logo1

ΣτΕ Ολ 380/2024

Διακοπή της προθεσμίας ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως με την υποβολή διοικητικής προσφυγής κατά τα αρθ. 227επ. ν. 3852/2010 και 151επ. ν. 3463/2006. Μεταβολή νομολογίας σχετικά με προϋπόθεση παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

ΣτΕ Ολ 380/2024

Πρόεδρος: Ε. Νίκα,  Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Μ. Αθανασοπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας

1. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την  έναρξη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο διοικητική προσφυγή νομιμότητας κατά τα αρθ. 227επ. του ν. 3852/2010 και 151επ. του ν.3463/2006 (ΚΔΚ) διακόπτει την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, είναι αυτό της υποβολής της προσφυγής και όχι της περιελεύσεως της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης και των στοιχείων έκδοσής της στο αρμόδιο να αποφανθεί της προσφυγής όργανο. Η εν λόγω περιέλευση αποτελεί το εναρκτήριο γεγονός για τον υπολογισμό της αποκλειστικής προθεσμίας αποφάνσεως επί προσφυγής τόσο του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης όσο και της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ΚΔΚ. Η λύση αυτή υπαγορεύεται και δικαιολογείται από την ανάγκη ύπαρξης σταθερών και ευχερώς μετρήσιμων χρονικών σημείων υπολογισμού της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως, μη συναρτωμένων με αβέβαια περιστατικά, και τούτο για τη διευκόλυνση της  παροχής έννομης προστασίας, χωρίς, παραλλήλως, να περιορίζεται  ο χρόνος εντός του οποίου δύναται εν τοις πράγμασι να επιτευχθεί διοικητική διευθέτηση της υποθέσεως (μειοψ.). 

2. Αν και η μεταβολή νομολογίας επί ζητήματος που συνδέεται με προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως δεν δύναται να αντιταχθεί στον διάδικο εκείνον, ο οποίος την άσκησε παραδεκτώς σύμφωνα με τη νομολογία που κρατούσε κατά το κρίσιμο, εκάστοτε, χρονικό διάστημα (συνυπολογιζομένου, πάντως, και ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως που εισάγει την εν λόγω μεταβολή), τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω, η δε κρινόμενη αίτηση είναι, υφ’οιανδήποτε εκδοχή, απορριπτέα ως εκπρόθεσμη (μειοψ).

ΣτΕ Δ΄ 1210/2024

Έκταση αρμοδιότητας της ΕΑΔΗΣΥ για την εξέταση αιτιάσεων προδικαστικών προσφυγών επί επιστημονικών-τεχνικών ζητημάτων

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Με τις ανωτέρω αποφάσεις κρίθηκαν τα εξής: Η ΕΑΔΗΣΥ, επικουρούμενη στο έργο της από ειδικό επιστημονικό προσωπικό (βλ. άρθρο 357 παρ. 2 και 3 του ν. 4412/2016, όπως ισχύει) έχει την ευχέρεια, και όχι την υποχρέωση, να προκαλεί την σύνταξη ειδικών εκθέσεων επί επιστημονικών-τεχνικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εξέταση προδικαστικών προσφυγών, τις οποίες δύναται να συνεκτιμά ως στοιχεία του φακέλου ή και να υιοθετεί τα πορίσματά τους εκφέροντας, εμμέσως με τον τρόπο αυτό, τεχνικές κρίσεις. Σε περίπτωση που όμως η ΕΑΔΗΣΥ, με σύνθεση αποτελούμενη από πρόσωπα που έχουν μόνο την ιδιότητα του νομικού, δεν λάβει από το επιστημονικό της προσωπικό σχετική ειδική έκθεση επί των τεχνικών-επιστημονικών ζητημάτων που ανακύπτουν επί συγκεκριμένης υποθέσεως η εξέταση των προδικαστικών προσφυγών  περιορίζεται  σε έλεγχο νομιμότητας των κρίσεων της αναθέτουσας αρχής, ο οποίος περιλαμβάνει τον έλεγχο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων της διακήρυξης και της συναφούς κείμενης νομοθεσίας, την επάρκεια της αιτιολογίας σε σχέση με τα στοιχεία του φακέλου των προσφορών και τους όρους της διακήρυξης και την εξέταση ισχυρισμών περί εκφοράς κρίσεων κατά πλάνη περί τα πράγματα από την αναθέτουσα αρχή. Στην ανωτέρω, δηλαδή, περίπτωση η εξέταση των προδικαστικών προσφυγών από την ΕΑΔΗΣΥ (με σύνθεση  από πρόσωπα που έχουν μόνο την ιδιότητα του νομικού) δεν δύναται να επεκταθεί στην έρευνα αμιγώς τεχνικών- επιστημονικών ζητημάτων και, συνακόλουθα, στην εκφορά ουσιαστικών τεχνικών-επιστημονικών κρίσεων καθ’ υποκατάσταση της αναθέτουσας αρχής.

ΣτΕ Γ΄ 190/2025

Υποχρέωση των διοικητικών δικαστηρίων κατά την εκδίκαση εκλογικών διαφορών των ΟΤΑ να ελέγχουν τα αναφερόμενα στην ένσταση ψηφοδέλτια προκειμένου να εκφέρουν αιτιολογημένη ουσιαστική κρίση επί της προβαλλόμενης πλημμέλειας

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

ΣτΕ Γ΄ 190/2025

Πρόεδρος:  Δ. Μακρής, Σύμβουλος της Επικρατείας

Εισηγητής: Ε. Αργυρός, Πάρεδρος

Με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου επικυρώθηκαν τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών της 8ης Οκτωβρίου 2023. Ο πρώτος επιτυχών συνδυασμός, «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ – ΝΕΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ», έλαβε τρεις (3) έδρες στο συμβούλιο της Δημοτικής Κοινότητας Αγριάς. Ο αναιρεσίβλητος ανακηρύχθηκε πρώτος τακτικός σύμβουλος και ορίσθηκε πρόεδρος του συμβουλίου της εν λόγω Δημοτικής Κοινότητας, ο δε αναιρεσείων ανακηρύχθηκε δεύτερος τακτικός σύμβουλος. Με την ένστασή του κατά της προαναφερόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αφαιρεθούν από τον αναιρεσίβλητο σαράντα τέσσερις (44) σταυροί προτίμησης, οι οποίοι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του είχαν τεθεί στα αναφερόμενα στην ένστασή του ψηφοδέλτια από άλλα πρόσωπα και όχι από τους εκλογείς, μετά το άνοιγμα και τη διαλογή των ψηφοδελτίων, καθόσον διέφεραν ανά ψηφοδέλτιο από τον γραφικό χαρακτήρα των υπολοίπων τεθέντων σταυρών, ομοίαζαν δε ανά εκλογικό τμήμα μεταξύ τους. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η ένσταση του αναιρεσιβλήτου απορρίφθηκε, ως προς το κεφάλαιο αυτό, ως αόριστη, διότι δεν εμπεριείχε σαφή έκθεση του συνόλου των γεγονότων στα οποία θεμελιωνόταν, ειδικότερα δε διότι ο αναιρεσείων δεν προσδιόριζε ούτε κατονόμαζε το  πρόσωπο πλην του εκλογέα που, κατά τον ίδιο, επενέβη ευθέως και έθεσε σταυρούς προτίμησης υπέρ του αναιρεσιβλήτου επί των ανωτέρω ψηφοδελτίων και, μάλιστα, ανά συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο του αντίστοιχου Ε.Τ. Περαιτέρω, ο ως άνω λόγος ένστασης απορρίφθηκε ως αναπόδεικτος, διότι ο αναιρεσείων δεν εισέφερε κανένα στοιχείο προς απόδειξη των ισχυρισμών του, από την επισκόπηση δε των εκλογικών βιβλίων των προαναφερθέντων Ε.Τ. και, ειδικότερα από το βιβλίο πρακτικών της εφορευτικής επιτροπής, που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και το οποίο δεν προσβλήθηκε ως πλαστό, ουδόλως προέκυπταν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνονταν οι ισχυρισμοί του, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της μη καταγραφής από τους εντεταλμένους στην τήρηση της εκλογικής διαδικασίας οικείους δικαστικούς αντιπροσώπους οποιασδήποτε ένστασης. 

Με την 190/2025 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι με την ένστασή του ο αναιρεσείων είχε προσδιορίσει τα ψηφοδέλτια καθ’ όλα τα στοιχεία τους, την πλημμέλεια την οποία κατά τους ισχυρισμούς του έφεραν, καθώς και ότι η πλημμέλεια αυτή έλαβε χώρα σε ορισμένο στάδιο της διαδικασίας, ήτοι μετά το άνοιγμα και τη διαλογή των ψηφοδελτίων. Περαιτέρω, ο μη προσδιορισμός στην ένσταση αυτή του προσώπου, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, επενέβη ευθέως και έθεσε σταυρούς προτίμησης υπέρ του αναιρεσιβλήτου, δεν καθιστά τον λόγο της ένστασης αόριστο, περαιτέρω δε δεν είναι νόμιμη και η ειδικότερη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι δεν προέκυπταν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνονταν οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, από την επισκόπηση  των εκλογικών βιβλίων των προαναφερθέντων εκλογικών τμημάτων. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι το δικαστήριο της ουσίας, επιλαμβανόμενο της ένστασης όφειλε να προβεί σε εκτεταμένο έλεγχο όλων των αναφερομένων στην ένσταση ψηφοδελτίων προκειμένου να διαπιστώσει αν έλαβε χώρα η πλημμέλεια που προέβαλε ο αναιρεσείων, ήτοι ότι ορισμένοι σταυροί προτίμησης, που είχαν τεθεί υπέρ του αναιρεσιβλήτου επί των ως άνω επίμαχων ψηφοδελτίων, ήταν εμφανώς διαφορετικού γραφικού χαρακτήρα από τους υπόλοιπους σταυρούς του αυτού ψηφοδελτίου και, επομένως, δεν τέθηκαν από τον εκλογέα αλλά εκ των υστέρων από άλλο πρόσωπο· τούτο δε προκειμένου το δικάσαν διοικητικό πρωτοδικείο να εκτιμήσει τη βασιμότητα ή μη των σχετικών λόγων της ένστασης του αναιρεσείοντος εκφέροντας ιδία αιτιολογημένη ουσιαστική κρίση, καθώς και την τυχόν ανάγκη συμπλήρωσης των αποδείξεων προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης περί της εγκυρότητας των επίμαχων ψηφοδελτίων. 

ΣτΕ Ολομ. 1911/2022

Οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν.4472/2017, με τις οποίες θεσπίστηκε το νέο μισθολόγιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. (βασικός μισθός και επιδόματα) αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, θα επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασης.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος Επικρατείας

Ι. Με την απόφαση 1911/2022 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, επί αγωγής μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι διατάξεις των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017 αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης με το ν. 4472/2017 επεδίωξε τον αριθμητικό περιορισμό των ειδικών μισθολογίων, όχι καταργώντας κάποια από αυτά, αλλά συνενώνοντας τα υφιστάμενα ειδικά μισθολόγια που, κατά την κρίση του, είχαν «ομοειδές αντικείμενο». Η συνένωση δε αυτή των μισθολογικών ρυθμίσεων που αφορούν τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., με εκείνες που αφορούν άλλες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων που δεν πληρούν τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ακαδημαϊκή ελευθερία, αυτοδιοίκητο Α.Ε.Ι.), οι οποίες δικαιολογούν την εφαρμογή της απορρέουσας από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., συνεπάγεται παραβίαση της αρχής αυτής.

Εξάλλου, ο νομοθέτης προκειμένου να επιτύχει τον εξορθολογισμό των χορηγούμενων με τα μισθολόγια αυτά αποδοχών, χρησιμοποίησε αρχές και κανόνες, όχι προσιδιάζοντες ειδικώς στις ιδιαιτερότητες κάθε μισθολογίου, αλλά κοινούς για όλα τα ειδικά μισθολόγια, συνισταμένους κυρίως στην διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, συνδεόμενου με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και με την ενεργό άσκησή τους, καθώς και στην κατάργηση του χρονοεπιδόματος και στη δημιουργία μισθολογικής κλίμακας ανά βαθμίδα, με μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Ως βάση δε για τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του μισθολογίου των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. χρησιμοποιήθηκε το ύψος των αποδοχών που οι τελευταίοι ελάμβαναν κατά την 31.12.2016, βάσει των σχετικών διατάξεων του ν. 4093/2012. Κρίσιμο και βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., στο πλαίσιο του νέου μισθολογίου, αποτέλεσε για τον νομοθέτη, προεχόντως, η διατήρηση του μισθολογίου αυτού ως δημοσιονομικά ουδετέρου, ενόψει της ανάγκης να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους πλέον του 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2021. Δηλαδή, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε σε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και με διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής), ο νομοθέτης αφενός μεν τα ρύθμισε στηριζόμενος σε κοινές αρχές και κοινούς κανόνες, αφετέρου δε τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να παραμείνει δημοσιονομικά ουδέτερο, στο πλαίσιο της ανάγκης για επίτευξη των τεθέντων δημοσιονομικών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα. Και ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη διαμόρφωση των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι, πλην τα δικαστήρια ασκώντας τον έλεγχο αυτό, δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας, από την άποψη της υποχρέωσης του νομοθέτη να μεταχειρίζεται  κατά διαφορετικό τρόπο καταστάσεις που δεν είναι όμοιες, και η αρχή της αναλογικότητας, από την άποψη της τήρησης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας δικαιωμάτων που απορρέουν από το Σύνταγμα. Για την τεκμηρίωση της τήρησης των παραπάνω αρχών θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. σε συνδυασμό με την εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών, αλλά και του γενικού κόστους διαβίωσης, με αναφορά στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, η οποία διαχρονικά διέπει τις αποδοχές τους και αποτελεί θεσμική εγγύηση για την άσκηση του λειτουργήματός τους, ως αναγνώριση της σημασίας της αποστολής τους, που αποβλέπει στην εξασφάλιση ενός επιπέδου διαβίωσης ανάλογου με το λειτούργημα τους, και με εξέταση των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής αυτής, όπως έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά. Θα έπρεπε, δηλαδή, να ληφθούν υπόψη η σημασία και οι συνθήκες άσκησης του λειτουργήματος των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., και η ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος, οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του νέου μισθολογίου στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, αλλά και στη λειτουργία των ιδίων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ενόψει της ανάγκης προσέλκυσης ατόμων που διαθέτουν αυξημένα προσόντα, το επίπεδο διαβίωσης, όπως αυτό διαμορφώνεται με το νέο μισθολόγιο, το οποίο, ναι μεν δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές κάθε κατηγορίας δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, καθώς και του πληθυσμού της χώρας εν γένει, για τους πανεπιστημιακούς λειτουργούς, όμως, πρέπει να είναι και ανάλογο με το κύρος του συγκεκριμένου λειτουργήματος το οποίο ασκούν, καθώς και οι σκοποί της επιδιωκόμενης μεταρρύθμισης και η προσφορότητα και αναγκαιότητα των επίμαχων ρυθμίσεων για την επίτευξή τους, δεδομένου ότι ο νομοθέτης, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος, προβαίνει μεν σε πλήρη αντικατάσταση του υφισταμένου συστήματος με τη θέσπιση ενός νέου μισθολογίου, επαναφέροντας, όμως, τις αποδοχές των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. σε επίπεδο ανάλογο των αποδοχών που είχαν μειωθεί με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν.4093/2012, εφόσον ως βάση υπολογισμού αυτών, αλλά και της προσωπικής διαφοράς λαμβάνονται οι αποδοχές που ελάμβαναν στις 31.12.2016. Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4472/2017, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής προκύπτει ότι κατά τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του μισθολογίου των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψιν και εκτιμήθηκαν ειδικώς, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της δημιουργίας δηλαδή ενός δημοσιονομικά ουδετέρου μισθολογίου, οι επιπτώσεις από τον, κατά τα ανωτέρω, επαναπροσδιορισμό των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι στη λειτουργία των Α.Ε.Ι., ούτε αν οι επιπτώσεις στη λειτουργία των Α.Ε.Ι. είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το επιδιωκόμενο όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να αναζητηθούν άλλα μέτρα, πέραν της δημιουργίας ενός δημοσιονομικώς ουδετέρου ειδικού μισθολογίου, έχοντα ως στόχο την επίτευξη του επιδιωκομένου πρωτογενούς πλεονάσματος, με μικρότερη επιβάρυνση για τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι παραμένουν, και μετά τον ως άνω επαναπροσδιορισμό τους, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4472/2017, ο δι’ αυτού επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι, λαμβανόμενος αθροιστικώς με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας,  καθώς και με τις προηγηθείσες μειώσεις του εισοδήματος των εναγόντων μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. με παράπλευρα νομοθετήματα της προηγηθείσας περιόδου της κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, την υπέρβαση του ορίου που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Μειοψήφησαν τρία μέλη του Δικαστηρίου και ένας Πάρεδρος, που υποστήριξαν ότι το νέο ειδικό μισθολόγιο, εντασσόμενο σε γενικότερο πλέγμα ρυθμίσεων, το οποίο συντελεί στην υιοθέτηση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και με το οποίο, πέραν του προβλεπόμενου μισθού, χορηγούνται επιδόματα συνδεόμενα με τα ειδικά καθήκοντα των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., διαφοροποιεί τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. από τους λοιπούς δημοσίους λειτουργούς, ανεξαρτήτως αν διαμορφώνεται πράγματι σε ικανοποιητικά επίπεδα εν όψει της φύσεως και της σημασίας του λειτουργήματός τους, μη εξικνούμενο, πάντως, μέχρι του σημείου να διακυβεύεται το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσής τους, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των γενικότερων οικονομικών συνθηκών, που επικρατούσαν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θεσπίστηκε το εν λόγω μισθολόγιο, η περαιτέρω δε εκτίμηση ως προς την ουσιαστική ορθότητα των εν προκειμένω νομοθετικών επιλογών εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου, κατά την κρίση δε μέτρων που άπτονται ευρύτερης οικονομικής ή μισθολογικής πολιτικής, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει αν υφίστανται άλλα προσφορότερα μέτρα για την ικανοποίηση των σχετικών αναγκών. 

ΙΙ. Περαιτέρω, με την ως άνω απόφαση κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 128 έως 131 και 155 του ν. 4472/2017, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, θα επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασης, κατά το άρθρο 50 παρ. 3 β του π.δ/τος 18/1989. Μειοψήφησε ένα μέλος του Δικαστηρίου, το οποίο υποστήριξε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της απόφασης, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος.

ΣτΕ Ολ. 1828/2023

Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ για άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για τυπικό λόγο. Τέτοιο τυπικό λόγο συνιστά και η έλλειψη υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Κ. Μαρίνου, Σύμβουλος Επικρατείας

Έννοια “τυπικού λόγου” άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ. Τέτοιο λόγο συνιστά και η απόρριψη προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο. Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η ως άνω διάταξη καθό μέρος προβλέπει δυνατότητα ασκήσεως δεύτερης προσφυγής κατά της αυτής πράξεως όταν η πρώτη απερρίφθη για τυπικό λόγο.

1. Ως απόρριψη προσφυγής για “τυπικό λόγο”, που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής, κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013, και την αντικατάστασή του από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014) νοείται κάθε περίπτωση -πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋποθέσεως ως απαράδεκτη, χωρίς να εξετασθεί κατά τη βασιμότητά της, εφόσον η έλλειψη αυτή, ως εκ της φύσεώς της, δύναται αντικειμενικώς να καλυφθεί με την εκ νέου άσκηση της προσφυγής.
Συνεπώς, η περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου της από δικηγόρο, μη εμπίπτουσα στις ως άνω εξαιρέσεις του νόμου, υπάγεται στην έννοια της απορρίψεως για τυπικό λόγο κατά την ανωτέρω διάταξη.
2. Η υπό του ως άνω άρθρου 70 παρ. 1 καθιέρωση δικαιώματος ασκήσεως δεύτερης προσφυγής δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, καθόσον σκοπός του νομοθέτη είναι να διασφαλισθεί πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και να επιτευχθεί το ενιαίο της αντιμετωπίσεως ενδίκων βοηθημάτων απορριφθέντων για τυπικό λόγο. Η ρύθμιση αυτή, αν και φαίνεται καταρχήν να επιφέρει ρήγμα στην αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων, η οποία ισχύει στη διοικητική δικονομία, και η οποία, πάντως, συνιστά γενική αρχή του δικαίου, χορηγεί δικαίωμα επανασκήσεως της προσφυγής για την ουσιαστική πραγμάτωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συνισταμένης σε κρίση από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο της υπάρξεως ή μη δικαιώματος που απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Το γεγονός δε ότι η νομοθετική απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης προσφυγής δεν προσκρούει στις μνημονευθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, δεν έχει ως αυτόθροη συνέπεια ότι αντίκειται στις διατάξεις αυτές ρύθμιση επιτρέπουσα, και μάλιστα υπό προϋποθέσεις, την άσκηση δεύτερης προσφυγής μετά την απόρριψη της πρώτης. Εν προκειμένω δε, η άσκηση του δικαιώματος αυτού παρέχεται υπό αυστηρές και συγκεκριμένες προϋποθέσεις και εντός σύντομης προθεσμίας προκειμένου να μην ανατρέπεται η σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων μετά την πάροδο μακρού χρόνου, παραμένει δε, ακόμη και υπό τις προϋποθέσεις αυτές, εξαιρετική δικονομική δυνατότητα του διοικουμένου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, με το ως άνω περιεχόμενο, η ρύθμιση αυτή, ενόψει του σκοπού που υπαγόρευσε τη θέσπισή της, ήτοι της διασφαλίσεως του δικαιώματος κρίσεως της υποθέσεως του διαδίκου επί της ουσίας σε πρώτο βαθμό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την αρχή του κράτους δικαίου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να οδηγήσει, χωρίς αποχρώντα λόγο ο οποίος εκτιμάται, κατ’ αρχήν, από τον νομοθέτη, σε ουσιώδη περιορισμό ή σε αδυναμία διαγνώσεως της υπάρξεως δικαιωμάτων των πολιτών. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας η ως άνω ρύθμιση αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. πρώτο του Συντάγματος, καθώς και στην κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παράγραφος 1 και 20 παράγραφος 1) υποχρέωση του νομοθέτη να διασφαλίζει αφενός την ισότητα στη δικονομική μεταχείριση των διαδίκων, αφετέρου την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας, καθώς και την ορθολογική προς τούτο οργάνωση και λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης κατά τα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος.

ΣτΕ 971/2022 Τμ.Β

Το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από παρεμπίπτουσα κρίση ποινικού δικαστηρίου σε διοικητικής φύσης ζήτημα (υπόθεση λαθρεμπορίας)

Πηγή: https://www.sakkoulas-online.gr/news/ste-971-2022-tm-v-to-dioikitiko-dik…

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της απόφασης 1048/2013 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατ’ αποδοχή εφέσεως του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η απόφαση 367/2009 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης, εκδικάσθηκε η προσφυγή των αναιρεσειόντων και απορρίφθηκε. Με την εν λόγω προσφυγή οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την ακύρωση της …/2005/10.8.2005 πράξης του Προϊσταμένου του Τελωνείου Φλώρινας, κατά το μέρος που με αυτήν α) ο δεύτερος αναιρεσείων, διευθύνων σύμβουλος της πρώτης, χαρακτηρίστηκε συνυπαίτιος λαθρεμπορίας πετρελαιοειδών, επιβλήθηκαν σε βάρος του πολλαπλό τέλος 11.553.200 δρχ., διαφυγόντες δασμοί και φόροι 5.750.411 δρχ. και κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεος για την καταβολή του συνολικού ποσού πολλαπλού τέλους, ύψους 90.986.490 δρχ., και του συνόλου των καταλογισθέντων διαφυγόντων δασμών και φόρων, ποσού 46.374.280 δρχ., β) η πρώτη αναιρεσείουσα εταιρεία κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεη, ως αστικώς συνυπεύθυνη, για την καταβολή του συνόλου των επιβληθέντων σε βάρος όλων των συμμετόχων πολλαπλών τελών και διαφυγόντων δασμών. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο διαμόρφωσε την κρίση του κατόπιν ειδικής συνεκτίμησης, μεταξύ άλλων, και αμετάκλητης ποινικής αθωωτικής απόφασης. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, η παρεμπίπτουσα κρίση του ποινικού δικαστηρίου για το διοικητικής φύσεως ζήτημα δεν παράγει δεδικασμένο ή/και δέσμευση για το διοικητικό δικαστήριο, το οποίο, επιλαμβανόμενο της διοικητικής διαφοράς από την επιβολή των διαφυγόντων δασμών και φόρων, κρίνει αυτοτελώς το ανωτέρω ζήτημα (διοικητικής φύσεως), κατ’ ενάσκηση της κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητάς του και βασιζόμενο στην ενώπιόν του αποδεικτική διαδικασία. Εν προκειμένω, το δικάσαν διοικητικό δικαστήριο δεν έθεσε εν αμφιβόλω την ορθότητα της απαλλακτικής κρίσης, στην οποία κατέληξε το ποινικό δικαστήριο μετά από παρεμπίπτουσα κρίση σχετικά με το διοικητικής φύσεως ζήτημα της ερμηνείας των διατάξεων του ν. 2123/1997 που διέπουν την επίδικη περίπτωση, αλλά, εν όψει της αυτοτέλειας και του διαφορετικού σκοπού της διοικητικής δίκης έναντι της ποινικής, εκτίμησε διαφορετικά από τον ποινικό δικαστή τα στοιχεία και περιστατικά της ενώπιόν του υπόθεσης, αναφορικά με το ζήτημα της ύπαρξης φορολογικής υποχρέωσης στο πλαίσιο της προπεριγραφείσας χρήσης του πετρελαιοειδούς. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος (και) ως αβάσιμος. Εξάλλου, η διά του υπομνήματος επίκληση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η εν λόγω παράγραφος ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, [«Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις […] αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, […], εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης»], και το αντίστοιχο αίτημα των αναιρεσειόντων προς το Δικαστήριο, να εφαρμόσει, «ως οφείλει» αυτεπαγγέλτως την ανωτέρω διάταξη, είναι, επίσης, απορριπτέα, διότι η νέα διάταξη δεν εφαρμόζεται ratione materiae στην αναιρετική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

ΣτΕ Ε΄ 725/2023

Μη δασικές οι φρυγανώδεις εκτάσεις.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/

Πρόεδρος: Π. Καρλή, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλος Επικρατείας

Με την 725/2023 απόφαση του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι κατά το Σύνταγμα και το νόμο, ως βλάστηση που προσδίδει σε ορισμένη έκταση δασικό χαρακτήρα με τις νόμιμες συνέπειες, δηλαδή ως δασική βλάστηση, νοείται η αποτελούμενη από άγρια ξυλώδη φυτά με τα χαρακτηριστικά του δέντρου ή του θάμνου. Επομένως, άλλης μορφής άγρια βλάστηση, έστω και ξυλώδης, η οποία, όμως, δεν αποτελείται από δέντρα και θάμνους, δεν εμπίπτει στη συνταγματική έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης, αν και ο κοινός νομοθέτης μπορεί να υπαγάγει εκτάσεις που καλύπτονται από άλλου χαρακτήρα βλάστηση, όπως η φρυγανώδης, πλήρως ή μερικώς και υπό τις προϋποθέσεις που κρίνει ο ίδιος νόμος, στη δασική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, η φρυγανώδης βλάστηση, όπως αυτή οριοθετείται εννοιολογικά από την επιστήμη, δεν αποτελεί δασική βλάστηση, αλλά χορτολιβαδική, και δεν συγκροτεί δασικό οικοσύστημα, ακόμη και αν έχει ξυλώδη κορμό, αφού ο κορμός αυτός δεν έχει τα χαρακτηριστικά που θα προσέδιδαν στο φυτό το χαρακτήρα θάμνου ή δέντρου.

ΔΠΘ 206/2022, ΙΕ Τμήμα (Προεδρική Διαδικασία)

Αίτημα χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας. Αρνητική απάντηση από τη Φορολογική Διοίκηση με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι ανυπόστατη διοικητική πράξη τόσο κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (άρθρο 16) όσο και κατά τον Ν. 4727/2020 (άρθρο 13).

Πηγή: https://ddikastes.gr/διοικητικό-πρωτοδικείο-θεσσαλονίκη-5/

(Προεδρική Διαδικασία)

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την 19η Ιουλίου 2022, με δικαστή τον Επαμεινώνδα Τρουλινό, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. και με γραμματέα την Αμαλία Σκιά, δικαστικό υπάλληλο,

Για  να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης ΠΡΠ1506/31.05.2022 προσφυγή, η οποία έχει λάβει τον ΕΑΥ 2022023189:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκης και για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιωάννης Μακρής, ο οποίος κατέθεσε δήλωση παράστασης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 133 του ΚΔΔ.

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε δια της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Ν.Σ.Κ. Δήμητρας Χατζή που κατέθεσε δήλωση παράστασης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 133 Κ.Δ.Δ..

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

  1. Επειδή, για την προσφυγή κατατέθηκε παράβολο ποσού 100 € (βλ. το με αριθμό 511190556952-1128-0028e-παράβολο). Μ’ αυτή ζητείται η ακύρωση της απόρριψης από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης της με αρ. πρωτ. 859364/20220510/4224/10.05.2022 αίτησης της προσφεύγουσας με την οποία η εταιρία ζήτησε να της χορηγηθεί αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για κάθε νόμιμη χρήση.
  2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999, Φ.Ε.Κ. τ. Α 45 ) ορίζει στο άρθρο 16 παρ. 1 ότι «Η διοικητική πράξη είναι έγγραφη, αναφέρει την εκδούσα αρχή και τις εφαρμοζόμενες διατάξεις, φέρει δε χρονολογία, καθώς και υπογραφή του αρμόδιου οργάνου. Στην ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται, επίσης, η τυχόν δυνατότητα άσκησης της, κατ’ άρθρο 25, ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, γίνεται δε μνεία του αρμόδιου για την εξέτασή της οργάνου, της προθεσμίας, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής της. Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες πληροφορίες της υπηρεσίας δεν μπορεί να παραγάγει συνέπειες σε βάρος του προσφεύγοντος. Η παράλειψη αναφοράς των εφαρμοζόμενων διατάξεων, καθώς και των κατά τη δεύτερη περίοδο στοιχείων, δεν επάγεται ακυρότητα της πράξης». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η οποία αποδίδει γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η διοικητική πράξη, η οποία δεν φέρει την υπογραφή του αρμόδιου για την έκδοσή της οργάνου, είναι ανυπόστατη (βλ. ΣτΕ [7/λης] 3149-3151/2017, 7ησκέψη, ΣτΕ 1747-1750/2021, 5ησκέψη), ενώ ανυπόστατη είναι και η διοικητική πράξη που δεν έχει αποτυπωθεί σε έγγραφο. Ωστόσο, παραδεκτά ασκείται κατά της ανυπόστατης διοικητικής πράξης αίτηση ακυρώσεως (ή προσφυγή), η οποία γίνεται δεκτή για λόγους ασφάλειας του δικαίου, δηλαδή για να μην εκτελεσθεί η πράξη (βλ. ΣτΕ [7/λης] 3149-3151/2017, 7η σκέψη, ΣτΕ 1747-1750/2021, 5η σκέψη). Περαιτέρω, με την με αριθμό 2282/2014 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε επί υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, κρίθηκε ότι, κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης, ερμηνευόμενης ενόψει της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, ναι μεν η διοικητική πράξη, πρέπει να φέρει την ημερομηνία έκδοσής της, διότι με βάση την χρονολογία αυτή κρίνεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που είναι ληπτέο υπόψη για την εγκυρότητά της, αλλά η έλλειψη του ως άνω στοιχείου, το οποίο είναι ουσιώδες και καταρχήν αναγκαίο για τη νομιμότητα της πράξης, δεν επάγεται ακυρότητα αυτής σε περίπτωση, κατά την οποία από το όλο περιεχόμενο της πράξης ή/και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης συνάγεται ότι αυτή εκδόθηκε μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών, ο δε καθορισμός της ακριβούς χρονολογίας έκδοσής της δεν ασκεί επιρροή στην ανεύρεση του κρίσιμου για την επίλυση της διαφοράς νομικού και πραγματικού καθεστώτος, το οποίο δεν μεταβλήθηκε ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες (βλ. 6η σκέψη της προαναφερόμενη απόφασης).
  3. Επειδή, περαιτέρω, ο Ν. 4727/2020 (Φ.Ε.Κ. τ. Α 184) ορίζει: στο άρθρο 2 ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως: […] 10. Δημόσια έγγραφα: όλα τα διοικητικά έγγραφα, όπως ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2690/1999 (Α` 45), ήτοι τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους, από τον καθ` ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία. Περιλαμβάνονται όλα τα διοικητικά έγγραφα. […] 30. Ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα: τα δημόσια έγγραφα που παράγονται από φορείς του δημόσιου τομέα με χρήση Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). […]», στο άρθρο 12 παρ. 2 ότι «Τα ηλεκτρονικά έγγραφα, δημόσια ή ιδιωτικά, εκδίδονται, διακινούνται και γίνονται αποδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως 18, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης» και στο άρθρο 13 ότι «1. Όλες οι διαδικασίες για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων από τους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως η σύνταξη, η προώθηση για υπογραφή, η θέση υπογραφής, η έκδοση, η χρέωση προς ενέργεια εισερχομένων εγγράφων, η εσωτερική και η εξωτερική διακίνηση, η πρωτοκόλληση, καθώς και η αρχειοθέτησή τους πραγματοποιούνται αποκλειστικά μέσω ΤΠΕ. 2. Τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα παράγονται είτε πλήρως αυτοματοποιημένα μέσω ειδικού πληροφοριακού συστήματος που συνθέτει κατάλληλα στοιχεία δεδομένων, είτε μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής γραφείου, είτε μέσω ψηφιοποίησης έντυπου εγγράφου. Τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα εκδίδονται σε μία από τις ακόλουθες μορφές: α) ως πρωτότυπα ηλεκτρονικά έγγραφα της παρ. 3, β) ως ηλεκτρονικά ακριβή αντίγραφα της παρ. 4, γ) ως ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα της παρ. 5. 3. Τα πρωτότυπα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα φέρουν: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα και β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του αρμόδιου οργάνου. 4. Τα ηλεκτρονικά ακριβή αντίγραφα φέρουν υποχρεωτικά: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα, β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του αρμόδιου για την έκδοση του αντιγράφου οργάνου, γ) την ένδειξη «ακριβές αντίγραφο» και δ) τα στοιχεία του οργάνου που υπέγραψε το έγγραφο ως τελικώς υπογράφων. 5. Τα ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα εκδίδονται από τους φορείς του δημόσιου τομέα μέσω ψηφιοποίησης ή αναπαραγωγής με χρήση ΤΠΕ έντυπων δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων που κατέχουν στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους. Τα ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα φέρουν: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του οργάνου που κάνει την ψηφιοποίηση ή αναπαραγωγή με χρήση ΤΠΕ σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο και γ) βεβαίωση ταύτισής τους με το έντυπο έγγραφο. […]. 6 […]». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4727/2020 συνάγεται ότι, πέραν του έγγραφου τύπου, που προβλέπει το άρθρο 16 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. η διοικητική πράξη μπορεί ν’ αποκτήσει νόμιμη υπόσταση και με τον ηλεκτρονικό τύπο. Σ’ αυτή την περίπτωση, η διοικητική πράξη εκδίδεται σε μία από τις μορφές που προβλέπει το άρθρο 13 του προαναφερόμενου νόμου και πρέπει με την κατάλληλη ηλεκτρονική διαδικασία να έχουν ενσωματωθεί σ’ αυτή -κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ακεραιότητα του περιεχομένου της διοικητικής πράξης- τ’ αναγκαία δεδομένα για την δημιουργία ηλεκτρονικής χρονοσφραγίδας (που υποκαθιστά την χρονολογία του έγγραφου τύπου) και ηλεκτρονικής σφραγίδας ή / και ηλεκτρονικής υπογραφής (που αντικαθιστά την υπογραφή του έγγραφου τύπου) κατά τις ειδικότερες διακρίσεις των παρ. 3 έως 5 του άρθρου 13 του Ν. 4727/2020. Εκ τούτων παρέπεται ότι η διοικητική πράξη που εκδίδεται με τον προαναφερόμενο ηλεκτρονικό τύπο για να είναι υποστατή πρέπει ν’ αναφέρει και την εκδούσα αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, εκτός αν η εκδούσα αρχή αποτυπώνεται με ευκρινές τρόπο στην ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα ή στην ηλεκτρονική σφραγίδα που έχει τεθεί.
  4. Επειδή,oΝ. 4174/2013 (Φ.Ε.Κ. τ. Α 170) ορίζει στο άρθρο 12, όπως ισχύει, ότι «1. Ο φορολογούμενος δύναται να ζητήσει αποδεικτικό ενημερότητας ισχύος μέχρι και δύο μηνών για την πραγματοποίηση πράξεων και συναλλαγών που ρητά ορίζονται. 2. Η Φορολογική Διοίκηση χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας, μόνο εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει οφειλές στη Φορολογική Διοίκηση από οποιαδήποτε αιτία και έχει υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις των τελευταίων πέντε ετών. 3. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας εάν ο φορολογούμενος έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε άλλη αρχή του δημόσιου τομέα. […]. 4. Κατά παρέκκλιση των οριζόμενων στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει […] οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή, δύναται να εκδοθεί αποδεικτικό ενημερότητας περιορισμένης ισχύος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα. […]. 5. Οι πράξεις και συναλλαγές για τις οποίες προσκομίζεται αποδεικτικό ενημερότητας, οι προϋποθέσεις χορήγησης του, οι τυχόν εξαιρέσεις από την υποχρέωση προσκόμισης του, οι οφειλές που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση του, οι φορολογικές δηλώσεις που απαιτείται να έχουν υποβληθεί για την έκδοση του αποδεικτικού, ο τύπος του, το περιεχόμενο, η διάρκεια ισχύος, τα ποσοστά παρακράτησης, τα τυχόν άλλα πρόσωπα τα οποία δύνανται να ζητούν και να λαμβάνουν το αποδεικτικό, τα όργανα έκδοσης του και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής ορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα. 6. Αν ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή μεταβίβαση ακινήτου και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 για τη χορήγηση του, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού, εκδίδεται από την αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσία, βεβαίωση οφειλής προς το Δημόσιο, η οποία κατατίθεται αντί του αποδεικτικού ενημερότητας στην υπηρεσία ή τον οργανισμό πληρωμής ή κατατίθεται για τη μεταβίβαση ακινήτου. Με βάση τη βεβαίωση αυτή αποδίδεται το προς είσπραξη ποσό ή το προϊόν του τιμήματος και μέχρι του ύψους της οφειλής, στην εκδούσα τη βεβαίωση υπηρεσία. 7. Οι προϋποθέσεις χορήγησης βεβαίωσης οφειλής, οι οφειλές που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση της, τα όργανα έκδοσης, ο τύπος, το περιεχόμενο, η διάρκεια ισχύος και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής ορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα. 8. […] 9. […]». Κατ’ εξουσιοδότηση των προαναφερόμενων διατάξεων εκδόθηκε η ΠΟΛ 1274/ 27.12.2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. τ. Β 3398), η οποία ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας καθίσταται υποχρεωτική στις εξής περιπτώσεις: α. Για την είσπραξη χρημάτων ή την εξόφληση τίτλων πληρωμής από το Δημόσιο Τομέα, όπως αυτός καθορίζεται στην κείμενη νομοθεσία από Δημοσίους Υπολόγους και από αυτούς που ενεργούν πληρωμές με εντολή ή εξουσιοδότηση των ανωτέρω, εφόσον το ακαθάριστο ποσό για κάθε τίτλο πληρωμής υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500), ανά δικαιούχο. […] β. Για τη σύναψη και ανανέωση συμβάσεων δανείων, πιστώσεων και χρηματοδοτήσεων γενικά με τις αναγνωρισμένες στην Ελλάδα τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον χορηγούνται με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, εκτός από εκείνες που χορηγούνται για αποκατάσταση ζημιών που προέρχονται από έκτακτα γεγονότα. […] γ. Για τη μεταβίβαση ακινήτου εξ` επαχθούς αιτίας, γονικής παροχής, δωρεάς ή δια εκούσιου πλειστηριασμού, […] δ. Για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς ανάληψης εκτέλεσης δημοσίων έργων ή παροχής υπηρεσιών ή προμηθειών από το Δημόσιο Τομέα, […] ε. Για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων κατά των φορέων «της περίπτωσης α. του παρόντος άρθρου […] στ. Για κάθε άλλη πράξη, συναλλαγή ή ενέργεια για την οποία απαιτείται προσκόμιση  αποδεικτικού ενημερότητας από τις εκάστοτε εν ισχύ διατάξεις».
  5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής:  Η προσφεύγουσα υπέβαλε, μέσω του πληροφοριακού συστήματος της ΑΑΔΕ, την με αρ. πρωτ. 859364/20220510/4224/10.05.2022 αίτηση με την οποία ζήτησε από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης να της χορηγήσει αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για κάθε νόμιμη χρήση, προβάλλοντας σχετικά ότι «το στοιχείο το ζητά η τράπεζα για την ρύθμιση του τρέχοντος δανείου που έχει η εταιρία». Σε απάντηση της αίτησης αυτής έλαβε, μέσω του πληροφοριακού συστήματος της ΑΑΔΕ, μήνυμα το οποίο ανέφερε επί λέξη «Καλησπέρα, δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί φορολογική ενημερότητα για τους παρακάτω λόγους: α) Δεν προβλέπεται έκδοση φορολογικής ενημερότητας για Τράπεζες. β) Υπάρχουν ληξιπρόθεσμα χρέη τα οποία δεν είναι σε ρύθμιση και δεν είναι σε αναστολή». Το μήνυμα αυτό ήταν ανυπόγραφο, χωρίς αναφορά του συντάκτη του, χωρίς ημερομηνία και χωρίς σφραγίδα της υπηρεσίας, ενώ από εκτύπωση σελίδας του πληροφοριακού συστήματος της ΑΑΔΕ, που προσκόμισε η προσφεύγουσα, φέρεται ως ημερομηνία απάντησης η 11.05.2022. Εξάλλου ήδη στις 08.03.2022 είχε βεβαιωθεί ταμειακά σε βάρος της προσφεύγουσα πρόστιμο αυθαίρετης χρήσης ποσού 796.692,71 €, το οποίο επιβλήθηκε από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (βλ. με αριθμό ειδοποίησης 83/31.03.2022 Ατομική Ειδοποίηση Χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης). Κατά της προαναφερόμενης αρνητικής απάντησης της Φορολογικής Διοίκησης στρέφεται η εταιρεία με την υπό κρίση προσφυγή της ζητώντας την ακύρωσή της. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει συνάψει σύμβαση ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού με την ……………., ότι στις 14.04.2022 υπέβαλλε αίτημα για να κλείσει ο λογαριασμός και να καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό σε δόσεις διάρκειας πέντε ετών και ότι η τράπεζα μεταξύ των υπόλοιπων δικαιολογητικών ζήτησε από την προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας. Προβάλλει σχετικά ότι το αίτημά της για χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας υπάγεται στην πρόβλεψη του νόμου (άρθρου 12 του Ν. 4174/2013) για χορήγηση του αποδεικτικού για κάθε νόμιμη χρήση και για τον λόγο αυτό δεν συντρέχει η πρώτη αιτιολογία της Φορολογικής Διοίκησης για την άρνηση έκδοσης του επίδικου αποδεικτικού. Ακόμα, υποστηρίζει ότι δεν συντρέχει ούτε η δεύτερη αιτιολογία της Φορολογικής Διοίκησης για την άρνηση έκδοσης του επίδικου αποδεικτικού διότι κατά το χρονικό σημείο υποβολής της αίτησης (10.05.2022) είχε ανασταλεί η εκτέλεση του προαναφερόμενου προστίμου. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι κατά του προαναφερόμενου προστίμου που της επέβαλε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας άσκησε την με γενικό αριθμό κατάθεσης 7817/2022 αίτηση αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία δεν έχει ακόμα εκδικαστεί (βλ. προσκομισθείσα εκτύπωση από το πληροφοριακό σύστημα της πολιτικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία η αίτηση προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 25.05.2022 και κατόπιν αναβολής, της 05.10.2022). Εξάλλου, από την προσκομισθείσα φωτοτυπία του δικογράφου της αίτησης αναστολής προκύπτει ότι στις 20.04.2022 χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της προσφεύγουσας από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, υπό τον όρο της συζήτησης της υπόθεσης «στην ορισθησόμενη δικάσιμο». Αντίθετα, το Δημόσιο με την από 08.07.2022 έκθεση απόψεων προβάλλει ότι με το με αρ. πρωτ. οικ.426515/988/14.06.2022 έγγραφο της νομικής υπηρεσίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας δόθηκε η εντολή ν’ ανασταλούν οι διαδικασίες διοικητικής εκτέλεσης σε βάρος της προσφεύγουσας, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της προαναφερόμενης αίτησης αναστολής, ότι για τον λόγο αυτό, τέθηκε σε καθεστώς αναστολής το οφειλόμενο από την προσφεύγουσα προς την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ποσό και ότι από την ημερομηνία αυτή (14.06.2022) η προαναφερόμενη ταμειακή βεβαίωση δεν αποτελεί πλέον κώλυμα για την έκδοση του επίδικου πιστοποιητικού. Περαιτέρω, υποστηρίζει το Δημόσιο ότι εξακολουθεί ν’ αποτελεί κώλυμα για την έκδοση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας το γεγονός ότι δεν προβλέπεται η έκδοση για χρήση σε πιστωτικά ιδρύματα και για τον λόγο αυτό ζητά ν’ απορριφθεί η προσφυγή ως αβάσιμη.
  6. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη, το αναφερόμενο στην προηγούμενη σκέψη ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε η Φορολογική Διοίκηση στην προσφεύγουσα είναι ατελής διοικητική πράξη διότι στερείται των αναγκαίων συστατικών τύπων που προβλέπει ο νόμος για την ολοκλήρωσή της. Ειδικότερα, δεν αναφέρει την εκδούσα αρχή (μπορεί μόνο να συναχθεί ότι είναι κάποια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, διότι χρησιμοποιήθηκε το πληροφοριακό της σύστημα), δεν έχει την υπογραφή του αρμόδιου για την έκδοσή της οργάνου (μπορεί να είναι οποιοσδήποτε υπάλληλος της Φορολογικής Διοίκησης), δεν φέρει χρονολογία (εικάζεται ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα απεστάλη την 11.05.2022) και δεν έχει τον έγγραφο τύπο και επομένως δεν είναι υποστατή διοικητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 16 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Περαιτέρω, το προαναφερόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα δεν φέρει ούτε τον ηλεκτρονικό τύπο που προβλέπει το άρθρο 13 του Ν. 4727/2020, δηλαδή ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα και ηλεκτρονική σφραγίδα ή / και ηλεκτρονική υπογραφή, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις της διάταξης αυτής και επομένως δεν είναι υποστατή διοικητική πράξη ούτε κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη (ηλεκτρονικό μήνυμα απάντησης στην αίτηση της προσφεύγουσας) είναι ανυπόστατη, του λόγου αυτού αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου (βλ. ΣτΕ 1747-1750/2021 7ησκέψη και εκεί παραπομπές σε πάγια νομολογία). Δεδομένου όμως ότι το προαναφερόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα έχει εφαρμοσθεί από την Φορολογική Διοίκηση, όπως σαφώς συνάγεται από την έκθεση απόψεων, πρέπει, για λόγους ασφάλειας του δικαίου ν’ ακυρωθεί, και η υπόθεση ν’ αναπεμφθεί στην Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., για ν’ αποφανθεί επί της με αρ. πρωτ. 859364/20220510/4224/10.05.2022 αίτησης της προσφεύγουσας. Εκ τούτων παρέπεται ότι η Φορολογική Διοίκηση κατά την εξέταση της αίτησης της προσφεύγουσας και προκειμένου να είναι πληρέστερα αιτιολογημένη η θετική ή αρνητική απάντησή της, μπορεί να ζητήσει τόσο από την προσφεύγουσα όσο  και από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας περαιτέρω στοιχεία για να διαπιστώσει αν τυχόν η έκδοση του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 12 του Ν. 4174/2013 και η απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών ΠΟΛ 1274/ 27.12.2013.
  7. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή, ν’ ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η υπόθεση ν’ αναπεμφθεί στη Φορολογική Διοίκηση, το παράβολο ν’ αποδοθεί στην προσφεύγουσα (άρθρο 277 Κ.Δ.Δ.), και το Δημόσιο, που ηττήθηκε, να  καταλογισθεί στα δικαστικά έξοδα της αντιδίκου του (άρθρο 275 Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με Ν. 4194/2013 [Φ.Ε.Κ. τ. Α 208], όπως το Παράρτημα Ι ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τον Ν. 4205/2013 [Φ.Ε.Κ. τ. Α 242), ποσού 234 €.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την προσφυγή.

Ακυρώνει το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε η Φορολογική Διοίκηση μέσω του πληροφοριακού συστήματος της ΑΑΔΕ στην προσφεύγουσα σε απάντηση της 859364/20220510/4224/10.05.2022 αίτησής της με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε να της χορηγηθεί αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για κάθε νόμιμη χρήση.

Αναπέμπει την υπόθεση στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης για ν’ αποφανθεί επί της προαναφερόμενης αίτησης της προσφεύγουσας, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό.

ΣτΕ Α΄ 1500/2022

Αστική ευθύνη του Δημοσίου (άρ. 105 ΕισΝΑΚ). Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη Χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού.

Πηγή: www.adjustice.gr 

ΣτΕ Α΄ 1500/2022   

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος 

Η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους – η οποία μπορεί να είναι και μακρά – δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες. Οι ρυθμίσεις του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής,  της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις   επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί, αφού η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του. Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρ. 76 παρ. 1 περ. β΄ ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση άρ. 21 παρ. 1 εδ. τρίτο ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς  και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό.

                  Μη νόμιμη η κρίση διοικ. εφετείου για τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και του βαρύτατου τραυματισμού της εκπροσωπούμενης από την οριστική δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρας της) αναιρεσείουσας, ηλικίας τότε 15 ετών, συνεπεία εγκλημάτων (βιασμός, απόπειρα ανθρωποκτονίας) που διαπράχθηκαν εις βάρος της από υπήκοο τρίτης χώρας. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού, ο οποίος εισήλθε λάθρα στη Χώρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως σε ελληνικό νησί και χωρίς να έχει εντοπισθεί, παρότι τούτο ήταν εφικτό, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των ν. 3386/2005 και 3907/2011 οι οποίες έχουν τεθεί και για χάρη της προστασίας, μεταξύ άλλων, της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της γενετήσιας ελευθερίας όλων των προσώπων που βρίσκονται στη Χώρα (Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Αναιρείται η 468/2021 απόφ. Διοικ. Εφ. Αθηνών).

ΣτΕ Ολ 1531/2023

ΣτΕ Ολ 1531/2023: Προδικαστικό ερώτημα Διοικ. Πρωτ. Χανίων. Αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Διακοπή της παραγραφής της αξίωσης με την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο Δημόσιο με επιμέλεια του ενάγοντος, κατ’ άρ. 75 παρ.2 του ΚΔΔ (άρ. 19 ν.3900/2010). Η ανωτέρω διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διάταξης του άρ.143 περ. α’ του ν. 4270/2014. Παράλειψη επίδοσης της αγωγής από τον ενάγοντα δύναται να αναπληρωθεί με την επίδοση της αγωγής από τη γραμματεία του δικαστηρίου, κατ’ άρ.128 παρ.1 του ΚΔΔ, οπότε η διακοπή της παραγραφής δύναται να επέλθει με την επίδοση αυτή.

Πηγή:

Πρόεδρος: Ε.Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος

Από τη διάταξη του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 3900/2010, προκύπτει η βούληση του νομοθέτη να ρυθμίσει κατά τρόπο ειδικό, στην περίπτωση άσκησης αγωγής, την επέλευση της διακοπής της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου στο χρονικό σημείο της επίδοσής της στο εναγόμενο με επιμέλεια του ενάγοντος. Η επίμαχη διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διάταξης του άρθρου 143 περ. α΄ του ν.4270/2014 (περί δημοσίου λογιστικού), η οποία ορίζει γενικώς ως λόγο διακοπής της παραγραφής την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο. Εξάλλου, η υποχρέωση για τη διενέργεια των προβλεπόμενων στο άρθρο 128 του ΚΔΔ επιδόσεων από τη γραμματεία του δικαστηρίου εξακολουθεί να ισχύει ως προς την αγωγή και μετά την τροποποίηση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΔΔ. Σε περίπτωση, πάντως, κατά την οποία ο ενάγων παραλείψει να επιδώσει την αγωγή στο εναγόμενο και η αγωγή επιδοθεί στο τελευταίο με τη φροντίδα της γραμματείας του δικαστηρίου, εξασφαλίζεται η γνώση του εναγομένου για την άσκηση της αγωγής και το περιεχόμενο αυτής, απαίτηση δε για την εκ νέου επίδοση της αγωγής με επιμέλεια του ενάγοντος θα αποτελούσε περιττή τυπολατρία. Κατ’ ακολουθίαν, με την επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο με τη φροντίδα της γραμματείας του δικαστηρίου αναπληρώνεται η έλλειψη επίδοσης της αγωγής από τον ενάγοντα και, συνεπώς, επέρχεται διακοπή της παραγραφής της ένδικης αξίωσης, αν τυχόν η επίδοση αυτή έχει διενεργηθεί πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής. Σε κάθε περίπτωση, δεν θεσπίζεται υποχρέωση της γραμματείας του δικαστηρίου να προβεί στην επίδοση αυτή πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, προκειμένου να διακοπεί η παραγραφή της ένδικης αξίωσης, καθώς τούτο επαφίεται στην πρωτοβουλία και ευθύνη του ενάγοντος.