιο έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η ΚΧ υπέβαλε δήλωση έναρξης εργασιών στις 8-11-2007 (σε ηλικία 20 ετών) και παρότι δεν διέθετε την κατάλληλη εκπαίδευση και την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή (μηχανήματα έργων κ.λπ.), ούτε απασχολούσε το αναγκαίο και κατάλληλο προσωπικό (μηχανικοί, εργοδηγοί, χειριστές μηχανημάτων, εργάτες κ.λπ.), φέρεται να εκτέλεσε μέχρι τις 31-12-2012 (ήτοι κατά την πρώτη πενταετία της λειτουργίας της) σειρά τεχνικών έργων από τον Μαλιακό Κόλπο μέχρι το Κιλκίς και από τη Φλώρινα μέχρι την Κατερίνη, συνολικής αξίας άνω των 4.000.000 ευρώ. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι το ύψος της αξίας των υλικών που χρησιμοποίησε, καθώς και των δαπανών που πραγματοποίησε για την εκτέλεση των εν λόγω έργων, ήταν σχεδόν μηδενικό σε σχέση με την αξία αυτών, στα δε εκδοθέντα από εκείνη τιμολόγια παροχής υπηρεσιών αναγράφονταν κυρίως, ως προσφερόμενες υπηρεσίες, η εκσκαφή, η φόρτωση, διαμόρφωση και μεταφορά μπάζων, ογκωδών αντικειμένων και μπαζοχάλικων, με τη χρήση οχημάτων (φορτωτή 540 international, τσάπας 922 λιπχερ, τετραξονικών φορτηγών), ενώ στα τιμολόγια πώλησης αναγράφονταν, ως πωλούμενα είδη, άμμος, αμμοχάλικα μπαζοχάλικα κ.ά., χωρίς όμως να έχει προβεί σε ανάλογες αγορές. Εξάλλου, αν και προσκλήθηκε δύο φορές από τον έλεγχο να προσκομίσει τα βιβλία και τα στοιχεία της επιχείρησής της (σχετ. οι 4/21-12-2013 και 4309/14-2-2013 προσκλήσεις), προκειμένου να ερευνηθεί το ενδεχόμενο πραγματοποίησης των συναλλαγών που περιγράφονται στα επίμαχα τιμολόγια, η εκδότρια αυτών ουδέποτε ανταποκρίθηκε στις εν λόγω προσκλήσεις, επικαλούμενη απώλεια των σχετικών στοιχείων. Κατόπιν τούτων, ο έλεγχος έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, την άρνηση προσκόμισης των αιτηθέντων στοιχείων τόσο από την ίδια την εκδότρια των επίμαχων φορολογικών στοιχείων όσο και από τον λογιστή της επιχείρησης, την απουσία υλικοτεχνικής υποδομής για την εκτέλεση των συγκεκριμένων έργων, τη μη επίδειξη στον έλεγχο αδειών κυκλοφορίας φορτηγών αυτοκινήτων και μηχανημάτων έργου μετά των σχετικών αδειών οδήγησης και χειρισμού αντίστοιχα, τη μη επίδειξη ιδιωτικών συμφωνητικών μίσθωσης μηχανημάτων έργου ή φορολογικών στοιχείων από τα οποία να προέκυπτε ότι καταβλήθηκαν μισθώματα ή αμοιβές σε τρίτους για τη χρήση των εν λόγω μηχανημάτων, την αμελητέα αξία των αγορών (υλικών) και των δαπανών (πρώτες ύλες, ανταλλακτικά κ.λπ.) σε σχέση με την αξία των τεχνικών έργων που φέρεται να πραγματοποίησε (ειδικά για τη χρήση 2011 οι αγορές και δαπάνες της εκδότριας επιχείρησης ανέρχονταν σε 1.590,24 ευρώ, ενώ τα ακαθάριστα έσοδα αυτής ανέρχονταν σε 968.641,97 ευρώ). Ο έλεγχος έλαβε επίσης το γεγονός ότι δεν απασχόλησε ποτέ προσωπικό, όπως προέκυπτε τόσο από το αρχείο της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όσο και από το 6041/27-5-2013 έγγραφο του Ι.Κ.Α. Βέροιας, σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω επιχείρηση ήταν αναπόγραφη στο ΙΚΑ, ήτοι ουδέποτε υπέβαλε Α.Π.Δ. για τυχόν απασχολούμενο από την ίδια προσωπικό, το γεγονός ότι δεν είχε στην ιδιοκτησία της οποιοδήποτε μηχάνημα έργου, όπως προέκυπτε τόσο από το αρχείο της ελέγχουσας υπηρεσίας όσο και από το Φ3.10.1/9/1644/ 199764/6-6-2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφερειακής Ενότητας Ημαθίας και, τέλος, τη δήλωση της ίδιας της εκδότριας ότι εκτέλεσε εκείνη τις χωματουργικές εργασίες με τα ΗΜΖ ….. και ΗΜΚ …… μηχανήματα, τα οποία, σύμφωνα με το Πληροφοριακό Σύστημα Οχημάτων του taxis, εμφανίζονται ως ιδιοκτησία του ΝΜ, πεθερού αυτής. Με βάση τα ανωτέρω, ο έλεγχος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση της ΚΧ δεν είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε από τις συναλλαγές που αναφέρονται στα εκδοθέντα από εκείνη φορολογικά στοιχεία (συνολικά 73 κατά τη χρήση 2011), οπότε οι τελευταίες παρίστανται εικονικές. Εν συνεχεία, αφού ο έλεγχος της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Θεσσαλονίκης εξακρίβωσε ότι τα φορολογικά στοιχεία που έλαβε η προσφεύγουσα από την προαναφερόμενη επιχείρηση είχαν εμπρόθεσμα καταχωρισθεί στα τηρούμενα από εκείνη βιβλία, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω διαπιστωθείσες παραβάσεις (λήψης και καταχώρισης εικονικών τιμολογίων) επέδωσε σε αυτήν το 114/15-11-2017 σημείωμα διαπιστώσεων (κατ’ άρθρο 28 Κ.Φ.Δ.), μετά των οικείων προσωρινών πράξεων επιβολής προστίμου ΚΒΣ (για τις χρήσεις 2010 και 2011), με το οποίο η προσφεύγουσα κλήθηκε να διατυπώσει τις απόψεις της εντός είκοσι ημερών από την επίδοση του εν λόγω σημειώματος. Πράγματι, η τελευταία υπέβαλε εμπρόθεσμα το 123104/14-12-2017 υπόμνημά της, όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι οι διαπιστώσεις του ελέγχου ερείδονται αποκλειστικά σε (φορολογικές και άλλες) παραβάσεις που φέρεται να υπέπεσε η εκδότρια των επίμαχων τιμολογίων επιχείρηση, τις οποίες η ίδια ούτε όφειλε ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά τη διενέργεια των σχετικών συναλλαγών. Οι ισχυρισμοί αυτοί της προσφεύγουσας δεν έγιναν αποδεκτοί από τον έλεγχο, ο οποίος, εμμένοντας στο βάσιμο των διαπιστώσεών του, έκρινε ότι η επιχείρηση ΚΧ δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τις επίμαχες συναλλαγές με την προσφεύγουσα (κατά τη χρήση 2011), οι οποίες, ως εκ τούτου, ήταν εικονικές και ανύπαρκτες στο σύνολό τους. Συνεπεία τούτων, επακολούθησε η έκδοση της 885/20-12-2017 οριστικής πράξης επιβολής προστίμου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Θεσσαλονίκης (διαχειριστικής περιόδου από 1/1 έως 31/12/2011), δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας πρόστιμο ύψους 130.749,20 ευρώ (κατ’ άρθρο 7 παρ. 3 και 5 του ν. 4337/2015), λόγω της λήψης και καταχώρισης, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 5 του ν. 4174/2013, δεκατεσσάρων (14) εικονικών φορολογικών στοιχείων (συνολικής καθαρής αξίας 326.873 ευρώ), που αφορούσαν σε συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους. Κατά της τελευταίας αυτής πράξης η προσφεύγουσα άσκησε την 8563/29-1-2018 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, ζητώντας την ακύρωση του επιβληθέντος σε βάρος της προστίμου σύμφωνα με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης για τον φορολογούμενο κύρωσης, καθότι ήδη με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015 καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 1 και 2 του Κ.Φ.Δ. που προέβλεπαν το συγκεκριμένο πρόστιμο, η ανωτέρω δε διάταξη που επιφέρει την πλήρη κατάργηση των σχετικών κυρώσεων, παρίσταται ευνοϊκότερη για την ίδια σε σχέση με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3β και 5 του ν. 4337/2015, τις οποίες επικαλείται η φορολογική αρχή και με τις οποίες προβλέπεται απλά η επιβολή μειωμένου προστίμου (40% επί της αξίας του στοιχείου). Η εν λόγω (διοικητική) προσφυγή απορρίφθηκε με την 1073/25-5-2018 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ (δια του Προϊστάμενου της Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης), με το σκεπτικό ότι η κύρωση που προβλέπεται στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 4337/2015, βάσει της οποίας (διάταξης) επιβλήθηκε το επίδικο πρόστιμο, είναι σε κάθε περίπτωση επιεικέστερη τόσο εκείνης του άρθρου 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997 (ανερχόμενη στο διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου) όσο και αυτής του άρθρου 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 (ανερχόμενη στο 50% της αξίας του στοιχείου)· συγκρινόμενη βέβαια με τη ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 4β του ν. 4337/2015, «σύμφωνα με την οποία ουδέν πρόστιμο επιβάλλεται από 17/10/2015 και εφεξής για ακριβώς ίδιες παραβάσεις», η ανωτέρω μεταβατική ρύθμιση παρίσταται λιγότερη ευνοϊκή, πλην δεν αναγνωρίζεται στην υπό κρίση περίπτωση η αναδρομική εφαρμογή της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης, δεδομένου ότι υφίσταται ρητή πρόβλεψη στον νεότερο επιεικέστερο νόμο (ν. 4337/2015) για την επιβολή συγκεκριμένου προστίμου (άρθρο 7 παρ. 3 αυτού). Με τον πρώτο λόγο της προσφυγής, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 23-1-2020 υπόμνημα και την από 30-1-2020 «προσθήκη – αντίκρουση», η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της απόφασης του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, κατ’ εφαρμογή της ενωσιακής αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης κύρωσης, επαναφέροντας ουσιαστικά τους σχετικούς ισχυρισμούς που προέβαλε με την ασκηθείσα κατά της οικείας καταλογιστικής πράξης της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Θεσσαλονίκης ενδικοφανή προσφυγή. Αντιθέτως, με την από 8-1-2020 έκθεση απόψεων της Προϊσταμένης του Τμήματος Β4 – Νομικής Υποστήριξης της ΑΑΔΕ, το καθ’ ου ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής ισχυριζόμενο, μεταξύ άλλων, ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης διάταξης δεν έχει εφαρμογή όταν η νεότερη ευμενέστερη διάταξη συνδέεται με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού, φορολογικού καθεστώτος, όπως συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση, όπου από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4337/2015 προκύπτει ότι η κατάργηση με το άρθρο 3 παρ. 4 του νόμου αυτού των διατάξεων της

παρ. 2 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Δ., δεν οφείλεται στην αξιολόγηση από τον νομοθέτη με επιεικέστερα κριτήρια των σχετικών παραβάσεων ούτε στη μεταβολή της αντίληψής του αναφορικά με την αναγκαιότητα κολασμού αυτών, αλλά στην καθιέρωση ενός νέου κυρωτικού καθεστώτος, που υπαγορεύθηκε από εκτιμήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα ενός συστήματος επιβολής ποινικών κυρώσεων για τη φοροδιαφυγή, όπως αυτό που εισήχθη με τις διατάξεις που περιέχονται στο δωδέκατο κεφάλαιο του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Ενόψει του ως άνω πραγματικού και του λόγου της προσφυγής το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το προεκτεθέν (βλ. σκέψη 1) ερώτημα, αφού έλαβε υπόψη του ότι: «μεταξύ του χρόνου τέλεσης της ένδικης παράβασης της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων μέχρι τον χρόνο εκδίκασης της κρινόμενης υπόθεσης (ΣτΕ 1582/2020) ίσχυσαν, διαδοχικά, οι ακόλουθες διατάξεις σχετικά με τις επιβλητέες για την παράβαση αυτή διοικητικές και ποινικές κυρώσεις: α) Του ν. 2523/1997, με το άρθρο 5 παρ. 10 περ. β΄ του οποίου το επιβαλλόμενο πρόστιμο ανέρχεται στο διπλάσιο (200%) της αξίας κάθε (φορολογικού) στοιχείου, ενώ με το άρθρο 19 παρ. 1 του ιδίου νόμου προβλεπόταν και ποινή φυλάκισης στον παραβάτη τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ, β) του ν. 4174/2013 […], με το άρθρο 55 παρ. 2 περ. γ΄ του οποίου το επιβαλλόμενο πρόστιμο ανέρχεται στο 50% της αξίας κάθε στοιχείου, διατηρουμένων παράλληλα και των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997, γ) του ν. 4337/2015, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β΄ του οποίου το επιβαλλόμενο πρόστιμο ανέρχεται πλέον στο 40% της αξίας κάθε στοιχείου, ενώ με την παρ. 4 του άρθρου 3 του οποίου καταργούνται από 1-2-2016 οι διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 2 του ν. 4174/2013, και περαιτέρω, καταργούνται με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 του ιδίου νόμου και οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 που εφαρμόζονταν για τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος των άρθρων 54 και 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013, ενώ παράλληλα με το άρθρο 8 του νόμου αυτού καταργούνται και οι ποινικές διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 και συγχρόνως θεσπίζονται νέες ποινικές κυρώσεις, που σε κάθε περίπτωση είναι επιεικέστερες αυτών του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 (μέγιστη ποινή κάθειρξης πλέον τα 10 έτη, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ), και για τον λόγο αυτό, είναι, ενόψει της ισχύουσας στο ποινικό δίκαιο αρχής της εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο ποινικής διάταξης, εφαρμοστέες και για τις πράξεις έκδοσης και λήψης εικονικών στοιχείων που τελέσθηκαν υπό το καθεστώς του ν. 2523/1997 (πρβλ. ΑΠ 2/2013 Ολομ., 130/2017)». Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης παρέθεσε, περαιτέρω, τις διαμορφωθείσες ως προς το ως άνω ζήτημα θέσεις των Διοικητικών Εφετείων της χώρας, καθώς και τις διατυπωθείσες γνώμες των μελών της σύνθεσης αυτού.

4. Επειδή, με το υπόμνημα που κατέθεσε το Δημόσιο μετά τη συζήτηση, μέσα στην ταχθείσα προς τούτο προθεσμία, υποστηρίζει ότι η επίδικη 885/20-12-2017 πράξη επιβολής προστίμου εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 4337/2015, στην οποία ο νομοθέτης προσέδωσε αυθεντικά γνήσια αναδρομική ισχύ ορίζοντας το μόνο ισχύον -και πάντως ευνοϊκότερο- νομοθετικό καθεστώς για τις παραβάσεις, οι οποίες διαπράχθηκαν μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 και για τις οποίες δεν είχαν εκδοθεί πράξεις επιβολής προστίμου. Συνεπεία δε της εν λόγω ρητής νομοθετικής πρόβλεψης δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισης μεταξύ των (μόνων συγκρίσιμων πάντως) άρθρων 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/ 1997, 55 παρ. 2 του ν. 4174/2013 και 7 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 4337/2015. Περαιτέρω, το Δημόσιο υποστηρίζει ότι η κατάργηση των διατάξεων των άρθρων 5 του ν. 2523/1997 και 55 παρ. 2 του ν. 4174/2013 με τα άρθρα 7 παρ. 6 και 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, αντίστοιχα, δεν οφείλεται στην αξιολόγηση των παραβάσεων με επιεική κριτήρια ούτε στη μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη για την αναγκαιότητα του κολασμού τους αλλά στην ουσιώδη μεταβολή των αντιλήψεών του για την ανάγκη ύπαρξης ενός νέου συστήματος κυρώσεων για την έκδοση και λήψη πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων που κατατείνει σε διαφορετικούς σκοπούς. Κατά τους ισχυρισμούς του Δημοσίου, δυνάμει του άρθρου 8 του ν. 4337/2015 θεσπίζεται ένα νέο, ουσιωδώς διαφορετικό, μη συγκρίσιμο προς το προηγούμενο, νομοθετικό καθεστώς ποινικών κυρώσεων για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στην περίπτωση της έκδοσης ή λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου. Ειδικότερα, κατά το Δημόσιο, ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των τυπικών αδικημάτων της φοροδιαφυγής της παρ. 5 του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 έναντι των ουσιαστικών αδικημάτων των παρ. 1-4 του αυτού άρθρου, ο οποίος αναδεικνύεται από τη διατυπούμενη στην εν λόγω παρ. 5 ρήτρα (απόλυτης και ειδικής) επικουρικότητας, αποτελεί το χαρακτηριστικό εκείνο της νομοθετικής μεταβολής, το οποίο καταδεικνύει ότι η θέσπιση του νεότερου καθεστώτος δεν συνδέεται με την εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την προσφορότητα των κυρώσεων σε σχέση με τη σοβαρότητα της αποδοχής εικονικών τιμολογίων αλλά με τη στροφή του στον ποινικό και διοικητικό κολασμό των ουσιαστικών φορολογικών παραβάσεων που υποκρύπτονται πίσω από την τυπική παράβαση της αποδοχής εικονικών στοιχείων, τούτο δε, κατά το Δημόσιο, προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 3 του ν. 4337/2015, στην οποία αναφέρεται ότι «η μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση φορολογικού στοιχείου συνήθως συνεπάγεται και φοροδιαφυγή και έτσι μπορεί να καταλήξει σε ουσιαστική παράβαση για την οποία θα ισχύσουν τα πρόστιμα των ουσιαστικών και όχι διαδικαστικών παραβάσεων».

5. Επειδή, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (και, γενικότερα, του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων) για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας αποτελεί γενική αρχή του ημεδαπού φορολογικού δικαίου με δικαιολογητικό έρεισμα τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και -όταν πρόκειται για χρηματική κύρωση- περί αναλογικότητας των περιορισμών του δικαιώματος επί της περιουσίας (άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄), οι οποίες δεσμεύουν τον νομοθέτη όσον αφορά τη ρύθμιση, με διατάξεις μεταβατικού δικαίου, των υποθέσεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων που εκκρεμούν ενώπιον της Διοίκησης ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, όταν αυτός κρίνει ότι η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των οικείων παραβάσεων μπορεί να επιτευχθεί μέσω της θέσπισης διοικητικών κυρώσεων ηπιότερων σε σχέση με τις ήδη προβλεπόμενες στον νόμο. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία έχει τον χαρακτήρα κανόνα διαχρονικού δικαίου, ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογούμενους χαρακτήρας του νεότερου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένη φορολογική παράβαση δεν κρίνεται γενικώς αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων διοικητικού δικαίου που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της διοικητικής παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστήριο και εξέτασης ποια από τις ρυθμίσεις αυτές, εφαρμοζόμενη στο σύνολό της, άγει, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υπόθεσης, στην ελαφρύτερη διοικητική κύρωση. Πάντως, η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο όσον αφορά την προβλεπόμενη διοικητική παράβαση ή κύρωση (λ.χ. σε περίπτωση μεταβολής της φύσης των προβλεπόμενων κυρώσεων) είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου (λ.χ. σε περίπτωση κατάργησης για το μέλλον της οικείας ουσιαστικής ή διαδικαστικής υποχρέωσης, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 459/2013), ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς. Εξάλλου, ο ανωτέρω κανόνας δεν είναι απόλυτος, αλλά μπορεί να καμφθεί από σαφή, αντίθετη νομοθετική διάταξη, η οποία είτε αποκλείει την αναδρομική εφαρμογή της νεότερης, ευμενέστερης για τον φορολογούμενο ρύθμισης είτε την προβλέπει, όχι όμως άνευ ετέρου, αλλά υπό προϋποθέσεις που θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου. Ωστόσο, τέτοια νομοθετική διάταξη, ως θεσπίζουσα απόκλιση από την ως άνω θεμελιώδη αρχή, πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς (ενόψει και των αναφερόμενων στις προπαρασκευαστικές εργασίες της θέσπισής της), ώστε να συνάδει προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 1438/2018, 351, 352, 1389, 2691/2019, ΣτΕ 2221/2018, 2734/2020, πρβλ. ΣτΕ 1582/2020).

6. Επειδή, η υποχρέωση του επιτηδευματία για έκδοση των οριζόμενων στη φορολογική νομοθεσία στοιχείων (ακριβούς/αληθούς περιεχομένου) επιβάλλεται διαχρονικά [π.δ. 186/1992, Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ), Α΄ 84, ν. 4093/2012, Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), Α΄ 222, ν. 4308/2014, Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, Α΄ 251] με σκοπό την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του ίδιου και των συναλλασσόμενων με αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 1365/2017 σκ. 5, 380/2019 σκ. 5, ΣτΕ 2221/2018 σκ. 7). Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές παραβάσεις των οικείων διατάξεων (περί έκδοσης και λήψης από τους επιτηδευματίες φορολογικών στοιχείων ακριβούς/αληθούς περιεχομένου), που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 359/2020, πρβλ. και ΣτΕ 7μ. 680/2017 σκ. 12, 951/2018 σκ. 9, 1887/2018 σκ. 8). Σε τέτοια περίπτωση, τυχόν μεταβολή των νομοθετικών ρυθμίσεων περί των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων δεν αποτελεί στοιχείο συναφές με το ζήτημα εάν βρίσκει πεδίο εφαρμογής η προαναφερόμενη αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων, δεδομένου ότι πρόκειται για νομοθετική μεταβολή αφορώσα στις ποινικές (stricto sensu) και όχι στις διοικητικές κυρώσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, τέτοια νομοθετική μεταβολή (του ποινικού καθεστώτος) δεν έχει σχέση με το ζήτημα της συγκρισιμότητας των διαδοχικών νομοθετικών ρυθμίσεων που προβλέπουν διοικητική παράβαση και διοικητική κύρωση ούτε, άλλωστε, συνιστά θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου. Εξάλλου, είναι διάφορο το ζήτημα εάν η το πρώτον θέσπιση ή η μεταβολή επί το αυστηρότερον νομοθετικής ρύθμισης περί ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων, η οποία δεν δύναται να εφαρμοσθεί αναδρομικά επί παραβάσεων που τελέσθηκαν πριν από τη δημοσίευσή της (ενόψει της θεμελιώδους αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege) και συνδυάζεται με τη θέσπιση ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων, θα μπορούσε να δικαιολογήσει νομοθετική απόκλιση από την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τελευταία περίοδο της προηγούμενης σκέψης. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Αγ. Σδράκα και Φ. Γιαννακού, οι οποίες υποστήριξαν ότι η νομοθετική μεταβολή του συστήματος των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων δεν αποτελεί άνευ ετέρου στοιχείο ασύνδετο με το ζήτημα του εάν βρίσκει πεδίο εφαρμογής η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης διοικητικής κύρωσης, αλλά είναι κάθε φορά εξεταστέο εάν η συγκεκριμένη νομοθετική μεταβολή, ενόψει του πλέγματος των σχετικών ρυθμίσεων (ποινικών και διοικητικών) σε συνάρτηση και προς τους σκοπούς του νομοθέτη, όπως αυτοί αποτυπώνονται στις συνοδεύουσες τον νόμο αιτιολογικές εκθέσεις, συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν χωρεί η εφαρμογή της ως άνω αρχής.

7. Επειδή, περαιτέρω, μεταξύ των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου συγκαταλέγεται η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης. Η αρχή αυτή, η οποία αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, έχει κανονιστική εμβέλεια ανάλογη με εκείνη της αντίστοιχης αρχής του ημεδαπού φορολογικού δικαίου (όπως αυτή προσδιορίζεται σε προηγούμενη σκέψη) και, ειδικότερα, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Πάντως, η ανωτέρω αρχή του ενωσιακού δικαίου δεν εφαρμόζεται στις φορολογικές κυρώσεις αδιακρίτως, αλλά μόνο ως προς εκείνες που έχουν επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης (ΣτΕ 7μ. 351, 352, 2691/2019, ΣτΕ 2221/2018, 2734/2020).

8. Επειδή, η υποχρέωση του επιτηδευματία για έκδοση των οριζόμενων στον Κ.Β.Σ. στοιχείων (ακριβούς/αληθούς περιεχομένου) επιβάλλεται, κατά τα προαναφερθέντα, με σκοπό την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του ίδιου και των συναλλασσόμενων με αυτόν (βλ. άρθρο 1 του π.δ. 186/1992). Οι εν λόγω φορολογικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν και τον φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), ο οποίος όχι μόνο ρυθμίζεται από το ενωσιακό δίκαιο αλλά συνιστά και ίδιο πόρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.χ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, M.A.S. και M.B., C-42/17, σκέψη 31). Εξάλλου, από τα άρθρα 2 και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ, συνάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα τα οποία μπορούν να διασφαλίσουν την είσπραξη του συνόλου του Φ.Π.Α. που οφείλεται εντός του εδάφους τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψη 18 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Åkerberg Fransson, σκέψη 25). Τέτοιο μέτρο είναι και η επιβαλλόμενη από τον Κ.Β.Σ. υποχρέωση των επιτηδευματιών για έκδοση φορολογικών στοιχείων ακριβούς περιεχομένου (πρβλ. ΔΕΕ 28.7.2016, C-332/15, Astone, σκέψη 56) και, περαιτέρω, η προβλεπόμενη από το ημεδαπό δίκαιο επιβολή διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης (ΣτΕ 7μ. 2691/2019, ΣτΕ 2221/2018, 2734/2020). Συνεπώς, η παρούσα υπόθεση, η οποία αφορά στη μεταρρύθμιση των επιβληθέντων σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας διοικητικών προστίμων για παραβάσεις λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων, παρουσιάζει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που συναρτάται με τη (μη) τήρηση των υποχρεώσεων για τον Φ.Π.Α..

9. Επειδή, τέλος, το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει και την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον παραβάτη ουσιαστικού «ποινικού» νόμου (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 17.9.2009, 10249/03, Scoppola κατά Ιταλίας, σκέψεις 108-109). Δεδομένου ότι το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καλύπτει και τις περιπτώσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων «ποινικής» φύσης, βάσει κριτηρίων παρόμοιων με εκείνα της νομολογίας Engel για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ decision 24.11.1998, 38644/97, Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΕΔΔΑ 15.5.2008, 7460/03, Nadtochiy κατά Ουκρανίας, σκέψη 32, ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 86-89 και ΕΔΔΑ 4.6.2019, 12096/14 και 39335/16, Rola κατά Σλοβενίας, σκέψη 54), η προαναφερόμενη αρχή εφαρμόζεται και επί χρηματικών φορολογικών/τελωνειακών κυρώσεων σημαντικού ύψους (ΣτΕ 7μ. 351, 1389, 2691/2019, ΣτΕ 2221/2018, 2734/2020), όπως είναι το επίδικο πρόστιμο. Εξάλλου, η αρχή αυτή της ΕΣΔΑ έχει κανονιστική εμβέλεια ανάλογη με εκείνη της αντίστοιχης αρχής του ημεδαπού φορολογικού δικαίου, όπως αυτή προσδιορίσθηκε στη σκέψη 5, ειδικότερα, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας (ΣτΕ 7μ. 351, 1389, 2691/2019, ΣτΕ 2221/2018, 2734/2020).

10. Eπειδή, ο ισχύων κατά τον χρόνο τέλεσης των ένδικων παραβάσεων ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 179) όριζε, στο άρθρο 5 «Πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) – αντικειμενικό σύστημα» ότι: «1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων […] τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ’ αντικειμενικό τρόπο. Για τον σκοπό αυτό καθιερώνονται δύο βάσεις υπολογισμού, συντελεστές βαρύτητας και ανώτατα όρια (οροφές). Οι παραβάσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, γενικές και αυτοτελείς. 2. Για την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος δίδονται οι πιο κάτω εννοιολογικοί προσδιορισμοί: α) Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) είναι το αντικειμενικό ποσό επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές βαρύτητας για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως στις κατ’ ιδίαν διατάξεις ορίζεται. Το ποσό της βάσης αυτής κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγορία των βιβλίων, που υποχρεούται να τηρεί κάθε υπόχρεο πρόσωπο του Κ.Β.Σ., ως εξής: […] β) Βάση Υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2) είναι το αντικειμενικό ποσό επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές βαρύτητας για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως στις κατ’ ιδίαν διατάξεις ορίζεται. Το ποσό της βάσης αυτής ισούται με την αξία της συναλλαγής ή του στοιχείου ή μέρους αυτών, μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ κατά περίπτωση. γ) Συντελεστής βαρύτητας είναι ο αριθμός που κλιμακώνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης και εφαρμόζεται στην αντίστοιχη βάση υπολογισμού […] 8. Οι παρακάτω περιπτώσεις, για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) ο δε συντελεστής βαρύτητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει αριθμητική τιμή ένα (1). […] 10. Οι παρακάτω περιπτώσεις […] θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στις κατ’ ιδία διατάξεις, με τις οποίες προσδιορίζεται και η τιμή του κατά περίπτωση ισχύοντος συντελεστή βαρύτητας: α) […] β) [όπως η περίπτωση αυτή τροποποιήθηκε με τα άρθρα 10 παρ. 8 του ως άνω ν. 2753/1999 (Α΄ 249), 9 παρ. 6 του ν. 3052/2002 (Α΄ 221) και 75 παρ. 2 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58)]. […] [Η] λήψη εικονικών [φορολογικών στοιχείων] […] συνιστά ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επισύρει πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου ή καταχώρηση, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ. Σε αντίθετη περίπτωση θεωρείται ιδιαίτερη κατηγορία αυτοτελούς παράβασης και επιβάλλεται το πρόστιμο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 8 και 9. Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας. Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας το πρόστιμο της περίπτωσης αυτής, επιβάλλεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Η ίδια μείωση ισχύει και για το λήπτη εικονικού στοιχείου στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη […]». Εξάλλου, στο άρθρο 19 «Αδίκημα φοροδιαφυγής για πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, καθώς και για μη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΒΣ» του ίδιου νόμου ορίζονταν τα εξής: «1. […] [Ό]ποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία […] ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος […] αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών [με κάθειρξη, μετά την τροποποίηση της διάταξης με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66)] εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. […] 2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. […] 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. […] Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. […]».

11. Επειδή, από 1-1-2014 τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 67 (αναριθμηθέν σε 73 με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015, βλ. επόμενη σκέψη) αυτού, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 4174/2013, Α΄ 170/26-7-2013), ο οποίος εφαρμόζεται και ως προς τις ένδικες διοικητικές κυρώσεις (βλ. άρθρο 2 περ. ε΄ του ΚΦΔ, 9 παρ. 4 του ν. 2523/ 1997). Στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 «Βιβλία και στοιχεία» ορίσθηκε αρχικά ότι: «1. Κάθε πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα υποχρεούται να τηρεί βιβλία και στοιχεία που απεικονίζουν πλήρως τις συναλλαγές της επιχείρησης, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία και τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία. 2. […]», στο δε άρθρο 54 «Διαδικαστικές Παραβάσεις», μετά την τροποποίησή του με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Δ2 περ. 9 του ν. 4254/2014 (Α΄ 85) με ισχύ από 1-1-2014 σύμφωνα με την περ. 24 αυτής, ότι: «1. Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του: α) […] η) δεν συμμορφώνεται με κάθε υποχρέωση σχετική με την τήρηση βιβλίων, όπως ορίζονται στο Άρθρο 13 του Κώδικα. 2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής α) […] ε) δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ στις περιπτώσεις […] η΄ της παραγράφου 1. […] 3. Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, τα σύμφωνα με τον Κώδικα πρόστιμα επιβάλλονται στο διπλάσιο και, στην περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης, στο τετραπλάσιο του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου.». Στο άρθρο 55 «Παραβάσεις φοροδιαφυγής», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), ορίζονταν τα εξής: «1. Για τους σκοπούς του Κώδικα, ως «φοροδιαφυγή» νοείται: α) η απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης και με σκοπό τη μη πληρωμή φόρου εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία ανύπαρκτες ή εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. Για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, ως απόκρυψη εισοδημάτων θεωρείται η μη υποβολή δήλωσης ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης που έχει ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή ποσού φόρου τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ανά φορολογικό έτος, εφόσον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα ή υπόχρεους τήρησης απλογραφικών βιβλίων και τουλάχιστον εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ ανά φορολογικό έτος εφόσον πρόκειται για υπόχρεους τήρησης διπλογραφικών βιβλίων. β) η μη απόδοση, ανακριβής απόδοση, συμψηφισμός, έκπτωση ή διακράτηση φόρου προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, καθώς και η μη υποβολή δήλωσης ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης με σκοπό τη μη πληρωμή των παραπάνω φόρων τελών ή εισφορών, εφόσον προβλέπεται από τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας που αφορά φόρους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα. Για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, ως μη απόδοση, ανακριβής απόδοση, συμψηφισμός, έκπτωση ή διακράτηση θεωρείται η μη απόδοση, ανακριβής απόδοση, συμψηφισμός, έκπτωση ή διακράτηση, για κάθε φορολογικό έτος ή διαχειριστική περίοδο και για καθεμία φορολογία, τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα ή υπόχρεους τήρησης απλογραφικών βιβλίων και τουλάχιστον εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για υπόχρεους τήρησης διπλογραφικών βιβλίων. γ) η είσπραξη επιστροφής των παραπάνω φόρων από τη Φορολογική Διοίκηση μετά από παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων […] ε) η έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και η αποδοχή αυτών. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην Φορολογική Διοίκηση. […] Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. στ) […]. 2. α) […] γ) Σε περίπτωση […] λήψης εικονικών στοιχείων επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας του στοιχείου. Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας. Εξαιρετικά στις κατωτέρω περιπτώσεις το πρόστιμο της περίπτωσης γ΄ μειώνεται ως εξής: αα) Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της αξίας του στοιχείου. ββ) Όταν η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη, στο λήπτη του εικονικού στοιχείου επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της αξίας του στοιχείου. γγ) Στον λήπτη εικονικού στοιχείου επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της αξίας του στοιχείου, εφόσον η λήψη του στοιχείου δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του φόρου εισοδήματος του οικείου φορολογικού έτους. δδ) Όταν η εικονικότητα του στοιχείου αφορά το χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής, η οποία αποδεικνύεται ότι αφορά άλλη υποκρυπτόμενη πραγματική συναλλαγή και κατά συνέπεια η έκδοση του εικονικού στοιχείου δεν επιφέρει καμία απώλεια εσόδων σχετικά με φόρους, επιβάλλεται πρόστιμο για την έκδοση μη προσήκοντος στοιχείου, ύψους πεντακοσίων ευρώ ανά στοιχείο και με ανώτατο ύψος προστίμου πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ανά ελεγχόμενο φορολογικό έτος. δ) Στο Φ.Π.Α., όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο, ως λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου το οποίο νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του, διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί Φ.Π.Α., ή ως εκδότης δεν απέδωσε φόρο, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται πρόστιμο ισόποσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή δεν απέδωσε, ανεξάρτητα αν δεν προκύπτει τελικά ποσό φόρου για καταβολή. Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται και στα πρόσωπα που έλαβαν επιστροφή φόρου με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία που εξέδωσαν οι ίδιοι. […]». Στο σχετικό με τα άρθρα 54 και 55 μέρος της αιτιολογικής έκθεσης του ΚΦΔ αναφέρεται, αντίστοιχα, ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 54 έχουν ως στόχο την ενίσχυση του αισθήματος δικαίου των πολιτών και παράλληλα την αύξηση της εισπραξιμότητας των προστίμων προς όφελος των δημοσίων εσόδων, μέσω του εξορθολογισμού αυτών, για την αποφυγή της επιβολής «εξωπραγματικών» προστίμων, η είσπραξη των οποίων καθίσταται δυσχερής και αμφίβολη. […]» και ότι «[…] [Υ]πάρχει λεπτομερής παρουσίαση παραβάσεων και προστίμων σε περίπτωση έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων ή λήψης εικονικών στοιχείων με διαβαθμίσεις ως προς το ύψος των προστίμων και διαφοροποιήσεις για το πρόσωπο του εκδότη και του λήπτη. […]». Περαιτέρω, στις παραγράφους 30, 32 και 34 (στις οποίες αναριθμήθηκαν οι πρώην παράγραφοι 2, 4, και 6, αντίστοιχα, με το άρθρο 50 παρ. 12 ν. 4223/2013) του άρθρου 66 (αναριθμηθέντος στη συνέχεια σε άρθρο 72 με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015, βλ. επόμενη σκέψη) του ΚΦΔ, ορίζονταν τα εξής: «30 (2) Ειδικά οι διατάξεις των άρθρων του Κεφαλαίου 10 του Κώδικα ισχύουν για τις παραβάσεις που διαπράττονται από την ημερομηνία ισχύος αυτού με εξαίρεση την παράγραφο 2 του άρθρου 55, το οποίο ισχύει για παραβάσεις που διαπράττονται από τη δημοσίευση του παρόντος. Η παράγραφος 10 του άρθρου 5 και η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 2523/1997 καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος. 32 (4) [όπως η παράγραφος αυτή διορθώθηκε με την παρ. 1 του έβδομου άρθρου του ν. 4183/2013 (Α΄ 186)] Εξαιρετικά οι διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 2 του Κώδικα είναι δυνατόν να εφαρμοστούν και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν έως το χρόνο δημοσίευσης αυτού και επισύρουν πρόστιμα των άρθρων 5 παρ. 10 και 6 του ν. 2523/1997 ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους, εφόσον το νέο καθεστώς του άρθρου 55 παρ. 2 του Κώδικα επιλεγεί ως ευνοϊκότερο από τον υπόχρεο, για το σύνολο των παραβάσεων που περιέχονται στην ίδια πράξη ή απόφαση επιβολής προστίμου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα κατωτέρω, ανά κατηγορία υποθέσεων: […] 34 (6) [όπως η παρ. αυτή συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του έβδομου άρθρου του ν. 4183/2013] Για τις υποθέσεις προστίμων των άρθρων 5 παρ. 10 και 6 του ν. 2523/1997, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Σ.τ.Ε., καθώς και στην προθεσμία εμπρόθεσμης υποβολής προσφυγής κατά τη δημοσίευση του παρόντος, οι υπόχρεοι δύνανται με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του Κώδικα ή σε περίπτωση που κατά το χρόνο δημοσίευσης του Κώδικα εκκρεμεί η έκδοση απόφασης μετά από συζήτηση, σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 να ζητήσουν το δικαστικό συμβιβασμό με βάση το ευνοϊκότερο καθεστώς για το σύνολο των προστίμων ανά καταλογιστική πράξη. […]», ενώ στην παράγραφο 48 του ίδιου άρθρου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Δ2 περ. 23 του ν. 4254/2014 με ισχύ από 1-1-2014 σύμφωνα με την περ. 24 της ίδιας διάταξης και σκοπό, μεταξύ άλλων, την «πλήρη εναρμόνιση» προς τα πρόστιμα του άρθρου 55 παρ. 2 αναφορικά με τις διαπραχθείσες

έως την έναρξη ισχύος αυτών παραβάσεις, ορίσθηκε ότι «[…] [Γ]ια τις παραβάσεις που διαπράχθηκαν έως τις 26.7.2013 και για τις οποίες το σχετικό πρόστιμο υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 10 και 6 του ν. 2523/1997, εφαρμόζονται, υπό τις προϋποθέσεις του προηγουμένου εδαφίου [δήλωση αποδοχής παραβάσεων εντός ορισμένης προθεσμίας – τρόπος καταβολής οφειλής], οι διατάξεις του άρθρου 55 παρ. 2 του Κώδικα. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και για υποθέσεις για τις οποίες ο φορολογούμενος έχει ασκήσει εμπρόθεσμη ενδικοφανή ή δικαστική προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή διοικητικού δικαστηρίου πρώτου βαθμού και οι οποίες δεν έχουν εξεταστεί ή συζητηθεί, εφόσον η δήλωση αποδοχής της πράξης γίνει εντός αποκλειστικής [προθεσμίας] εξήντα ημερών από την δημοσίευση του παρόντος. […]».

12. Επειδή, περαιτέρω, με τα άρθρα 3 και 7 του ν. 4337/2015 (Α΄ 129/17.10.2015), οι διατάξεις του οποίου ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 23 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σ’ αυτές, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του ΚΦΔ περί προστίμων και θεσπίσθηκαν μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή των αντίστοιχων ρυθμίσεων. Ειδικότερα, η παρ. 1 του άρθρου 13 του ΚΦΔ τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 4337/2015, «προκειμένου να εναρμονισθ[εί] με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4308/2014 για τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα» (βλ. αιτιολογική έκθεση), ως εξής «1. Κάθε πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα υποχρεούται να τηρεί αξιόπιστο λογιστικό σύστημα και κατάλληλα λογιστικά αρχεία σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία, για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, το λογιστικό σύστημα και τα λογιστικά αρχεία εξετάζονται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά τα επιμέρους συστατικά τους, σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία και την καταλληλότητά τους.», το δε άρθρο 54 του ΚΦΔ, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 4337/2015 προς την «αναγκαία νομοτεχνική διόρθωση […] λόγω εφαρμογής από 1.1.2015 των διατάξεων του ν. 4308/2014» (βλ. αιτιολογική έκθεση) διαμορφώθηκε ως εξής: «1. Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του: α) […] η) δεν συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις του. […] 2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής: […] ε) δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ στις περιπτώσεις […] η΄ της παραγράφου 1 [η εν λόγω ρύθμιση διατηρήθηκε και μετά τις τροποποιήσεις της περ. ε΄ με τα άρθρα 73 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) και 33 παρ. 1 του ν. 4465/2017 (Α΄ 47)] […] 3. Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, τα σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρόστιμα επιβάλλονται στο διπλάσιο και, στην περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης, στο τετραπλάσιο του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου.». Περαιτέρω, με το μεν άρθρο 3 παρ. 4 του ως άνω ν. 4337/2015 καταργήθηκαν οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013, στο δε άρθρο 7 παρ. 3, 5, 6 και 9 του ίδιου αυτού νόμου ορίζονται τα ακόλουθα: «3. Για τις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992, Α΄ 84) και του Κ.Φ.Α.Σ. (ν. 4093/2012, Α΄ 222), που διαπράχθηκαν μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 54 και 55 του ν. 4174/2013 και κατά την κατάθεση του παρόντος δεν έχουν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/1997, αλλά επιβάλλονται τα κατωτέρω πρόστιμα: α) […] β) Για παραβάσεις που αφορούν […] λήψη εικονικών στοιχείων […] ποσό ίσο με το 40% της αξίας κάθε στοιχείου. Εάν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική ποσό ίσο με το 40% του μέρους της εικονικής αξίας. γ) Όταν δεν δύναται να προσδιορισθεί η μερικώς εικονική αξία, ποσό ίσο με το 20% της αξίας του στοιχείου. δ) Όταν η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη, ποσό ίσο με το 20% της αξίας του στοιχείου. ε) Στην περίπτωση λήπτη εικονικού φορολογικού στοιχείου, ποσό 10% της αξίας του στοιχείου για κάθε παράβαση, εφόσον η λήψη του στοιχείου δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του φόρου εισοδήματος του οικείου φορολογικού έτους. στ) […] 4. […] 5. Οι παράγραφοι 3 και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και για τις οποίες είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170). 6. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), που εφαρμόζονται για παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο χρονικό διάστημα μέχρι την έναρξη ισχύος των άρθρων 54 και 55 του ν. 4174/2013 καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος. Οι παράγραφοι 30, 32, 33, 34 και 48 του άρθρου 66 του ν. 4174/2013, κατά το μέρος που αφορούν τις ως άνω παραβάσεις, καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος. 7. […] 9. [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 1 της από 24/12/2015 ΠΝΠ (Α΄ 182), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4366/2016 (Α΄ 18)] Η ισχύς των περ. α΄ και β΄ της παρ. 2 και της περ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 3 αρχίζει την 1.2.2016». Στο σχετικό με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015 μέρος της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου αυτού αναφέρεται ότι «καταργούνται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 λόγω εισαγωγής του Δεκάτου Τρίτου Κεφαλαίου του Κώδικα», στο δε σχετικό με το άρθρο 7 μέρος της αυτής αιτιολογικής έκθεσης αναφέρεται ότι «Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 θεσπίζονται αναγκαίες μεταβατικές διατάξεις, συνεπεία της τροποποίησης των άρθρων 58 και 59 του ν. 4174/2013 και της κατάργησης του άρθρου 5 [προφανώς νοείται του ν. 2523/1997], καθώς και των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. [4174/2013, αντί του από προφανή παραδρομή μνημονευόμενου ν. 2523/1997], ώστε να προβλέπεται η επιβολή των ίδιων κυρώσεων και για τις υποθέσεις για τις οποίες είχαν επιβληθεί οι κυρώσεις των άρθρων 5 του ν. 2523/1997, 55 παρ. 2 περ. α΄, β΄ και γ΄, 58 και 59 του ν. 4174/2013 και οι οποίες εκκρεμούν κατά την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος σχεδίου νόμου. […]». Τέλος, με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 προστέθηκε νέο δωδέκατο κεφάλαιο «Εγκλήματα φοροδιαφυγής – ποινικές κυρώσεις» (άρθρα 66-71) στον ν. 4174/2013. Στο άρθρο 66 «Εγκλήματα φοροδιαφυγής» ορίζεται ότι: «1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος […] αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή […] ιδίως […] υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ) […] 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. 5. […] όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία […], ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος […] αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. […] Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. […] Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο. […]», στο άρθρο 70 ορίζεται ότι «1. […] 2. Αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 που εκδόθηκαν για ποσά μικρότερα από τα οριζόμενα στο άρθρο 66 και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται.

Εκκρεμείς μηνυτήριες αναφορές για εγκλήματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο δεν εισάγονται για συζήτηση και οι σχετικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.», στο δε άρθρο 71 ορίζεται ότι «1. Τα άρθρα 17, 18, 19, 20 και 21 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, καταργούνται. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του ν. 2523/1997 (άρθρα 17 έως 21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου (άρθρα 66-70) 2. […]». Στο σχετικό μέρος της αιτιολογικής έκθεσης αναφέρεται ότι «Οι προτεινόμενες διατάξεις καλύπτουν όλο το φάσμα των σοβαρών περιπτώσεων της φοροδιαφυγής, εξορθολογίζοντας το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης των σχετικών εγκλημάτων. Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 66 προσδιορίζονται τα ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με τη φοροδιαφυγή. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 1 […] περιγράφονται οι αντικειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων φοροδιαφυγής που σχετίζονται με τον φόρο εισοδήματος, […] τον φόρο προστιθέμενης αξίας […] Στην παράγραφο 5 […] τυποποιείται το έγκλημα της έκδοσης και αποδοχής πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων ανεξάρτητα από το αν ο υπαίτιος διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου […]».

13. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η παράβαση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή κολαζόταν, υπό το καθεστώς του ν. 2523/1997, το μεν ως διοικητική, με πρόστιμο του άρθρου 5 παρ. 10 περ. β΄ αυτού (προκειμένου για στοιχεία αξίας άνω του τιθέμενου με αυτό ελάχιστου ορίου, όπως εν προκειμένω, βλ. έκθεση ελέγχου), το δε ως ποινική, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του ίδιου νόμου. Ακολούθως, ο νομοθέτης προέβλεψε, με το άρθρο 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013, τον κολασμό της εν λόγω παράβασης ως διοικητικής, με (μειωμένο σε σχέση με εκείνο του άρθρου 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997) πρόστιμο αποσκοπώντας στον εξορθολογισμό των προστίμων και τη βελτίωση της εισπραξιμότητας αυτών, ενώ επιφυλάχθηκε να αξιολογήσει τις (τότε υφιστάμενες) ποινικές διατάξεις (βλ. ομιλία εισηγητή σχεδίου νόμου καθώς και ομιλία Υφυπουργού Οικονομικών στη συνεδρίαση Γ/25-7-2013 της Βουλής). Οι διοικητικές παραβάσεις της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997 και 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 είναι συγκρίσιμες/ανάλογες, όπως επιβεβαιώνεται άλλωστε από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 66 (μετέπειτα 72) παρ. 30, 32, 34 και 48 του ν. 4174/2013 (πρβλ. και ΣτΕ 2734/2020). Παράλληλα, ο νομοθέτης προέβλεψε στο άρθρο 54 (παρ. 1 περ. η΄ σε συνδυασμό με παρ. 2 περ. ε΄, προστεθείσα με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Δ.2 περ. 9 του ν. 4254/2014) του ν. 4174/2013 κατ’ αποκοπήν πρόστιμο για τη διαδικαστική παράβαση της μη συμμόρφωσης προς τις απορρέουσες από το άρθρο 13 του ίδιου νόμου υποχρεώσεις τήρησης βιβλίων και στοιχείων που απεικονίζουν πλήρως τις συναλλαγές της επιχείρησης. Ως τέτοια νοείται ασφαλώς και η περίπτωση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή. Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του ν. 4337/2015, δίχως οι τελευταίες να συνοδεύονται από θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου σχετικών ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου, η αυτή, μη μεταβληθείσα κατά τα στοιχεία που τη συγκροτούν, περίπτωση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή αντιμετωπίσθηκε ως παράβαση διοικητική, για την οποία καταργήθηκε η πρόβλεψη επιβολής του διοικητικού προστίμου του άρθρου 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015 (και καταργήθηκε το άρθρο 5 του ν. 2523/1997 με το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 4337/2015), διατηρήθηκε ωστόσο η πρόβλεψη επιβολής του κατ’ αποκοπήν διοικητικού προστίμου της παρ. 1 περ. η΄ (αντικατασταθείσας με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 4337/2015) σε συνδυασμό προς την παρ. 2 περ. ε΄ του άρθρου 54 ν. 4174/2013, το οποίο τυποποιεί «μία ενιαία διαδικαστική παράβαση … η οποία σχετίζεται με την τήρηση των υποχρεώσεων από τη λογιστική νομοθεσία» (βλ. αιτιολογική έκθεση άρθρου 3 ν. 4337/2015) και, όπως προαναφέρεται, καλύπτει και την παράβαση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή (βλ. και άρθρα 3, 5, 8-9 ν. 4308/2014). Κατά την αληθή έννοια της τελευταίας, άλλωστε, ενόψει και της στενής ερμηνείας των διατάξεων που θεσπίζουν διοικητικές κυρώσεις (ΣτΕ 7μ. 380/2019 με παραπομπές σε νομολογία ΕΔΔΑ και Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ), επιβάλλεται πρόστιμο 2.500 ευρώ ανά διαχειριστική περίοδο, κατά την οποία διαπιστώνεται η τέλεση τέτοιων παραβάσεων (όπως συνάγεται άλλωστε και από την πρόβλεψη, στην παράγραφο 3 αυτού, περί υποτροπής της «ίδιας» παράβασης, η οποία δεν θα ήταν νοητή αν αφορούσε στην παράβαση της λήψης ενός εκάστου εικονικού φορολογικού στοιχείου). Παράλληλα, η ίδια παράβαση εξακολούθησε να κολάζεται ως ποινική, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 66 παρ. 5 του ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015, το οποίο (άρθρο 66), κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 71 του ν. 4174/2013, περιέχει ρυθμίσεις αντίστοιχες προς εκείνες των άρθρων 17-19 του ν. 2523/1997. Εξάλλου, η ως άνω (διαδικαστική, πρβλ. ΣτΕ 7μ. 2402/2010, ΣτΕ 4390/2012 κ.ά.) παράβαση είναι ικανή να οδηγήσει σε (ουσιαστική) παράβαση φοροδιαφυγής (ιδίως, στη φορολογία εισοδήματος ή προστιθέμενης αξίας), η οποία επισύρει διαχρονικά διοικητικές και ποινικές κυρώσεις [υπό το καθεστώς του ν. 2523/1997: διοικητική κύρωση του πρόσθετου φόρου των άρθρων 1 και 2 αυτού και ποινικές κυρώσεις των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου αναφορικά με τη φορολογία εισοδήματος και προστιθέμενης αξίας, αντίστοιχα, υπό το καθεστώς του ν. 4174/2013: διοικητική κύρωση του προστίμου του άρθρου 58 του ΚΦΔ (βλ. και άρθρο 72 παρ. 17 αυτού, όπως ίσχυε πριν και μετά το άρθρο 49 του ν. 4509/2017, Α΄ 201) και τις αυτές ποινικές κυρώσεις, υπό το καθεστώς του ν. 4337/2015: διοικητική κύρωση του προστίμου του άρθρου 58 του ν. 4174/2013 και του προστεθέντος με το άρθρο 3 παρ. 8 του ν. 4337/2015 άρθρου 58Α αυτού επί ΦΠΑ και ποινικές κυρώσεις του άρθρου 66 παρ. 1-4 του ΚΦΔ].

14. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις σκέψεις 5 και 6 και όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, σε υπόθεση όπως η παρούσα, βρίσκει πεδίο εφαρμογής η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης για την παράβαση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή, δεδομένου ότι (α) η νεότερη ρύθμιση του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η΄ και παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 4174/2013 και του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 (καθώς και του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4337/ 2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 5 του ν. 2523/1997), είναι συγκρίσιμη με (εκείνες των άρθρων 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997 και 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 και) τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 (και 5) του ν. 4337/2015 για (τέτοια) παράβαση αναγόμενη στο διάστημα ισχύος του άρθρου 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997, βάσει της οποίας έχει επιβληθεί από τη φορολογική Διοίκηση το επίδικο πρόστιμο, (β) η εν λόγω νεότερη ρύθμιση δεν συνδέεται με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου, (γ) η θεσπισθείσα με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 νέα ρύθμιση περί των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων για την επίμαχη παράβαση (άρθρο 66 παρ. 5 του ν. 4174/2013) δεν αποτελεί στοιχείο συναφές με το ανωτέρω ζήτημα. Η ως άνω ρύθμιση δεν μεταβάλλει επί το αυστηρότερον το καθεστώς της ποινικής ευθύνης για την προαναφερόμενη παράβαση (πρβλ. ΑΠ 130, 1087/2017, 1302, 1584/2019, 742/2020 για τον επιεικέστερο, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 5 του ΚΦΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015, έναντι της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 και 4 του ν. 2523/1997), με συνέπεια να μην ανακύπτει ζήτημα εξέτασης της συνδρομής της ειδικής περίπτωσης που μνημονεύεται στη σκέψη 6 (in fine). Εξάλλου, για την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 (και εκείνης του άρθρου 5 του ν. 2523/1997) και τον κολασμό της διοικητικής παράβασης της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή με το κατ’ αποκοπήν (χαμηλό) πρόστιμο του άρθρου 54, ο νομοθέτης έλαβε υπόψη του, ενόψει και της ανάγκης αποτελεσματικής πρόληψης και καταστολής των σχετικών παραβάσεων, καθώς και της θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας των κυρώσεων (διοικητικών και ποινικών), την ενδεχόμενη γένεση συντρέχουσας ποινικής ευθύνης για τέτοια παράβαση, καθώς και την παράλληλη -και διαχρονική στη νομοθεσία- πρόβλεψη διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για (ουσιαστική) παράβαση φοροδιαφυγής, συνδεόμενη με την παράβαση της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή. Η πρόβλεψη παραλλήλως ποινικών και διοικητικών κυρώσεων για την επίμαχη παράβαση ουδόλως εμποδίζει την ενεργοποίηση της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης για την παράβαση αυτή, αλλά, αντίθετα, μάλιστα, την επιρρωνύει, στο μέτρο που η εν λόγω αρχή συναρτάται με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα, εν προκειμένω, η κατάργηση, με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, του προστίμου του άρθρου 55 παρ. 2 του ν. 4174/2013 «λόγω της εισαγωγής» του (δωδέκατου και όχι δέκατου τρίτου) κεφαλαίου περί εγκλημάτων φοροδιαφυγής – ποινικών κυρώσεων δεν οφείλεται σε αδυναμία σύγκρισης μεταξύ της (ουσιαστικής) παράβασης της φοροδιαφυγής και της (διαδικαστικής) παράβασης της λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή, όπως υποστηρίζει το Δημόσιο (βλ. ισχυρισμούς υπομνήματός του στη σκέψη 4). Αντίθετα, η κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 55 παρ. 2 ΚΦΔ με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015 (και του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 με το άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 4337/2015) «λόγω της εισαγωγής» «εξορθολογισμένου» και «επαναπροσδιορισθέντος» συστήματος ποινικών κυρώσεων απηχεί διαφορετική εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας των προβλεπόμενων από το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς διοικητικών παραβάσεων και κυρώσεων, απορρέουσα από την εκ μέρους του νομοθέτη εκτίμηση της πρόβλεψης των ποινικών παραβάσεων και κυρώσεων ως προσφορότερης και αποτελεσματικότερης (βλ. ομιλία εισηγητή σχεδίου νόμου καθώς και ομιλίες Υπουργού Οικονομικών και Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών στη συνεδρίαση Ζ/15.10.2015 της Βουλής, κατά τις οποίες με τις τροποποιήσεις που επιφέρει ο ν. 4337/2015 εξυπηρετούνται «η ορθολογικοποίηση των προστίμων με στόχο την αύξηση της εισπραξιμότητας» και «η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής»). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Αγ. Σδράκα και Φ. Γιαννακού, οι οποίες υποστήριξαν ότι η κατάργηση των διατάξεων των άρθρων 5 του ν. 2523/1997 και 55 παρ. 2 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) με τα άρθρα 7 παρ. 6 και 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, αντίστοιχα, δεν οφείλεται στην αξιολόγηση των εν λόγω παραβάσεων (της εκδόσεως και λήψεως πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων) με επιεικέστερα κριτήρια ούτε στη μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη για τη μη αναγκαιότητα του κολασμού τους, αλλά στην ουσιώδη μεταβολή των αντιλήψεών του ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετωπίσεώς τους και στη θέσπιση ενός νέου συστήματος κυρώσεων που κατατείνει σε διαφορετικούς σκοπούς. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται και στην οικεία αιτιολογική έκθεση, η εν λόγω κατάργηση ήταν συνέπεια της εισαγωγής του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και της καθιέρωσης με αυτό ενός νέου συστήματος ποινικών κυρώσεων για τα αδικήματα φοροδιαφυγής. Συνακόλουθα, η προβλεπόμενη από τον ν. 4337/2015 κατάργηση του αναλογικού διοικητικού προστίμου για τις επίμαχες παραβάσεις είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αντίστοιχη μεταβολή ως προς τις επιβλητέες ποινικές κυρώσεις. Δηλαδή, με τον ν. 4337/2015 εισάγεται ένα εντελώς νέο, ουσιωδώς διαφορετικό καθεστώς διοικητικής και ποινικής αντιμετωπίσεως των επίμαχων παραβάσεων, το οποίο, ιδωμένο στο σύνολό του, δεν είναι, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, συγκρίσιμο με το προηγούμενο καθεστώς, καθιστώντας μη εφαρμόσιμη εν προκειμένω την αρχή της επιεικέστερης κύρωσης. Και τούτο διότι η εφαρμογή της αρχής της επιεικέστερης κύρωσης στην προκείμενη περίπτωση αφενός αντιστρατεύεται το γράμμα του νόμου (βλ. άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015) και αφετέρου έχει ως αποτέλεσμα να οδηγεί σε απαλλαγή από τις διοικητικές κυρώσεις του ν. 2523/1997 και του ν. 4174/2013, χωρίς, όμως, την εφαρμογή των αντίστοιχων ποινικών διατάξεων του ν. 4337/2015, οι οποίες δεν εφαρμόζονται κατά χρόνον στις επίμαχες παραβάσεις, τούτο δε είναι αντίθετο, κατά τα ανωτέρω, προς τους σκοπούς του νόμου, ο οποίος δημιουργεί ένα καινούργιο πλέγμα διοικητικής και ποινικής αντιμετώπισης των παραβάσεων της εκδόσεως ή λήψεως εικονικού φορολογικού στοιχείου κατά τρόπο μη συγκρίσιμο προς το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς (πρβλ. ΣτΕ 459/2013 Ολομ.).

15. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η νεότερη ρύθμιση του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η΄ και παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 4174/2013 και του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 (καθώς και του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 5 του ν. 2523/1997), είναι ευμενέστερη για τον φορολογούμενο -προκειμένου για την κρισιολογούμενη περίπτωση λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που υπερβαίνουν το τιθέμενο με το άρθρο 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997 ελάχιστο όριο των 1.200 ευρώ- σε σχέση με (εκείνες των άρθρων 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997 και 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 και) τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015, η οποία προβλέπει την επιβολή προστίμου ανερχομένου σε 40% της αξίας του φορολογικού στοιχείου για παραβάσεις λήψης εικονικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή τελεσθείσες μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 54 και 55 του ΚΦΔ. Εξάλλου, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της θέσπισης της εν λόγω διάταξης δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, απόκλιση από την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης∙ επομένως, η επίμαχη μεταβατική ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, διότι δεν συνάδει με την ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας (καθώς και με την αρχή της αναλογικότητας του περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 1389, 2691/2019). Τούτων έπεται ότι με βάση την ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (και την αντίστοιχη της ΕΣΔΑ) η νεότερη ρύθμιση του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η΄ και παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 4174/2013 και του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 (καθώς και του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 5 του ν. 2523/1997), εφαρμόζεται (από το διοικητικό δικαστήριο κατόπιν παραδεκτής προβολής σχετικού λόγου ένδικης προσφυγής, βλ. ΣτΕ 7μ. 1438/2018, 351/2019) ratione temporis και για παραβάσεις λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, όπως οι επίδικες, αναγόμενες στο διάστημα ισχύος του άρθρου 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997. Όμως, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Αγ. Σδράκα και Φρ. Γιαννακού, ενόψει της διατυπωθείσας στην προηγούμενη σκέψη γνώμης της μειοψηφίας, δεν τίθεται ζήτημα ασυμφωνίας της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 3 ν. 4337/2015 με την ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας.

16. Επειδή, κατόπιν τούτου, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απαντά ως ακολούθως στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα:

Με βάση την ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (και την αντίστοιχη της ΕΣΔΑ) η ρύθμιση του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η΄ και παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 4174/2013 και του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 55 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 4174/2013 (καθώς και του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 5 του ν. 2523/1997), εφαρμόζεται ratione temporis και για παραβάσεις λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, όπως οι επίδικες, αναγόμενες στο διάστημα ισχύος του άρθρου 5 παρ. 10 περ. β΄ του ν. 2523/1997.

Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης για περαιτέρω εκδίκασή της.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2021

Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος

Μ. Πικραμένος Α. Ζυγουρίτσα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2021.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας

Σπ. Μαρκάτης Κ. Ανδρέου

ΣτΕ Α´ 7μ. 902/2022

Αντικατάσταση απολεσθέντος ασφαλιστικού βιβλιαρίου και αναγνώριση χρόνου ασφάλισης. Έννοια της παρ. 2 άρθρ. 5 ΚΔΔ σχετικά με τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα.

Πηγή: www.adjustice.gr 

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος ΣτΕ

Προσφυγή ουσίας κατά διοικητικής πράξης με την οποία απορρίφθηκε αίτημα ασφαλισμένου να αναγνωριστεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ως χρόνος ασφάλισης αυτού. Έννοια της παρ. 2 του άρθρ. 5 του ΚΔΔ κατά το μέρος που θεσπίζει δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα. Η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις δίκες που αφορούν την αναγνώριση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων κατόπιν διαπίστωσης της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων. Το διοικ. δικαστήριο που δικάζει προσφυγή επί κοινωνικοασφαλιστικής διαφοράς που αφορά άρνηση ικανοποίησης αιτήματος ασφαλισμένου δεν δεσμεύεται από την εκδοθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Υποχρεούται, όμως, να την συνεκτιμήσει και μπορεί να αποκλίνει από τις κρίσεις της αθωωτικής ποινικής απόφασης, αιτιολογώντας τη διαφορετική κρίση του κατά τρόπο που δεν θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα. 

Ι. Η αρχή ne bis in idem αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης για διοικητική παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετακλήτως η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί η πιο πάνω απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον και οι διαδικασίες αυτές να έχουν ποινικό χαρακτήρα με βάση τα κριτήρια Εngel που διαμόρφωσε το ΕΔΔΑ. Επομένως, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις δίκες που αφορούν την αναγνώριση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων κατόπιν διαπίστωσης της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, διότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, αφού η τυχόν μη ικανοποίηση αιτήματος – δικαιώματος ασφαλισμένου δεν συνιστά διοικητική κύρωση. 

ΙΙ. Το πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν περιορίζεται στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν κατά συγκεκριμένου προσώπου, αλλά επεκτείνεται και στις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν το πρόσωπο αυτό και λαμβάνονται μετά την παύση των διώξεων ή μετά την απαλλαγή του. Προκειμένου δε να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, απαιτείται η ποινική διαδικασία να συνδέεται κατ΄ ουσίαν προς τη δικαστική διαδικασία που έπεται αυτής, ανεξαρτήτως αν αυτή η διαδικασία έχει ποινική φύση ή όχι. Απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και αφορά το ίδιο πρόσωπο που αθωώθηκε, δεν πρέπει να παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του προσώπου αυτού, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών. Ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας εγείρεται αν από την αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως προκύπτει ότι η αθωωτική απόφαση αγνοήθηκε παντελώς ή αν η κρίση που εξέφερε το πιο πάνω δικαστήριο ισοδυναμεί επί της ουσίας με διαπίστωση της ενοχής του ενδιαφερόμενου, οι όροι δε που χρησιμοποιούνται στη δικαστική απόφαση έχουν κρίσιμη σημασία. Συνεπώς, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν απορρέει υποχρέωση του επιλαμβανόμενου μετά την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου να καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το ποινικό δικαστήριο. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, ωστόσο, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης. Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του κρίσης σχετικά με τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή παράλειψης, το ανωτέρω δικαστήριο δεν αποκλείεται να στηριχθεί και σε στοιχεία που δεν είχε λάβει υπόψη του το ποινικό δικαστήριο ή στο διαφορετικό βαθμό απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που ισχύει στην ενώπιόν του δίκη σε σχέση με αυτόν που ισχύει στην ποινική δίκη. 

III. Επομένως, το τεκμήριο της αθωότητας επιβάλλει στο διοικητικό δικαστήριο, όταν αυτό επιλαμβάνεται μετά την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου και κρίνει διαφορά, όπως η προκείμενη, η οποία δεν έχει ποινικό χαρακτήρα κατά την πιο πάνω έννοια της ΕΣΔΑ, να μην καταλήγει σε κρίσεις και παραδοχές που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως με την επίκληση ότι η αθωότητα του κατηγορούμενου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του ποινικού δικαστηρίου για την αθωότητά του ή ότι η αιτιολόγηση της ποινικής απόφασης είναι ελλιπής ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, επίσης, να αποφεύγει χαρακτηρισμούς και κρίσεις, καθώς και χρήση λέξεων και εκφράσεων που ισοδυναμούν με καταλογισμό ποινικής ευθύνης για τα ποινικά αδικήματα για τα οποία αθωώθηκε το φυσικό πρόσωπο που αφορά η διοικητική δίκη και δεν άπτονται του αντικειμένου της τελευταίας. Συνεπώς, ο ανωτέρω κανόνας υπερνομοθετικής ισχύος δεν παραβιάζεται όταν το διοικητικό δικαστήριο, είτε κατόπιν εκτίμησης των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από το ποινικό δικαστήριο είτε, κατόπιν συμπλήρωσης των αποδείξεων και εκτίμησης επιπλέον στοιχείων, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα αντίθετο από αυτό που υιοθέτησε η προηγηθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ίδια συμπεριφορά του προσώπου που αφορά και η διοικητική δίκη, εκτός αν κατά την εκφορά της σχετικής κρίσης του το διοικητικό δικαστήριο αμφισβητεί την ορθότητα της ποινικής απόφασης ή διατυπώνει κρίση για τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος από το πιο πάνω πρόσωπο.

ΙV. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, κατά το μέρος της με το οποίο θεσπίζεται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, εφαρμόζεται μόνο στις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel. Επομένως, δεν διέπει τις δίκες που ανοίγονται κατόπιν αμφισβήτησης της νομιμότητας διοικητικής πράξης, με την οποία απορρίπτεται αίτημα του διοικουμένου λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων. Τούτο προκύπτει σαφώς από τον επιδιωκόμενο με τη θέσπιση της διάταξης αυτής σκοπό, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές του νόμου εργασίες, συνίσταται στην εναρμόνιση του εθνικού δικονομικού δικαίου με την προπαρατεθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς την αρχή ne bis in idem, κατ’ εφαρμογή της οποίας η αμετακλήτως περατωθείσα ποινική διαδικασία επιδρά καθοριστικώς στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη και το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν συνεπάγεται δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση. Προκύπτει επίσης και από τη γραμματική διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, η οποία αναφέρεται σε «διοικητική παράβαση».

V. Νομίμως, αν και με διαφορετική αιτιολογία, έκρινε το διοικητικό εφετείο ότι δεν δεσμευόταν από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση όσον αφορά το νόμιμο της αγοράς των ενσήμων. [Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης κατά της 451/2019 απόφασης του ΔΕφ Κομοτηνής].

ΣτΕ 1089/2021, 7μ.,

Διαγωνισμός για πρόσληψη δικαστών του Ενόπλων Δυνάμεων – Δείκτης μάζας σώματος

Πηγή: http://www.adjustice.gr/

Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης

Εισηγήτρια: Ε. Κουλεντιανού

Δικαστικοί λειτουργοί των Ενόπλων Δυνάμεων- Διαγωνισμός για πλήρωση κενών θέσεων- Έλεγχος σωματικής ικανότητας των υποψηφίων- Διατήρηση δείκτη μάζας σώματος εντός των ορίων που ισχύουν για τους στρατιωτικούς εν γένει- Δεν παραβιάζονται οι αρχές ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας- Απορρίπτει αίτηση ακυρώσεως. Μειοψηφία.

Οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, λόγω της διττής ιδιότητάς τους ως δικαστικών λειτουργών και στρατιωτικών, ασκούν καθήκοντα τα οποία δεν είναι άσχετα προς την στρατιωτική υπηρεσία, ο δε νομοθέτης δύναται να ρυθμίσει το καθεστώς επιλογής και της υπηρεσιακής τους κατάστασής κατ’ εκτίμηση της ιδιομορφίας τους, με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζονται οι αρχές της αξιοκρατίας, της ορθολογικής οργάνωσης της υπηρεσίας και της αναλογικότητας καθώς και η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους. Κατά συνέπεια, σε αρμονία προς το Σύνταγμα, η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων επιτρέπει τη θέσπιση προϋποθέσεων, προσόντων και ικανοτήτων για τους υποψηφίους, που συνδέονται προς τα καθήκοντα των μελών του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων και είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική άσκησή τους. Τα προσόντα και ικανότητες επιλογής και διορισμού στις σχετικές θέσεις μπορεί να ανάγονται στην ηθική και πνευματική συγκρότηση, στην επιστημονική κατάρτιση αλλά και στη σωματική ικανότητα και υγεία των υποψηφίων, που είναι κατάλληλα και αναγκαία για την εξυπηρέτηση της αποτελεσματικής λειτουργίας του εν λόγω Σώματος υπό τις ειδικές συνθήκες της αποστολής του. Τα καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων είναι αμιγώς δικαστικής ή πάντως, επί διοικητικών καθηκόντων, νομικής φύσης. Η άσκηση όμως αυτών συνδέεται και ακολουθεί το πεδίο δράσης και αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων, αφού συνίσταται στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στις Ένοπλες Δυνάμεις, που μπορεί να λαμβάνει χώραν σε χώρους ή τόπους δυσπρόσιτους ή σε συνθήκες πολέμου. Για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών (Παρέδρων) στο δικαστικό σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων διενεργείται διαγωνισμός, κατά τον οποίο οι υποψήφιοι εξετάζονται γραπτά και προφορικά, παράλληλα δε κρίνεται και η σωματική ικανότητα και υγεία τους. Στο πλαίσιο της τελευταίας εξέτασης λαμβάνεται υπόψη ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) των υποψηφίων. Ο δείκτης αυτός συνιστά δείκτη σωματικής υγείας, προσδιοριζόμενος από το πηλίκο ενός δυνάμενου, με προϋποθέσεις, να μεταβληθεί σωματικού στοιχείου (βάρους), προς ένα μη μεταβλητό (ύψος), του οποίου η διατήρηση μέσα σε ορισμένα όρια θεμιτώς απαιτείται από τον νομοθέτη κατά το στάδιο εισόδου, με οποιαδήποτε ιδιότητα, στις Ένοπλες Δυνάμεις. Η προϋπόθεση ΔΜΣ για την κατάληψη θέσεων μελών του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί μέθοδο εκτίμησης της κατάστασης της υγείας και του επιπέδου κινδύνου νόσησης και προβλημάτων υγείας, επιδέχεται δε βελτίωσης με την κατάλληλη θεραπεία ή φροντίδα. Κατά συνέπεια, η απαίτηση της συνδρομής του καθοριζομένου ΔΜΣ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των ειδικών συνθηκών της αποστολής και της λειτουργίας του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων που συνδέεται με την επιχειρησιακή δράση τους και την ακολουθεί. Λόγω δε του ειδικού συνδέσμου των δύο αυτών υπηρεσιών (στρατιωτικής και δικαστικής) δικαιολογείται η θέσπιση της εν λόγω προϋπόθεσης. Συνεπώς, η θέσπιση προσόντων σωματικής ικανότητας και υγείας, και ειδικότερα του ΔΜΣ, δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας, ούτε τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας ή άλλη αρχή του διοικητικού δικαίου.

Αντιθέτως, σύμφωνα με τη γνώμη του Προέδρου, μιας Συμβούλου και μιας Παρέδρου, ο αποκλεισμός υποψηφίων από διαγωνισμό προς πλήρωση θέσεων δικαστικών λειτουργών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων για τον λόγο ότι ο ΔΜΣ υπερβαίνει το ανώτατο επιτρεπτό για τους λοιπούς κατατασσόμενους στις Ένοπλες Δυνάμεις όριο, δεν δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, ούτε τελεί σε προφανή συνάφεια προς το αντικείμενο των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων. Τούτο διότι, ναι μεν η διττή ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού και του στρατιωτικού δικαιολογεί, κατ’ αρχήν, τη θέσπιση ειδικών προσόντων διορισμού στις θέσεις αυτές, τα οποία ανάγονται όχι μόνο στην ηθική και πνευματική συγκρότηση αλλά και στη σωματική ικανότητα των υποψηφίων, όπως είναι ο ΔΜΣ, ο οποίος επιτρεπτώς θεσπίζεται και για τους υποψηφίους δικαστικούς λειτουργούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Η θέσπιση όμως των ορίων ΔΜΣ πρέπει να τελεί σε συνάφεια προς τα καθήκοντα των στρατιωτικών δικαστών και να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, να κινείται δε εντός των ορίων που διαγράφονται από τις αρχές της ισότητας, η οποία δεν επιτρέπει την ομοιόμορφη μεταχείριση περιπτώσεων που δεν τελούν υπό όμοιες συνθήκες, παρά μόνο για αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος, και της αξιοκρατίας. Οι δικαστικοί λειτουργοί του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, παρά τη στρατιωτική τους ιδιότητα, δεν λαμβάνουν στρατιωτική εκπαίδευση, παρά μόνον εκπαίδευση συναφή με την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου, αξιολογούνται δε  βάσει κριτηρίων σχετιζόμενων μόνο με την άσκηση του έργου αυτού. Εξάλλου, τα καθήκοντά τους δεν σχετίζονται με την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας, αλλά είναι αμιγώς δικαστικής ή νομικής φύσης. Για την αποτελεσματική δε άσκηση των καθηκόντων αυτών, κατά κοινή πείρα, δεν ασκεί επιρροή τυχόν αυξημένος ΔΜΣ, στο μέτρο που δεν επηρεάζει τη σωματική υγεία, ούτε απαιτούνται για τον στρατιωτικό δικαστή σωματικές ικανότητες όμοιες προς αυτές των λοιπών στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων που ασκούν κατεξοχήν στρατιωτικά καθήκοντα αναγόμενα στην Εθνική Άμυνα της χώρας, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη η πρόβλεψη του ίδιου με τα ανωτέρω στελέχη ΔΜΣ κατά την είσοδο δικαστικού λειτουργού στο Δικαστικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Άλλωστε, τούτο έχει ήδη αναγνωρίσει ο νομοθέτης για τους στρατιωτικούς ιερείς, οι οποίοι, όπως και οι στρατιωτικοί δικαστές, δεν ασκούν καθήκοντα στρατιωτικής φύσης, για τους οποίους έχει θεσπίσει αυξημένο ανώτατο όριο ΔΜΣ. Συνεπώς, ρύθμιση, με την οποία αποκλείεται από διαγωνισμό για την κατάληψη των εν λόγω θέσεων υποψήφιος, του οποίου ο ΔΜΣ δεν ευρίσκεται μέσα στα οριζόμενα όρια, δεν ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 6 παρ. 4 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων. 

Εξάλλου, σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη ενός Παρέδρου: Ι. Οι στρατιωτικοί δικαστές δεν είναι αξιωματικοί, δεν τους παρέχεται εισαγωγική ή δια βίου στρατιωτική εκπαίδευση, δεν τελούν σε σχέση ιεραρχικής εξάρτησης με τα λοιπά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, ΙΙ. i) η συνύπαρξη αφενός στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, που έλαβαν εισαγωγική στρατιωτική εκπαίδευση στις στρατιωτικές σχολές ή το Στράτευμα και διαρκή εκπαίδευση κατά την υπηρεσία τους, αφετέρου μη εκπαιδευθέντων στρατιωτικών δικαστών, υπέρβαρων ή μη, θα είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας προδήλως επιζήμια αν λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες πολεμικής εμπλοκής ή προέλασης, προφύλαξης ή οπισθοχώρησης στρατιωτικών μονάδων, ii)  το δίκαιο των Ενόπλων Δυνάμεων και, μάλιστα, ως ισχύει σε καιρό πολέμου, αρκεί προς επείγουσα αντιμετώπιση συμπεριφορών που αναιρούν ή δυσχεραίνουν τη συλλογική δράση των στρατιωτικών μονάδων και αποκατάσταση της καλής λειτουργίας αυτών, χωρίς την αδήριτη ανάγκη επείγουσας εφαρμογής του στρατιωτικού ποινικού δικαίου κατά το χρονικό αυτό σημείο, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής σε καιρό πολέμου. ΙΙΙ. Οι στρατιωτικοί ιερείς είναι, σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς δικαστές, αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, συγκροτούν δε το Κοινό Σώμα Στρατιωτικών Ιερέων. Η παρουσία των τελευταίων εγγύς του πεδίου της μάχης είναι αναγκαία προς ενίσχυση του ηθικού των (θρησκευομένων) στρατιωτικών και προς παρηγορία των εχόντων ανάγκη. Παρά ταύτα, οι υποψήφιοι στρατιωτικοί ιερείς απαιτείται να μην είναι παχύσαρκοι (να μην έχουν ΔΜΣ ίσο ή ανώτερο του 35), ενώ οι υποψήφιοι στρατιωτικοί δικαστές να μην είναι υπέρβαροι (να μην έχουν ΔΜΣ ίσο ή ανώτερο του 27). Εξαιτίας τούτου, οι ρυθμίσεις περί ΔΜΣ δεν έχουν την απαιτούμενη από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας συνοχή και συστηματικότητα. IV. Η κρίση ότι “ο ΔΜΣ επιδέχεται βελτιώσεως με την κατάλληλη θεραπεία ή φροντίδα”, ώστε οι υποψήφιοι να μην έχουν σχετικό κώλυμα, δεν διατυπώνεται στις προπαρασκευαστικές εργασίες των κρίσιμων νομοθετημάτων, δεν εκφέρθηκε από τη Διοίκηση και δεν προκύπτει από μελέτες ή άλλα στοιχεία της δικογραφίας. Η κρίση δε αυτή δεν μπορεί να εκφερθεί ως γεγονός γνωστό σε όλους, δεδομένου ότι, αντιθέτως, είναι κοινώς γνωστό ότι οι προσπάθειες αποκατάστασης του ΔΜΣ σε φυσιολογικά επίπεδα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτυγχάνουν, ούτε φαίνεται να υφίσταται ακόμη τρόπος θεραπείας αποτελεσματικός και χωρίς σοβαρές παρενέργειες.

ΣΤΕ 1838/2020

Πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας – Πρόστιμο περί φορολογίας καπνού – Αρχή ne bis in idem

Πηγή : https://www.ddikastes.gr/

Β’ ΤΜΗΜΑ

[…]

3. Επειδή, στο άρθρο 67 παρ. 5 του ν. 2127/1993 “Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των… βιομηχανοποιημένων καπνών…” (Α΄ 48), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του εν προκειμένω εφαρμοστέου Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄ 265) με το άρθρο 184 παρ. 1 αυτού, ορίζεται ότι “1. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή … της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων… χαρακτηρίζοται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 περί τελωνειακού κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος…”. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 118 (παρ. 5), 142 (παρ. 2), 150 (παρ. 1 και 5) και 155 (παρ. 1 και 2) του ν. 2960/2001 συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας στοιχειοθετείται, όταν, κατά την εισαγωγή ειδών από την αλλοδαπή ή την εξαγωγή τους από την χώρα ή την κατ’άλλον τρόπο θέση στην κατανάλωση ειδών βαρυνομένων με δασμούς, τέλη και λοιπά δικαιώματα, το Δημόσιο απολέσει, συνεπεία διαφυγής της καταβολής τους, τους κατά νόμο οφειλομένους δασμούς, τέλη και φόρους που του ανήκουν. Περαιτέρω, συνάγεται ότι για την επιβολή της προβλεπομένης κυρώσεως, ήτοι του πολλαπλού τέλους, απαιτείται η τέλεση με δόλο των πράξεων ή παραλείψεων που συνιστούν την τελωνειακή παράβαση, ήτοι απαιτείται η γνώση του παραβάτη ή του συμμετέχοντος στην παράβαση ότι με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις το Δημόσιο θα αποστερηθεί από τους ανήκοντες σε αυτό δασμούς και λοιπές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, ότι η τέλεση της παραβάσεως πρέπει να διαπιστώνεται αιτιολογημένως από την επιβάλλουσα το πολλαπλό τέλος τελωνειακή αρχή και, επί αμφισβητήσεως, από τα διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ 3174/2017) και ότι η καταλογιστική πράξη είναι ανεξάρτητη από την παράλληλη κατά νόμο άσκηση ποινικής διώξεως καθώς και την εκδοθησομένη ποινική απόφαση. Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 89 του Κώδικα περί φορολογίας καπνού (β.δ. 13/16-4-1920, Α΄ 86), η κατοχή και πώληση σιγαρέττων, χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, συνιστά παράβαση τιμωρουμένη με πρόστιμο, το οποίο, εφ’ όσον συνδυάζεται με τελωνειακή παράβαση, επιβάλλεται από τον διευθυντή του αρμοδίου Τελωνείου, για την επιβολή δε της ως άνω κυρώσεως απαιτείται, ομοίως, η με δόλο τέλεση των πράξεων, οι οποίες συνιστούν την παράβαση της νομοθεσίας περί φορολογίας καπνού (ΣτΕ 3174-5/2017, 453/2016, 1406/2015, 200/2013 επταμ., 3776/1990).

4. Επειδή, εξ άλλου, κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. κατωτέρω παρατιθεμένη νομολογία), προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπομένη στο άρθρο 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 89) 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠ) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αρχή ne bis in idem, απαιτείται (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κυρώσεως, οι οποίες δεν συνδέονται στενώς μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως (ΣτΕ 359/2020 Ολομ., 801/2020, 1102-1104/2018 επταμ., 167/2017 και ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. αποφ. της 8.7.2019, 54012/10, Mihalache v. Romania, σκ. 97-98) και (δ) οι διαδικασίες να στρέφονται κατά του ιδίου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως. Συνακολούθως, η ως άνω αρχή αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία [ΣτΕ 801/2020, 1887, 951/2018 επταμ., 2987, 680, 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.- βλ. και αποφ. ΕΔΔΑ Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16.6.2009 (13079/03), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος της 30.4.2015 (3453/12, 42941/12 και 9028/13), Σισμανίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016 (66602/09) και Α and Β κατά Νορβηγίας της 15.11.2016 (24130/11 29758/11)].

5. Επειδή, περαιτέρω, όπως ομοίως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 359/2020 Ολομ. και 801/2020 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), η ανωτέρω αρχή ne bis in idem αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η αρχή αυτή έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενώσεως (2000/C 364/01), βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ενώσεως δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου κατά την θέσπιση και επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της ενωσιακής τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας και έχει ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Επομένως, σε υπόθεση επιβολής -προς αποτροπή και καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας- “ποινικής” φύσεως διοικητικών προστίμων σημαντικού ύψους, όπως το ένδικο πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας, δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της σχετικής διοικητικής δίκης μετά την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση, είτε αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυναμένη να καταστείλει την διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό.

6. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατόπιν υιοθετήσεως, κατ’ ουσίαν, της παρατεθείσης στις σκέψεις 4 και 5 ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ και 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενώσεως, κρίθηκε ότι, όταν το διοικητικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο υποθέσεως λαθρεμπορίας, διαπιστώσει ότι η αντίστοιχη διαδικασία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου (επί ταυτότητας αδικημάτων, ήτοι επί ταυτοσήμων ή ουσιωδώς ομοίων πραγματικών περιστατικών, στα οποία εμπλέκεται ο ίδιος δράστης και τα οποία έχουν ενότητα τόπου και χρόνου, ανεξαρτήτως του νομικού τους χαρακτηρισμού) έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, καταδικαστική ή αθωωτική, υποχρεούται όχι να δεσμευθεί εν μέρει από αυτή ούτε να την συνεκτιμήσει αλλά, εκ τούτου και μόνον, να ακυρώσει το επιβληθέν από την τελωνειακή αρχή πολλαπλό τέλος. Βάσει των ανωτέρω, έκρινε, περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι με την περιγραφείσα στην σκέψη 1 ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής αποδόθηκε στον αναιρεσίβλητο η παράβαση ότι ως οδηγός φορτηγού οχήματος με επικαθήμενο όχημα μεταχειρίσθηκε, σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη του οχήματος Α.Μ., τέχνασμα, με σκοπό να μεταφέρουν στην αλλοδαπή, με πλοίο με προορισμό την Ιταλία, χωρίς την προηγουμένη καταβολή των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, 7.824 κούτες σιγαρέτων, τα οποία είχαν προμηθευθεί από αγνώστους χωρίς παραστατικά νόμιμης κατοχής και τα οποία είχαν κρύψει σε ειδικά διαμορφωμένη κρύπτη εντός του επικαθημένου οχήματος. Οπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο ήδη αναιρεσίβλητος προέβαλε “με την προσφυγή” ότι η ως άνω πράξη είναι ακυρωτέα ως αντικειμένη, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, “καθ’ όσον κρίθηκε συνυπαίτιος τελέσεως λαθρεμπορίας… παρά την αθώωσή του για το αυτό αδίκημα” με την 174/15-1-2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, “η οποία κατέστη αμετάκλητη, αφού σύμφωνα με την 2377/17-12-2015 βεβαίωση του γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πατρών δεν ασκήθηκε εναντίον της, μέχρι τις 16-12-2015, κανένα ένδικο μέσο”, ο δε αναιρεσίβλητος “προσκόμισε προσηκόντως [και] την ως άνω ποινική απόφαση και [την οικεία] βεβαίωση”. Σχετικώς έκρινε το δικαστήριο της ουσίας ότι τα ένδικα ποσά (πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας και η κατ’ άρθρο 87 παρ. 1 περ. ε΄ του Κώδικα Νόμων περί φορολογίας καπνού χρηματική κύρωση) επιβλήθηκαν λόγω συμμετοχής του αναιρεσιβλήτου στην κατοχή χωρίς νόμιμα παραστατικά και μεταφορά στο εξωτερικό σιγαρέττων χωρίς την προηγουμένη καταβολή των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ότι η προαναφερθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αφορά στην αυτή παράβαση, συγκροτουμένη από τα αυτά πραγματικά περιστατικά, ότι, συνεπώς, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και, συνακολούθως, το δικαστήριο, μετά την ως άνω αμετάκλητη αθώωση του αναιρεσιβλήτου, οφείλει να ακυρώσει την ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής ως προς αμφότερα τα ως άνω ποσά.

7. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι κατά παράβαση των άρθρων 5, 68 και 79 παρ. 5 του κυρωθέντος με τον ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έκρινε το δικαστήριο της ουσίας παραδεκτό τον προβληθέντα με υπόμνημα (με το οποίο κατά νόμο μόνον ανάπτυξη λόγων ήδη προβληθέντων δύναται να γίνει), και όχι με το κύριο δικόγραφο της προσφυγής, ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου περί παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem. Ούτε, όμως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιέχει οιαδήποτε ερμηνεία των ως άνω διατάξεων ούτε ο υπό κρίση λόγος ανάγεται σε οιοδήποτε νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία κανόνα δικαίου αλλά αφορά, κατ’ ουσίαν, σε εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου των υποβληθέντων ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου δικογράφων. Επομένως, δεν μπορεί, κατά τούτο, να τεθεί ζήτημα αντιθέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε, επικουρικώς, ζήτημα ελλείψεως σχετικής νομολογίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το Δημόσιο προς θεμελίωση του παραδεκτού.

8. Επειδή, εξ άλλου, το Δημόσιο είχε προβάλει με το έγγραφο των απόψεών του προς το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι η αθώωση του αναιρεσιβλήτου είχε χωρήσει “λόγω αμφιβολιών”, συναφώς δε ήδη προβάλλει κατ’αναίρεση ότι “αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία δεν στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, ήτοι με την τέλεση ή μη της παραβάσεως, λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων που να δημιουργούν πλήρη βεβαιότητα στον ποινικό δικαστή, αλλά χωρεί λόγω αμφιβολιών” δεν αποτελεί άνευ ετέρου λόγο ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως δυνάμει της αρχής ne bis in idem αλλά το διοικητικό δικαστήριο οφείλει μόνον να συνεκτιμήσει την ως άνω αθώωση, κατά τρόπο μη αποκλείοντα αιτιολογημένη διαφορετική κρίση, όπως ισχύει σε σχέση με το κατ’ άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, υπό το πρίσμα του οποίου είναι, κατά το αναιρεσείον, ερμηνευτέο το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Συνακολούθως, προβάλλεται ότι, εφ’ όσον η αθώωση του αναιρεσιβλήτου με την προαναφερθείσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εχώρησε εν προκειμένω λόγω αμφιβολιών, ήτοι “όχι αδιαστίκτως” και, μάλιστα, με διατύπωση μειοψηφίας, όφειλε το εν συνεχεία επιληφθέν διοικητικό δικαστήριο όχι να δεσμευθεί από την ως άνω ποινική απόφαση αλλά απλώς να συνεκτιμήσει αυτήν. Προς θεμελίωση του παραδεκτού προβάλλεται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τις 434 και 167/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην πρώτη, όμως, από τις ανωτέρω αποφάσεις ουδεμία ερμηνευτική κρίση ως προς την εν προκειμένω εφαρμοσθείσα αρχή ne bis in idem περιλαμβάνεται αλλά ερμηνεύεται μόνον το κατ’ άρθρο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, υπό την έννοια ότι “δεν υποχρεώνει το διοικητικό δικαστήριο να ακολουθήσει τις ουσιαστικές εκτιμήσεις του ποινικού”. Εξ άλλου, με την 167/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, στο πλαίσιο ερμηνείας της αρχής ne bis in idem, ότι “η αμετάκλητη απόφαση που ολοκληρώνει την μία ποινική διαδικασία πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως” και ότι, συνεπώς, δεν αποτελεί τέτοια “απόφαση” αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσεως της ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής του οικείου αδικήματος. Επομένως, με την τελευταία αυτή απόφαση δεν κρίθηκε εάν απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική λόγω αμφιβολιών και στην οποία περιελήφθη σχετική μειοψηφία, πληροί τις προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αρχής ne bis in idem, με συνέπεια να μην υφίσταται ,ούτε από αυτή την άποψη, αντίθεση προς την ως άνω νομολογία, την οποία επικαλείται το αναιρεσείον, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι δικαστική κρίση εξενεχθείσα λόγω αμφιβολιών και με διατύπωση μειοψηφίας στηρίζεται, πάντως, σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, ήτοι με την τέλεση ή μη της παραβάσεως, όπως απαιτείται, προκειμένου να τεθεί ζήτημα παραβιάσεως της ανωτέρω αρχής. Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, εν πάση δε περιπτώσει και ως αβάσιμος.

9. Επειδή, με την 680/2017 (επταμ.) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σκέψεις 16 και 17 αυτής αλλά, ήδη, και ΣτΕ 359/2020 Ολομ., 801/2020), στην οποία περιέχεται, άλλωστε, η όμοια κρίση του ΕΔΔΑ (επί της υποθέσεως Α και Β κατά Νορβηγίας, αποφ. της 15-11-2016), κρίθηκε ότι, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η αρχή ne bis in idem, απαιτείται, μεταξύ άλλων, οι δύο ως άνω διαδικασίες να στρέφονται κατά του ιδίου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους χρονικά και τοπικά, ότι δεν απαγορεύεται, συνεπώς, η διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, και ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπ’ όψιν για να εξετασθεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως, (i) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς, (ii) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά τον νόμο και στην πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς, (iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η επανάληψη τόσο της συλλογής όσο και της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διαδράσεως μεταξύ των αρμοδίων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στην μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και (iv) εάν η κύρωση που επιβάλλεται στην διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπ’ όψιν στην διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθ’ ου υπερμέτρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό τη διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικά καταλογιζόμενων ποινών. Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι μη νομίμως η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση “δεν προέβη σε εκτίμηση του στενού ουσιαστικού και χρονικού δεσμού μεταξύ των δύο διαδικασιών, ποινικής και διοικητικής” με ανάλυση των σχετικών αντικειμενικών κριτηρίων και αντίκειται, κατά τούτο, στην προαναφερθείσα (από 15-11-2016) απόφαση του ΕΔΔΑ, “τα συμπεράσματα [της οποίας] υιοθετεί και η 680/2017 απόφαση του [Συμβουλίου της Επικρατείας]”. Ο υπό κρίση, όμως, λόγος αναιρέσεως, όπως διατυπώνεται από το Δημόσιο, δεν ανάγεται σε οιοδήποτε νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία κανόνα δικαίου αλλά αναφέρεται σε πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς την μη ορθή εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία συναρτάται με το πραγματικό της συγκεκριμένης υποθέσεως και ως προς την οποία, συνεπώς, δεν νοείται αντίθεση σε νομολογία, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου προβαλλομένου, προς θεμελίωση του παραδεκτού, ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Εν πάση δε περιπτώσει, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται στην σκέψη 6, δεν αφίσταται της δοθείσης από την 680/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και από την ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ ερμηνείας της αρχής ne bis in idem ως προς την ανάγκη υπάρξεως ταυτότητας αδικημάτων από πλευράς ουσιαστικής και χρονικής, με συνέπεια να μην ανακύπτει ζήτημα οιασδήποτε αντιθέσεως.

10. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος του αναιρεσιβλήτου χρηματική κύρωση των άρθρων 87 παρ. 1 και 89 του Κώδικα περί φορολογίας καπνού δεν αποτελεί “ποινή” κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, ουδόλως συνέχεται με την παραβατική συμπεριφορά της λαθρεμπορίας και, συνακολούθως, τυχόν κίνηση ποινικής διώξεως σε βάρος του παραβάτη της λαθρεμπορίας ουδόλως επηρεάζει την ως άνω διοικητική κύρωση εξ απόψεως της αρχής ne bis in idem. Προς θεμελίωση του παραδεκτού το Δημόσιο επικαλείται έλλειψη σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ. Ο λόγος αυτός είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι με τις 3174 και 3175/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί υποθέσεων επιβολής τόσο πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας όσο και της ως άνω επίμαχης κυρώσεως, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 6.12.2017, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (21.9.2017), έγιναν δεκτές αιτήσεις αναιρέσεως των φερομένων ως παραβατών, και δη λόγω παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem, και, περαιτέρω, κατόπιν εκδικάσεως των προσφυγών τους από το αναιρετικό Δικαστήριο λόγω εκκαθαρισμένου πραγματικού, ακυρώθηκαν για τον ίδιο ως άνω λόγο οι οικείες πράξεις της τελωνειακής αρχής.

11. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

[…]

ΣτΕ ΕπΑν 263/2020

Περί αναστολής της αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας περί απαγόρευσης των «Δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων»

Πηγή: https://www.ddikastes.gr/

Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας

(άρθρο 52 του π.δ/τος 18/1989, όπως ισχύει)

___________________

Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 18 Νοεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Ε. Αντωνόπουλος, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να αποφασίσει σχετικά με την από 16 Νοεμβρίου 2020 αίτηση:

των: 1. πολιτικού κόμματος […]  και 2.[…] ατομικώς και ως νόμιμος εκπρόσωπος του ως άνω πολιτικού κόμματος,

κατά του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 1029/8/18/13.11.2020 αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» (ΦΕΚ Β΄ 5046/14.11.2020).

Κατά τη συνεδρίασή της η Επιτροπή άκουσε τον εισηγητή, Σύμβουλο Ε. Αντωνόπουλο.

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής 359165161951 0115 0086), ζητείται η αναστολή εκτελέσεως της 1029/8/18/13.11.2020 αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» (Β΄ 5046/14.11.2020), με την οποία αποφασίσθηκε, για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας, που συνίσταται στον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα (4) ή περισσότερα άτομα, από 15.11.2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και 18.11.2020 ώρα 9.00 μ.μ., καθώς και η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης της ανωτέρω απαγόρευσης, περαιτέρω δε καθορίσθηκαν το ύψος των διοικητικών προστίμων και τα όργανα βεβαίωσης των παραβάσεων και επιβολής των προστίμων. Άλλως, οι αιτούντες ζητούν ως κατάλληλο ασφαλιστικό μέτρο να επιτραπεί στο πολιτικό κόμμα ΜέΡΑ 25, τηρουμένων όλων των υγειονομικών προστατευτικών μέτρων (αποστάσεις, μάσκες κ.λπ.), η συμμετοχή στην πορεία της 17ης Νοεμβρίου 2020. Κατά της απόφασης αυτής έχει ασκηθεί από τους αιτούντες αίτηση ακυρώσεως, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 4.12.2020.

2. Επειδή, με την από 20.3.2020 πράξη νομοθετικού περιεχομένου της Προέδρου της Δημοκρατίας (Α΄ 68/20.3.2020), η οποία κυρώθηκε, από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α΄ 83/10.4.2020), προβλέφθηκε σειρά κατεπειγόντων μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, μεταξύ δε άλλων ορίζεται, με το άρθρο εξηκοστό όγδοο, ότι: «1. … 2. Για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίστανται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, είναι δυνατόν, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, να επιβάλλεται, για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, σε όλη την Επικράτεια ή σε ορισμένη μόνο περιοχή, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων. Με την ίδια απόφαση μπορούν να προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής άλλων κυρώσεων που προκύπτουν από την κείμενη νομοθεσία. 3. …».

3. Επειδή, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 5 και 11 του Συντάγματος, της παρ. 2 του προαναφερθέντος άρθρου εξηκοστού όγδοου της από 20.3.2020 πράξης νομοθετικού περιεχομένου, όπως αυτή κυρώθηκε, καθώς και της από 4.11.2020 γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1029/8/18/13.11.2020 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Με την απόφαση αυτή, η οποία έλαβε υπόψη την ανάγκη εξειδίκευσης και αυστηροποίησης των ισχυόντων έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας, καθώς και την τρέχουσα επιδημιολογική επιβάρυνση της Χώρας, ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας αποφάσισε, για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας, που συνίσταται στον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τα εξής: «α. Την απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας (άρθρο 11 του Συντάγματος και ν. 4703/2020, Α΄ 131) στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα (4) ή περισσότερα άτομα. β) … γ) … δ. Η παρούσα ισχύει από 15 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 6.00 π.μ. έως και τις 18 Νοεμβρίου 2020 ώρα 9.00 μ.μ.».

4. Επειδή, με το άρθρο 52 («Αναστολή εκτελέσεως») του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, ορίζονται τα εξής: «1. … 6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη …».

5. Επειδή, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, η αναστολή της εκτέλεσης κανονιστικής πράξης ή η, εν σχέσει προς αυτήν, διαταγή άλλου κατάλληλου μέτρου προς αποτροπή βλάβης του αιτούντος δεν είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή. Συγχωρείται κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση που η ασκηθείσα κατά της ένδικης πράξης αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, καθώς και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται και αποδεικνύει ότι από την εφαρμογή της κανονιστικής πράξης θα υποστεί ευθεία και άμεση βλάβη, δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως, οπότε –και εφ’ όσον δεν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος περί του αντιθέτου– χορηγείται αναστολή της εκτελέσεως της πράξης αυτής μόνον ως προς τον αιτούντα (βλ. ΕΑ 172/2020311/201959/2018176/201728-2979209/2016 Ολομ., 2/2014 Ολομ. κ.ά.).

6. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες ζητούν να διατάξει το Δικαστήριο την προσωρινή αναστολή της προσβαλλόμενης πράξης, άλλως ως κατάλληλο ασφαλιστικό μέτρο να επιτραπεί στο πολιτικό κόμμα ΜέΡΑ 25, τηρουμένων όλων των υγειονομικών προστατευτικών μέτρων (αποστάσεις, μάσκες κ.λπ.), η συμμετοχή στην πορεία της 17ης Νοεμβρίου 2020. Προβάλλουν, κατ’ αρχάς, ότι η υπό κρίση αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή ως εκ της πρόδηλης βασιμότητας των προβαλλόμενων με την αίτηση ακύρωσης λόγων. Ειδικότερα, οι αιτούντες προβάλλουν ότι η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ περί απαγόρευσης όλων των δημοσίων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα ή περισσότερα άτομα, στο σύνολο της Επικράτειας παραβιάζει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος. Όπως ειδικότερα προβάλλουν, η εν λόγω απόφαση ισοδυναμεί με αναστολή ισχύος του άρθρου 11 του Συντάγματος, η οποία θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνον υπό τις έκτακτες συνθήκες του άρθρου 48 του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας). Η δε ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος, την οποία επικαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία αφορά τη λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της ελεύθερης κίνησης, δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις μαζικές υπαίθριες συναθροίσεις, ενόψει και του ειδικού και αποκλειστικά εφαρμοζόμενου εν προκειμένω άρθρου 11 του Συντάγματος. Σύμφωνα δε με το τελευταίο, παρέχεται κατ’ εξαίρεση δυνατότητα απαγόρευσης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης για δύο περιοριστικά απαριθμούμενους λόγους: α) όταν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια γενικά και β) όταν επαπειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε συγκεκριμένη περιοχή, ουδείς εκ των οποίων συντρέχει στην επίδικη περίσταση, το δε ζήτημα δημόσιας υγείας, όπως συναφώς προβάλλουν οι αιτούντες, διακρίνεται και δεν εμπίπτει στους ανωτέρω λόγους. Εν πάση περιπτώσει, κατά τους αιτούντες, παραβιάζεται με την επίδικη απόφαση και η αρχή της αναλογικότητας κατά τη στάθμιση και την επιβαλλόμενη ισορροπία μεταξύ εννόμων αγαθών κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, δοθέντος ότι το διακυβευόμενο αγαθό της δημόσιας υγείας, κατ’ επίκληση του οποίου εξεδόθη η προσβαλλόμενη, θα μπορούσε να προστατευθεί με ηπιότερα μέσα (λ.χ. χρήση μάσκας, τήρηση αποστάσεων). Κατά μείζονα λόγο τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με τους αιτούντες, σε σχέση με τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις ειδικώς προς εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου, για τις οποίες (όπως και για τις αντίστοιχες συναθροίσεις της Πρωτομαγιάς), σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 4703/2020 «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» (Α´ 131) και του περαιτέρω εκδοθέντος κατ’ επίκληση του εν λόγω νόμου π.δ. 73/2020 «Ρύθμιση δημοσίων υπαιθρίων συναθροίσεων» (Α´ 167, άρθρο 3 παρ. 3), δεν προβλέπεται καν προηγούμενη γνωστοποίηση προς την αρμόδια δημόσια αρχή. Περαιτέρω, οι αιτούντες προβάλλουν ότι, εν πάση περιπτώσει, η επίδικη απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ, εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του προαναφερόμενου άρθρου 68 παρ. 2 της από 20.3.2020 ΠΝΠ, όπως αυτή κυρώθηκε κατά τα ως άνω με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, όφειλε να εδράζεται σε προηγούμενη ειδική αιτιολογημένη γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας, και ότι, πάντως πάσχει η αιτιολογία της προσβαλλομένης. Τέλος οι αιτούντες παραπονούνται για καταχρηστική συμπεριφορά της Διοικήσεως σε βάρος τους.

7. Επειδή, οι ανωτέρω προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως δεν παρίστανται κατά την κρίση της Επιτροπής ως προδήλως βάσιμοι. Και τούτο διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό, κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989, περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει, ιδίως, όταν ο σχετικός λόγος ακυρώσεως βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και πάντως όχι, όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του (ΣτΕ ΕΑ 256/2020, 172/2020, 60/2020, 49/2020, Ολομ. 230/2019, 38/2019, Ολομ. 410/2018 κ.ά.).

8. Επειδή, οι αιτούντες, περαιτέρω, προβάλλουν ότι θα υποστούν οριστική και ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι με την προσβαλλόμενη πράξη στερούνται το δικαίωμα να συναθροισθούν και να μεταβούν ομαδικώς ως πολιτικός σχηματισμός, στον χώρο του Πολυτεχνείου για να τιμήσουν την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου και να μετάσχουν στις σχετικές εκδηλώσεις. Ειδικότερα, προβάλλουν ότι “η μη άμεση ικανοποίηση του αιτήματός μας θα στερήσει από το κόμμα ως φορέα συλλογικής δραστηριότητας την δυνατότητα συμμετοχής των μελών του τόσο με την σημαία του κόμματός μας, όσο και με την σημαία επαγγελματικών, φοιτητικών, συνδικαλιστικών ή άλλων μαζικών συλλογικοτήτων στις οποίες επιθυμούμε και έχουμε διάθεση να συμμετάσχουμε”.

9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το μέτρο της θεσπιζόμενης με την προσβαλλόμενη απόφαση προσωρινής (από 15.11.2020 ώρα 6.00 π.μ. έως 18.11.2020 ώρα 9.00 μ.μ.) απαγόρευσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων τεσσάρων ατόμων και άνω σε όλη την επικράτεια ελήφθη, διότι συντρέχουν εξαιρετικώς επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας από τον σοβαρό κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Ειδικότερα, (α) το εν λόγω μέτρο ελήφθη κατόπιν της από 4.11.2020 ομόφωνης γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, με την οποία προκρίθηκε η εφαρμογή ολικού απαγορευτικού σε όλη τη χώρα προς ανάσχεση του δευτέρου κύματος της πανδημίας και βελτίωση των επιδημιολογικών δεδομένων μέχρι το τέλος Νοεμβρίου • (β) όπως είναι παγκοίνως γνωστό (βλ. και ΣτΕ ΕΑ 256/2020) και προκύπτει επισήμως από την «Ημερήσια έκθεση επιδημιολογικής επιτήρησης λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό (COVID-19)», η οποία δημοσιεύεται καθημερινά στον οικείο ιστότοπο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας – ΕΟΔΥ (βλ. και απόψεις αντιδίκου αρχής με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1029/8/18-στ/16-11-2020 έγγραφό της προς το Δικαστήριο), η ένταση πίεσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας βαίνει από 4.11.2020 και έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης συνεχώς αυξανόμενη • (γ) στο πλαίσιο της παρούσας εξαιρετικής κατά τα ως άνω συγκυρίας (τρέχουσας επιδημιολογικής επιβάρυνσης της χώρας) έχουν ήδη ληφθεί έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας από την 7.11.2020 έως και την 30.11.2020 με την κοινή υπουργική απόφαση Δ1α/Γ.Π.οικ.71342/6.11.2020 (Β´ 4899/6.11.2020), όπως ο περιορισμός των συναθροίσεων και της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις, καθώς και η απαγόρευση της μετακίνησης με οποιοδήποτε μέσο εκτός Περιφερειακής Ενότητας ή Περιφέρειας με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις κ.ά., τα μέτρα δε αυτά προσαρμόζονται συνεχώς αναλόγως με τα επιδημιολογικά δεδομένα (βλ. ΚΥΑ από 9.11.2020 – Β΄ 4946/10.11.2020, από 12.11.2020 – Β΄ 4999/12.11.2020 και από 14.11.2020 – Β΄ 5043/14.11.2020) και ήδη έχει ανασταλεί η διά ζώσης εκπαιδευτική λειτουργία των σχολικών μονάδων κάθε βαθμού με περιοριστικώς προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Εξ άλλου, το ληφθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο έχει όλως προσωρινό χαρακτήρα και, εν όψει των συγκεκριμένων δεδομένων, εύλογη διάρκεια (πρβλ. ΣτΕ ΕΑ 49/202060/2020). Υπό τα δεδομένα αυτά, η Επιτροπή κρίνει ότι κωλύεται η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως του επίδικου, πράγματι αυστηρού πλην αναγκαίου για την προστασία της δημόσιας υγείας, μέτρου, λόγω συνδρομής εξαιρετικώς επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 52 παρ. 6 εδάφιο δεύτερο του π.δ. 18/1989, ανεξαρτήτως του επανορθωσίμου ή μη της βλάβης των αιτούντων.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

ΣΤΕ Ολ. 910/2021

Δικαιοδοσία, ακυρωτικές διαφορές αρμοδιότητας ΣΤΕ οι σχετικές με πράξεις, με τις οποίες επιβλήθηκε σε ιδιώτη δημοσιονομική διόρθωση για ποσό επιχορήγησης αχρεωστήτως ή και παρανόμως καταβληθέν

ΠΗΓΗ www.ddikastes.gr

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

[…]

 3. Επειδή, με την πρώτη από τις κρινόμενες αιτήσεις ζητείται η ακύρωση της 6266/Δ/1314/25.10.2016 πράξης της υπαγομένης στο Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης “Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων (ΕΠ) του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και του Ταμείου Συνοχής (ΤΣ)”. Με την πράξη αυτή: (α) επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση εις βάρος της αιτούσας, ποσού 89.657,99 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε προκαταβολή που καταβλήθηκε σε αυτήν και ισούται με το 50% της εγκριθείσας επιχορήγησης, στο πλαίσιο του Προγράμματος “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” του Επιχειρησιακού Προγράµµατος “Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα” του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς 2007-2013, και (β) διατυπώθηκε εισήγηση προς τον Γενικό Γραμματέα Βιομηχανίας, ως αρμόδιο διατάκτη της σχετικής δαπάνης, να εκδώσει απόφαση ανάκτησης για την αναζήτηση του ως άνω ποσού από την αιτούσα, “ως αχρεωστήτως ή/και παρανόμως καταβληθέντος”. Περαιτέρω, με την δεύτερη αίτηση ζητείται η ακύρωση της οικ. 19381/87/15.2.2017 πράξης του Γενικού Γραμματέα Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, με την οποία αποφασίσθηκε η ανάκτηση του ως άνω ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, καθώς και τόκων, ύψους 8.693,21 ευρώ, η ανάκτηση, δηλαδή, συνολικού ποσού 98.351,20 ευρώ, λόγω μη εμπρόθεσμης υλοποίησης και ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης.

4. Επειδή, οι υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την από 5.3.2020 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, κατόπιν της 25/2020 απόφασης του Δ΄ Τμήματος αυτού. Με την απόφαση αυτή, οι ανωτέρω δύο αιτήσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς εκδίκασή τους, ενόψει και της επί του ζητήματος νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

5. Επειδή, οι υπό κρίση δύο αιτήσεις είναι συνεκδικαστέες, λόγω της συνάφειας των προσβαλλομένων με αυτές πράξεων.

6. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. τα αναφερόμενα στο ΑΠ 767/58 Α1/1.2.2018 έγγραφο απόψεων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης) προκύπτει ότι µε την C/2007/5534/12.11.2007 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εγκρίθηκε το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς [ΕΣΠΑ] 2007-2013, κατά τις διατάξεις των Κανονισµών (ΕΚ) 1083/2006 του Συµβουλίου και (ΕΚ) 1828/2006 της Επιτροπής [βλ. κατωτέρω]. Στο πλαίσιο δε αυτού, εκπονήθηκε το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα [ΕΠ] “Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα”, συγχρηµατοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το οποίο εγκρίθηκε με την Ε(2007) 5338/26.10.2007 απόφαση της Επιτροπής (κωδικός CCI2007/GR161PO001). Στο ανωτέρω ΕΠ εντάσσεται το Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες”, κατ’ εφαρμογή του οποίου εγκρίθηκε η χρηματοδότηση της αιτούσας εταιρείας [βλ. την επόμενη σκέψη].

7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν, περαιτέρω, τα εξής: Με τις αποφάσεις 8395/823/2010 (Β΄ 1184) και 11088/1164/2010 (Β΄ 1627) του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, εγκρίθηκε και τροποποιήθηκε, αντιστοίχως ο Οδηγός του Προγράμματος “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” του ως άνω Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα του ΕΣΠΑ 2007-2013. Ακολούθως, με την οικ. 8474/705/13.7.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εγκρίθηκε, κατ’ αποδοχή σχετικών πρακτικών των Επιτροπών Αξιολόγησης, η ένταξη έργων στο εν λόγω Πρόγραμμα και η χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα αυτό, μεταξύ άλλων, της επιχείρησης της αιτούσας εταιρείας. Εκδόθηκε δε σχετικώς η 10190/1954/21.7.2011 απόφαση του αυτού Αναπληρωτή Υπουργού, στην οποία ορίζεται ότι ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται σε 398.480,00 ευρώ και η εγκριθείσα δημόσια χρηματοδότηση σε 179.316,00 ευρώ, με δυνατότητα χορήγησης προκαταβολής, ίσης κατ’ ανώτατο όριο με το 50% της δημόσιας χρηματοδότησης, εφόσον ο δικαιούχος προσκομίσει ισόποση εγγυητική επιστολή προκαταβολής υπέρ του Ενδιάμεσου Φορέα Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος [ΕΦΕΠΑΕ]. Στην ίδια απόφαση ορίζεται ότι εάν δεν ολοκληρωθεί το έργο, η επιχείρηση οφείλει να επιστρέψει εντόκως τυχόν ληφθέντα ποσά, ότι όποιος επικαλείται περιστατικό ανωτέρας βίας [ο δικαιούχος ή ο ΕΦΕΠΑΕ], υποχρεούται να το γνωστοποιήσει εγγράφως στον έτερο, διαβιβάζοντας και όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, ότι για την ολοκλήρωση του έργου υποβάλλεται αίτημα πιστοποίησης δαπανών από τον δικαιούχο και πραγματοποιείται, από τα αρμόδια όργανα, η επαλήθευση-πιστοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του έργου, καθώς και ότι απεντάσσονται αυτομάτως οι δικαιούχοι εφόσον, εντός της σχετικής προθεσμίας, δεν υπέβαλαν αίτημα και έκθεση ολοκλήρωσης. Η αιτούσα έλαβε την 17.11.2011, ως προκαταβολή, το ποσό των 89.657,99 ευρώ, με την προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής. Στη συνέχεια, έγιναν δεκτά τα αιτήματά της για την τροποποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του έργου, για την αλλαγή έδρας/τόπου υλοποίησης της επένδυσης και για εξάμηνη παράταση υλοποίησης του έργου. Όπως προκύπτει από το εισηγητικό σημείωμα της Αναπτυξιακής Εταιρείας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων [ΑΕΔΕΠ] Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, κατά την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος παράτασης, η επιχείρηση δήλωσε ότι είχε ήδη υλοποιήσει πλέον του 30% του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του επενδυτικού σχεδίου, με πλήρως εξοφλημένες δαπάνες, επισυνάπτοντας προς τεκμηρίωση δύο τιμολόγια, συνολικής αξίας 129.000 ευρώ, για να αποδείξει ότι είχε καταβληθεί εκ μέρους της ποσό ανερχόμενο στο 32,37% του εγκεκριμένου προϋπολογισμού του έργου, ύψους, όπως προεκτέθηκε, 398.480,00 ευρώ [αναλογούσα δημόσια δαπάνη 179.316,00 ευρώ]. Κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων, ως απώτερος χρόνος ολοκλήρωσης των έργων του Προγράμματος ορίσθηκε η 31η Δεκεμβρίου 2015. Ενόψει τούτου, με την 5750/10.12.2015 εγκύκλιο της ΑΕΔΕΠ, οι δικαιούχοι του Προγράμματος ενημερώθηκαν, μεταξύ άλλων, για την καταληκτική ημερομηνία υποβολής αιτημάτων τελικού ελέγχου και ολοκλήρωσης, για την υποχρέωση υποβολής αιτήματος τελικού ελέγχου έως και την 31.12.2015, για την απένταξη του έργου, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αιτήματος τελικού ελέγχου, καθώς και για την υποχρέωση επιστροφής, εντόκως, του ποσού της προκαταβολής, σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης του έργου εντός της προθεσμίας αυτής. Κατά τα εκτιθέμενα στο πόρισμα ελέγχου και διοικητικής επαλήθευσης του ΕΦΔ, η επιχείρηση της αιτούσας δεν υπέβαλε αίτημα τελικής επαλήθευσης μέχρι την 31.12.2015, καίτοι ενημερώθηκε για την υποχρέωση αυτή με τις 5195/4.11.2015 και 5750/10.12.2015 πράξεις, στις οποίες υπήρχε ρητή αναφορά για την υποχρέωση εμπρόθεσμης ολοκλήρωσης του έργου, μέχρι την 31.12.2015, και υποχρέωση εμπρόθεσμης, μέχρι την ίδια ημερομηνία, υποβολής αιτήματος και έκθεσης ολοκλήρωσης, και, συνεπώς, δεν τηρήθηκε από την αιτούσα το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της επένδυσης· σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα, εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η οικεία διάταξη του Οδηγού του Προγράμματος, η οποία προβλέπει ότι απεντάσσονται επιχειρήσεις (δικαιούχοι) που δεν υπέβαλαν αίτημα και έκθεση ολοκλήρωσης έως την 31.12.2015. Ακολούθως, με την 41/22.1.2016 πράξη της Επιτροπής Αξιολόγησης Αιτημάτων και Επαληθεύσεων (Παραλαβών) Έργων Προγραμμάτων της ΑΕΔΕΠ Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, έγινε δεκτό το πόρισμα της Έκθεσης Τελικής Επαλήθευσης/Πιστοποίησης Δαπανών και, με την 461/22.1.2016 πράξη, η Επιτροπή της ΑΕΔΕΠ ενέκρινε την Έκθεση Τελικής Επαλήθευσης/Πιστοποίησης Δαπανών περί μη τήρησης των προϋποθέσεων ενίσχυσης του συγκεκριμένου δικαιούχου από το Πρόγραμμα και περί εφαρμογής της προβλεπόμενης στην υπουργική απόφαση 14053/ΕΥΣ 1749/2008 [βλ. κατωτέρω] διαδικασίας, δηλαδή, της διαδικασίας για επιστροφή στον ΕΦΕΠΑΕ της ήδη καταβληθείσης προκαταβολής, ύψους 89.657,99 ευρώ, εντόκως από την ημερομηνία της καταβολής της, και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του δικαιούχου, για έκδοση εις βάρος του δικαιούχου απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και πράξης ανάκτησης. Ενόψει των ανωτέρω, η ΑΕΔΕΠ απέστειλε στον ΕΦΕΠΑΕ το σχετικό 476/22.1.2016 αίτημα, προκειμένου να γίνει υπολογισμός του προς επιστροφή ποσού, εντόκως. Εξ άλλου, με την 543/26.1.2016 πράξη της ΑΕΔΕΠ, η αιτούσα ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα του ελέγχου και κλήθηκε να επιστρέψει, εντός 15 ημερών, το συνολικό ποσό των 97.204,81 ευρώ (ποσό προκαταβολής 89.657,99 € και τόκοι ύψους 7.546,82 € για το χρονικό διάστημα από 18.11.2011 έως 27.1.2016). Με την εν λόγω πράξη και το συνημμένο αντίγραφο της 461/22.1.2016 Τελικής Έκθεσης Πιστοποίησης Επένδυσης, γνωστοποιήθηκε στην αιτούσα ότι το αναλυτικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης είναι αναρτημένο στο Πληροφοριακό Σύστημα Κρατικών Ενισχύσεων. Επίσης δε, ενημερώθηκε η αιτούσα για το δικαίωμα υποβολής εγγράφως αντιρρήσεων επί της αξιολόγησης του αιτήματος πιστοποίησης, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από τη λήψη της πράξης, για την οριστικοποίηση του αποτελέσματος του ελέγχου, μετά την παρέλευση άπρακτης της σχετικής προθεσμίας, καθώς και για την κίνηση των διαδικασιών επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση μη κατάθεσης εμπροθέσμως του ανωτέρω ποσού ή μη υποβολής αντιρρήσεων. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την πρώτη αίτηση 6266/Δ/1314/25.10.2016 πράξη της Ειδικής Γραμματέως Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων. Με την πράξη αυτή επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση εις βάρος της αιτούσας, για συνολικό ποσό 89.657,99 €, το οποίο αντιστοιχεί σε προκαταβολή ίση με το 50% της συνολικής επιχορήγησης, με την αιτιολογία ότι το ποσό αυτό κρίθηκε, τελικώς, ως μη επιλέξιμη δαπάνη για το Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις νέες συνθήκες” του ΕΣΠΑ 2007-2013, διατυπώθηκε δε εισήγηση προς τον Γενικό Γραμματέα Βιομηχανίας, ως αρμόδιο διατάκτη της σχετικής δαπάνης, για να εκδώσει απόφαση ανάκτησης προς αναζήτηση του ως άνω ποσού, με τόκους, ως “αχρεωστήτως ή/και παρανόμως καταβληθέντος”. Εκδόθηκε, περαιτέρω, η προσβαλλόμενη με την δεύτερη αίτηση οικ. 19381/87/15.2.2017 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Βιομηχανίας, για ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, συνολικού ύψους 98.351,20 €, λόγω της μη εμπρόθεσμης υλοποίησης και ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης.

8. Επειδή, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, “Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου”, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 δε, “Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: (α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου. (β) …”. Εξ άλλου, στο άρθρο 98 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει, ορίζεται ότι: “1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. … γ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο. δ. … στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά … με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄. ζ. Η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο “υπάγονται: α) … ε) Η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου”.

9. Επειδή, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις προκύπτουν τα εξής: Το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια έχουν την γενική δικαιοδοσία εκδίκασης των διοικητικών διαφορών, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την γενική αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών που ανακύπτουν επί προσβολής των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών [βλ. και άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989] (ΣτΕ 3919/2010 Ολομ). Το Ελεγκτικό Συνέδριο, εξ άλλου, έχει, αφενός, μη δικαιοδοτικές αρμοδιότητες προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, υπαγομένων στο καθεστώς αυτό του προληπτικού ελέγχου των δαπανών τους με ειδική διάταξη νόμου, καθώς και αρμοδιότητες κατασταλτικού ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των υπαγομένων στον ανωτέρω προληπτικό έλεγχο λοιπών νομικών προσώπων, και, αφετέρου, ειδική δικαιοδοσία για την εκδίκαση ορισμένων μόνον κατηγοριών διοικητικών διαφορών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι διαφορές που ανακύπτουν από τον κατασταλτικό έλεγχο “λογαριασμών”, ειδικότερα δε: (α) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, (β) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και (γ) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών άλλων νομικών προσώπων, όχι μόνον δημοσίου δικαίου που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, αλλά και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών των εν λόγω νομικών προσώπων έχει υπαχθεί με ειδική διάταξη νόμου στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ). Περαιτέρω, από την χρήση του όρου “ιδίως” στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγµατος περί καθορισμού των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνάγεται ότι δύναται να υπάγεται από τον νομοθέτη στην ως άνω ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του ΕλΣ και η εκδίκαση κατηγορίας διαφορών, η οποία είναι απολύτως συναφής προς τις ανατεθείσες ρητώς από το Σύνταγμα με την περίπτωση στ΄ της ανωτέρω παραγράφου 1, όπως διαφορές από τον καταλογισμό άλλων φορέων που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή υλικό, κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, η οποία τους έχει ειδικώς αναγνωρισθεί, όταν κατά την άσκηση τέτοιων διαχειριστικών πράξεων και οι ενεργούντες αυτές προσλαμβάνουν ιδιότητα δημοσίου υπολόγου (πρβλ. ΣτΕ 1621/2003, 1370/2004, 2548/2007, 4119/2012: φορέας παρέμβασης, ο οποίος έχει αναλάβει στο πλαίσιο Κανονισμών της ΕΕ το έργο της παρέμβασης και της δημόσιας αποθεματοποίησης στον τομέα των σιτηρών, ΣτΕ 275/2013: εταιρεία στην οποία ανατίθεται, από την αρμόδια για την οργάνωση, λειτουργία και διοίκηση των αερολιμένων της χώρας Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, η περισυλλογή, φύλαξη, επισκευή και συντήρηση χειραμαξιδίων κρατικού αερολιμένος, δηλαδή η διαχείριση υλικού του Δημοσίου, ΣτΕ 2889/2011 διαχειριστές “Παιδικών Εξοχών”, δυνάμει σχετικής νομοθεσίας, καθώς και ΣτΕ 3824-26/1987 για ενεργούντες παρακράτηση φόρων και υποχρεούμενους να αποδίδουν στο δημόσιο ταμείο τα παρακρατηθέντα ποσά). Προσδιοριστικό στοιχείο της έννοιας του υπολόγου είναι δε, κατά τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, η απομενηθείσα σε αυτόν ή η ασκούμενη από αυτόν εξουσία προς διαχείριση χρημάτων κλπ, που ανήκουν στο Κράτος, σε ΟΤΑ ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ακόμη και όταν η διαχείριση λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση των περιγραφομένων στον νόμο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του ασκούντος τις πράξεις διαχείρισης· η υποχρέωση αυτή του υπολόγου να αποδίδει λογαριασμό για την άσκηση της σχετικής εξουσίας διαχείρισης είναι αυτόθροη συνέπεια της ιδιότητάς του. Δεν έχει, όμως, η χρήση του ως άνω όρου “ιδίως” την έννοια ότι και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία φυσικών ή νομικών προσώπων, η οποία λαμβάνει οικονομικές παροχές από δημόσιους πόρους και καθίσταται, με την ιδιότητα του ωφελούμενου διοικούμενου, δικαιούχος των παροχών αυτών, εξομοιώνεται με δημόσιο υπόλογο και υπάγεται στην ως άνω ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ μόνου του λόγου ότι ως δικαιούχος υπόκειται, κατά νόμον, σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο, κατά την διάθεση των παροχών που έλαβε, στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής του ή και άλλης δραστηριότητας, όπως π.χ. μη κερδοσκοπικής, προκειμένου οι παροχές να διατίθενται για την εξυπηρέτηση των συναφών δημοσίων σκοπών (βλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, πρβλ. ΣτΕ 1414/2000). Τέλος, κατά πάγια νομολογία, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εισάγονται μόνο αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια διατάξεων τυπικών νόμων, όχι δε και αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια συνταγματικών διατάξεων (βλ. ΑΕΔ 38/1989, 19/1990, 5/1995, ΣτΕ 603-604/2008 Ολομ), η κρίση δε περί της φύσεως της διαφοράς ως κριτηρίου για τη διάκριση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων δεν εξαρτάται από την ερμηνεία του νόμου, αλλά ανάγεται στο ίδιο το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 294-98/1995, 495-98/1994, 3194-97/1993, 1771-72/1993, 1759-67/1993, 381-82/1993, 2295-96/1992, 1170/1992, 396-7/1992, 3234-38/1991, 816/1991 κ.ά.) και στις διατάξεις του περί καθορισμού της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 4288/1980 Ολομ).

[…]

18. Επειδή, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου συνάγονται τα ακόλουθα: Δυνάμει της εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και της αρχής της επικουρικότητας, ο τομεακός κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, όπως εξειδικεύθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΚ) 1828/2006 της Επιτροπής, θέσπισε ένα αποκεντρωμένο σύστημα εφαρμογής και ελέγχου των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΕΕ]. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, τα κράτη μέλη έχουν την “πρωταρχική ευθύνη” για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα ως άνω Ταμεία πράξεων, οι οποίες εντάσσονται στα εγκεκριμένα επιχειρησιακά προγράμματα, καθώς και για τον έλεγχό τους (βλ. ιδίως άρθρα 11, 12, 70, 98 παρ. 1 και 65η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού 1083/2006, επίσης πρβλ. απόφαση ΔΕΕ της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, C-410/13, Baltlanta UAB κατά Λιθουανικού Δημοσίου, σκέψη 44, και αποφάσεις ΕλΣ 1337/2017, 674/2016, 7513/2015). Ενόψει της ανατεθείσης, κατά τα ανωτέρω, στα κράτη μέλη ευθύνης και προς εκπλήρωση της σύμφυτης με αυτήν υποχρέωσης, ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε με τον ν. 3614/2007 πλέγμα ρυθμίσεων για τη συγκρότηση, σύμφωνα και με τα άρθρα 58 και 71 του Κανονισμού 1083/2006, συστήματος διαχείρισης και ελέγχου της χορηγούμενης από τα διαρθρωτικά Ταμεία χρηματοδοτικής συνδρομής αναπτυξιακών παρεμβάσεων, στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς της περιόδου 2007 – 2013. Οι διατάξεις του ως άνω νόμου απέβλεψαν στην οργάνωση των αναγκαίων διαδικασιών για την αποτελεσματική και σύμφωνη με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων από τα διαρθρωτικά Ταμεία (καθώς και από το Ταμείο Συνοχής) επιχειρησιακών προγραμμάτων, προκειμένου να επιτευχθούν οι καθοριζόμενοι στόχοι αναπτυξιακής στρατηγικής, κατά τις προβλέψεις του ως άνω κανονισμών 1083/2006 και 1828/2006. Με τις προβλέψεις αυτές των τομεακών κανονισμών σκοπείται και η διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης των διατιθέμενων από τα διαρθρωτικά Ταμεία πόρων, η οποία συντελεί στην προσήκουσα εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της ΕΕ και, εντεύθεν, στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 26ης Μαΐου 2016, C-260/14 και C-261/14, Νομοί Neamt και Bacau Ρουμανίας κατά Υπ. Περιφερειακής Ανάπτυξης και Δημόσιας Διοίκησης της Ρουμανίας, σκέψεις 34 επ.). Ενόψει δε των οριζομένων σχετικώς στους εν λόγω κανονισμούς, ο ν. 3614/2007 διέλαβε ρυθμίσεις, προσδιοριζόμενες ειδικότερα με τις κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, περί των αρμοδίων για την εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων αρχών, μεταξύ των οποίων η “Διαχειριστική Αρχή”, ο “Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης”, η “Αρχή Πιστοποίησης” και η “Αρχή Ελέγχου”, καθώς και ρυθμίσεις περί των καθηκόντων τους, με γνώμονα την διάθεση των κονδυλίων για την πραγμάτωση των στόχων του κανονισμού και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ (βλ. άρθρα 42, 59-62 κανονισμού 1083/2006 και 3-5, 13, 15-16 ν. 3614/2007). Περαιτέρω, κατά τα προβλεπόμενα στον δημοσιονομικό κανονισμό (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 1605/2002 του Συμβουλίου, όπως και στον, ομοίου αντικειμένου, νεώτερο κανονισμό (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 14 (παρ. 1) του τομεακού κανονισμού 1083/2006, ο γενικός προϋπολογισμός της ΕΕ εκτελείται υπό καθεστώς “επιμερισμένης διαχείρισης”, με τη μεταβίβαση δηλαδή των εκτελεστικών καθηκόντων της Επιτροπής στα κράτη μέλη, όσον αφορά τις παρεμβάσεις των διαρθρωτικών Ταμείων (βλ. άρθρα 53 στοιχείο β, 53β παρ. 1-4 κανονισμού 1605/2002 και αντίστοιχα άρθρα 58 παρ. 1 στοιχείο β, 59 κανονισμού 966/2012). Ορίζεται, συναφώς, ότι το κράτος-μέλος ασκεί τα μεταβιβαζόμενα ανωτέρω καθήκοντα σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (βλ. άρθρα 27 παρ. 1, 48 κανονισμού 1605/2002 και αντίστοιχα άρθρα 30 παρ. 1, 53 παρ. 1, 2 κανονισμού 966/2012, καθώς και άρθρο 14 παρ. 2 κανονισμού 1083/2006). Στο πλαίσιο δε της επιμερισμένης διαχείρισης και ενόψει της ρητής αναγνώρισης φορέων επιφορτισμένων με διαχειριστικά καθήκοντα της χρηματοδοτικής συνδρομής, ο νεώτερος δημοσιονομικός κανονισμός 966/2012 προβλέπει τον ορισμό από τα κράτη-μέλη “οργανισμ[ών] που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση και τον έλεγχο των πόρων της Ένωσης”, καθώς και την εξουσία της Επιτροπής προς θέσπιση “λεπτομερ[ών] κανόν[ων] για την επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης μητρώου των αρμόδιων φορέων για τη διαχείριση και έλεγχο των κονδυλίων της Ένωσης”· στον ίδιο, εξ άλλου, κανονισμό η έννοια του χρηματοδοτούμενου “δικαιούχου” και “αποδέκτη” προσδιορίζεται αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή να συναρτάται προς την άσκηση διαχειριστικών καθηκόντων (βλ. άρθρα 2 στοιχεία ζ, ηα και 59 παρ. 2 περ. α, 3, 4, 5, 8). Στο κατά τα άνω καθοριζόμενο πλαίσιο, το κράτος μέλος ασκεί, μεταξύ άλλων, τα διαχειριστικά καθήκοντα κάθε επιχειρησιακού προγράμματος δια της προς τούτο οριζόμενης διαχειριστικής αρχής, η οποία, όπως ειδικώς προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3614/2007, “είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου … και την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης”. Είναι, επίσης, επιτρεπτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων της ως άνω αρχής σε οριζόμενο ενδιάμεσο φορέα διαχείρισης, ο οποίος, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3614/2007, ενεργεί σε ό,τι αφορά δικαιούχους πράξεων “για λογαριασμό και υπό την ευθύνη” της διαχειριστικής αρχής, που έχει, κατά την παράγραφο 7 του αυτού άρθρου 4, “την τελική ευθύνη έναντι της Επιτροπής” [η διαχείριση των περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων έχει ανατεθεί, με το άρθρο 6 του ως άνω ν. 3614/2007, σε “Ενδιάμεσες Διαχειριστικές Αρχές”]. Περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω, ρυθμίσεις σχετικές με τη διαχείριση και τον έλεγχο πόρων προερχόμενων από την ΕΕ έχει διαλάβει ο εθνικός νομοθέτης και στους νόμους 2362/1995 και 4270/2014, αποδίδοντας στους διαχειριστές των εν λόγω πόρων την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου (“υπόλογοι διαχειριστές”, βλ. άρθρα 105 ν. 2362/1995 και 124 ν. 4270/2014).

19. Επειδή, από τις αυτές διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου συνάγονται, επίσης, τα εξής: Ενόψει της απορρέουσας από τις ρυθμίσεις των κανονισμών 1083/2006 και 1828/2006 ευθύνης του, το κράτος μέλος υποχρεούται να οργανώσει αξιόπιστο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, το οποίο να εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την επιτυχή εκτέλεση των επιμέρους ενεργειών, την πρόληψη και διόρθωση των παρατυπιών καθώς και την ακύρωση, σε περίπτωση παράτυπων δαπανών, του συνόλου ή μέρους της δημόσιας, ενωσιακής και εθνικής, συνεισφοράς επιχειρησιακού προγράμματος, μέσω της επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων, και την ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων πόρων από τους φορείς (δημόσιους ή ιδιωτικούς /φυσικά ή νομικά πρόσωπα), στους οποίους διατέθηκαν. Προκειμένου να επιτελέσει την ανωτέρω, ουσιώδους σημασίας, λειτουργία του, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού 1083/2006, όπως αυτές εξειδικεύθηκαν με τον κανονισμό 1828/2006 (βλ. αντιστοίχως, άρθρα 58 στοιχείο ζ, 60 στοιχείο στ και άρθρο 15, πρβλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, της 18ης Ιουνίου 2010, Τ-549/08, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 47), το θεσπιζόμενο με τον ν. 3614/2007 σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, προσδιοριζόμενο ειδικότερα με την και κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθείσα 14053/ΕΥΣ1749/2008 υπουργική απόφαση, διασφαλίζει “επαρκή διαδρομή ελέγχου”, η οποία περιλαμβάνει όλα τα στάδια, από την αρχική διαδικασία αξιολόγησης της υπό ένταξη στο επιχειρησιακό πρόγραμμα πράξης μέχρι και την υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, καθώς και μετά την ολοκλήρωσή της, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να καλύπτεται κάθε στάδιο στο οποίο ενδέχεται να εμφιλοχωρήσει καταστρατήγηση των ρυθμίσεων που διέπουν την πράξη και, εντεύθεν, να θιγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Κατ’ εφαρμογή του εν λόγω συστήματος διαχείρισης και ελέγχου, υπόκειται σε ελέγχους και ο δικαιούχος, ως ο τελικός λήπτης της ενίσχυσης, με αντικείμενο την διακρίβωση της νομιμότητας, της κανονικότητας και της επιλεξιμότητας των πληρωτέων από πιστώσεις των χρηματοδοτούντων τις παρεμβάσεις διαρθρωτικών Ταμείων δαπανών, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή υλοποίηση των παρεμβάσεων και η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των οικείων πόρων. Τούτο δε, ενόψει της πρωταρχικής ευθύνης που φέρει το κράτος μέλος για τη διασφάλιση της σύννομης χρηματοδοτικής διαχείρισης των παρεμβάσεων των ως άνω Ταμείων, με την πιστοποίηση, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή, ότι οι δηλωθείσες προς αυτήν δαπάνες, ως ενδιάμεσες ή τελικού υπολοίπου πληρωμές στον δικαιούχο, είναι σύμφωνες με τις προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτήθηκε η παροχή της χρηματοδότησης, και αντιστοιχούν σε δαπάνες πράγματι διενεργηθείσες και προσηκόντως αποδεικνυόμενες, καθώς και ενόψει της ιδίας ευθύνης του κράτους μέλους προς επιστροφή πόρων της ΕΕ μη διατεθέντων για τους οικείους σκοπούς, όπως αναφέρεται και στις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων 2362/1995 και 4270/2014 (βλ. ανωτέρω). Παραλλήλως, ενόψει του αναπτυξιακού σκοπού της καταβαλλόμενης χρηματοδότησης, η προαναφερόμενη επέκταση του ελέγχου μέχρι και το τελευταίο στάδιο αξιοποίησης, από τον τελικό δικαιούχο, των ενωσιακών και εθνικών κονδυλίων αποβλέπει, επίσης, στη διασφάλιση ότι η χρηματοδότηση χορηγείται σε φορείς που έχουν σοβαρή πρόθεση συμμετοχής στην επιτυχή εκτέλεση των παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, με τήρηση των ενωσιακών και εθνικών αρχών περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση, χωρίς τη συνδρομή των τασσόμενων προς τούτο προϋποθέσεων, ενίσχυσης, η οποία αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα προς όφελος της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του λαβόντος, καθόσον η ενίσχυση αυτή καθιστά εφικτή την, υπό ευνοϊκότερους όρους, απόδοση των προσδοκώμενων οικονομικών και λοιπών αποτελεσμάτων του χρηματοδοτούμενου επενδυτικού σχεδίου. Όπως προκύπτει δε από τους κανονισμούς 1083/2006 και 1828/2006, το σύστημα συγχρηματοδοτήσεων των διαρθρωτικών Ταμείων ερείδεται στην προσήκουσα εκπλήρωση, από τον τελικό δικαιούχο της οικονομικής ενίσχυσης, υποχρεώσεων συναρτώμενων προς το δικαίωμα λήψης της προβλεπόμενης χρηματοδοτικής συνδρομής (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ: της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, C-410/13, Baltlanta UAB κατά Λιθουανικού Δημοσίου, σκέψεις 56-58, και της 13ης Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening …, σκέψη 56). Ειδικότερα, η κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων λήψη και διατήρηση οικονομικής ενίσχυσης συναρτάται άμεσα με την ανάληψη από τον δικαιούχο της υποχρέωσης τήρησης των χρηματοδοτικών όρων, που αναφέρονται στην απόφαση ένταξης της πράξης/χορήγησης της ενίσχυσης, καθώς και στην οικεία τυχόν σύμβαση, και της υποχρέωσης σύννομης εκτέλεσης της χρηματοδοτούμενης πράξης, οι υποχρεώσεις δε αυτές, ως ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου, αποτελούν προϋπόθεση για την χορήγηση και διατήρηση της ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση ΔΕΕ, της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 Ρ, CMV κατά Επιτροπής, σκέψη 86). Πράγματι, οι προερχόμενοι από την ΕΕ πόροι διατίθενται στους δικαιούχους των πράξεων υπό όρους και προϋποθέσεις, ώστε να διασφαλίζεται η χρησιμοποίησή τους προς υλοποίηση των πράξεων που επελέγησαν βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και, δια του τρόπου αυτού, προς επίτευξη των επιδιωκόμενων με την παρέμβαση των διαρθρωτικών Ταμείων σκοπών, όχι δε για να χρησιμοποιηθούν από τους δικαιούχους κατά βούληση, αποκλειστικώς προς επιδίωξη συμφερόντων μη εξυπηρετούντων και τους σκοπούς των Ταμείων. Στο ως άνω διαγραφόμενο πλαίσιο υλοποίησης της επιλεγείσης προς χρηματοδότηση πράξης, υπό την ευθύνη των οριζομένων από το κράτος μέλος διαχειριστικών και ελεγκτικών αρχών του επιχειρησιακού προγράμματος και με τη συμμετοχή του ελεγχόμενου δικαιούχου-λήπτη της χρηματοδότησης για την αποτελεσματική και σύμφωνη με τους κανόνες του ενωσιακού και εθνικού δικαίου υλοποίηση της πράξης, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η επιβολή του διοικητικού μέτρου της δημοσιονομικής διόρθωσης εις βάρος του δικαιούχου, εάν διαπιστωθεί “παρατυπία” αποδιδόμενη σε αυτόν, και η ανάκτηση του αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού.

20. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του τομεακού κανονισμού 1083/2006 και του εκδοθέντος προς εφαρμογή του κανονισμού 1828/2006, σε συνδυασμό με την σχετική εθνική νομοθεσία, ιδίως δε με τις διατάξεις του αναπτυξιακού ν. 3614/2007 και των νόμων 2362/1995 και 4270/2014 περί δημόσιου λογιστικού [βλ. τα άρθρα 105 και 124, αντιστοίχως, σύμφωνα με τα οποία οι διαχειριστές κοινοτικών πόρων/πόρων της ΕΕ θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις οικείες διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων], προκύπτει ότι διαχειριστές των διατιθέμενων πόρων της ΕΕ, όπως και εθνικών πόρων, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ προγραμματικής περιόδου 2007-2013 είναι οι οριζόμενες από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων αυτών αρχές, όπως η “Διαχειριστική Αρχή” και ο “Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης” ή άλλες αρχές που ορίζονται από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων τούτων, οι οποίες, ως ασκούσες την απονεμηθείσα σε αυτές από την νομοθεσία εξουσία διαχείρισης με την έκδοση σχετικών πράξεων διαχείρισης, θεωρούνται, και κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στα άρθρα 105 του ν. 2362/1995 και 124 του ν. 4270/2014, υπόλογοι για τη σύννομη διαχείριση των εν λόγω πόρων και ευθύνονται κατά τις διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων (πρβλ. και ΣτΕ 27/2019, 2886/2011, καθώς και τις προαναφερθείσες ΣτΕ 1621/2003, 1370/2004, 2548/2007, 4119/2012). Αντιθέτως, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, κατά τις αυτές ως άνω διατάξεις, στο σύστημα εφαρμογής των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, οι τελικοί δικαιούχοι ενισχύσεων προερχόμενων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, κατά την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα Ταμεία πράξεων επιχειρησιακού προγράμματος, ήτοι των πράξεων που έχουν επιλεγεί προς χρηματοδότηση από την οικεία αρμόδια αρχή, δεν αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διαχείριση ενισχύσεων, με την έκδοση πράξεων διαχείρισης κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, και δεν αποτελούν, ως εκ τούτου, διαχειριστές πόρων της ΕΕ και, συνεπώς, ex lege δημοσίους υπολόγους. Το γεγονός ότι ο δικαιούχος, π.χ. ο επιχειρηματικός φορέας -φυσικό ή νομικό πρόσωπο- που επελέγη προς χρηματοδότηση, καθίσταται, ως λήπτης της χρηματοδότησης, αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε ό,τι αφορά την ορθή και σύννομη υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της χρηματοδοτούμενης πράξης, δεν τον καθιστά διαχειριστή πόρων της ΕΕ και δεν του προσδίδει την ιδιότητα του υπολόγου. Συνακολούθως, ο καταλογισμός εις βάρος του δικαιούχου-λήπτη της ενίσχυσης ορισμένου ποσού, ως αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος, δεν αποτελεί καταλογισμό σε βάρος δημοσίου υπολόγου, οι δε σχετικές πράξεις δεν αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασμών δημοσίου υπολόγου και δεν ανήκουν στην ειδική, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ του Συντάγματος [βλ. και άρθρο 80 του ν. 4129/2013], δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς εκδίκαση των ρητώς προσδιοριζόμενων στο Σύνταγμα διοικητικών διαφορών (πρβλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, 316/2012, 495/2011, 2897/2014, πρβλ. και ΣτΕ 1414/2000). Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την επιφύλαξη ότι δεν συντρέχει περίπτωση υπαγωγής του δικαιούχου – λήπτη της ενίσχυσης στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εφαρμογή των αυτών συνταγματικών διατάξεων, βάσει του καθεστώτος που τον διέπει ως προς διαφορές ανακύπτουσες από τον έλεγχο [προληπτικό και κατασταλτικό] των λογαριασμών του, όπως συμβαίνει όταν λήπτης της ενίσχυσης είναι το Δημόσιο, οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου ή δεύτερου βαθμού, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή άλλο νομικό πρόσωπο, ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών του οποίου έχει υπαχθεί, με ειδική διάταξη νόμου, στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον και οι φορείς αυτοί ενδέχεται να περιλαμβάνονται στους δικαιούχους πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 2176/2002 Ολομ, 449/2004).

21. Επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε [βλ. ανωτέρω σκ. 4], οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου ενόψει και της επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις ΕλΣ 2128/2017, 1412/2017, 230/2017, 1982/2016, 1699/2016, 7574/2015 και 7513/2015, μνεία των οποίων γίνεται στην παραπεμπτική, το ΕλΣ δέχθηκε ότι υπάγονται στην δικαιοδοτική του αρμοδιότητα διαφορές με αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεων δημοσιονομικής διόρθωσης για τον καταλογισμό σε τελικούς δικαιούχους ορισμένων ποσών, που τους καταβλήθηκαν ως επιχορήγηση για πράξεις ενταγμένες σε διάφορα επιχειρησιακά προγράμματα (ΕλΣ 2128/2017: τελικός δικαιούχος ανώνυμη εταιρεία, ΕλΣ 1412/2017: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο – ατομική επιχείρηση, ΕλΣ 230/2017: τελικός δικαιούχος αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, ΕλΣ 1982/2016: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο, ΕλΣ 1699/2016: τελικός δικαιούχος ανώνυμη εταιρεία, ΕλΣ 7574/2015 τελικός δικαιούχος ομόρρυθμη εταιρεία, ΕλΣ 7513/2015: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο – ατομική επιχείρηση). Εξ άλλου, με την μεταγενέστερη 1951/2020 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθ’ ερμηνεία και των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1 και 98 του Συντάγµατος, κρίθηκε ότι “δεν αποκλείεται η ανάθεση [στο ΕλΣ] της εκδικάσεως και άλλων κατηγοριών διαφορών ή υποθέσεων πέραν αυτών που ρητώς αναφέρονται στο Σύνταγμα”, ότι “οι διαφορές ή υποθέσεις που μπορεί να ανατίθενται διά νόμου στο Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει πάντως να είναι συναφείς προς αυτές που διά ρητής συνταγματικής διατάξεως έχουν ανατεθεί σε αυτό ή να προσιδιάζουν στη φύση και τον χαρακτήρα του ως δημοσιονομικού δικαστηρίου” και ότι τέτοιες διαφορές ή υποθέσεις “είναι κυρίως αυτές που προκύπτουν από την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και αυτές που συνάπτονται με τον έλεγχο όσων υπόκεινται σε δημόσια λογοδοσία ή ευθύνονται σε αποζημίωση λόγω μη τήρησης δημόσιας υποχρέωσης αυτών” [σκ. 36 – 37], περαιτέρω δε κρίθηκε ότι “κάθε ιδιωτικός οργανισμός, φορέας ή επιχείρηση καθιστάμενοι λόγω της ένταξής τους σε επιχειρησιακό πρόγραμμα υπόχρεοι δημόσιας λογοδοσίας αποκτούν κατά το μέρος που υπόκεινται στη λογοδοσία αυτή την ιδιότητα του υπολόγου” [σκ. 40] και εκδικάσθηκε έφεση ασκηθείσα από τελικό δικαιούχο, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, κατά πράξης επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης για ποσό προερχομένο από χρηματοδότηση στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013.

22. Επειδή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες εν προκειμένω πράξεις, με τις οποίες επιβλήθηκε εις βάρος της αιτούσας εταιρείας, ως ιδιώτη τελικού δικαιούχου, δημοσιονομική διόρθωση για ποσό επιχορήγησης αχρεωστήτως ή και παρανόμως καταβληθέν σε αυτήν, με την αιτιολογία ότι η δαπάνη για την οποία της καταβλήθηκε το εν λόγω ποσό δεν είναι “επιλέξιμη”, κατά τα κριτήρια της οικείας νομοθεσίας, και αποφασίσθηκε η ανάκτηση του επίμαχου ποσού από την λαβούσα δικαιούχο, υπόκεινται, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις που παρατίθενται στη σκέψη 8, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και όχι σε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον δεν υπάγονται στο αντικείμενο της κατά τις αυτές συνταγματικές διατάξεις ειδικής δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας (πρβλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, ΣτΕ 3498/2017, 2206/2017, 1196-97/2006, 2630/2005). Εφόσον δε η άνω κρίση περί της δικαιοδοσίας ανάγεται σε ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος [άρθρα 94 παρ. 1, 95 παρ. 1 και 98 παρ. 1 και 2, βλ. ανωτέρω σκέψεις 8 και 9], δεν ανακύπτει ζήτημα παραπομπής της υπόθεσης στο ΑΕΔ. Εξ άλλου, διαφορές που γεννώνται από την προσβολή πράξεων, όπως οι επίδικες, ενόψει της ειδικής φύσης του νομοθετικού πλαισίου που τις διέπει, δεν υπάγονται, ως διαφορές ουσίας, στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. στ΄ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) και η περ. στ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), αλλά, όπως αναφέρθηκε, στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ (πρβλ. ΣτΕ 2288/2019 επτ, 2747/2019, 3498/2017, 2559/2017, 2204-06/2017, 1374/2016, 3932/2015, 3458/2015, 3084/2014, 2663-64/2014).

23. Επειδή, μετά την επίλυση, ως ανωτέρω, του παραπεμφθέντος ζητήματος, οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να αναπεμφθούν στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου προς περαιτέρω εκδίκαση.

Δ ι ά   τ α ύ τ α

Επιλύει το παραπεμφθέν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ζήτημα και

Αναπέμπει τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αιτιολογικό.

ΣΤΕ 1838/2020_Πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας – Πρόστιμο περί φορολογίας καπνού – Αρχή ne bis in idem

ΤΜΗΜΑ Β΄

3. Επειδή, στο άρθρο 67 παρ. 5 του ν. 2127/1993 “Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των… βιομηχανοποιημένων καπνών…” (Α΄ 48), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του εν προκειμένω εφαρμοστέου Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄ 265) με το άρθρο 184 παρ. 1 αυτού, ορίζεται ότι “1. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή … της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων… χαρακτηρίζοται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 περί τελωνειακού κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος…”. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 118 (παρ. 5), 142 (παρ. 2), 150 (παρ. 1 και 5) και 155 (παρ. 1 και 2) του ν. 2960/2001 συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας στοιχειοθετείται, όταν, κατά την εισαγωγή ειδών από την αλλοδαπή ή την εξαγωγή τους από την χώρα ή την κατ’άλλον τρόπο θέση στην κατανάλωση ειδών βαρυνομένων με δασμούς, τέλη και λοιπά δικαιώματα, το Δημόσιο απολέσει, συνεπεία διαφυγής της καταβολής τους, τους κατά νόμο οφειλομένους δασμούς, τέλη και φόρους που του ανήκουν. Περαιτέρω, συνάγεται ότι για την επιβολή της προβλεπομένης κυρώσεως, ήτοι του πολλαπλού τέλους, απαιτείται η τέλεση με δόλο των πράξεων ή παραλείψεων που συνιστούν την τελωνειακή παράβαση, ήτοι απαιτείται η γνώση του παραβάτη ή του συμμετέχοντος στην παράβαση ότι με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις το Δημόσιο θα αποστερηθεί από τους ανήκοντες σε αυτό δασμούς και λοιπές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, ότι η τέλεση της παραβάσεως πρέπει να διαπιστώνεται αιτιολογημένως από την επιβάλλουσα το πολλαπλό τέλος τελωνειακή αρχή και, επί αμφισβητήσεως, από τα διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ 3174/2017) και ότι η καταλογιστική πράξη είναι ανεξάρτητη από την παράλληλη κατά νόμο άσκηση ποινικής διώξεως καθώς και την εκδοθησομένη ποινική απόφαση. Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 89 του Κώδικα περί φορολογίας καπνού (β.δ. 13/16-4-1920, Α΄ 86), η κατοχή και πώληση σιγαρέττων, χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, συνιστά παράβαση τιμωρουμένη με πρόστιμο, το οποίο, εφ’ όσον συνδυάζεται με τελωνειακή παράβαση, επιβάλλεται από τον διευθυντή του αρμοδίου Τελωνείου, για την επιβολή δε της ως άνω κυρώσεως απαιτείται, ομοίως, η με δόλο τέλεση των πράξεων, οι οποίες συνιστούν την παράβαση της νομοθεσίας περί φορολογίας καπνού (ΣτΕ 3174-5/2017, 453/2016, 1406/2015, 200/2013 επταμ., 3776/1990).

4. Επειδή, εξ άλλου, κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. κατωτέρω παρατιθεμένη νομολογία), προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπομένη στο άρθρο 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 89) 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠ) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αρχή ne bis in idem, απαιτείται (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κυρώσεως, οι οποίες δεν συνδέονται στενώς μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως (ΣτΕ 359/2020 Ολομ., 801/2020, 1102-1104/2018 επταμ., 167/2017 και ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. αποφ. της 8.7.2019, 54012/10, Mihalache v. Romania, σκ. 97-98) και (δ) οι διαδικασίες να στρέφονται κατά του ιδίου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως. Συνακολούθως, η ως άνω αρχή αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία [ΣτΕ 801/2020, 1887, 951/2018 επταμ., 2987, 680, 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.- βλ. και αποφ. ΕΔΔΑ Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16.6.2009 (13079/03), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος της 30.4.2015 (3453/12, 42941/12 και 9028/13), Σισμανίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016 (66602/09) και Α and Β κατά Νορβηγίας της 15.11.2016 (24130/11 29758/11)].

5. Επειδή, περαιτέρω, όπως ομοίως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 359/2020 Ολομ. και 801/2020 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), η ανωτέρω αρχή ne bis in idem αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η αρχή αυτή έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενώσεως (2000/C 364/01), βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ενώσεως δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου κατά την θέσπιση και επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της ενωσιακής τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας και έχει ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Επομένως, σε υπόθεση επιβολής -προς αποτροπή και καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας- “ποινικής” φύσεως διοικητικών προστίμων σημαντικού ύψους, όπως το ένδικο πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας, δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της σχετικής διοικητικής δίκης μετά την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση, είτε αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυναμένη να καταστείλει την διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό.

6. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατόπιν υιοθετήσεως, κατ’ ουσίαν, της παρατεθείσης στις σκέψεις 4 και 5 ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ και 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενώσεως, κρίθηκε ότι, όταν το διοικητικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο υποθέσεως λαθρεμπορίας, διαπιστώσει ότι η αντίστοιχη διαδικασία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου (επί ταυτότητας αδικημάτων, ήτοι επί ταυτοσήμων ή ουσιωδώς ομοίων πραγματικών περιστατικών, στα οποία εμπλέκεται ο ίδιος δράστης και τα οποία έχουν ενότητα τόπου και χρόνου, ανεξαρτήτως του νομικού τους χαρακτηρισμού) έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, καταδικαστική ή αθωωτική, υποχρεούται όχι να δεσμευθεί εν μέρει από αυτή ούτε να την συνεκτιμήσει αλλά, εκ τούτου και μόνον, να ακυρώσει το επιβληθέν από την τελωνειακή αρχή πολλαπλό τέλος. Βάσει των ανωτέρω, έκρινε, περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι με την περιγραφείσα στην σκέψη 1 ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής αποδόθηκε στον αναιρεσίβλητο η παράβαση ότι ως οδηγός φορτηγού οχήματος με επικαθήμενο όχημα μεταχειρίσθηκε, σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη του οχήματος Α.Μ., τέχνασμα, με σκοπό να μεταφέρουν στην αλλοδαπή, με πλοίο με προορισμό την Ιταλία, χωρίς την προηγουμένη καταβολή των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, 7.824 κούτες σιγαρέτων, τα οποία είχαν προμηθευθεί από αγνώστους χωρίς παραστατικά νόμιμης κατοχής και τα οποία είχαν κρύψει σε ειδικά διαμορφωμένη κρύπτη εντός του επικαθημένου οχήματος. Οπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο ήδη αναιρεσίβλητος προέβαλε “με την προσφυγή” ότι η ως άνω πράξη είναι ακυρωτέα ως αντικειμένη, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, “καθ’ όσον κρίθηκε συνυπαίτιος τελέσεως λαθρεμπορίας… παρά την αθώωσή του για το αυτό αδίκημα” με την 174/15-1-2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, “η οποία κατέστη αμετάκλητη, αφού σύμφωνα με την 2377/17-12-2015 βεβαίωση του γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πατρών δεν ασκήθηκε εναντίον της, μέχρι τις 16-12-2015, κανένα ένδικο μέσο”, ο δε αναιρεσίβλητος “προσκόμισε προσηκόντως [και] την ως άνω ποινική απόφαση και [την οικεία] βεβαίωση”. Σχετικώς έκρινε το δικαστήριο της ουσίας ότι τα ένδικα ποσά (πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας και η κατ’ άρθρο 87 παρ. 1 περ. ε΄ του Κώδικα Νόμων περί φορολογίας καπνού χρηματική κύρωση) επιβλήθηκαν λόγω συμμετοχής του αναιρεσιβλήτου στην κατοχή χωρίς νόμιμα παραστατικά και μεταφορά στο εξωτερικό σιγαρέττων χωρίς την προηγουμένη καταβολή των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ότι η προαναφερθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αφορά στην αυτή παράβαση, συγκροτουμένη από τα αυτά πραγματικά περιστατικά, ότι, συνεπώς, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και, συνακολούθως, το δικαστήριο, μετά την ως άνω αμετάκλητη αθώωση του αναιρεσιβλήτου, οφείλει να ακυρώσει την ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής ως προς αμφότερα τα ως άνω ποσά.

7. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι κατά παράβαση των άρθρων 5, 68 και 79 παρ. 5 του κυρωθέντος με τον ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έκρινε το δικαστήριο της ουσίας παραδεκτό τον προβληθέντα με υπόμνημα (με το οποίο κατά νόμο μόνον ανάπτυξη λόγων ήδη προβληθέντων δύναται να γίνει), και όχι με το κύριο δικόγραφο της προσφυγής, ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου περί παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem. Ούτε, όμως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιέχει οιαδήποτε ερμηνεία των ως άνω διατάξεων ούτε ο υπό κρίση λόγος ανάγεται σε οιοδήποτε νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία κανόνα δικαίου αλλά αφορά, κατ’ ουσίαν, σε εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου των υποβληθέντων ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου δικογράφων. Επομένως, δεν μπορεί, κατά τούτο, να τεθεί ζήτημα αντιθέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε, επικουρικώς, ζήτημα ελλείψεως σχετικής νομολογίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το Δημόσιο προς θεμελίωση του παραδεκτού.

8. Επειδή, εξ άλλου, το Δημόσιο είχε προβάλει με το έγγραφο των απόψεών του προς το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι η αθώωση του αναιρεσιβλήτου είχε χωρήσει “λόγω αμφιβολιών”, συναφώς δε ήδη προβάλλει κατ’αναίρεση ότι “αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία δεν στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, ήτοι με την τέλεση ή μη της παραβάσεως, λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων που να δημιουργούν πλήρη βεβαιότητα στον ποινικό δικαστή, αλλά χωρεί λόγω αμφιβολιών” δεν αποτελεί άνευ ετέρου λόγο ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως δυνάμει της αρχής ne bis in idem αλλά το διοικητικό δικαστήριο οφείλει μόνον να συνεκτιμήσει την ως άνω αθώωση, κατά τρόπο μη αποκλείοντα αιτιολογημένη διαφορετική κρίση, όπως ισχύει σε σχέση με το κατ’ άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, υπό το πρίσμα του οποίου είναι, κατά το αναιρεσείον, ερμηνευτέο το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Συνακολούθως, προβάλλεται ότι, εφ’ όσον η αθώωση του αναιρεσιβλήτου με την προαναφερθείσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εχώρησε εν προκειμένω λόγω αμφιβολιών, ήτοι “όχι αδιαστίκτως” και, μάλιστα, με διατύπωση μειοψηφίας, όφειλε το εν συνεχεία επιληφθέν διοικητικό δικαστήριο όχι να δεσμευθεί από την ως άνω ποινική απόφαση αλλά απλώς να συνεκτιμήσει αυτήν. Προς θεμελίωση του παραδεκτού προβάλλεται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τις 434 και 167/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην πρώτη, όμως, από τις ανωτέρω αποφάσεις ουδεμία ερμηνευτική κρίση ως προς την εν προκειμένω εφαρμοσθείσα αρχή ne bis in idem περιλαμβάνεται αλλά ερμηνεύεται μόνον το κατ’ άρθρο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, υπό την έννοια ότι “δεν υποχρεώνει το διοικητικό δικαστήριο να ακολουθήσει τις ουσιαστικές εκτιμήσεις του ποινικού”. Εξ άλλου, με την 167/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, στο πλαίσιο ερμηνείας της αρχής ne bis in idem, ότι “η αμετάκλητη απόφαση που ολοκληρώνει την μία ποινική διαδικασία πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως” και ότι, συνεπώς, δεν αποτελεί τέτοια “απόφαση” αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσεως της ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής του οικείου αδικήματος. Επομένως, με την τελευταία αυτή απόφαση δεν κρίθηκε εάν απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική λόγω αμφιβολιών και στην οποία περιελήφθη σχετική μειοψηφία, πληροί τις προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της αρχής ne bis in idem, με συνέπεια να μην υφίσταται ,ούτε από αυτή την άποψη, αντίθεση προς την ως άνω νομολογία, την οποία επικαλείται το αναιρεσείον, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι δικαστική κρίση εξενεχθείσα λόγω αμφιβολιών και με διατύπωση μειοψηφίας στηρίζεται, πάντως, σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, ήτοι με την τέλεση ή μη της παραβάσεως, όπως απαιτείται, προκειμένου να τεθεί ζήτημα παραβιάσεως της ανωτέρω αρχής. Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, εν πάση δε περιπτώσει και ως αβάσιμος.

9. Επειδή, με την 680/2017 (επταμ.) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σκέψεις 16 και 17 αυτής αλλά, ήδη, και ΣτΕ 359/2020 Ολομ., 801/2020), στην οποία περιέχεται, άλλωστε, η όμοια κρίση του ΕΔΔΑ (επί της υποθέσεως Α και Β κατά Νορβηγίας, αποφ. της 15-11-2016), κρίθηκε ότι, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η αρχή ne bis in idem, απαιτείται, μεταξύ άλλων, οι δύο ως άνω διαδικασίες να στρέφονται κατά του ιδίου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους χρονικά και τοπικά, ότι δεν απαγορεύεται, συνεπώς, η διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, και ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπ’ όψιν για να εξετασθεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως, (i) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς, (ii) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά τον νόμο και στην πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς, (iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η επανάληψη τόσο της συλλογής όσο και της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διαδράσεως μεταξύ των αρμοδίων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στην μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και (iv) εάν η κύρωση που επιβάλλεται στην διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπ’ όψιν στην διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθ’ ου υπερμέτρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό τη διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικά καταλογιζόμενων ποινών. Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι μη νομίμως η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση “δεν προέβη σε εκτίμηση του στενού ουσιαστικού και χρονικού δεσμού μεταξύ των δύο διαδικασιών, ποινικής και διοικητικής” με ανάλυση των σχετικών αντικειμενικών κριτηρίων και αντίκειται, κατά τούτο, στην προαναφερθείσα (από 15-11-2016) απόφαση του ΕΔΔΑ, “τα συμπεράσματα [της οποίας] υιοθετεί και η 680/2017 απόφαση του [Συμβουλίου της Επικρατείας]”. Ο υπό κρίση, όμως, λόγος αναιρέσεως, όπως διατυπώνεται από το Δημόσιο, δεν ανάγεται σε οιοδήποτε νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία κανόνα δικαίου αλλά αναφέρεται σε πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς την μη ορθή εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία συναρτάται με το πραγματικό της συγκεκριμένης υποθέσεως και ως προς την οποία, συνεπώς, δεν νοείται αντίθεση σε νομολογία, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου προβαλλομένου, προς θεμελίωση του παραδεκτού, ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Εν πάση δε περιπτώσει, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται στην σκέψη 6, δεν αφίσταται της δοθείσης από την 680/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και από την ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ ερμηνείας της αρχής ne bis in idem ως προς την ανάγκη υπάρξεως ταυτότητας αδικημάτων από πλευράς ουσιαστικής και χρονικής, με συνέπεια να μην ανακύπτει ζήτημα οιασδήποτε αντιθέσεως.

10. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος του αναιρεσιβλήτου χρηματική κύρωση των άρθρων 87 παρ. 1 και 89 του Κώδικα περί φορολογίας καπνού δεν αποτελεί “ποινή” κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, ουδόλως συνέχεται με την παραβατική συμπεριφορά της λαθρεμπορίας και, συνακολούθως, τυχόν κίνηση ποινικής διώξεως σε βάρος του παραβάτη της λαθρεμπορίας ουδόλως επηρεάζει την ως άνω διοικητική κύρωση εξ απόψεως της αρχής ne bis in idem. Προς θεμελίωση του παραδεκτού το Δημόσιο επικαλείται έλλειψη σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ. Ο λόγος αυτός είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι με τις 3174 και 3175/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας επί υποθέσεων επιβολής τόσο πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας όσο και της ως άνω επίμαχης κυρώσεως, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 6.12.2017, δηλαδή μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως (21.9.2017), έγιναν δεκτές αιτήσεις αναιρέσεως των φερομένων ως παραβατών, και δη λόγω παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem, και, περαιτέρω, κατόπιν εκδικάσεως των προσφυγών τους από το αναιρετικό Δικαστήριο λόγω εκκαθαρισμένου πραγματικού, ακυρώθηκαν για τον ίδιο ως άνω λόγο οι οικείες πράξεις της τελωνειακής αρχής.

11. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

[…]