2551026607

Τηλ. γραφείου

Λ. Δημοκρατίας 192

3ος Όροφος Αλεξανδρούπολη

ΣτΕ Β΄ Τμ. 272/2020

Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης κατά την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ και το ενωσιακό δίκαιο – Δυνατότητα περιορισμού της εφαρμογής της, ενόψει της ανάγκης αποτελεσματικής πρόληψης και καταστολής των σχετικών παραβάσεων – Ενωσιακή υποχρέωση πρόβλεψης και επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ –


Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει και την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον παραβάτη ουσιαστικού “ποινικού” νόμου (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 17.9.2009, 10249/03, Scoppola κατά Ιταλίας, σκέψεις 108-109). Δεδομένου ότι το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καλύπτει και τις περιπτώσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων “ποινικής” φύσης, βάσει κριτηρίων παρόμοιων με εκείνα της νομολογίας Engel για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ [βλ. ΣτΕ 2691/2019 επταμ., με παραπομπή στις αποφάσεις ΕΔΔΑ (dec.) 24.11.1998, 38644/97, Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΕΔΔΑ 15.5.2008, 7460/03, Nadtochiy κατά Ουκρανίας, σκέψη 32, ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 86-89 και ΕΔΔΑ 4.6.2019, 12096/14 και 39335/16, Rola κατά Σλοβενίας, σκέψη 54), η προαναφερόμενη αρχή εφαρμόζεται και επί χρηματικών φορολογικών/τελωνειακών κυρώσεων σημαντικού ύψους (βλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018, 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ., 2691/2019 επταμ.), όπως είναι τα επίδικα πολλαπλά τέλη, τα οποία επιβλήθηκαν στους αναιρεσείοντες. Η εν λόγω αρχή της ΕΣΔΑ δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας (βλ. ΣτΕ 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ., 2691/2019 επταμ.), ιδίως ενόψει της αναγόμενης στο δημόσιο συμφέρον ανάγκης να εξυπηρετηθεί η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των σχετικών παραβάσεων, κυρίως, δε, των πλέον σοβαρών, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης (πρβλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ., αναφορικά με την αρχή ne bis in idem). Εξάλλου, η διάταξη του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25) Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει ότι καταλαμβάνει και την επιβολή κυρώσεων για διοικητικές παραβάσεις, όπως τα επίδικα πολλαπλά τέλη, πάντως, δεν παρέχει προστασία ευρύτερη σε σχέση με εκείνη που κατοχυρώνει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. 
(Β) Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, εφόσον η κοινοτική/ενωσιακή τελωνειακή και φορολογική νομοθεσία δεν περιέχει ειδικές διατάξεις περί κυρώσεων, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεών της (όπως συμβαίνει με την ενωσιακή νομοθεσία περί ΦΠΑ), τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις (βλ. ΣτΕ 2957/2013 και, ιδίως, ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. και 1887/2018 επταμ., με παραπομπή σε αποφάσεις ΔΕΚ/ΔΕΕ). Ειδικότερα, όσον αφορά στο ΦΠΑ (ο οποίος όχι μόνο ρυθμίζεται από το ενωσιακό δίκαιο, αλλά συνιστά και ίδιο πόρο της Ευρωπαϊκής), από τα άρθρα 2 και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 4 (παρ. 3) ΣΕΕ και 325 (παρ. 1) ΣΛΕΕ συνάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα τα οποία είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την είσπραξη του συνόλου του ΦΠΑ που οφείλεται εντός του εδάφους τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή με αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα (πρβλ. ΣτΕ 2221/2018 και 352/2019 επταμ., με παραπομπές στη νομολογία ΔΕΕ). Τέτοιο μέτρο είναι και η προβλεπόμενη από το ημεδαπό δίκαιο επιβολή αποτελεσματικών και αποτρεπτικών διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της υποχρέωσης καταβολής του ΦΠΑ που οφείλεται για εισαχθέν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγαθό (πρβλ. ΣτΕ 2221/2018 και 352/2019 επταμ.). Στο πλαίσιο αυτό, τα όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, καθώς και από τις επιταγές του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 352/2019 επταμ.). 
(Γ) Μεταξύ των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου συγκαταλέγεται η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (βλ. ΔΕΚ μειζ. συνθ. απόφαση της 11.3.2008, C-420/06, Jager, σκέψεις 59-60 και ΣτΕ 2957/2013, 2556/2014 επταμ., 1438/2018 επταμ., 2221/2018, 352/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ., 2691/2019 επταμ.). Η αρχή αυτή, η οποία αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 2221/2018, 352/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.). Ειδικότερα, η εφαρμογή της εν λόγω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου βρίσκει όρια στην εκπλήρωση της προαναφερόμενης υποχρέωσης των κρατών μελών να θεσπίζουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 8.9.2015, C-105/14, Taricco κλπ., σκέψεις 44-58 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, C-42/17, M.A.S. και Μ.Β., σκέψεις 30-62 – πρβλ. επίσης ΣτΕ 1887/2018 επταμ., που παραπέμπει στην απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA και άλλοι, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με την απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52, όσον αφορά αντίστοιχο περιορισμό της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem), ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης. Τούτο δεν δημιουργεί ζήτημα (παραβίασης του άρθρου 52 παρ. 3 του Χάρτη, λόγω) παροχής προστασίας ελλάσσονος σε σχέση με εκείνη που κατοχυρώνει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ (ή η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 15 του ΔΣΑΠΔ), όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω, διότι ο ως άνω περιορισμός συνδέεται με την ανάγκη αποτελεσματικής πρόληψης και καταστολής των σχετικών παραβάσεων, κυρίως, δε, των πλέον σοβαρών, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης. Τέλος, την ίδια έννοια με την προαναφερόμενη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου έχει το άρθρο 49 του Χάρτη, υπό την εκδοχή ότι αυτό εφαρμόζεται ratione materiae σε υπόθεση, όπως η επίδικη, περί επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης, σημαντικού ύψους, για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας.
(Δ) Οι διατάξεις του άρθρου 19 (παρ. 1 και 2) του ν. 4002/2011 προβλέπουν, υπό όρους (αναγόμενους, κυρίως, στην παύση/ανάκληση της άδειας επαγγελματικού πλοίου αναψυχής και στην πληρωμή του αναλογούντος ΦΠΑ για το σκάφος και τα καύσιμα κ.λπ.), ότι δεν επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία κυρώσεις σε υποθέσεις τελωνειακών παραβάσεων λαθρεμπορίας (και, δη, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος ΦΠΑ) στις οποίες, αναφορικά με πλοίο εισαχθέν υπό καθεστώς απαλλαγής από το ΦΠΑ, ως προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί ως επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, έχει χρησιμοποιηθεί το τέχνασμα των εικονικών ναυλώσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή του ΦΠΑ που οφείλεται για την εισαγωγή πλοίου αναψυχής ιδιωτικής χρήσης. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση είναι ασύμβατη με την απορρέουσα από το ενωσιακό δίκαιο υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις, οι οποίες, μάλιστα, είναι σοβαρές από απόψεως συνθηκών τέλεσης, συνεπεία της χρήσης του προαναφερόμενου τεχνάσματος, και, ενδέχεται να είναι σοβαρές και από απόψεως ποσού του διαφυγόντος ΦΠΑ (το οποίο μπορεί να είναι αρκετά υψηλό, όπως στην υπό κρίση υπόθεση). Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση της επίμαχης ρύθμισης του ν. 4002/2011 ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτης έλαβε υπόψη του την ως άνω υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας και ότι τη στάθμισε έναντι ορισμένου επιτακτικού σκοπού γενικού συμφέροντος, ικανού να δικαιολογήσει κατ’ εξαίρεση (και με τήρηση της ενωσιακής αρχής της αναλογικότητας) την επίμαχη απόκλιση από τον οικείο κανόνα του ενωσιακού δικαίου. Περαιτέρω, η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ούτε με βάση την (απορρέουσα από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ) αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον διοικούμενο νόμου περί επιβολής κυρώσεων, την οποία ο παραβάτης δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς, προκειμένου να μην του καταλογισθεί η προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία κύρωση του πολλαπλού τέλους. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η ρύθμιση αυτή δεν εκφράζει διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που επιβάλλονται γενικά για παραβάσεις των κανόνων περί ΦΠΑ.

ΣτΕ 2012,2013/19

Απόρριψη αιτημάτων χορήγησης και επιστροφής ήδη αφαιρεθέντος διαβατηρίου λόγω άσκησης ποινικής δίωξης σε βαθμό κακουργήματος

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Με τις 2012/2019 και 2013/2019 αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως; του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω  σπουδαιότητας, το ζήτημα εάν είναι εντός εξουσιοδότησης διάταξη του π.δ/τος 25/2004, «Προϋποθέσεις χορήγησης διαβατηρίων, χρονική ισχύς, αντικατάσταση, απώλεια και ακύρωση αυτών» (Α´17), όπως ισχύει, κατά την οποία είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση η μη χορήγηση ή η μη απόδοση ή η αφαίρεση διαβατηρίου, εκ μόνης της άσκησης ποινικής δίωξης κατά ορισμένου προσώπου για κακούργημα ή για κάποιο από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο ως άνω π.δ. πλημμελήματα. Προβαίνοντας σε ερμηνεία των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων και δη του άρθρου 5 του Συντάγματος, της τεθείσας υπό το άρθρο αυτό ερμηνευτικής δήλωσης, του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3103/2003 «Έκδοση διαβατηρίων από την Ελληνική Αστυνομία και άλλες διατάξεις» (Α´23), του άρθρου 1 (παρ. 2 και 3) και 5 (παρ. 2.) του π.δ/τος 25/2004, των άρθρων 282, 286 και 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ- π.δ. 258/1986, Α´121) και του άρθρου 2 περ. β´ του ν. 2475/1920 (Α´214), όπως ισχύει, το Τμήμα έκρινε, κατά πλειοψηφία, τα εξής: Στο πλαίσιο και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του Συντάγματος, όπως αυτό έχει πάγια ερμηνευθεί από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες διαδικασίες για τον περιορισμό του δικαιώματος εξόδου από τη χώρα, οι οποίες εντάσσονται σε διαφορετικά νομοθετήματα και εξυπηρετούν διαφορετικές εν μέρει πτυχές του δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, η πρώτη διαδικασία προβλέπεται στο άρθρο 282 ΚΠΔ και εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών όρων που δύνανται να διατάσσονται κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας με σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 296 ΚΠΔ, τη διασφάλιση της ομαλής προόδου και ολοκλήρωσης αυτής, καθώς και την αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης δύνανται, μεταξύ άλλων, και κατά την κρίση τους, να επιβάλουν ή να άρουν τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης μετάβασης στο εξωτερικό σε οποιονδήποτε κατηγορούμενο για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Αντιθέτως, η δεύτερη διαδικασία αφορά αποκλειστικώς σε έλληνες πολίτες, στους οποίους η μη χορήγηση ή η αφαίρεση διαβατηρίου αποκλείει τη μετάβαση σε τρίτες χώρες, ήτοι χώρες του εξωτερικού πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντελείται δε με την έκδοση ειδικής διοικητικής πράξης κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 3103/2003 και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέν π.δ. 25/2004. Πιο συγκεκριμένα, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ανωτέρω π.δ/τος, όπως ήδη ισχύει, θεσπίζονται πέντε προϋποθέσεις, με τη διαπίστωση της συνδρομής εκάστης εξ αυτών το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται, κατά δεσμία αρμοδιότητα, να μην χορηγήσει ή να αφαιρέσει ήδη χορηγηθέν διαβατήριο. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, από αυτές δε η περ. α´ (τελεσίδικη καταδίκη για συγκεκριμένα αδικήματα- κακουργήματα ή πλημμελήματα-, η οποία συνεπάγεται την απαγόρευση εξόδου μετά την έκτιση της ποινής για 5 ή 10 έτη αναλόγως εάν πρόκειται για πλημμέλημα ή κακούργημα) και η περ. β´ (άσκηση ποινικής δίωξης για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης α΄ και για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία), πέραν του αντικειμενικού τους χαρακτήρα, έχουν ρυθμιστικό πεδίο το μεν στενότερο το δε ευρύτερο του ΚΠΔ. Στενότερο διότι, για όσο χρόνο διαρκεί η ποινική εκκρεμοδικία, αφορούν, πέραν των κακουργημάτων, σε πολύ περιορισμένο και ειδικό κύκλο πλημμελημάτων, ιδιαιτέρως σοβαρών και επικίνδυνων, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, για τη δημόσια ασφάλεια, ενώ, αντίθετα, το άρθρο 282 ΚΠΔ καταλαμβάνει τους κατηγορούμενους για κακούργημα και όλα ανεξαιρέτως τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Ευρύτερο διότι, προκειμένου περί των αδικημάτων της περ. α΄, ο επίμαχος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας δεν αφορά μόνον την περίοδο της ποινικής προδικασίας αλλά και χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας του επίμαχου διοικητικού μέτρου στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ανωτέρω π.δ/τος έγκειται στο γεγονός ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων, επί τη βάσει των οποίων επιβάλλεται, δεν αποτελεί προϊόν κρίσεως του αρμοδίου για τη μη χορήγηση ή την αφαίρεση διαβατηρίου διοικητικού οργάνου, αλλά των δικαστικών λειτουργών της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι, περιβαλλόμενοι με τις οικείες συνταγματικές εγγυήσεις, έχουν αποφανθεί είτε περί της ποινικής καταδίκης είτε περί της ασκήσεως ποινικής διώξεως των προσώπων, εις βάρος των οποίων λαμβάνεται το μέτρο αυτό. Συνεπώς, κατά την έννοια της περ. β´ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ/τος 25/2004, σε πρόσωπα εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη είτε για κακούργημα είτε για πλημμέλημα της περ. α΄ της ίδιας παραγράφου, δεν χορηγείται διαβατήριο, ακόμα κι αν αρθεί ο τυχόν επιβληθείς εις βάρος τους, κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ, περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το ρυθμιστικό πεδίο των δύο νομοθετημάτων (ΚΠΔ και π.δ/τος 25/2004) δεν συμπίπτει απολύτως. Αντίθετη ερμηνεία θα έθετε πράγματι εκποδών τις αυτοτελείς σε σχέση με την ποινική προδικασία ρυθμίσεις της ανωτέρω διατάξεως (άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄) και εντεύθεν θα ματαίωνε τον ειδικό δημόσιο σκοπό, στον οποίον αυτές αποβλέπουν. Κατά την άποψη της μειοψηφίας, η περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ/τος 24/2005 κείται εκτός εξουσιοδοτήσεως, διότι αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 4 και της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 5 του Συντάγματος, με τις οποίες επιφυλάσσεται στη δικαστική αρχή η αρμοδιότητα να αποφαίνεται, μόνη αυτή, περί της λήψεως ή μη μέτρων περιοριστικών της ελεύθερης εξόδου από τη Χώρα σε περίπτωση ποινικής εκκρεμοδικίας.

Διοικ. Πρωτ. Αθ. 11077/2019, 25ο Τμήμα.

Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αστυνομική βία. Απάνθρωπη μεταχείριση (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ). Kατά τόπον αρμοδιότητα. Ενέργειες συναφείς με τα καθήκοντα του αστυνομικού οργάνου. Δέσμευση από καταδικαστική απόφαση.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/dprotodikeioath/apofaseis?

Επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, που εν όσω ήταν ακόμη ανήλικος υπέστη απάνθρωπη μεταχείριση, αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, με τη χρήση ράβδου (γκλομπ), κατά την απομόνωσή του σε ιδιαίτερο δωμάτιο στο αστυνομικό τμήμα όπου είχε οδηγηθεί, μετά από τη σύλληψή του σε επεισόδια, στο πλαίσιο των αποκριάτικων εκδηλώσεων στην Πάτρα. 

Θεμελιώνεται κατά τόπον αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, με βάση το άρθρο 7 παρ. 3 ΚΔΔ, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, ο οποίος αποδίδει παρανομίες όχι μόνο σε αστυνομικά όργανα του Α.Τ. Πατρών, αλλά και στο Αρχηγείο της ΕΛΑΣ, που εδρεύει στην Αθήνα, για μη αποτελεσματική διερεύνηση του συμβάντος.

Με το άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ επιβάλλεται δέσμευση από αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, ως προς την ενοχή του δράστη, που περιλαμβάνει και τα κριθέντα από το ποινικό δικαστήριο πραγματικά περιστατικά. Κατά τα λοιπά, πάντως, το διοικητικό δικαστήριο κρίνει το, υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του, ζήτημα της παρανομίας της ζημιογόνου ενέργειας του οργάνου, με βάση την παραβίαση ορισμένης διάταξης νόμου που προστατεύει ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον του ενάγοντος, ή και γενικές αρχές, χωρίς να υποχρεούται να προσδώσει στη συμπεριφορά αυτή τον ποινικό χαρακτηρισμό που της προσέδωσε το ποινικό δικαστήριο.

Η ένδικη διαφορά αφορά σε ενέργειες αστυνομικού, συναφείς με τα καθήκοντά του, είναι δε αδιάφορο για την πλήρωση της, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, προϋπόθεσης του οργάνου του Δημοσίου, εάν οι ενέργειες αυτές απαγορεύονται από διατάξεις νομοθετικής, ή και υπέρτερης ισχύος, αφού η παραβίασή τους συναρτάται με την έτερη προϋπόθεση, για τον παράνομο χαρακτήρα τους.

Περαιτέρω, σε περίπτωση κακομεταχείρισης, κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, οι αρχές του κράτους υποχρεούνται στη διεξαγωγή εμπεριστατωμένης και αποτελεσματικής έρευνας, ικανής να οδηγήσει στην αναγνώριση και, ενδεχομένως, στον κολασμό των υπευθύνων (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 11.4.2019, Sarwari και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. προσφυγής 38089/12, σκ. 107). Εν προκειμένω, στοιχειοθετείται παρανομία μόνο για την παραβίαση της ουσιαστικής όψης του άρθρου 3 ΕΣΔΑ.

Διοικ.Πρωτ.Αθ. 3141/2019, 25ο Τμήμα

Αγωγή ερειδόμενη σε προφορική σύμβαση και επικουρικώς στις διατάξεις του 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. – Δικαιοδοσία Πολιτικών Δικαστηρίων.

Πηγή: Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών


Όταν επιδιώκεται αποζημίωση από παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., η διαφορά που γεννάται υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αν η παράνομη ενέργεια ή παράλειψη, στην οποία ερείδεται η αξίωση αποζημίωσης, συντελέσθηκε μέσα στο πλαίσιο ή έχει ως υπόβαθρο έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. ΑΕΔ 3/2004, 11/1992, 42/1990, πρβλ. ΣτΕ 2358/2012, 409/2010, 1697/2009, 400/2009).

O ενάγων ισχυρίζεται ότι συμφωνήθηκε με τον τότε υποδιευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης της «Ελληνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» (Ε.Υ.Π.) και τον τότε αστυνόμο Β΄ η μόνιμη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές με την καταβολή αμοιβής για κάθε υπόθεση που εφέρετο εις πέρας, από τα ειδικά κονδύλια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και της Ε.Υ.Π.. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας, αν και παρείχε τις υπηρεσίες του στις διωκτικές αρχές συμβάλλοντας στην εξάρθρωση και στην πάταξη εγκληματικών ενεργειών, όπως αναλυτικά ιστορεί στο δικόγραφο της αγωγής, δεν του καταβλήθηκε η συμφωνηθείσα αμοιβή του. Συνεπεία των ανωτέρω, ζητά από το εναγόμενο να του καταβληθεί η αμοιβή που συμφωνήθηκε για τις υπηρεσίες που παρείχε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο εξάρθρωσης διάφορων εγκλημάτων. Επικουρικώς, ζητά το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή του ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., λόγω της παράνομης παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου να του καταβάλλουν το ανωτέρω ποσό. 

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) δεν καταρτίστηκε εγγράφως, μεταξύ του ενάγοντος και των αρμοδίων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου σύμβαση παροχής υπηρεσιών, β) η προφορική σύμβαση που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διοικητική, αφού, ελλείψει του έγγραφου τύπου σύναψής της, και ανεξαρτήτως του εάν έχει συναφθεί με το Ελληνικό Δημόσιο και χάριν δημοσίου σκοπού, δεν είναι δυνατή ούτε η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την εν λόγω προφορική συμφωνία, ούτε η διαπίστωση της πρόβλεψης ή μη σε αυτήν ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και, συνακόλουθα, της ύπαρξης σχέσης δημοσίου δικαίου που να συνδέει τον ενάγοντα με το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ, εξάλλου, ούτε ο ενάγων επικαλείται την ύπαρξη τέτοιων ρητρών ή όρων, κρίνει ότι η απορρέουσα από την ως άνω συμφωνία ένδικη διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ανεξαρτήτως του σκοπού στον οποίο αυτή αποβλέπει. Κατά συνέπεια, τόσο οι αξιώσεις από τη σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή, όσο και οι τυχόν προκύπτουσες αποζημιωτικές αξιώσεις δημιουργούν, ομοίως, διαφορά υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ενώπιον των οποίων δύναται να ασκηθεί εκ νέου η αγωγή αυτή), αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η υποκείμενη σχέση, δηλαδή η προφορική σύμβαση από την οποία, κατά τον ενάγοντα, απορρέουν αποζημιωτικές αξιώσεις, είναι ιδιωτικού δικαίου και η εκδίκασή της ανήκει στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων

ΣτΕ Ολομ. 1308/2019 (κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος)

Ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών – Προστασία επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης – Αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων – Συμβατή προς το Σύνταγμα η κατάργηση επιδομάτων δώρων και αδείας από 1.1.2013 (διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012)

ΠΗΓΗ: http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 (παρ. 5), 25 (παρ. 1 και 4), 79 (παρ. 1) και 106 (παρ. 1) του Συντάγματος συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ.4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (ΣτΕ Ολομ. 481, 431/2018, 4741/2014, 2192-2196/2014, πρβλ. και Ολομ. 668/2012, σκ. 37).
(B) O νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (ΣτΕ Ολομ. 481/2018, βλ. και Ολομ. 3372, 3373/2015, 3177/2014, πρβλ. και Ολομ. 431/2018, 3404-3406/2014, 2192-2196/2014, 668/2012, σκ. 35 κ.ά.). Η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο εθνικός νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το ΕΔΔΑ, το οποίο παγίως δέχεται ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. εμπίπτουν μεν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην, με τις διατάξεις αυτές δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου (ΣτΕ Ολομ. 481/2018, 668/2012, σκ. 35). 
(Γ) Με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημόσιων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων των αποδοχών των υπαλλήλων του Δημοσίου. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν με την αναδρομική μείωση των αποδοχών κατά 12% και των επιδομάτων εορτών και αδείας κατά 30% και τον ορισμό νέου ορίου στις συνολικές αποδοχές των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα (άρθρα 1 παράγραφοι 2 και 9, 2 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του ν. 3833/2010) και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την περαιτέρω μείωση των αποδοχών κατά 8%, καθώς και με την αποσύνδεση του ύψους των επιδομάτων εορτών και αδείας από το βασικό μισθό, την πρόβλεψη για καθένα από τα επιδόματα αυτά ενός πάγιου και εκ των προτέρων καθορισμένου ποσού και τη θέσπιση μέγιστου ορίου συνολικών αποδοχών για την επιτρεπτή καταβολή των εν λόγω επιδομάτων (άρθρο τρίτο παράγραφοι 1 και 6 του ν. 3845/2010), την εν συνεχεία αναστολή των διατάξεων περί μισθολογικής εξελίξεως των υπαλλήλων (άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011), την αναδρομική μείωση κατά το ήμισυ, του κινήτρου απόδοσης (άρθρο 55 παρ. 23 περίπτ. α΄ του ν. 4002/2011), καθώς και την καθιέρωση νέου ενιαίου μισθολογίου – βαθμολογίου (ν. 4024/2011) με συνέπεια την περαιτέρω περικοπή των αποδοχών, εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που είχαν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου Συνεννόησης» και του πρώτου «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (ετών 2012 – 2015) και απέβλεπαν στην άμεση μείωση των κρατικών δαπανών για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Για τους λόγους δε αυτούς, όπως έχει κριθεί, ειδικώς τα θεσπισθέντα με τους ανωτέρω νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011 μισθολογικά μέτρα (περικοπές αποδοχών και επιδομάτων) δεν παρίσταντο, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, ούτε μη αναγκαία, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτά ως άνω σκοπών (ΣτΕ Ολομ. 668/2012, σκ. 35, 1283/2012, σκ. 31, 3177/2014, βλ. και Ολομ. 3404 – 3406/2014, 3372, 3373/2015).
(Δ) Στη συνέχεια και προς εφαρμογή του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης, δημοσιεύθηκε ο ν. 4093/2012, με τις διατάξεις του οποίου ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο, στο πλαίσιο δε αυτό, με την επίμαχη διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του εν λόγω ν. 4093/2012 καταργήθηκαν πλήρως, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο. Κατά τα προεκτεθέντα (υπό στοιχ. Β), από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κωλύεται, καταρχήν, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο. Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Στις περιπτώσεις δε αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει. Εν προκειμένω, με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012 ο νομοθέτης προέβη στην πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους στρατιωτικούς, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της (βλ. σχετικές αναφορές στο εγκριθέν με το ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής καθώς και στην αιτιολογική έκθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016), δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014, 1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35), δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται στις αποφάσεις 2010/320, 2011/734 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχθηκε ότι: «… εκδόθηκαν αφού διαπιστώθηκε ότι η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ιδίας όσο και της ζώνης του ευρώ εν γένει» και ότι «…στο πλαίσιο αυτό τα δημοσιονομικά μέτρα που προβλέπουν οι επίμαχες αποφάσεις συζητήθηκαν διεξοδικά με την Ελληνική Κυβέρνηση και συμφωνήθηκαν από κοινού από την Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ… Συνεπώς, υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεν ήταν προδήλως αδικαιολόγητο να προβλεφθεί η λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών» (βλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, Λεϊμονιά Σωτηροπούλου κατά Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, σκ. 84, 85, 86). Σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών θεσπίστηκε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, για τα έτη 2013- 2016, βάσει της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013- 2016». Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων». Ειδικά σε σχέση με τη μισθολογική δαπάνη, στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά τις παρεμβάσεις που έγιναν από το έτος 2010. Στην ίδια, άλλωστε, διαπίστωση της υψηλής μισθολογικής δαπάνης, ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε. Εξάλλου, τα επιδόματα εορτών και αδείας δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ο περιορισμός των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων με την κατάργηση τους δικαιολογείται για λόγους γενικού συμφέροντος, που αποσκοπεί στη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και στη μείωση των δημοσίων δαπανών της Χώρας και, κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό ανταποκρίνεται επίσης στους σκοπούς που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ (πρβλ.απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, σκ. 89, 90). Επομένως, το επίδικο μέτρο της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται δε απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ C-49/18, Carlos Escribano Vindel, σκ. 67 και C-64/16, Associaçâo Sindical dos Juizes Portugueses, σκ. 49 και 52). Εξάλλου, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου της κατάργησης των εν λόγω επιδομάτων εορτών και αδείας, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, και όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον κρίσιμο χρόνο θέσπισης του ν. 4093/2012 (12.11.2012), στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), δηλαδή της κατά τα άρθρα 1 παρ. 2 και 10 του ν. 3832/2010 (Α´38), όπως ισχύει, ανεξάρτητης αρχής, η οποία αποτελεί την εθνική στατιστική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 (L 87/164), και υπάγεται στον έλεγχο της Βουλής των Ελλήνων, το 2011 το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (ΕΚΑΣ και λοιπά κοινωνικά επιδόματα) είχε διαμορφωθεί στα 6.591 ευρώ (βλ. έκδοση ΕΛΣΤΑΤ, Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, 2.11.2012), τη στιγμή που το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα ανήρχετο στα 12.637,08 ευρώ (βλ. το από 2.11.2012 Δελτίο Τύπου της ΕΛΣΤΑΤ με τίτλο «Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2011»). Παράλληλα, με τον ν. 4014/2011 θεσπίστηκε ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, με τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΥΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 780 ευρώ, τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΔΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 858 ευρώ, τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΤΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 1037 ευρώ και τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΠΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 1092 ευρώ (άρθρο 13 του ν. 4024/2011), ενώ με τον ν. 4093/2012 ο κατώτατος βασικός μισθός διαμορφώθηκε στα 586,08 ευρώ και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 26,18 ευρώ. Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Εξάλλου, η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από αυτόν κρίσιμης κατάστασης υπόκειται, κατά τα ανωτέρω, σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014, 1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35), δεδομένου ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, της 7.5.2013, σκ. 39). Κατά συνέπεια, τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για το νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 48). Περαιτέρω, ενόψει της κατά τα άνω φύσης των επιδομάτων εορτών και αδείας και του λόγου της θέσπισής τους, καθώς και του ύψους, στο οποίο είχαν διαμορφωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάργησή τους στερείται, προδήλως, εύλογης βάσης, ούτε ότι η επερχόμενη με αυτήν μείωση των συνολικών αποδοχών θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3404-3406/2014, 3177/2014, πρβλ. και Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 31, 45 και 46). Εξάλλου, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του ν. 4093/2012, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι ανεξάρτητα από το ότι ο ν. 4093/2012 περιελάμβανε πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά [βλ. ενδ. ΣτΕ Ολομ. 2307/2014, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα οι ρυθμίσεις της ΠΥΣ 6/2012, αλλά και του ν. 4093/2012 που ακολούθησε με διατάξεις ταυτόσημου περιεχομένου (άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.11), οι οποίες περιορίζουν το πεδίο συλλογικής αυτονομίας και ρυθμίζουν μισθολογικά και εν γένει εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και των δημοσίων επιχειρήσεων, όπως η μείωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου (σκ. 16, 23 και 36), ΣτΕ 2439/2015, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο οι διατάξεις του άρθρου πρώτο παρ. ΙΒ 2 α΄ του ν. 4093/2012, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 11 του ν. 4052/2012, για τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής «claw back και rebate», ΣτΕ Ολομ. 3373/2015, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα οι ρυθμίσεις των περ. 9 και 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 για τον εξορθολογισμό του μισθολογικού καθεστώτος και την ενιαία αντιμετώπιση των δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στον δημόσιο τομέα (καθορίστηκε ως βασικός μισθός για τους δικηγόρους παρ’ Αρείω Πάγω ο μισθός του Β΄ βαθμού των δημοσίων υπαλλήλων αντί του Α΄ βαθμού) , ΣτΕ 660/2016, με την οποία κρίθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα η περ. 4 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 με τίτλο της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, για την κατάργηση της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης που ελάμβαναν από το ΕΤΕΑ οι εκπρόσωποι εργατικών και επαγγελματικών οργανώσεων υπό την ιδιότητά τους αυτή, ΣτΕ Ολομ. 734/2016, με την οποία κρίθηκε σύμφωνο με το Σ. το άρθρο πρώτο, υποπαράγραφος ΙΑ.5. περ. 2 του ν. 4093/2012 περί μείωσης του εφάπαξ, ΣτΕ 719/2018, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σ. οι διατάξεις της περ. 12 της υποπαρ. ΙΑ.2 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες καταργήθηκε, από 1.11.2012, η προβλεπόμενη από την παρ. 4 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 ισόβια σύνταξη πολυτέκνου (εξοικονόμηση δαπάνης 71 εκ. ευρώ το 2013)], αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο. Ενόψει αυτών, η διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία, κατ’ εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους (ετήσια εξοικονόμηση δαπάνης ποσού 469.600.000 ευρώ, βλ. έκθεση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ανωτέρω, σκ. 13) καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των αναιρεσίβλητων δικαστικών υπαλλήλων και συνεπώς αυτή δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τέλος, η επίδικη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρο που αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. 
[με μειοψηφία έξι μελών του Δικαστηρίου, τα οποία υποστήριξαν ότι η επίμαχη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας δεν θεσπίστηκε νομίμως, για τους αυτούς ακριβώς λόγους για τους οποίους και οι λοιπές περικοπές μισθών και συντάξεων που θέσπισε ο ν. 4093/2012, έχουν κριθεί αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2192-2196/2014, 4741/2014, 2287-8/2015, 1125-7/2016, 431/2018, 479-481/2018, 2287-88/2019  της Ολομελείας του Δικαστηρίου, καθόσον (i) δεν αρκούσε ούτε η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, (ii) απαιτείτο η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011, και (iii) οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών

ΣτΕ 1213/2019

Παρ.στην Ολομέλεια, Ευθύνη παραιτηθέντος, χωρίς τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας, από τη διοίκηση ανωνύμου εταιρείας, έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και του Ι.Κ.Α.

Πηγή: www.ddikastes.gr/node/4748

13. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και της παραγράφου 2 του άρθρου 69 του ν. 2676/1999 θεσπίζεται, ως προς τις κατά τις διατάξεις αυτές οφειλές των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, προσωπική και αλληλέγγυος ευθύνη των φυσικών προσώπων τα οποία διευθύνουν τις εν λόγω εταιρείες και στων οποίων τα διευθυντικά καθήκοντα προδήλως περιλαμβάνεται και η μέριμνα για τη συμμόρφωση του νομικού προσώπου προς τις απορρέουσες από τη φορολογική και την ασφαλιστική νομοθεσία υποχρεώσεις. Η ευθύνη αυτή αποβλέπει στην επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της διασφαλίσεως της εισπράξεως των οφειλομένων από τα νομικά πρόσωπα φόρων και ασφαλιστικών εισφορών (ΣτΕ 1187/2018 7μ., πρβλ. ΑΠ 1106/1978). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ευθύνονται για τις ως άνω φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις ανώνυμης εταιρείας, πέραν του νομικού προσώπου της εταιρείας, και εκείνα τα πρόσωπα τα οποία κατά τον χρόνο της διαλύσεως αυτής (για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1) ή και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της (για τις περιπτώσεις της παραγράφου 3) την διοικούν και την εκπροσωπούν νομίμως (πρβλ. ΣτΕ 3936/1999 7μ.). Κατά την έννοια δε των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. ΣτΕ 1769/2018), ως θεσπίζουσες εξαίρεση από την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των ανωνύμων εταιρειών (βλ. ενδεικτικώς άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2190/1920, Α΄ 144, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3604/2007, Α΄ 189, πρβλ. ΑΠ 1106/1979), και με σύμφωνη προς το Σύνταγμα (άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος) και την απορρέουσα από αυτό αρχή της νομιμότητας του φόρου ερμηνεία, τα εν λόγω πρόσωπα ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τα ως άνω χρέη ανώνυμης εταιρείας, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι εξακολουθούν, κατά τον εκάστοτε κρίσιμο χρόνο, να την διοικούν και να την εκπροσωπούν νομίμως και δεν έχουν παραιτηθεί ή με άλλον τρόπο νομίμως παυθεί από τη διοίκηση ή εκπροσώπηση αυτής (πρβλ. ΣτΕ 3936/1999 7μ.). Τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν έχει ήδη αναλάβει τα καθήκοντά της νέα διοίκηση της εταιρείας (contra ΣτΕ 2028/1997 7μ., 1040/2016, 2089/2014), προεχόντως διότι τέτοια προϋπόθεση, ανεξαρτήτως του εάν θα ήταν κατά τα ανωτέρω συνταγματικώς επιτρεπτή ενόψει του ότι ο παραιτηθείς από τις ως άνω θέσεις δεν έχει πλέον τη μέριμνα για τη συμμόρφωση του νομικού προσώπου προς τις απορρέουσες από τη φορολογική και την ασφαλιστική νομοθεσία υποχρεώσεις αυτής και, επομένως, δεν συντρέχει πλέον ο δικαιολογητικός λόγος της θεσπίσεως της εν λόγω ευθύνης, δεν προβλέπεται, πάντως, στις ως άνω εξαιρετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Άλλωστε, ναι μεν δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει και άλλα, πέραν του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, πρόσωπα ως προσθέτως υπόχρεα για την πληρωμή των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων αυτής (ΣτΕ 1590/2000 7μ.), ένα τέτοιο, όμως, καθεστώς αυξημένης ευθύνης συνάδει προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας μόνον εφόσον προβλέπεται με ρητή διάταξη τυπικού νόμου, η οποία παρέχει επιπλέον στα ως άνω πρόσωπα την πραγματική δυνατότητα να απαλλαγούν, υπό προϋποθέσεις, από την ευθύνη για αλλότρια χρέη (πρβλ. απόφαση της 2.6.2016, Καπνοβιομηχανία Καρέλια Α.Ε., C-81/15, σκ. 49-54, ΣτΕ 1366/2017 7μ., 1770/2005). Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α. Χλαμπέα και Ε. Παπαδημητρίου, η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των φυσικών προσώπων, τα οποία διευθύνουν ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, που θεσπίζεται με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 1 και 3 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) και της παραγράφου 2 του άρθρου 69 του ν. 2676/1999, η οποία αποβλέπει στην επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα στη διασφάλιση της είσπραξης των οφειλόμενων από τα νομικά πρόσωπα φόρων, εισφορών κλπ, τόσο κατά το χρόνο της λειτουργίας τους, όσο και κατά το χρόνο διάλυσής τους, εξακολουθεί να υφίσταται σε περίπτωση παραίτησης των προσώπων αυτών. Συνεπώς, ο παραιτηθείς από την διοίκηση ανωνύμου εταιρείας δεν ευθύνεται κατά τις ως άνω διατάξεις εάν, μετά την παραίτηση αυτού, έχει ήδη αναλάβει τα καθήκοντά της νέα διοίκηση της εταιρείας, η οποία την διοικεί πλέον και την εκπροσωπεί νομίμως. Εξακολουθεί όμως να ευθύνεται έως ότου αναλάβει τα καθήκοντά της η, κατά τα ανωτέρω, νέα διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 1183-1187/2018 7μ., 2089/2014, 1590/2000 7μ., 3/2000, 3350/1995 7μ.). Σε αντίθετη περίπτωση, θα παρείχετο στα πρόσωπα, τα οποία διοικούν και εκπροσωπούν την ανώνυμη εταιρεία και τα οποία είναι καλύτεροι γνώστες της πορείας των εργασιών της, η ευχέρεια να μεθοδεύουν, με την παραίτησή τους, την απαλλαγή τους από την ευθύνη τους για τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι του Δημοσίου και του Ι.Κ.Α. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.), με αποτέλεσμα την μη είσπραξη οφειλόμενων υπό νομικών προσώπων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, την απώλεια εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού και, κατά συνέπεια, την υστέρηση των δημοσίων εσόδων, μέσου απαραιτήτου προς εκπλήρωση κρατικών σκοπών και την επιβράδυνση ή την ανατροπή της προγραμματισμένης από τη Διοίκηση δράσης (πρβλ. 1183-1187/2018 7μ.,1590/2000 7μ., 3/2000).

[…]

15. Επειδή, από τον συνδυασμό των παρατεθεισών στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων του ν. 2190/1920 συνάγεται ότι η για οποιονδήποτε λόγο παύση των προσώπων που ασκούν τη διαχείριση ανώνυμης εταιρείας ή έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλεται σε δημοσιότητα, η οποία, όμως, δεν έχει συστατικό, αλλά δηλωτικό – βεβαιωτικό χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 1040/2016, 3217/2014, 296/2011, 1770/2005, 296/2001). Επομένως, η μη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των σχετικών πράξεων και στοιχείων δεν επιδρά στο κύρος της παύσεως, η οποία είναι ισχυρή ανεξαρτήτως της δημοσιεύσεώς της, αλλά έχει ως μόνη συνέπεια, κατά τη ρητή διατύπωση της παραγράφου 13 του άρθρου 7β του ν. 2190/1920, ότι η ανώνυμη εταιρεία δεν δύναται καταρχήν να αντιτάξει σε τρίτους την επελθούσα μεταβολή, εκτός εάν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι οι τρίτοι την γνώριζαν (ΣτΕ 5/2018, 3171/2017, 1040/2016, 4034/2012, 296/2011, ΑΠ 1156/2018, πρβλ. ΣτΕ 143/2019, ΑΠ 307/2003, 724/2002). Οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 2190/1920 αναφέρονται προδήλως στη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στη δέσμευση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας από πράξεις των προσώπων που φέρονται ως ασκούντα τη διοίκηση ή εκπροσώπηση αυτής, έχουν δε ως σκοπό, κατά παγία νομολογία, την ασφάλεια των συναλλαγών και, ιδιαίτερα, την προστασία των τρίτων που συναλλάσσονται με την ανώνυμη εταιρεία και προσδίδουν πίστη στα δημοσιευμένα στοιχεία της (ΑΠ 1156/2018, πρβλ. ΑΠ 1378/2015)· ως τρίτος δε νοείται κάθε συναλλασσόμενος με την εταιρεία ο οποίος, ως εκ της θέσεως στην οποία ευρίσκεται και των λοιπών κατ’ ιδίαν περιστάσεων, έχει ανάγκη προστασίας (ΑΠ 1156/2018). Κατ’ ακολουθία, το ρυθμιστικό περιεχόμενο των ως άνω διατάξεων του ν. 2190/1920 περιορίζεται, όπως προκύπτει τόσο από τη γραμματική τους διατύπωση όσο και από τον σκοπό τους, στη δυνατότητα ή μη της εταιρείας να αντιτάξει στους συναλλασσόμενους με αυτήν τρίτους μη δημοσιευμένα στοιχεία της (πρβλ. ΣτΕ 257/2007).

16. Επειδή, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των παρατεθεισών στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεων, τα μνημονευόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος πρόσωπα, τα οποία έχουν παραιτηθεί από τη διαχείριση και την εκπροσώπηση ανώνυμης εταιρείας, εξακολουθούν μεν να ευθύνονται για τα γεννηθέντα προ του χρόνου της παραιτήσεώς τους χρέη της εταιρείας από φόρους ή οφειλόμενες στο Ι.Κ.Α. ασφαλιστικές εισφορές, δεν ευθύνονται, όμως, για χρέη τα οποία γεννήθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της παραιτήσεώς τους (πρβλ. ΣτΕ 3936/1999 7μ.), έστω και αν η πράξη της παραιτήσεώς τους δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πρβλ. ΣτΕ 296/2001, contra ΣτΕ 143/2019). Και τούτο, διότι η προβλεπόμενη δημοσίευση δεν έχει, κατά τ’ ανωτέρω, συστατικό χαρακτήρα, ο δε δικαιολογητικός λόγος της διατάξεως της παραγράφου 13 του άρθρου 7β του ν. 2190/1920, ο οποίος συνίσταται στην ασφάλεια και στην προστασία των συναλλαγών αναφορικά με το πρόσωπο που δεσμεύει κάθε φορά με τις πράξεις του την εταιρεία, με ιδιαίτερη πρόβλεψη για την προστασία των καλοπίστων τρίτων κατά τις συναλλακτικές τους επαφές με την ανώνυμη εταιρεία, προδήλως δεν συντρέχει στις περιπτώσεις που το Δημόσιο ή τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν συναλλάσσονται με την εταιρεία, αλλά στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους δρουν ως φορείς δημόσιας εξουσίας για την είσπραξη των φόρων και ασφαλιστικών εισφορών (πρβλ. ΣτΕ 257/2007, contra ΣτΕ 5/2018, 3350/2015, 4034/2012, 296/2011, ΑΠ 947/2016), οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται ζήτημα προστατευομένης εμπιστοσύνης τους αναφορικά με το πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας αλλά εφαρμογής από αυτά του νόμου (πρβλ. ΣτΕ 257/2007). Η αντίθετη άποψη θα συνεπαγόταν για τους διοικούντες την ανώνυμη εταιρεία την κατά παράβαση των αρχών της ασφάλειας του δικαίου και της αναλογικότητας αλλά και του ίδιου του νόμου που θεσπίζει, κατά τ’ ανωτέρω, την  ευθύνη τους, ευθύνη των εν λόγω προσώπων για φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές υποχρεώσεις της εταιρείας, οι οποίες γεννήθηκαν μετά την παραίτησή τους και μάλιστα για άδηλο χρόνο, χωρίς να παρέχεται στα πρόσωπα αυτά η πραγματική δυνατότητα, ακόμη και εάν επιδείξουν άκρα επιμέλεια, να απαλλαγούν από την ως άνω ευθύνη, ενόψει και του ότι στις ως άνω διατάξεις δεν προβλέπεται η ακολουθητέα διαδικασία και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα ηδύναντο τα εν λόγω πρόσωπα να απαλλαγούν από την ευθύνη τους για μεταγενέστερες της αποχωρήσεώς τους οφειλές της εταιρείας, ενώ, αντιθέτως, προβλέπεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας είναι υπεύθυνο για την υποβολή στην αρμόδια υπηρεσία των πράξεων και στοιχείων για τα οποία απαιτείται δημοσιότητα (άρθρο 7β παράγραφος 14 του ν. 2190/1920), η δε σχετική δημοσίευση στο ΦΕΚ γίνεται με δαπάνες της ενδιαφερόμενης εταιρείας (άρθρο 7β παράγραφος 1 περ. β). Εννοείται βεβαίως ότι σε κάθε περίπτωση, τα ως άνω πρόσωπα υπέχουν ευθύνη εάν από το σύνολο των περιστάσεων και ιδίως ενόψει του χρόνου και του τρόπου της υποβολής της παραιτήσεώς τους προκύπτει ότι αυτή ήταν προσχηματική ή εάν το Δημόσιο ή το Ι.Κ.Α. επικαλεσθούν και αποδείξουν προσηκόντως ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είχαν υποβάλει δήλωση παραιτήσεως ή δεν είχαν παυθεί από τα καθήκοντά τους ή ασκούσαν κατά τον κρίσιμο μετά την υποβολή της παραιτήσεώς τους χρόνο πράξεις διαχειρίσεως ή εκπροσωπήσεως της εταιρείας και, επομένως, η παραίτησή τους από τη θέση του διευθυντή, διαχειριστή ή διευθύνοντα συμβούλου και εκκαθαριστή ανώνυμης εταιρείας δεν ήταν γνήσια, αλλά εικονική (πρβλ. ΣτΕ 3171/2017). Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α. Χλαμπέα και Ε. Παπαδημητρίου, από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 7α και 7β του ν. 2190/1920, προκύπτει ότι η πράξη διορισμού ή παύσης των μελών του Δ.Σ. της Α.Ε. υποβάλλεται σε δημοσιότητα που δεν έχει συστατικό, αλλά βεβαιωτικό ή δηλωτικό χαρακτήρα. Εφόσον, όμως, δεν περιβληθεί τον διττό τύπο της δημοσιότητας, δηλαδή και της καταχώρισης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και της ανακοίνωσης της καταχώρισης αυτής στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δεν είναι ισχυρή έναντι τρίτων, εκτός αν η Εταιρεία ή το μέλος του Δ.Σ. αποδείξουν ότι οι τρίτοι το γνώριζαν (ΣτΕ 4034/2012, ΑΠ 947/2016). Κατά συνέπεια, ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να επικαλεστεί έναντι του Ε.Φ.Κ.Α. την παραίτησή του από τη θέση του Προέδρου και μέλους του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας και, συνακόλουθα, την παύση των καθηκόντων του ως νομίμου εκπροσώπου αυτής, αφού δεν είχε τηρηθεί ο τύπος της δημοσιότητας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ο Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος είναι τρίτος έναντι της εταιρείας, να μην υποχρεούται να γνωρίζει τη μεταβολή στην εκπροσώπηση της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας (πρβλ. ΣτΕ 4034/2012, ΑΠ 947/2016).

17. Επειδή, κατά την κρατήσασα ως άνω γνώμη του Τμήματος, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ο νομίμως παραιτηθείς από τη διαχείριση ή την εκπροσώπηση ανώνυμης εταιρείας δεν ευθύνεται για τα χρέη της εταιρείας από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές προς το Ι.Κ.Α. που γεννήθηκαν μετά την παραίτησή του, τούτο δε ανεξαρτήτως εάν η παραίτηση έλαβε την προβλεπόμενη στον ν. 2190/1920 δημοσιότητα ή εάν μετά την παραίτηση έχει ορισθεί ή όχι νέα διοίκηση της εταιρείας. Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία ο αναιρεσείων εξακολουθεί να ευθύνεται προσωπικά και αλληλεγγύως για την καταβολή των χρεών της εταιρείας […] της περιόδου από 17.3.2006 έως 31.7.2007, ήτοι χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της παραιτήσεώς του από τη θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας, είναι εσφαλμένη και θα έπρεπε ν’ αναιρεθεί, κατ’ αποδοχή του προβαλλομένου λόγου περί εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 1 και 3 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999, και 7α και 7β του ν. 2190/1920 (πρβλ. ΣτΕ 3936/1999 7μ., 1770/2005, 296/2001). Κατά την περαιτέρω δε γνώμη του Προέδρου, της Συμβούλου Ελένης Παπαδημητρίου και των Παρέδρων, εάν γίνει δεκτό ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αναιρετέα για τον ως άνω λόγο, βασίμως προβαλλόμενο, παρέλκει ως αλυσιτελής η κρίση για την αναρμοδιότητα του δικάσαντος την έφεση δικαστηρίου. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας των προεκτεθέντων ζητημάτων και της υφισταμένης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου που μνημονεύεται στις οικείες σκέψεις (8 επόμ.), το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 και 2 εδ. α του π.δ/τος 18/1989.

ΣτΕ Α΄ Τμ. 510/2019 επταμ.

ΠΗΓΗ:  http://www.humanrightscaselaw.gr/sigmatauepsilon.html


(Α) Οι κανονιστικές πράξεις, όπως η προσβαλλόμενη, καταρχήν, δεν απαιτείται να φέρουν αιτιολογία. Ως εκ τούτου ελέγχονται μόνον από την άποψη της τηρήσεως των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως, επί της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της. Εξάλλου, η λήψη υπόψη και η εκτίμηση από τη Διοίκηση κριτηρίων τιθεμένων είτε από την εξουσιοδοτική διάταξη είτε από διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από την ίδια την κανονιστική ρύθμιση αλλά μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου (βλ. ΣτΕ 1210/2010 Ολομ., 4304/2015 7μ.). Τέλος, η κατά τα ανωτέρω αξιολόγηση των κριτηρίων από τη Διοίκηση ανήκει στην ουσιαστική κρίση της τελευταίας, η οποία εκφεύγει, καταρχήν, του ακυρωτικού ελέγχου (βλ. ΣτΕ 456/2010, 2157/2014 7μ., 4304/2015 7μ.) και ελέγχεται μόνο αν προβάλλεται με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση έλαβε χώρα κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων αυτών (ΣτΕ 4304/2015 7μ., πρβ. ΣτΕ 2157/2014 7μ.).
(Β) Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, το θέμα του εξ υπαρχής καθορισμού των χαρακτηριζομένων ως βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων αποτέλεσε αντικείμενο εμπεριστατωμένης έρευνας από δύο ειδικές γνωμοδοτικές επιτροπές (ΔΕΚΒΑΕ και ΣΚΑ), των οποίων οι γνωμοδοτήσεις υποβλήθηκαν στον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση απέκλινε από την προηγηθείσα γνώμη της ΔΕΚΒΑΕ, ήτοι καθ’ ο μέρος αφορά: α) στην εξαίρεση της ειδικότητας των απασχολουμένων στην αποθήκευση πρώτων υλών και διαλυτών των χημικών βιομηχανιών, β) στην εξαίρεση της ειδικότητας των τεχνικών στη χημική βιομηχανία και βιοτεχνία παραγωγής και επεξεργασίας χλωρίου και των παραγώγων αυτού, γ) στην εξαίρεση των εργασιών στη βιομηχανία και βιοτεχνία ελαστικού, καθώς και στη βιομηχανία παραγωγής ελαστικών και αεροθαλάμων μεταφορικών μέσων, δ) στην εξαίρεση των εργαζομένων του τμήματος τρυγιών στην οινοπνευματοποιία, ε) στην εξαίρεση της εργασίας στη βιοτεχνία και βιομηχανία ζωοτροφών και πτηνοτροφών και στ) στην εξαίρεση της εργασίας στην παραγωγή ζυμών (μαγιάς) αρτοποιίας. Αντιθέτως, στις κάτωθι αναφερόμενες περιπτώσεις, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση υιοθέτησε τις συγκλίνουσες περί εξαιρέσεως των εν λόγω κατηγοριών εργαζομένων και εργασιών γνώμες της ΔΕΚΒΑΕ και του ΣΚΑ: α) στην ειδικότητα των επιστατών στη χημική βιομηχανία και βιοτεχνία παραγωγής και επεξεργασίας χλωρίου και των παραγώγων αυτού, β) στην ειδικότητα των εργατών συσκευασίας προϊόντος στη βιομηχανία παραγωγής απορρυπαντικού, γ) στην ειδικότητα των πακεταριστών στη βιομηχανία και βιοτεχνία παραγωγής και παρασκευής οργανικών χρωμάτων, βερνικιών και μελανών, δ) στην ειδικότητα των επιστατών στη βιομηχανία εκρηκτικών υλών και πυριτίδων, ε) στην ειδικότητα των θερμαστών και βοηθών στερεών καυσίμων στην εργασία στην οινοπνευματοποιία και στ) στην εργασία στις βιομηχανίες πλαστικών υλών και ειδών.
(Γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει στο προοίμιό της το προαναφερθέν πόρισμα της ΔΕΚΒΑΕ. Συνεπώς, το ως άνω πόρισμα ελήφθη υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, η γνώμη δε της ΔΕΚΒΑΕ που προβλέπεται από την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 17 του ν. 3863/2010 είναι απλή και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει το αποφασίζον όργανο, εν προκειμένω τον Υπουργό, να εκδώσει πράξη ομοίου προς αυτήν περιεχομένου, όπως αβασίμως προβάλλει η αιτούσα. Περαιτέρω, ενόψει της φύσεως της προσβαλλόμενης πράξεως ως κανονιστικής και της φύσεως της γνωμοδοτήσεως της ΔΕΚΒΑΕ ως απλής και όχι ως σύμφωνης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόκλιση αυτή, όπως, επίσης, αβασίμως προβάλλει η αιτούσα (πρβ. ΣτΕ 2222/1997, 4799/2012 7μ., 2157/2014 7μ.). Εξάλλου απόκλιση της προσβαλλομένης από τη γνωμοδότηση της ΔΕΚΒΑΕ υπάρχει μόνο για τις εξαιρέσεις εργασιών και κατηγοριών εργαζομένων που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Αντιθέτως για τις εξαιρέσεις ορισμένων άλλων εκ των επίμαχων εργασιών και κατηγοριών εργαζομένων, δεν υπήρξε απόκλιση της προσβαλλομένης από τη γνωμοδότηση της ΔΕΚΒΑΕ, ως εκ τούτου δε, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος αυτό, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως.
(Δ) Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιμετωπίζει αναιτιολόγητα με διαφορετικό τρόπο εργαζομένους που τελούν υπό ίδιες συνθήκες. Ειδικότερα προβάλλεται ότι η μεταχείριση των εργαζομένων που εξαιρέθηκαν είναι αδικαιολόγητα άνιση έναντι των εργαζομένων άλλων ειδικοτήτων που εντάχθηκαν στις βαριές και ανθυγιεινές εργασίες, αν και όλοι εκτίθενται στους ίδιους κινδύνους, όπως τούτο βεβαιώνεται από επιστημονικά στοιχεία, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως εξειδικεύεται εν σχέσει προς την κάθε κατηγορία των εξαιρούμενων εργασιών και ειδικοτήτων ως ακολούθως: α. Ως προς τους εργαζομένους στον κλάδο της παραγωγής ελαστικών προβάλλεται ότι η εργασία στον εν λόγω κλάδο απαιτεί την επαφή με χημικές ουσίες (καουτσούκ, αιθάλη κ.λπ.), αλλά και με αναθυμιάσεις λόγω των υψηλών θερμοκρασιών παρασκευής του μείγματος (110-160 βαθμούς Κελσίου), περαιτέρω δε, η θερμοκρασία στον χώρο εργασίας είναι κατά δέκα βαθμούς Κελσίου υψηλότερη από τη θερμοκρασία περιβάλλοντος, ενώ η εργασία οργανώνεται σε βάρδιες. Για τους λόγους αυτούς προβάλλεται ότι, αν και η παραγωγή ελαστικού αποτελεί έναν από τους πιο βεβαρυμένους και ανθυγιεινούς κλάδους, εξαιρέθηκε από τα ΒΑΕ. β. Ως προς τους εργαζομένους στην παραγωγή πλαστικού στα τμήματα αναμίξεως και μορφοποιήσεως πλαστικών περιεχουσών αμίαντο προβάλλεται ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι (οι οποίοι έρχονται σε επαφή με τον αμίαντο) εξαιρούνται από το καθεστώς των ΒΑΕ, ενώ παραμένουν οι εργαζόμενοι στα ίδια τμήματα αναμίξεως και μορφοποιήσεως πλαστικών που περιέχουν άλλες χημικές και εξίσου επιβλαβείς για τον οργανισμό ουσίες λόγω ακριβώς της ίδιας αυξημένης τοξικότητας, όπως το πολυπροπυλένιο. γ. Ως προς τους εργαζομένους στη συσκευασία χρωμάτων προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας εξαιρέθηκε η κατηγορία αυτή των εργαζομένων από το καθεστώς των ΒΑΕ, ενώ, αντιθέτως, υπήχθησαν σ’ αυτό όλοι οι εργαζόμενοι στην παραγωγή (εργατοτεχνικό προσωπικό, τεχνικοί και χημικοί), αφού ο χώρος εργασίας είναι ενιαίος με τον χώρο παραγωγής και, ως εκ τούτου, εκτίθενται με τον ίδιο τρόπο στις αναθυμιάσεις κατά την παραγωγή. δ. Ως προς τους τεχνικούς και τους επιστάτες στη χημική βιομηχανία, στη βιομηχανία χλωρίου, τους εργάτες συσκευασίας απορρυπαντικών, τους επιστάτες των βιομηχανιών χρωμάτων και βερνικιών, τους επιστάτες στη βιομηχανία εκρηκτικών, τους εργαζομένους στο τμήμα τρυγιών, τους θερμαστές και τους βοηθούς στερεών καυσίμων των οινοπνευματοποιείων, καθώς επίσης και τους εργάτες αυλής και τους εργαζομένους στη φόρτωση και εκφόρτωση εκχυλιστικών συσκευών στις επιχειρήσεις πυρηνελαιουργίας και ελαιουργίας προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας εξαιρέθηκαν οι κατηγορίες αυτές εργαζομένων από τα ΒΑΕ, καθόσον όλες οι ως άνω ειδικότητες εργάζονται στον ίδιο χώρο και εκτίθενται στους ίδιους κινδύνους με τους λοιπούς συναδέλφους τους εργαζομένους άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι περιελήφθησαν στον κατάλογο των ΒΑΕ. ε. Τέλος, ως προς τους εργαζομένους εντός των μονάδων παραγωγής ζωοτροφών και πτηνοτροφών και τους απασχολούμενους στην παραγωγή και συσκευασία ζυμών αρτοποιίας προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας εξαιρέθηκαν αυτοί από τα ΒΑΕ, αν και εκτίθενται στους ίδιους κινδύνους με άλλες κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίες έχουν ενταχθεί. Ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας ως προς την υπό στοιχείο α κατηγορία εργαζομένων είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζει τις προς σύγκριση εργασίες ούτε τις συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτές ώστε να καθίσταται σαφές σε τι συνίσταται η παράβαση της αρχής της ισότητας που προβάλλεται. Περαιτέρω ο ως άνω λόγος ακυρώσεως ως προς τις υπό στοιχεία β, γ και δ κατηγορίες εργαζομένων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η διαφορετική αντιμετώπιση των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων σε σχέση με τις λοιπές ειδικότητες, οι οποίες αντιστοιχούν στις ενταχθείσες στα ΒΑΕ εργασίες, δεν παρίσταται ως εκδήλως άνιση μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων. Και τούτο διότι, ως προς την υπό στοιχείο β κατηγορία, πέραν του ότι η παραγωγή και κάθε είδους επεξεργασία αμιάντου και παραγώγων αυτού έχει απαγορευθεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ελλάδα από 1.1.2006, ο αμίαντος είναι διαφορετική χημική ουσία από το πολυπροπυλένιο που επικαλείται η αιτούσα, και, επομένως, δεν υφίσταται ταυτότητα των συνθηκών προς τους λοιπούς εργαζομένους. Ως προς την υπό στοιχείο γ κατηγορία, αυτή έχει διαφορετική εργασία (τοποθέτηση του έτοιμου προϊόντος σε κουτιά ή δοχεία στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας) σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες εργαζομένων που απασχολούνται στην παραγωγή και, επομένως, δεν υφίσταται, και ως προς αυτήν, ταυτότητα των συνθηκών. Άλλωστε και πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως η ως άνω κατηγορία εργαζομένων ουδέποτε είχε υπαχθεί στα ΒΑΕ σε αντίθεση με τις λοιπές. Ως προς τις υπό στοιχείο δ κατηγορίες οι ανήκοντες σε αυτές εργαζόμενοι έχουν διαφορετικό αντικείμενο εργασίας και, επομένως, δεν υφίσταται ταυτότητα των συνθηκών προς τους λοιπούς εργαζομένους, οι οποίοι απασχολούνται άμεσα στην παραγωγική διαδικασία, στη χημική και στις συναφείς προς αυτήν βιομηχανίες και βιοτεχνίες. Εν πάση δε περιπτώσει, η αξιολόγηση των κριτηρίων από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση για την υπαγωγή των ως άνω κατηγοριών εργαζομένων στον κατάλογο των ΒΑΕ ανήκει στην ουσιαστική κρίση της τελευταίας, η οποία εκφεύγει, καταρχήν, του ακυρωτικού ελέγχου. Δεν προβάλλεται δε με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι οι επίδικες κανονιστικές ρυθμίσεις έλαβαν χώρα κατά πρόδηλη παραγνώριση των κριτηρίων αυτών. Τέλος, ο προαναφερθείς λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας ως προς τις υπό στοιχείο ε κατηγορίες εργαζομένων είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αόριστος, διότι η αιτούσα δεν προσδιορίζει ούτε ακροθιγώς τις συνθήκες εργασίας στις εν λόγω εξαιρεθείσες εργασίες (τρόπος οργανώσεως της παραγωγικής διαδικασίας, έκθεση σε επιβλαβείς παράγοντες και προσδιορισμός αυτών), ώστε να προκύπτει ταυτότητα ή εν πάση περιπτώσει ομοιότητα συνθηκών εργασίας προς τις λοιπές ήδη ενταχθείσες στα ΒΑΕ εργασίες, οι οποίες επίσης δεν προσδιορίζονται.
(Ε) Με τον ν. 3863/2010, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση αυτού, επιδιώχθηκε η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητά του. Μία από τις μείζονος σημασίας αλλαγές που επιφέρει ο ως άνω νόμος, σύμφωνα πάντα με την εισηγητική έκθεση, είναι η θέσπιση ενός ενιαίου και παγίου συστήματος καταρτίσεως καταλόγου βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων που αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό του θεσμού και στην περιστολή των αυθαιρεσιών που έχουν σωρευθεί, με την πάροδο των ετών, στο παρόν κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Επομένως, η κατάρτιση του καταλόγου των ΒΑΕ που προβλέπεται από την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 17 του ν. 3863/2010 και υλοποιείται με την προσβαλλόμενη απόφαση εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στον εξορθολογισμό του ισχύοντος μέχρι σήμερα καταλόγου των ΒΑΕ προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Με τον εν λόγω κατάλογο επιχειρήθηκε ο εξορθολογισμός και εκσυγχρονισμός του έως τότε ισχύοντος Κανονισμού ΒΑΕ, λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών εξελίξεων και των συνεπειών αυτών στα σημερινά εργασιακά δεδομένα, τα οποία διαφέρουν σημαντικά από εκείνα που ίσχυαν κατά την πρώτη εφαρμογή του (δεκαετία 1960) και από τα αντίστοιχα κατά τη μεταγενέστερη περίοδο τροποποιήσεως – συμπληρώσεώς του (δεκαετία 1980). Ο εξορθολογισμός, επομένως, του καταλόγου των ΒΑΕ σε καμία περίπτωση δεν θίγει το δικαίωμα των εργαζομένων στην υγεία (δικαίωμα για ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας), όπως εσφαλμένως προβάλλει η αιτούσα. Εξάλλου, η κατάρτιση καταλόγου ΒΑΕ είχε και εξακολουθεί να έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι ορισμένες εργασίες συνεπάγονται ιδιαιτέρως σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων, και, ως εκ τούτου, αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων αυτών. Με τα δεδομένα αυτά, οι επίδικες ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η εξαίρεση δηλαδή από την υπαγωγή στα ΒΑΕ των ως άνω εργασιών και κατηγοριών εργαζομένων στις χημικές βιομηχανίες, κατόπιν της γνωμοδοτικής διαδικασίας που προηγήθηκε, από την οποία προέκυψε ότι οι εξαιρεθείσες ειδικότητες στις χημικές βιομηχανίες δεν ασκούνται πλέον κατά τέτοιον τρόπο (τεχνολογικές εξελίξεις και επίδραση αυτών στις σημερινές συνθήκες εργασίας) ώστε να δικαιολογείται η ένταξη των απασχολουμένων σε αυτές στο καθεστώς των ΒΑΕ (βλ. το έγγραφο απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο), δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορες για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού δημοσίου συμφέροντος και δεν υπερβαίνουν προδήλως το αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο. Κατά συνέπεια, η Διοίκηση, κατά τη χρήση της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, δεν παραβίασε τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΕΔΔΑ 6.6.2019, Nodet v. France (47342/14)

Αρχές επιβολής κυρώσεων – Ne bis in idem – Επιβολή προστίμου (250.000 ευρώ) από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε βάρος του προσφεύγοντος και ποινική καταδίκη του για την ίδια παράβαση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας

Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/


Το επίμαχο πρόστιμο ήταν “ποινικής” φύσης. Ο προσφεύγων διώχθηκε για τα ίδια κατ’ ουσίαν πραγματικά περιστατικά. Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατέστη αμετάκλητη στις 10.11.2009, οπότε και ολοκληρώθηκε (με απόφαση του Αρείου Πάγου) η κατ’ αυτής ένδικη διαδικασία. Η αντίστοιχη ποινική διαδικασία ολοκληρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου της 22.1.2014. Η εν λόγω διπλή διαδικασία ήταν πιθανή και προβλέψιμη, κατά το νόμο και την πρακτική, συνέπεια της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος. Σύμφωνα με τη νομολογία του Συνταγματικού Συμβουλίου, οι νομοθετικές διατάξεις βάσει των οποίων επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα οι κυρώσεις κατατείνουν στην καταστολή της ίδιας κατ’ ουσίαν παράβασης, ορίζουν με τον ίδιο τρόπο τις αντίστοιχες παραβάσεις και προστατεύουν τα ίδια κοινωνικά αγαθά. Ενόψει της ταυτότητας των σκοπών των δύο “ποινικών” διαδικασιών, που αφορούσαν τις ίδιες όψεις της επίμαχης συμπεριφοράς, αποκλείεται η μεταξύ τους συμπληρωματικότητα, που απαιτείται για τη διαπίστωση αρκούντως στενού ουσιαστικού συνδέσμου ανάμεσά τους. Εξάλλου, το ποινικό δικαστήριο δεν στηρίχθηκε μόνο στις διαπιστώσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αλλά και στα πορίσματα της αυτοτελούς ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης και, συνεπώς, υπήρξε επανάληψη στη συλλογή του αποδεικτικού υλικού. Επιπλέον, το ποινικό Εφετείο δεν έλαβε ρητώς υπόψη του το πρόστιμο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά, πάντως, σημειώνεται ότι δεν επέβαλε χρηματική ποινή στον προσφεύγοντα, αλλά μόνο ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή. Πέραν τούτων δεν υπήρχε ούτε αρκούντως στενός χρονικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών. Η πρώτη (ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) άρχισε τον Ιούνιο 2006, ενώ η δεύτερη ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο 2014. Κατά την εν λόγω περίοδο, διεξήχθησαν παράλληλα από τον Σεπτέμβριο 2007 (οπότε ξεκίνησε η ποινική διερεύνηση) μέχρι το Νοέμβριο 2009 (οπότε εκδόθηκε η απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία ολοκληρώθηκε αμετάκλητα η πρώτη διαδικασία), δηλαδή για δύο έτη και δύο μήνες. Μολαταύτα, η ποινική διαδικασία συνεχίσθηκε για ακόμα τέσσερα χρόνια και δύο μήνες (μέχρι τον Ιανουάριο 2014), καθυστέρηση που δεν δικαιολογείται από τη Γαλλική Κυβέρνηση. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ.  

Δ.Εφ.Πειρ.Α439/2019

Ανάκληση διορισμού λόγω πλαστού δικαιολογητικού (πρέπει να αιτιολογείται η αιτιώδης σύνδεση μεταξύ πλαστού δικαιολογητικού και διορισμού)

πηγή: www.ddikastes.gr/node/4726

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ

Α1 ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Δεκεμβρίου 2018, με δικαστές τις: Μαρίνα Βάθη, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Γεωργία Ρεξίνη και Αικατερίνη Σταυρίδου, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Αικατερίνη Χρυσοπούλου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την από 16-2-2016 αίτηση ακυρώσεως: 

Της ……………………………, κατοίκου ………………………………, η οποία παραστάθηκε με το δικηγόρο Κωνσταντίνο Φαρμακίδη-Μάρκου (Α.Μ. 29187 Δ.Σ.Α), τον οποίο διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ – ΠΕΙΡΑΙΑ “ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ” – ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΝΚΟΜΕΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ “ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ”», το οποίο παραστάθηκε με τη δικηγόρο Μαρία Φερεντίνου (Α.Μ 1677 ΔΣΠ), διορισμένης με απόφαση του Διοικητή του. 

Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης της 12ης συνεδρίασης της 30-10-2015 του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Νοσοκομείου.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Αικατερίνης Σταυρίδου. 

Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας, που ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξουσία δικηγόρο του καθ’ ου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, και 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία.

Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο. 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα 1403294 και 4101739/19-2-2016 Σειράς Α΄, ειδικά έντυπα παραβόλου). 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της απόφασης της 12ης συνεδρίασης της 30-10-2015 του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Νοσοκομείου, με την οποία αποφασίστηκε η ανάκληση διορισμού της αιτούσας. Ως συμπροσβαλλόμενη και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να θεωρηθεί η 26/12-2-2016 απόφαση του Διοικητή του καθ’ ου νοσοκομείου, αρμοδίου [κατ’ άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 3528/2007, σε συνδ. προς το άρθρο 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999)] προς ανάκληση οργάνου, με την οποία ανακλήθηκε τελικώς ο διορισμός της αιτούσας.

3. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 3528/2007 «Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ» (Α΄ 26) ορίζεται ότι: «Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του παρόντος Κώδικα». 

4. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευόμενης ενόψει του κατά το άρθρο 4 παρ.4 του Συντάγματος δικαιώματος πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες και της κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αν κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών διορισμού του υπαλλήλου αποδειχθεί ότι ο διορισθείς υπάλληλος δεν διαθέτει την αναγκαία για το διορισμό του ιδιότητα ή το προβλεπόμενο εκ του νόμου προσόν, ανακαλείται ο διορισμός του, εφόσον ο υπάλληλος δεν θα ήταν διοριστέος χωρίς την ύπαρξη της πιο πάνω ιδιότητας ή προσόντος. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία πρέπει να ανακληθεί ο διορισμός του υπαλλήλου και στην αντίθετη περίπτωση (κατά την οποία δηλαδή ο υπάλληλος θα διοριζόταν και χωρίς την ύπαρξη της οικείας ιδιότητας ή προσόντος), δεν θα ήταν σύμφωνη με το σκοπό της διάταξης, η οποία δεν έχει το χαρακτήρα επιβολής διοικητικής κύρωσης για τη συμπεριφορά του υπαλλήλου (βλ. σχετικώς το προβλεπόμενο από το άρθρο 107 παρ. 1 περ. λδ΄ του ν. 3528/2007, όπως προστέθηκε με το άρθρο 29 παρ.1 του ν.4305/2014, ειδικό πειθαρχικό αδίκημα) (πρβλ. ΣτΕ 4646/2013 σκ. 15, 1160/2011, 486/2011, 2035, 2042/2010).

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 31/20-12-1994 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Δυτικής Αττικής (Γ.Ν.Δ.Α. «Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ»), η οποία εγκρίθηκε με την 27701/19-12-1994 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής (ΦΕΚ 164/23-12-1994 τ. ν.π.δ.δ.), μετά την ΔΥ13β/οικ.20644/20-9-1994 προκήρυξη του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η αιτούσα διορίστηκε σε κενή οργανική θέση κλάδου ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτικής, με εισαγωγικό βαθμό Δ΄. Ακολούθως, με την 13151/12-9-2013 διαπιστωτική πράξη του Διοικητή του «Γ.Ν.Ν.Π. “ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ – Γ.Ν.Δ.Α. “ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ”» τέθηκε σε διαθεσιμότητα, λόγω κατάργησης της θέσης της. Στη συνέχεια, στα πλαίσια της κινητικότητας, μετετάγη από 25-10-2013 (ΦΕΚ 1232/25-10-2013) στο καθ’ ου, σε κενή οργανική θέση, με την ίδια σχέση εργασίας, ίδιο βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο. Κατόπιν ελέγχου της γνησιότητας του τίτλου σπουδών της, διαπιστώθηκε ότι αυτός ήταν πλαστός. Ειδικότερα, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΦΕ 11/31-3-2015 έγγραφο του 1ου ΕΠΑ.Λ. Αγρινίου, στο αντίγραφο πτυχίου της που απεστάλη προς έλεγχο, υπάρχει παραποίηση στην ημερομηνία του αριθμού πρωτοκόλλου, στο σχολικό έτος λήψης του πτυχίου, στην πράξη του συλλόγου καθηγητών, στο γενικό βαθμό απόλυσης, στο βαθμό του κάθε μαθήματος χωριστά, στην υπογραφή του Διευθυντή του Λυκείου, στην ημερομηνία και στην υπογραφή του συντάκτη του τίτλου και στις υπογραφές των καθηγητών. Κατόπιν αυτού, με την απόφαση της 12ης συνεδρίασης της 30-10-2015 του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου και αφού προηγουμένως η αιτούσα κλήθηκε σε ακρόαση (σχετ. η υπ’ αριθ. πρωτ. 17152/24-4-2015 κλήση), αποφασίστηκε η ανάκληση του διορισμού της. Ακολούθως, με την 26/12-2-2016 απόφαση του Διοικητή ανακλήθηκε η πράξη διορισμού της, με την αιτιολογία της μη εγκυρότητας του τίτλου σπουδών της.

6. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται επαρκώς, καθόσον δεν αμφισβητείται η λήψη και νόμιμη κατοχή εκ μέρους της αιτούσας πτυχίου, η ύπαρξη δηλ. στο πρόσωπό της του βασικού προσόντος διορισμού στην προκηρυχθείσα οργανική θέση κατηγορίας ΔΕ, κλάδου ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτικής. Από κανένα δε στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι υπήρχε άλλος συνυποψήφιος για την προκηρυχθείσα θέση, επίσης ότι ο τυχόν υπάρχων συνυποψήφιος είχε γενικό βαθμό απολύσεως υψηλότερο από το δικό της και σε τι επηρέασαν οι φερόμενες αποκλίσεις μεταξύ του νομίμου πτυχίου της και του υποβληθέντος προς διορισμό πτυχίου. Προσκομίζει προς τούτο αντίγραφο του νομίμου πτυχίου της από το 1ο Τεχνικό – Επαγγελματικό Λύκειο Αγρινίου, με γενικό βαθμό απόλυσης «καλώς» 12 και 5/10.

7. Επειδή, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, το καθ’ ου Νοσοκομείο όφειλε, πριν την ανάκληση του διορισμού της αιτούσας, να ερευνήσει αν αυτή θα παρέμενε διοριστέα στην επίμαχη προκηρυχθείσα θέση, κλάδου ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτικής και επί τη βάσει του ως άνω νομίμως ληφθέντος πτυχίου της από το 1ο Τεχνικό – Επαγγελματικό Λύκειο Αγρινίου, με γενικό βαθμό απόλυσης «καλώς» 12 και 5/10. Αντ’ αυτού, το Νοσοκομείο, ερμηνεύοντας εσφαλμένα την πιο πάνω διάταξη, διέταξε την ανάκληση του διορισμού της αιτούσας, χωρίς να προβεί σε τέτοια έρευνα. Για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, θα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, κατόπιν δε αυτού, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 4646/2013 σκ. 16). Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του ηττηθέντος Νοσοκομείου (άρθρο 275 του Κ.Δ.Δ., σε συνδ. προς το άρθρο 4 παρ. 1 περ. στ΄ του ν. 702/1977). 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την 26/12-2-2016 απόφαση του Διοικητή του καθ’ ου Νοσοκομείου.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου.

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 25-6-2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε δημόσια συνεδρίαση στις 4-7-2019.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΣτΕ 1076/2019 Ολομ.

Μη εφαρμογή της οδηγίας 2014/25/ΕΕ ​στον διαγωνισμό της εταιρείας ‘Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ’ (ΟΛΠ ΑΕ) για την επιλογή αναδόχου κατασκευής του έργου ‘Επέκταση Επιβατικού Λιμένα (Νότια Ζώνη, Φάση Α)’

ΠΗΓΗ: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/apofaseis

1. […]

2. […]

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 2/2019 αποφάσεως της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών.

4. […]

5. […]

6. […]

7. […]

8. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας 2014/25/ΕΕ [L 94), άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 12] και του ν. 4412/2016 [Α´147), άρθρα 224 παρ. 1 και 3, 232, 372 παρ. 1 και 3], θεωρείται αναθέτων φορέας κατά τη σύναψη συμβάσεων, ο ασκών δραστηριότητα που αφορά την εκμετάλλευση μίας γεωγραφικής περιοχής με σκοπό τη διάθεση, μεταξύ άλλων, θαλάσσιων λιμένων ή λιμένων εσωτερικής ναυσιπλοΐας σε φορείς που πραγματοποιούν θαλάσσιες ή εσωτερικές πλωτές μεταφορές, εφόσον είναι αναθέτουσα αρχή (άρθρο 3 παρ. 1 της οδηγίας) ή δημόσια επιχείρηση, ή λειτουργεί επί τη βάσει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων, τα οποία εκχωρεί αρμόδια αρχή κράτους μέλους μέσω οιασδήποτε νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης. Η εκχώρηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων στον εν λόγω φορέα έχει ως αποτέλεσμα, ή να περιορίζεται η άσκηση της σχετικής δραστηριότητος μόνο σε αυτόν, ή να επηρεάζεται σημαντικά, μέχρι του σημείου να αποκλείεται, η ικανότητα άλλων φορέων να ασκούν την ίδια δραστηριότητα, υπό αντίστοιχες συνθήκες, με συνέπεια τη μη λειτουργία του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, δεν θεωρείται αναθέτων φορέας ο ασκών την ανωτέρω δραστηριότητα, στην περίπτωση που τα εν λόγω ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα έχουν εκχωρηθεί σε αυτόν μέσω διαδικασίας, στην οποία έχει διασφαλιστεί επαρκής δημοσιότητα και η εκχώρηση των δικαιωμάτων αυτών βασίστηκε σε αντικειμενικά κριτήρια. Τούτο δε διότι η εκχώρηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων κατόπιν διενέργειας ανοικτής και αμερόληπτης διαγωνιστικής διαδικασίας στην οποία έλαβαν μέρος, άνευ αποκλεισμών και διακρίσεων, όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς, έχει ως συνέπεια να εξασφαλίζεται το άνοιγμα της οικείας αγοράς στον πραγματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η εκχώρηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων μέσω διαδικασίας ανοικτής στον γνήσιο ανταγωνισμό, αποκλείει, την, εν συνεχεία, ανάθεση συμβάσεων από τον παραχωρησιούχο φορέα με κριτήρια που δεν έχουν αμιγώς επιχειρηματικό και οικονομικό χαρακτήρα και, συνεπώς, οι συμβάσεις αυτές δεν αποτελούν δημόσιες συμβάσεις, επί των οποίων εφαρμόζονται οι κανόνες του παράγωγου ενωσιακού δικαίου. Πράγματι, ο σκοπός στον οποίον αποβλέπουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2014/25/ΕΕ και του ν. 4412/2016 συνίσταται στην εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις όχι μόνο επί των συμβάσεων που συνάπτουν οι αναθέτουσες αρχές και οι δημόσιες επιχειρήσεις, αλλά και επί των συμβάσεων που συνάπτουν φορείς στους οποίους έχουν εκχωρηθεί, με πράξη αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα και οι οποίοι έχουν μεν τη μορφή του ΝΠΙΔ, πλην όμως, υπό τη μορφή αυτή, κρύπτεται δημόσια αρχή του κράτους μέλους, η οποία έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη δράση τους, είτε διά της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιό τους, είτε διά της εκπροσώπησής της στα όργανα διοίκησής τους. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων της οδηγίας 2014/25/ΕΕ και του ν. 4412/2016, κρίσιμα είναι τα προαναφερθέντα ειδικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας που κατέληξε στην εκχώρηση των ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων (υπό την έννοια της διασφάλισης κατ’ αυτήν των αναγκαίων όρων της επαρκούς δημοσιότητος και των αντικειμενικών κριτηρίων) και όχι η φύση της πράξης με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία της εκχώρησης των εν λόγω δικαιωμάτων.

9. Επειδή, η παραχώρηση υπηρεσίας συνίσταται στη μεταβίβαση του δικαιώματος εκμετάλλευσης μίας συγκεκριμένης υπηρεσίας από τον αναθέτοντα στον παραχωρησιούχο, ο οποίος έχει, στο πλαίσιο της σύμβασης, ορισμένη οικονομική ελευθερία ως προς τον προσδιορισμό των όρων εκμετάλλευσης του δικαιώματος αυτού, παραμένοντας, παράλληλα, σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένος στους κινδύνους που συνδέονται με την εν λόγω εκμετάλλευση. Στη σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της παρεχόμενης υπηρεσίας, είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αμοιβής. Περαιτέρω, ο επιχειρηματικός κίνδυνος είναι μείζων για τον παραχωρησιούχο, στην περίπτωση που αυτός όχι μόνο δεν λαμβάνει αμοιβή από την αναθέτουσα αρχή, αλλά καταβάλλει και τίμημα για την απόκτηση και διατήρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης της παραχωρούμενης υπηρεσίας (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 C-206/08, Eurawasser και της 14ης Ιουλίου 2016 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-458/14, C-67/15, Promoimpsera, EA 213/2013, 406/2014). Εν προκειμένω, αμφότερες οι από 13.2.2002 και 24.6.2016 συμβάσεις μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ο.Λ.Π. Α.Ε., οι οποίες κυρώθηκαν με τους ν. 3654/2008 και 4404/2016 αντίστοιχα, έχουν τον χαρακτήρα συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών, σε αυτές δε δεν προσδιορίζεται εργολαβικό αντάλλαγμα για την Ο.Λ.Π. Α.Ε., αλλά, αντίθετα, προβλέπεται η εκ μέρους του παραχωρησιούχου καταβολή ανταλλάγματος (βλ. άρθρο τριακοστό πέμπτο του ν. 2932/2001, άρθρο 5 της από 13.2.2002 Σύμβασης Παραχώρησης και άρθρο 15 της από 24.6.2016 Νέας Σύμβασης Παραχώρησης).

10. Επειδή, υπό το καθεστώς της οδηγίας 2004/17ΕΚ, η σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών εξαιρείτο ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της (άρθρο 18 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και, συνεπώς, δεν ενέπιπτε στις ρυθμίσεις των οδηγιών περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων (άρθρο 12 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Και ναι μεν στην οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 «σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης» (EE L 94/28.3.2014) περιέχονται ρυθμίσεις για την παραχώρηση, μεταξύ άλλων, υπηρεσιών για την άσκηση της «δραστηριότητας της εκμετάλλευσης μίας γεωγραφικής περιοχής με σκοπό την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων λιμένων σε θαλάσσιους μεταφορείς», πλην όμως η ανωτέρω οδηγία δεν καταλαμβάνει την από 5.3.2014 Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος προς απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της Ο.Λ.Π. Α.Ε., η οποία δημοσιεύθηκε στις 7.3.2014 στις εφημερίδες «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» και «NEW YORK TIMES» και στις 19.3.2014 στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο δε διότι, ανεξαρτήτως του ότι στο άρθρο 54 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται ότι αυτή δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις παραχώρησης που προκηρύχθηκαν ή ανατέθηκαν πριν από τις 17 Απριλίου 2014, ως λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη ορίσθηκε η 18.4.2016 (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 19.12.2018 C-375/17, Stanley International Betting Ltd). Τέλος, ούτε η πώληση μετοχών στο πλαίσιο διαδικασίας ιδιωτικοποίησης δημόσιας επιχείρησης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 6.5.2010 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-145/08 και 149/08, Κλάμπ Οτέλ Λουτράκι ΑΕ).

11. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη οι οδηγίες περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών, όπως η παραχώρηση διαχείρισης λιμένος και στις συμβάσεις πωλήσεως μετοχών στο πλαίσιο διαδικασίας ιδιωτικοποίησης και, ειδικότερα, στην αρξαμένη με την προαναφερθείσα από 5.3.2014 Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος διαδικασία. Παρά ταύτα, η τήρηση των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, της ίσης μεταχείρισης και της εξ αυτών απορρέουσας υποχρεώσεως διαφάνειας, επιβάλλεται και προκειμένου περί των εν λόγω συμβάσεων, ιδιαίτερα δε όταν πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης με βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον, το οποίο δύναται να απορρέει από την οικονομική σημασία της σύμβασης της οποίας σχεδιάζεται η σύναψη ή από τη σημασία του τόπου εκτέλεσής της ή και από τα ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά της. Η υποχρέωση διαφάνειας αποβλέπει στο να παρέχεται η δυνατότητα σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στο έδαφος άλλου κράτους από αυτό εντός του οποίου ανατίθεται η παραχώρηση, να έχουν πρόσβαση στα προσήκοντα πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν την εν λόγω παραχώρηση σε χρόνο προγενέστερο της σύναψης της σύμβασης, κατά τρόπο ώστε οι επιχειρήσεις αυτές, εφόσον το επιθυμούν, να δύνανται να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους να συμμετάσχουν στη διαδικασία που απέληγε στη σύναψη της σύμβασης παραχώρησης. Συνεπώς, η υποχρέωση διαφάνειας συνεπάγεται τη διασφάλιση υπέρ όλων των πιθανών αναδόχων (παραχωρησιούχων) του προσήκοντος βαθμού δημοσιότητος που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό, καθώς και τον έλεγχο της αμερόληπτης διεξαγωγής των διαδικασιών ανάθεσης, ο προσήκων δε βαθμός δημοσιότητος καθορίζεται σε σχέση με τη δυνητική αγορά που αφορά η σχετική σύμβαση παραχώρησης (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000 C-324/98, Telaustria, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005 C-458/03, Parking Brixen GmbH, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2008 C-324/07, Goditel Brabant SA, απόφαση της 13ης Απριλίου 2010 C-91,08, Wall AG, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 C-64/08, Erust Engelmann, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013 C-388/12, Comune di Ancona, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013 C-221/12, Belgacom NV).

12. Επειδή, το διασυνοριακό ενδιαφέρον για τη (νέα) Σύμβαση Παραχώρησης του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που ευρίσκονται εντός της Λιμενικής Ζώνης του λιμένα Πειραιώς προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τα εκτιθέμενα στο προοίμιο της Σύμβασης του 2016, όπου αναφέρεται ότι ο λιμένας Πειραιώς είναι ο μεγαλύτερος λιμένας της Ελλάδας, η ακτογραμμή του ξεπερνά σε μήκος τα είκοσι τέσσερα (24) χιλιόμετρα και καλύπτει συνολική επιφάνεια άνω των πέντε εκατομμυρίων μέτρων. Στο εν λόγω προοίμιο επισημαίνεται, επίσης, ότι ο λιμένας Πειραιώς αποτελεί διεθνές κέντρο θαλάσσιου τουρισμού και εμπορικής μεταφοράς αγαθών, καθώς και ότι βρίσκεται στη συμβολή θαλάσσιων οδών που συνδέουν τη Μεσόγειο θάλασσα με τη Βόρεια Ευρώπη. Με τα δεδομένα αυτά, η σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ο.Λ.Π. Α.Ε. που συνήφθη το 2016 για την τροποποίηση της αντίστοιχης σύμβασης που είχε συναφθεί το 2002 μεταξύ των ιδίων μερών συνιστά σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών που παρουσιάζει βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον και, συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, κατά το στάδιο που προηγήθηκε της σύναψής της, έπρεπε να τηρηθεί η υποχρέωση διαφάνειας.

13. Επειδή, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 6 με την από 13.2.2002 σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3654/2008, παραχωρήθηκε, έναντι ανταλλάγματος για χρονικό διάστημα 40 ετών και με κριτήρια δημοσίου συμφέροντος, στη δημόσια εταιρεία κοινής ωφέλειας με την επωνυμία «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που κείνται εντός της λιμενικής ζώνης του λιμένα Πειραιώς, ως αναγκαίων στοιχείων για την εκπλήρωση των σκοπών της, σχετιζομένων με την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων σε χρήστες του λιμένα, σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7, 9, 14 και 17 του ν. 2688/1999, το Ελληνικό Δημόσιο διετήρησε τον έλεγχο της εν λόγω εταιρείας, αφού, ως μοναδικός μέτοχός της, είχε τον έλεγχο της Γενικής Συνέλευσής της, διόριζε με διοικητική πράξη τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής και επέλεγε τα πέντε από τα εννέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Με τα δεδομένα αυτά, υπό το καθεστώς της ανωτέρω από 13.2.2002 σύμβασης η Ο.Λ.Π. Α.Ε. είχε την ιδιότητα του αναθέτοντος φορέως κατά την υπ’ αυτής ανάθεση συμβάσεων, οι οποίες είχαν τον χαρακτήρα των δημοσίων συμβάσεων. Περαιτέρω, στην προαναφερθείσα σύμβαση προεβλέπετο ρητώς ότι οι όροι της θα αποτελούσαν αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Ο.Λ.Π. Α.Ε. εμειώνετο κάτω του ποσοστού του 51%. Στη συνέχεια, μετά την εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ποσοστού 26% του μετοχικού κεφαλαίου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. (μερική ιδιωτικοποίηση), με αποφάσεις της Διϋπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων των ετών 2011 και 2012, το υπόλοιπο 74% περίπου των μετοχών της εταιρείας αυτής εισεφέρθη, ως στοιχείο της ιδιωτικής περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, στο ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο απεφάσισε να διαθέσει ποσοστό 67% των μετοχών της ως άνω ανώνυμης εταιρείας με συναλλαγή, η οποία θα περιελάμβανε «Σύμβαση Πώλησης Μετοχών» στον προτιμητέο επενδυτή, ο οποίος θα προέκυπτε από τη διενέργεια διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας. Προς τούτο το ΤΑΙΠΕΔ εξέδωσε την από 5.3.2014 Πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος προς απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της Ο.Λ.Π. Α.Ε. με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε στη σκέψη 6. Με την ανωτέρω Πρόσκληση οι ενδιαφερόμενοι πληροφορήθηκαν ότι το έτος 2002 το Ελληνικό Δημόσιο συνήψε με την Ο.Λ.Π. Α.Ε. Σύμβαση Παραχώρησης, δυνάμει της οποίας παραχωρήθηκε στην εταιρεία «το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της γης, των κτισμάτων και της υποδομής της χερσαίας λιμενικής ζώνης του λιμένα Πειραιώς, καθώς και το δικαίωμα σύναψης περαιτέρω παραχωρήσεων αναφορικά με τη λειτουργία αυτού σε τρίτους έναντι καταβολής καταλλήλου ανταλλάγματος». Με την ίδια Πρόσκληση οι ενδιαφερόμενοι πληροφορήθηκαν ότι η από 13.2.2002 σύμβαση, με την οποία παραχωρήθηκε στην Ο.Λ.Π. Α.Ε. το ανωτέρω ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα, θα αποτελούσε αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης και, ενδεχομένως, τροποποίησης, οι ακριβείς όροι της οποίας θα προσδιορίζονταν στη δεύτερη φάση της διαδικασίας. Πράγματι, σε εφαρμογή της τελευταίας αυτής πρόβλεψης, με την από 25.7.2014 Πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου προς την Ο.Λ.Π. Α.Ε. εκκίνησε η διαδικασία της τροποποίησης της Σύμβασης Παραχώρησης του έτους 2002. Η εξαγγελία περί αναδιαπραγμάτευσης και τροποποίησης της εν λόγω σύμβασης απετέλεσε θεμελιώδη όρο για την εκδήλωση επενδυτικού ενδιαφέροντος προς απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της Ο.Λ.Π. Α.Ε. Οι ανωτέρω δύο διαδικασίες, δηλαδή η πώληση της πλειοψηφίας των μετοχών της εταιρείας και η τροποποίηση κατόπιν αναδιαπραγμάτευσης της από 13.2.2002 Σύμβασης Παραχώρησης εξελίχθηκαν παραλλήλως και ήταν αλληλοεξαρτώμενες, με την προσθήκη αμοιβαίων αναβλητικών αιρέσεων όσον αφορά την έναρξη της ισχύος τόσο της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών όσο και της (νέας) Σύμβασης Παραχώρησης. Ως στόχο δε είχαν να αποτελέσουν ένα ενιαίο κείμενο που να ανταποκρίνεται στην ανάληψη του ελέγχου της Ο.Λ.Π. Α.Ε. από ιδιώτη επενδυτή και στην εφεξής απώλεια του χαρακτήρα της ως ΝΠΙΔ διφυούς χαρακτήρα (δημόσια επιχείρηση) με την απάλειψη από την από 13.2.2002 σύμβαση των εμπεριεχουσών ενάσκηση δημοσίας εξουσίας διατάξεων, η διατήρηση των οποίων παρίστατο μη συμβατή με τη μετατροπή της εν λόγω εταιρείας σε συνηθισμένη Α.Ε. με αμιγώς επιχειρηματικό χαρακτήρα. Με τα δεδομένα αυτά, το ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που ευρίσκονται εντός της Λιμενικής Ζώνης του λιμένα Πειραιώς που παραχωρήθηκε στην Ο.Λ.Π. Α.Ε. με την από 13.2.2002 σύμβαση, και το οποίο αποτελούσε το βασικό περιουσιακό της δικαίωμα επιχειρήθηκε να εκχωρηθεί με την από 5.3.2014 Πρόσκληση του ΤΑΙΠΕΔ με μία ενιαία και αδιαίρετη διαδικασία (πώληση μετοχών και τροποποίηση, κατόπιν αναδιαπραγμάτευσης, της σύμβασης παραχώρησης), στην οποία εξασφαλίσθηκε επαρκής δημοσιότης και βασίσθηκε σε αντικειμενικά κριτήρια (κριτήρια Προσωπικής Κατάστασης, Χρηματοοικονομικής και Τεχνικής Επάρκειας), σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 3 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ και 224 παρ. 3 του ν. 4412/2016. Πάντα δε ταύτα λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η δυνητική αγορά στην οποία απευθύνθηκε η εν λόγω Πρόσκληση, ενόψει των απαιτήσεων του οικείου εγχειρήματος, συνετίθετο από ειδικό επενδυτικό κοινό με εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία στον σχετικό τομέα, το οποίο είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί επακριβώς το περιεχόμενο της ανωτέρω Πρόσκλησης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, οι επιχειρήσεις οι οποίες θα εξέφραζαν την πρόθεση να λάβουν μέρος στη διαγωνιστική διαδικασία για την απόκτηση πλειοψηφικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο της Ο.Λ.Π. Α.Ε., ευλόγως είχαν σαφή επίγνωση ότι η ανωτέρω από 13.2.2002 Σύμβαση Παραχώρησης θα αποτελούσε (όπως, εξάλλου ορίζετο ρητώς στην από 5.3.2014 Πρόσκληση), αντικείμενο αναδιαπραγμάτευσης, ήτοι αντικείμενο διαβουλεύσεων με σκοπό τη σύναψη νέας σύμβασης παραχώρησης, με πλήρη μεταβολή της φύσης του παραχωρηθέντος στην Ο.Λ.Π. Α.Ε. ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος, διά της προβλέψεως σε αυτήν όρων και δικαιωμάτων του παραχωρησιούχου ριζικώς διαφόρων των οριζομένων στην από 13.2.2002 σύμβαση, ανταποκρινομένων δε στον χαρακτήρα της Ο.Λ.Π. Α.Ε. ως ανώνυμης εταιρείας με αμιγώς, πλέον, ιδιωτικό και επιχειρηματικό χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη συνέχιση της παροχής λιμενικών υπηρεσιών στον λιμένα Πειραιώς. Συνεπώς, η πλήρης ιδιωτικοποίηση της παραχωρησιούχου εταιρείας απετέλεσε τη μείζονα και ουσιώδη τροποποίηση της υφισταμένης (από το 2002) Σύμβασης Παραχώρησης. … (ειδικότερη γνώμη και μειοψηφία).

14. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η αρξαμένη με την από 5.3.2014 Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος του ΤΑΙΠΕΔ διαδικασία, η οποία κατέληξε στην από 8.4.2016 σύναψη της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών μεταξύ του ΤΑΙΠΕΔ και του προτιμώμενου επενδυτή, της οποίας παράρτημα απετέλεσε η από 24.6.2016 τροποποιημένη Σύμβαση Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ο.Λ.Π. Α.Ε., διεσφάλιζε υπέρ όλων των πιθανών αναδόχων τον προσήκοντα βαθμό δημοσιότητος, ώστε να καθίσταται δυνατό το άνοιγμα της αγοράς στον ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό. Συνεπώς, το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της γης, των κτισμάτων και της υποδομής της χερσαίας λιμενικής ζώνης του λιμένος Πειραιώς, που εκχωρήθηκε σε αυτήν μέσω διαδικασίας στην οποία τηρήθηκαν αντικειμενικά κριτήρια, δεν συνιστά ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 3 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ και του άρθρου 224 παρ. 3 του ν. 4412/2016, η δε δικαιούχος αυτού Ο.Λ.Π. Α.Ε. δεν έχει, πλέον, την ιδιότητα του αναθέτοντος φορέως κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β΄ της ίδιας ως άνω οδηγίας και του άρθρου 224 παρ. 1 περ. β΄ του ανωτέρω νόμου. Σε συμφωνία δε προς τα ανωτέρω, στο άρθρο 8 του ν. 4404/2016, με τον οποίο κυρώθηκε η προαναφερθείσα από 24.4.2016 σύμβαση, ορίζεται ότι κατά τη διαδικασία επιλογής των αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις για την εκτέλεση έργων και για την παροχή υπηρεσιών, η Ο.Λ.Π. Α.Ε. υποχρεούται να τηρεί τις αρχές της διαφάνειας, της δημοσιότητας, της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης διακρίσεων (παρ. 1, 2), οι δε διαφορές που αναφύονται μεταξύ αυτής και των αντισυμβαλλομένων της σχετικά με τη σύναψη, την ερμηνεία των όρων, την εκτέλεση και την καταγγελία των συμβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 12 της Σύμβασης Παραχώρησης (συμβάσεις υποπαραχωρήσεων και συμβάσεις με εργολάβους) εκδικάζονται από τα Δικαστήρια του Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υπαγάγει τις εν λόγω διαφορές στη διαιτησία (παρ. 4), ενώ στο άρθρο 9 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι η Ο.Λ.Π. Α.Ε. δύναται να προκηρύττει διαγωνισμούς και να αναθέτει συμβάσεις έργων ως ιδιωτικές συμβάσεις, χωρίς να υποχρεούται να ακολουθεί τυπικές διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. … (μειοψηφία).

15. […]

16. […]

17. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επεκράτησε (βλ. σκέψεις 13 και 14), η αιτούσα Ο.Λ.Π. Α.Ε. εξέδωσε την ανωτέρω από τον Ιούλιο του 2018 Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος στο πλαίσιο άσκησης του αποκλειστικού ή ειδικού δικαιώματος που της εκχωρήθηκε με διαδικασία η οποία έτυχε επαρκούς δημοσιότητος και η οποία βασίσθηκε σε αντικειμενικά κριτήρια και, συνεπώς, δεν έχει την ιδιότητα του αναθέτοντος φορέως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 3 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ και 224 παρ. 1, 3 του ν. 4412/2016. Περαιτέρω, εφόσον κατά την εν προκειμένω ερμηνεία και εφαρμογή της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, η ένδικη διαγωνιστική διαδικασία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, διότι η Ο.Λ.Π. Α.Ε. δεν έχει την ιδιότητα του αναθέτοντος φορέως κατά την υπ’ αυτής σύναψη συμβάσεων για την εκτέλεση έργων, με συνέπεια οι εν λόγω συμβάσεις να μην έχουν τον χαρακτήρα δημοσίων συμβάσεων, η κρινόμενη διαφορά και, κατ’ επέκταση, ο αποτελεσματικός έλεγχος του ένδικου διαγωνισμού, αναφορικά με την τήρηση των αρχών της διαφάνειας, της δημοσιότητας, της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης διάκρισης, υπάγεται στη δικαιοδοσία του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Πειραιά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 του ν. 4404/2016. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός που προβάλλεται από τις παρεμβαίνουσες «ΤΕΡΝΑ ΑΕ» και «J/V EIFFAGE MARINE – TERNA S.A.» ότι ο έλεγχος της ένδικης διαγωνιστικής διαδικασίας ανήκει στην αρμοδιότητα της Α.Ε.Π.Π. και, στη συνέχεια, του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι αφορά σε σύμβαση με δημόσιο χαρακτήρα λόγω του μεγέθους του έργου (προϋπολογισμού 165 εκατομμυρίων ευρώ με ΦΠΑ), του χαρακτήρα του, ο οποίος εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, του αναμφισβήτητου διασυνοριακού ενδιαφέροντός του και της χρηματοδότησής του σε ποσοστό 95% από δημόσιους πόρους (βλ. την υπ’ αριθ. C (2013) 3997 final/2.7.2013 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).

18. […]

19. […]

[Δέχεται την αίτηση].