logo1

ΣτΕ 291/2020

Αστική ευθύνη του Δημοσίου. Παραγραφή αξιώσεων αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως σε περίπτωση βλάβης σώματος εξαιτίας κατάρρευσης κτίσματος (άρθρ. 90 παρ. 1, 91, 93 περ. α, 119 ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού»). Έναρξη παραγραφής. Μη εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 937 ΑΚ. Συντρέχον πταίσμα του παθόντος. Χρόνος προβολής της ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ.

 

Πηγή : http://www.adjustice.gr/

(Α) Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 90 παρ. 1, 91, 93 περίπτ. α και 119 του ν. 2362/1995 “Περί Δημοσίου Λογιστικού” (Α΄ 247), όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 177 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, η αξίωση αποζημιώσεως από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη τέτοιας ενέργειας οργάνων του Δημοσίου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Αν δε οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται αμέσως μετά τη διάπραξη της παράνομης πράξεως ή της παραλείψεως, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε τις επιζήμιες συνέπειες (πρβ. Σ.τ.Ε. 2692/2009, 1703/2010, 2780-1/2010 7μ., 2872/2011, 1800/2013, 1396-7/2014 7μ., 2506/2014, 4409/2015, 2128/2019). Και ναι μεν με τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν ερμηνευθεί οι διατάξεις  του ν.δ. 476/1974 “Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”, διαφορετικές από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1, 91 και 93 του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού, όμως οι διατάξεις  αυτές του ν.δ. 476/1974 έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 2362/1995. Υπό τα δεδομένα αυτά το νομικό ζήτημα της αφετηρίας και της διάρκειας της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση ζημίας που επήλθε από κατάρρευση κτίσματος, οφειλόμενη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, έχει επιλυθεί με τις προεκτεθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ερμήνευσαν ταυτόσημες διατάξεις (πρβ. ΣτΕ 1945/2018, 831, 358/2017). Αβασίμως προβάλλεται ισχυρισμός του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 περί ελλείψεως νομολογίας σχετικά με το τιθέμενο εν προκειμένω νομικό ζήτημα και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου προβάλλεται απαραδέκτως από την εξεταζόμενη άποψη. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 2 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης», διάταξη που υπαγορεύθηκε από το λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση, μέσω της παραγραφής, της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη (ΑΠ 1041/2017), δεν έχει, πάντως, εφαρμογή για το τιθέμενο νομικό ζήτημα της αστικής παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση με βάση τα άρθρα 105 ΕισΝΑΚ, 929, 930, 931 και 932 ΑΚ, διότι οι δύο διαδικασίες, η ποινική και η διοικητική, αφορούν δύο διαφορετικά ευθυνόμενα πρόσωπα (πρβ. ΣτΕ 572/2013).

(Β) Από τη διάταξη του άρθρου 300 του Αστικού Κώδικα, η οποία έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι, αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος -η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση-, απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημιώσεως (Σ.τ.Ε. 1408/2006, 2539/2008, 1970, 1974/2009, 1437/2011, 877/2013 7μ., 4097/2015, βλ. επίσης Α.Π. 1483/1990). Ο ισχυρισμός του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. περί συνδρομής συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος κατά το άρθρο 300 ΑΚ, ο ισχυρισμός δηλαδή ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και ίδιο πταίσμα του ζημιωθέντος, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, θεμελιωτικό της ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ, ο οποίος όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και πρέπει για το λόγο αυτό να προτείνεται από το εναγόμενο Δημόσιο ή νπδδ, μη δυνάμενος να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (πρβ. ΑΠ 423/1985 Ολομ.,1115/1986 Ολομ., 763/2000, 53/2006, ΣτΕ 1293/2015, 1055/2016). Ως προς το χρόνο υποβολής της ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ, πρέπει αυτή υποχρεωτικά επί ποινή απαραδέκτου να προβληθεί το αργότερο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Δεν είναι επομένως παραδεκτή η προβολή της ενστάσεως το πρώτο με υπόμνημα που κατατίθεται μετά τη συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97). Συνεπώς, είναι εσφαλμένη η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που δέχθηκε ότι υφίστατο συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην επέλευση του ατυχήματος, αφού ο σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου είχε προβληθεί  απαραδέκτως με το υπόμνημα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο που αφορά το συντρέχον πταίσμα του παθόντος και τα κεφάλαια της αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 930 παρ. 3 ΑΚ, 929 εδ. α΄ και 931 ΑΚ, και της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 ΑΚ, τα οποία συνέχονται αναγκαίως προς το πρώτο κεφάλαιο.

ΣτΕ 498/2020 – Β΄ Τμ. 7μ.

Νομιμοποίηση αλληλεγγύως ευθυνόμενων για την καταβολή φορολογικών οφειλών ανώνυμης εταιρείας να ασκήσουν προσφυγή.

Πηγή: https://www.ddikastes.gr/

6. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 115), οι οποίες, εισάγουσες εξαίρεση από την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (ΣτΕ 1213/2019), καθιερώνεται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενους στη διασφάλιση της είσπραξης των φόρων και προστίμων που επιβάλλονται στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του ΚΦ.Ε., προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων αυτά φυσικών προσώπων για την καταβολή των αντίστοιχων φορολογικών οφειλών (ΣτΕ 1775/2018). Ειδικά, για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, στην παράγραφο 1 του άρθρου 115, οι διατάξεις του οποίου τυγχάνουν, εν προκειμένω, εφαρμογής ως εκ του χρόνου στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές οφειλές της εταιρείας ΜΕΝΤΙΜΕΚ Α.Β.Ε.Ε. (χρήσεις 2010 και 2011), ορίζονται τα εξής: «Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών . . . κατά τον χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238), ορίζονται, περαιτέρω, τα ακόλουθα: «Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου». Η, κατά την τελευταία αυτή παράγραφο, προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων ανώνυμες εταιρείες επεκτάθηκε, με το άρθρο 22 παρ. 7 του ν. 2648/1998, και στις περιπτώσεις της μη αποδόσεως οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας και φόρου κύκλου εργασιών [βλ. και άρθρα 45 περ. β΄ του ν. 1642/1986 (Α΄ 125) και 55 περ. β΄ του Κ.Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000, Α΄ 248)].

7. Επειδή, τα ζητήματα της αλληλέγγυας ευθύνης των διοικούντων νομικά πρόσωπα ρυθμίζονται πλέον με τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 1 και 2 του Κ.Φ.Δ., οι οποίες, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 47 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), εφαρμόζονται από 1.1.2014, ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013, Α΄ 167, βλ. ΣτΕ 2512/2019). Με την παράγραφο 7 του ως άνω άρθρου 50 -η οποία, αναριθμηθείσα σε παράγραφο 5 με το άρθρο 67 παρ. 3 του ν. 4646/2019 (Α΄ 201), τυγχάνει, εν προκειμένω, εφαρμογής, λόγω του διαδικαστικού της χαρακτήρα- προβλέπονται τα εξής: «Πρόσωπα ευθυνόμενα για την καταβολή φόρου εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύνανται να ασκήσουν έναντι της Φορολογικής Διοίκησης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε στη διάθεση του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα». Στο άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα, υπό τον τίτλο «Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή», όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά τη συμπλήρωση της παραγράφου 1 αυτού με το άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 4223/2013 και την περ. 14 της υποπαρ. Δ2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85), ορίζονται, περαιτέρω, τα ακόλουθα: «1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοση της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημα του . . . 5. Εντός εκατόν είκοσι (120) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση . . . 8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας . . . ».

8. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 50 του Κ.Φ.Δ. παρέχεται στους προσωπικώς και αλληλεγγύως κατά νόμον ευθυνόμενους για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων -μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διευθύνοντες σύμβουλοι ανωνύμων εταιρειών- η δυνατότητα ασκήσεως όλων των έναντι της φορολογικής διοικήσεως διαδικαστικού χαρακτήρα δικαιωμάτων που παρέχονται εκ του νόμου στα ίδια τα νομικά πρόσωπα. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνεται και η κατ’ άρθρο 63 του Κ.Φ.Δ. ενδικοφανής προσφυγή, η άσκηση της οποίας αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της εν συνεχεία ασκούμενης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων προσφυγής. Δεδομένου, εξάλλου, ότι από το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της σιωπηρής ή ρητής απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής ο νόμος δεν προβλέπει καμία εξαίρεση (βλ. παρ. 8 του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ.), οι προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενοι για τις φορολογικές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου -οι οποίοι, άλλωστε, πρέπει να μνημονεύονται στην καταλογιστική του φόρου πράξη (βλ. άρθρο 37 περ. θ΄ του Κ.Φ.Δ.)- νομιμοποιούνται, υπό την ιδιότητά τους αυτή, να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόρριψης της ενδικοφανούς τους προσφυγής, με την οποία, κατ’ ενάσκηση δυνατότητας παρεχόμενης εκ του νόμου, εστράφησαν κατά της εκδοθείσης σε βάρος του νομικού προσώπου καταλογιστικής πράξης της φορολογικής αρχής. Η δυνατότητα δικαστικής αμφισβήτησης της νομιμότητας της απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελεί, κατά τούτο, αναγκαίο συμπλήρωμα του αντίστοιχου διαδικαστικού δικαιώματος που παρέχεται στους προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενους, οι οποίοι, λόγω της συμμετοχής τους στη διοικητική διαδικασία που προηγείται της οριστικοποίησης της φορολογικής οφειλής του νομικού προσώπου, νομιμοποιούνται ενεργητικώς για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξης, με την οποία περατώνεται η προβλεπόμενη εκ του νόμου ενδικοφανής διαδικασία. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, η οποία θα απέκλειε τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής για την παραπάνω κατηγορία προσώπων, ανεξαρτήτως του ότι δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο, θα είχε ως συνέπεια να παραμένει ημιτελής και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η παρεχόμενη από το άρθρο 50 παρ. 7 του Κ.Φ.Δ. δυνατότητα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, αποτέλεσμα που δυσχερώς εναρμονίζεται με τη λειτουργία και τον σκοπό που εξυπηρετεί η καθιερούμενη από το άρθρο 63 του Κ.Φ.Δ. ενδικοφανής διαδικασία, η τήρηση της οποίας, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2691/20191483-1485/2019 και 1686/2019), αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην επανεξέταση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο στο πλαίσιο του διοικητικού ελέγχου της νομιμότητας βλαπτικών των εννόμων συμφερόντων του πράξεων της φορολογικής διοικήσεως, ώστε, εάν, τελικώς, δεν επιλυθεί η διαφορά από την ίδια τη διοίκηση, να έχουν τουλάχιστον εκκαθαριστεί επαρκώς, από απόψεως πραγματικού, τα λυσιτελώς τιθέμενα σε κάθε υπόθεση νομικά ζητήματα, προκειμένου να διευκολύνεται το έργο των εν συνεχεία επιλαμβανόμενων διοικητικών δικαστηρίων επί τω σκοπώ της ταχείας και αποτελεσματικής επίλυσης των αγόμενων ενώπιόν τους φορολογικών διαφορών. Μόνο, εξάλλου, το γεγονός ότι τα κατ’ άρθρο 115 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε. προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενα πρόσωπα δεν έχουν ίδια φορολογική υποχρέωση για την καταβολή των οφειλόμενων από το νομικό πρόστιμο φόρων και προστίμων, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη προς πληρωμή των βεβαιωθέντων σε βάρος τους ποσών (ΣτΕ 1775/20182274-2275/2017884/20114411/2011237/2008708/20082495/20072999/20062712/2002 κ.ά.) δεν τους στερεί από το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής. Και τούτο, διότι, εν αντιθέσει με τον προϊσχύοντα Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ/γμα 331/1985, Α΄ 116), ο οποίος προέβλεπε ότι δικαίωμα προσφυγής έχει «εκείνος που βαρύνεται άμεσα από την πράξη» ή «εκείνος στον οποίο παρέχεται ειδικά το δικαίωμα αυτό από τον ουσιαστικό νόμο» (άρθρο 74 παρ. 1), ο Κ.Δ.Δ., οι διατάξεις του οποίου τυγχάνουν, εν προκειμένω, εφαρμογής, αποσυνδέει το έννομο συμφέρον προς άσκηση προσφυγής κατά πράξεων της φορολογικής αρχής από την ύπαρξη ιδίας φορολογικής υποχρέωσης του προσφεύγοντος, ορίζοντας στο άρθρο 64 παρ. 1 περ. α΄ ότι προσφυγή μπορεί, μεταξύ άλλων, να ασκήσει όποιος «έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον» (πρβλ. και ΣτΕ 1316/2012), προϋπόθεση που συντρέχει, κατ’ αρχήν, ως προς εκείνον που ασκεί προσφυγή κατά της απορριπτικής της ενδικοφανούς προσφυγής του πράξεως, σε περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, το δικαίωμα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής παρέχεται ευθέως εκ του νόμου. Ουδεμία, εξάλλου, αντίθεση ανακύπτει μεταξύ της, κατά τα ανωτέρω, ερμηνείας των προαναφερόμενων διατάξεων προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1775/20182274-2275/20174357/2014884/20114411/2011237/2008708/20082495/20072999/20062712/2002 κ.ά.), με τις οποίες το Δικαστήριο, εκκινώντας από την αφετηρία ότι οι προσωπικώς και αλληλεγγύως υπόχρεοι για τις φορολογικές οφειλές νομικών προσώπων δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, με αποτέλεσμα η ευθύνη τους να ανάγεται στο στάδιο της εισπράξεως και όχι της βεβαιώσεως του φόρου, είχε κρίνει ότι τα πρόσωπα αυτά νομιμοποιούνται μεν να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης, βάσει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος τους διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη των οφειλόμενων από το νομικό πρόσωπο φόρων, όχι, όμως, και προσφυγή κατά της εκδοθείσης σε βάρος του νομικού προσώπου πράξης της φορολογικής αρχής. Τούτο δε, διότι οι αποφάσεις αυτές, οι οποίες εκδόθηκαν επί υποθέσεων που διέπονται από καθεστώς προγενέστερο του Κ.Φ.Δ., δεν περιέχουν ρητή ή εμμέσως συναγόμενη ερμηνευτική κρίση περί απαραδέκτου ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεως της φορολογικής αρχής, απορριπτικής ενδικοφανούς προσφυγής του έχοντος προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη προσώπου, ασκηθείσα κατ’ ενάσκηση παρεχόμενης σε αυτόν υπό του νόμου δυνατότητας, ζήτημα που, κατά τα ήδη εκτεθέντα, τίθεται στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

ΔΕΕ 19-12-2019 ΥΠΟΘ. C-532/18 Niki Luftfahrt, Μια αεροπορική εταιρία ευθύνεται για τις βλάβες που προξένησε η ανατροπή ποτηριού με καυτό καφέ

«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Σύμβαση του Μόντρεαλ – Άρθρο 17, παράγραφος 1 – Ευθύνη των αερομεταφορέων σε περίπτωση “δυστυχήματος” – Έννοια του “δυστυχήματος” – Αεροσκάφος εν πτήσει – Ανατροπή ποτηριού με καφέ που είχε τοποθετηθεί στο τραπεζάκι καθίσματος – Σωματικός τραυματισμός επιβάτη»

Πηγή: http://curia.europa.eu/

Στην υπόθεση C‑532/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Αυγούστου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

GN, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον HM,

κατά

ZU, ως εκκαθαρίστριας της Niki Luftfahrt GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, D. Šváby, K. Jürimäe και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιουνίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η GN, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον HM, διά του G. Rößler, Rechtsanwalt,

–        η ZU, ως εκκαθαρίστρια της Niki Luftfahrt GmbH, εκπροσωπούμενη από την U. Reisch, Rechtsanwältin,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A.-L. Desjonquères και I. Cohen,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun και την N. Yerrell,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνήφθη στις 28 Μαΐου 1999 στο Μόντρεαλ, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999, εγκρίθηκε, εξ ονόματός της, με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001 (ΕΕ 2001, L 194, σ. 38) (στο εξής: σύμβαση του Μόντρεαλ), και άρχισε να ισχύει, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 28 Ιουνίου 2004.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της GN, εκπροσωπούμενης από τον πατέρα της HM, και της ZU, εκκαθαρίστριας της εταιρίας αεροπορικών μεταφορών Niki Luftfahrt, με αντικείμενο αγωγή αποζημίωσης που άσκησε η πρώτη λόγω εγκαυμάτων που υπέστη κατά τη διάρκεια πτήσης που εκτέλεσε η εταιρία αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το προοίμιο της συμβάσεως του Μόντρεαλ αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο τρίτο εδάφιό του ότι τα συμβαλλόμενα κράτη «[α]ναγνωρίζ[ουν] ότι είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές και ότι χρειάζεται δίκαιη αποζημίωση με βάση την αρχή της επανόρθωσης».

4        Το πέμπτο εδάφιο του προοιμίου έχει ως εξής:

«[…] [Η] συλλογική δράση των κρατών για την περαιτέρω εναρμόνιση και κωδικοποίηση ορισμένων κανόνων που διέπουν τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές μέσω νέας σύμβασης είναι το πλέον κατάλληλο μέσο για να επιτευχθεί θεμιτή ισορροπία συμφερόντων.»

5        Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ ορίζει τα εξής:

«Ο μεταφορέας ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται σε περίπτωση θανάτου ή σωματικού τραυματισμού επιβάτη, υπό τον όρο μόνον ότι το δυστύχημα που προκάλεσε τον θάνατο ή τον τραυματισμό σημειώθηκε όταν ο επιβάτης ευρίσκετο επί του αεροσκάφους ή κατά τη διάρκεια της επιβίβασης ή της αποβίβασης.»

6        Το άρθρο 20 της συμβάσεως του Μόντρεαλ ορίζει τα εξής:

«Εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι η ζημία προκλήθηκε από, ή συνετέλεσε σε αυτήν, αμέλεια ή άλλη επιβλαβή πράξη ή παράλειψη του προσώπου που ζητεί την επανόρθωση, ή του προσώπου από το οποίο απορρέουν τα δικαιώματά του, ο μεταφορέας απαλλάσσεται, πλήρως ή εν μέρει, από την ευθύνη του έναντι του ενάγοντος, στο βαθμό που η αμέλεια αυτή ή η επιβλαβής πράξη ή παράλειψη προκάλεσαν τη ζημία ή συνετέλεσαν σε αυτήν. Όταν ζητείται αποζημίωση για τον θάνατο ή τον τραυματισμό επιβάτη από πρόσωπο άλλο εκτός από τον επιβάτη, ο μεταφορέας απαλλάσσεται επίσης, πλήρως ή εν μέρει, από την ευθύνη του, στο βαθμό που αποδεικνύει ότι η ζημία προκλήθηκε από ή συνετέλεσε σε αυτήν, αμέλεια ή άλλη επιβλαβής πράξη ή παράλειψη του συγκεκριμένου επιβάτη. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε όλες τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης σχετικά με την ευθύνη, συμπεριλαμβανομένης της παραγράφου 1 του άρθρου 21.»

7        Το άρθρο 21 της συμβάσεως του Μόντρεαλ ορίζει τα εξής:

«1.      Για τις ζημίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 17 και οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα 100 000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα για κάθε επιβάτη, ο μεταφορέας δεν μπορεί να απαλλάσσεται της ευθύνης του ή να την περιορίζει.

2.      Ο μεταφορέας δεν ευθύνεται για τις ζημίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 17, στο βαθμό που υπερβαίνουν, για κάθε επιβάτη, τα 100 000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, εφόσον αποδεικνύει ότι:

α)      η ζημία δεν οφείλεται σε αμέλεια ή σε άλλη επιβλαβή πράξη ή παράλειψη του μεταφορέα ή των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του ή

β)      η ζημία οφείλεται μόνον σε αμέλεια ή σε άλλη επιβλαβή πράξη ή παράλειψη τρίτου.»

8        Το άρθρο 29 της συμβάσεως του Μόντρεαλ ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τη μεταφορά επιβατών, αποσκευών και φορτίου, κάθε αγωγή αποζημίωσης, για οποιοδήποτε λόγο, στα πλαίσια της παρούσας σύμβασης, λόγω σύμβασης ή παρανόμου πράξεως ή κάθε άλλης αιτίας, μπορεί να ασκείται μόνον υπό τους όρους και με τα όρια αποζημίωσης που προβλέπονται στην παρούσα σύμβαση, με την επιφύλαξη του καθορισμού των προσώπων που έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους. Σε οιαδήποτε αγωγή αυτού του είδους, αντίποινα, παραδειγματικές ή άλλες μη αντισταθμιστικές αποζημιώσεις δεν είναι δυνατόν να αναζητηθούν.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

9        Κατόπιν της υπογραφής της συμβάσεως του Μόντρεαλ, ο κανονισμός (ΕΚ) 2027/97 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1997, για την ευθύνη των αερομεταφορέων όσον αφορά την αεροπορική μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους (ΕΕ 1997, L 285, σ. 1), τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 889/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2002 (ΕΕ 2002, L 140, σ. 2) (στο εξής: κανονισμός 2027/97).

10      Οι αιτιολογικές σκέψεις 7 και 10 του κανονισμού 889/2002 έχουν ως εξής:

«(7)      Ο παρών κανονισμός και η σύμβαση του Μόντρεαλ ενισχύουν την προστασία των επιβατών και των προστατευομένων μελών τους και δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να μειώνεται η προστασία τους σε σχέση με την ισχύουσα νομοθεσία την ημερομηνία έκδοσης του παρόντος κανονισμού.

[…]

(10)      Ένα σύστημα απεριόριστης ευθύνης σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού επιβατών είναι εκείνο που αρμόζει σε ένα ασφαλές και σύγχρονο σύστημα αεροπορικών μεταφορών.»

11      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2027/97 προβλέπει τα εξής:

«Έννοιες περιεχόμενες στον παρόντα κανονισμό και μη οριζόμενες στην παράγραφο 1 είναι ταυτόσημες με τις έννοιες που χρησιμοποιούνται στη σύμβαση του Μόντρεαλ.»

12      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Η ευθύνη ενός κοινοτικού αερομεταφορέα έναντι επιβατών και των αποσκευών τους διέπεται από όλες τις διατάξεις της σύμβασης του Μόντρεαλ σχετικά με την εν λόγω ευθύνη.»

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13      Το 2015, η ενάγουσα GN, η οποία ήταν τότε 6 ετών, ταξίδεψε αεροπορικώς με τον πατέρα της HM, καταλαμβάνοντας τη διπλανή του θέση. Η πτήση μεταξύ Μαγιόρκας (Ισπανία) και Βιέννης (Αυστρία) εκτελέστηκε από τη Niki Luftfahrt.

14      Κατά τη διάρκεια της πτήσης, στον ΗΜ προσφέρθηκε ένα ποτήρι με καυτό καφέ το οποίο, ενώ ήταν τοποθετημένο στο τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά του, ανατράπηκε και το περιεχόμενο του χύθηκε πάνω στον μηρό και το στήθος της GN, η οποία υπέστη εγκαύματα δευτέρου βαθμού.

15      Δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί αν η ανατροπή του ποτηριού με τον καφέ οφειλόταν στο ότι το πτυσσόμενο τραπεζάκι ήταν ελαττωματικό ή αν προκλήθηκε από δονήσεις του αεροσκάφους.

16      Η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον πατέρα της, άσκησε αγωγή, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ, με αίτημα να υποχρεωθεί ο μεταφορέας, ο οποίος στο μεταξύ κηρύχθηκε σε πτώχευση, να αποκαταστήσει την προκληθείσα ζημία, την οποία η ίδια αποτίμησε σε 8 500 ευρώ.

17      Η εναγομένη υποστηρίζει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη δεδομένου ότι δεν υπήρξε δυστύχημα κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Ειδικότερα, διατείνεται ότι κανένα αιφνίδιο ή απροσδόκητο συμβάν δεν είχε ως αποτέλεσμα να ανατραπεί το ποτήρι με τον καφέ και να χυθεί το περιεχόμενό του. Κατά την άποψή της, δεν νοείται «δυστύχημα» κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ, χωρίς την επέλευση τυπικού κινδύνου των αερομεταφορών, προϋπόθεση η οποία δεν πληρούται εν προκειμένω.

18      Με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2015, το Landesgericht Korneuburg (περιφερειακό πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Korneuburg, Αυστρία) δέχθηκε την αγωγή αποζημίωσης. Το δικαστήριο αυτό εκτίμησε ότι η βλάβη που προκλήθηκε στην GN οφειλόταν σε δυστύχημα που προκλήθηκε από ασυνήθιστο εξωγενές συμβάν.

19      Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι είχε επέλθει ένας τυπικός κίνδυνος των αερομεταφορών, δεδομένου ότι ένα αεροσκάφος μπορεί να λάβει, κατά τη διάρκεια πτήσεως, διάφορες κλίσεις οι οποίες είναι δυνατό να προκαλέσουν την ολίσθηση αντικειμένων τοποθετημένων σε οριζόντια επιφάνεια εντός του αεροσκάφους, χωρίς να προηγηθεί κατ’ ανάγκην η εκτέλεση ιδιαίτερου ελιγμού πτήσεως. Το ίδιο δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι δεν συνέτρεχε υπαιτιότητα της εναγομένης διότι η προσφορά ζεστών ροφημάτων σε δοχεία χωρίς κάλυμμα αποτελεί συνήθη και κοινωνικά αποδεκτή πρακτική.

20      Με απόφαση της 30ής Αυγούστου 2016, το Oberlandesgericht Wien (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο της Βιέννης, Αυστρία) εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση. Έκρινε ότι το άρθρο 17 της συμβάσεως του Μόντρεαλ καλύπτει μόνο τα δυστυχήματα που προκαλούνται από τυπικό κίνδυνο των αερομεταφορών και ότι, εν προκειμένω, η πρωτοδίκως ενάγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει τη συνδρομή τέτοιου κινδύνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, αποκλειόταν η ευθύνη της πρωτοδίκως εναγομένης.

21      Η ενάγουσα άσκησε εν συνεχεία αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ζητώντας να διαπιστωθεί η συνδρομή ευθύνης του αερομεταφορέα και να κριθεί βάσιμη η αγωγή αποζημιώσεως.

22      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ερίζεται το ζήτημα αν «δυστύχημα», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ, συντρέχει μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες επέρχεται ένας από τους τυπικούς κινδύνους των αερομεταφορών. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει δύο διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις ως προς το ζήτημα αυτό.

23      Κατά την πρώτη, η έννοια του «δυστυχήματος» κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις επελεύσεως τυπικού κινδύνου για τις αερομεταφορές. Κατά την προσέγγιση αυτή, είναι αναγκαία η επέλευση κινδύνου που απορρέει από τη φύση ή την κατάσταση του αεροσκάφους ή από την εκμετάλλευσή του ή από αεροπορική εγκατάσταση χρησιμοποιούμενη κατά την επιβίβαση ή την αποβίβαση. Ως εκ τούτου, για ατυχήματα, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, τα οποία δεν συνδέονται με τη δραστηριότητα αεροπορικής μεταφοράς και τα οποία θα μπορούσαν να συμβούν υπό άλλες συνθήκες, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του αερομεταφορέα, όπερ κατά την προσέγγιση αυτή αντικατοπτρίζει τη βούληση των συμβαλλομένων κρατών στη σύμβαση του Μόντρεαλ. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, το βάρος αποδείξεως φέρει ο επικαλούμενος τη ζημία. Εν προκειμένω, η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης θα οδηγούσε στην απόρριψη της αγωγής κατά το μέτρο που δεν κατέστη δυνατή η εξακρίβωση της αιτίας του δυστυχήματος.

24      Αντιθέτως, κατά τη δεύτερη προσέγγιση, δεν απαιτείται η επέλευση τυπικού κινδύνου των αερομεταφορών για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του μεταφορέα. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στο γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ που δεν προβλέπει τέτοια απαίτηση. Επιπλέον, η αποδοχή της υπάρξεως τέτοιας απαιτήσεως καθιστά άνευ ουσίας το καθεστώς ευθύνης που προβλέπει η διάταξη αυτή. Ειδικότερα, οποιαδήποτε ζημία θα μπορούσε να προκύψει, τουλάχιστον με παρόμοιο τρόπο, και στο πλαίσιο άλλων περιστάσεων της ζωής. Εν πάση περιπτώσει, αποκλείεται το ενδεχόμενο δημιουργίας καθεστώτος απεριόριστης ευθύνης αν γίνει δεκτή η προσέγγιση αυτή, καθόσον ο μεταφορέας δύναται να απαλλαγεί εάν αποδείξει τη συνυπαιτιότητα του ζημιωθέντος, δυνάμει του άρθρου 20 της συμβάσεως του Μόντρεαλ.

25      Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι μέρος της θεωρίας χαρακτηρίζει ως «δυστύχημα» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ την περίπτωση όπου καυτά ροφήματα ή τρόφιμα πέφτουν στο σώμα επιβάτη. Εν προκειμένω, η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση θα συνεπαγόταν κατάφαση της ευθύνης του αερομεταφορέα.

26      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, ως «ενδιάμεση λύση», ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ κατά την οποία η ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο αυτό απορρέει μεν από το γεγονός και μόνον ότι το δυστύχημα έλαβε χώρα επί αεροσκάφους ή κατά την επιβίβαση ή την αποβίβαση, χωρίς να είναι αναγκαία η επέλευση ενός τυπικού κινδύνου των αερομεταφορών, αλλά ο μεταφορέας βαρύνεται με την απόδειξη ότι το συμβάν δεν έχει σχέση με τη φύση ή την εκμετάλλευση του αεροσκάφους προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη. Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσέγγιση αυτή θα συνεπαγόταν επίσης την αναγνώριση της ευθύνης της εναγομένης, καθόσον δεν κατέστη δυνατή η εξακρίβωση της αιτίας του δυστυχήματος.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Υφίσταται “δυστύχημα” το οποίο θεμελιώνει ευθύνη του αερομεταφορέα κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως [του Μόντρεαλ], σε περίπτωση που ένα ποτήρι με καυτό καφέ, το οποίο έχει τοποθετηθεί στο τραπεζάκι του εμπρόσθιου καθίσματος εντός αεροσκάφους εν πτήσει, ολισθήσει για αδιευκρίνιστους λόγους και ανατραπεί, με αποτέλεσμα ένας επιβάτης να υποστεί εγκαύματα;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

28      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ έχει την έννοια ότι υφίσταται «δυστύχημα» κατά τη διάταξη αυτή στην περίπτωση που αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση των επιβατών προξενεί σωματικό τραυματισμό σε επιβάτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να ερευνάται αν το δυστύχημα αυτό οφείλεται σε τυπικό κίνδυνο των αερομεταφορών.

29      Κατ’ αρχάς, διευκρινίζεται ότι, όσον αφορά την ευθύνη των αερομεταφορέων για την αεροπορική μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους εντός της Ένωσης, ο εφαρμοζόμενος στην υπό κρίση υπόθεση κανονισμός 2027/97 θέτει σε εφαρμογή τις σχετικές διατάξεις της συμβάσεως του Μόντρεαλ. Όπως, ιδίως, προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η ευθύνη των αερομεταφορέων της Ένωσης έναντι των επιβατών και των αποσκευών τους διέπεται από το σύνολο των διατάξεων της συμβάσεως του Μόντρεαλ οι οποίες ρυθμίζουν αυτή την ευθύνη (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2010, Walz, C‑63/09, EU:C:2010:251, σκέψη 18).

30      Διευκρινίζεται ότι η σύμβαση του Μόντρεαλ η οποία τέθηκε σε ισχύ, όσον αφορά την Ένωση, στις 28 Ιουνίου 2004 αποτελεί, από την ημερομηνία αυτή, αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας της (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Finnair, C‑258/16, EU:C:2018:252, σκέψεις 19 και 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης, της 23ης Μαΐου 1969, περί του δικαίου των συνθηκών (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331), που κωδικοποιεί τους κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου οι οποίοι δεσμεύουν την Ένωση, προβλέπει ότι οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που αποδίδεται στους όρους τους σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενα, και υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού τους (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Finnair, C‑258/16, EU:C:2018:252, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι οι έννοιες που περιέχονται στη σύμβαση του Μόντρεαλ πρέπει να ερμηνεύονται με ομοιόμορφο και αυτοτελή τρόπο, οπότε το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη, κατά την ερμηνεία των εννοιών αυτών στο πλαίσιο προδικαστικής αποφάσεώς του, όχι το ποικίλο περιεχόμενο που μπορεί να έχει δοθεί σε αυτές στα εσωτερικά δίκαια των κρατών μελών της Ένωσης, αλλά τους ερμηνευτικούς κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου που είναι δεσμευτικοί για την Ένωση (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Guaitoli κ.λπ., C‑213/18, EU:C:2019:927, σκέψη 47).

33      Εν προκειμένω, από το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετεί ευθύνη του μεταφορέα, το συμβάν που προκάλεσε τον θάνατο ή τον τραυματισμό του επιβάτη πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «δυστύχημα» και να σημειώνεται επί του αεροσκάφους ή κατά τη διάρκεια της επιβίβασης ή της αποβίβασης.

34      Δεδομένου ότι η σύμβαση του Μόντρεαλ δεν περιέχει ορισμό της έννοιας του «δυστυχήματος», επιβάλλεται η αναγωγή στη συνήθη έννοια του όρου αυτού σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενα, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της συμβάσεως αυτής.

35      Η συνήθης έννοια που αποδίδεται στον όρο «δυστύχημα» είναι απρόβλεπτο ακούσιο δυσάρεστο συμβάν που προξενεί ζημία.

36      Περαιτέρω, κατά το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της Συμβάσεως του Μόντρεαλ, τα συμβαλλόμενα κράτη, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι «είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές και ότι χρειάζεται δίκαιη αποζημίωση με βάση την αρχή της επανόρθωσης», αποφάσισαν να καθιερώσουν σύστημα αντικειμενικής ευθύνης των αερομεταφορέων. Εντούτοις, η εφαρμογή του εν λόγω συστήματος αντικειμενικής ευθύνης προϋποθέτει, όπως προκύπτει και από το πέμπτο εδάφιο του προοιμίου της συμβάσεως του Μόντρεαλ, την επίτευξη «θεμιτή[ς] ισορροπία[ς] συμφερόντων», ιδίως των συμφερόντων των αερομεταφορέων και των συμφερόντων των επιβατών (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2010, Walz, C‑63/09, EU:C:2010:251, σκέψεις 31 και 33, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, Espada Sánchez κ.λπ., C‑410/11, EU:C:2012:747, σκέψεις 29 και 30).

37      Ως προς το ζήτημα αυτό, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της συμβάσεως του Μόντρεαλ προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη προέκριναν τη χρήση του όρου «δυστύχημα» αντί του όρου «συμβάν» που προτεινόταν με το αρχικό σχέδιο συμβάσεως (βλ., ιδίως, τη γνωμοδότηση της International Union of Aviation Insurers, DCW Doc No.28, 13 Μαΐου 1999, καθώς και την έκθεση του Rapporteur on the Modernization and Consolidation of the Warsaw System, C‑WP/10576). Η χρήση του όρου αυτού προκρίθηκε επειδή ο όρος «συμβάν» θεωρήθηκε υπερβολικά ευρύς, δεδομένου ότι καλύπτει όλες τις περιστάσεις και θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλημμυρίδα αγωγών.

38      Αντιθέτως, αποφασίστηκε, κατόπιν της αλλαγής στη χρησιμοποιούμενη ορολογία, να απαλειφθεί η τελευταία περίοδος του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ η οποία προέβλεπε ότι ο μεταφορέας δεν ευθύνεται κατά το μέτρο που ο θάνατος ή το τραυματισμός οφείλεται στην κατάσταση της υγείας του επιβάτη. Ειδικότερα, εκτιμήθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι η διατήρηση της απαλλαγής αυτής θα διατάρασσε την ισορροπία των εμπλεκόμενων συμφερόντων εις βάρος των επιβατών και ότι, εν πάση περιπτώσει, η σύμβαση προέβλεπε γενική ρήτρα απαλλαγής από την ευθύνη στο άρθρο 20.

39      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, προκειμένου να επιτευχθεί η ισορροπία αυτή, η σύμβαση του Μόντρεαλ προβλέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την απαλλαγή του μεταφορέα από την ευθύνη ή τον περιορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης. Πράγματι, το άρθρο 20 της συμβάσεως προβλέπει ότι, εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι τη ζημία προξένησε, ή συνετέλεσε σε αυτήν, αμέλεια ή άλλη επιβλαβής πράξη ή παράλειψη του επιβάτη, απαλλάσσεται πλήρως ή εν μέρει από την ευθύνη του έναντι του επιβάτη αυτού. Εξάλλου, από το άρθρο 21, παράγραφος 1, της συμβάσεως προκύπτει ότι ο μεταφορέας δεν μπορεί να απαλλάσσεται της ευθύνης του ή να την περιορίζει όσον αφορά ζημίες κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως, όταν αυτές δεν υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο αποζημίωσης. Μόνο σε περίπτωση υπερβάσεως του ορίου αυτού, μπορεί ο αερομεταφορέας να απαλλαγεί από την ευθύνη του δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 21, εφόσον αποδείξει ότι δεν ήταν υπαίτιος για τη ζημία ή ότι αποκλειστικά υπαίτιος για αυτήν ήταν τρίτος.

40      Τα όρια αυτά καθιστούν δυνατή την ευχερή και ταχεία αποζημίωση των επιβατών χωρίς να επιβάλλουν στους αερομεταφορείς υποχρέωση για αποκατάσταση με ιδιαιτέρως επαχθή χαρακτήρα, δυσχερώς προσδιοριζόμενη ή υπολογιζόμενη, και η οποία ενδέχεται να προκαλεί κινδύνους ή παράλυση της οικονομικής δραστηριότητάς τους (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2010, Walz, C‑63/09, EU:C:2010:251, σκέψεις 34 έως 36, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, Espada Sánchez κ.λπ., C‑410/11, EU:C:2012:747, σκέψη 30).

41      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, η εξάρτηση της ευθύνης του μεταφορέα από την προϋπόθεση να οφείλεται η ζημία στην επέλευση τυπικού κινδύνου των αερομεταφορών ή να υφίσταται σχέση μεταξύ του «δυστυχήματος» και της εκμετάλλευσης ή της κίνησης του αεροσκάφους δεν συνάδει ούτε με τη συνήθη έννοια του όρου «δυστύχημα», στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ, ούτε με τους σκοπούς που η σύμβαση αυτή επιδιώκει.

42      Εξάλλου, ο περιορισμός της υποχρέωσης αποζημίωσης που υπέχουν οι αερομεταφορείς μόνο στα δυστυχήματα που σχετίζονται με τυπικό κίνδυνο των αερομεταφορών δεν είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η επιβάρυνσή τους με υπερβολική υποχρέωση αποκατάστασης. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, οι αερομεταφορείς μπορούν να αποκλείσουν ή να περιορίσουν την ευθύνη τους.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της συμβάσεως του Μόντρεαλ έχει την έννοια ότι ο όρος «δυστύχημα» κατά τη διάταξη αυτή καλύπτει όλες τις καταστάσεις που προκύπτουν επί αεροσκάφους κατά τις οποίες αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση των επιβατών προξενεί σωματικό τραυματισμό επιβάτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να ερευνάται αν οι καταστάσεις αυτές οφείλονται σε τυπικό κίνδυνο των αεροπορικών μεταφορών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της σύμβασης για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνήφθη στις 28 Μαΐου 1999 στο Μόντρεαλ, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999, και εγκρίθηκε, εξ ονόματός της, με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001, έχει την έννοια ότι ο όρος «δυστύχημα» κατά τη διάταξη αυτή καλύπτει όλες τις καταστάσεις που προκύπτουν επί αεροσκάφους κατά τις οποίες αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση των επιβατών προξενεί σωματικό τραυματισμό επιβάτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να ερευνάται αν οι καταστάσεις αυτές οφείλονται σε τυπικό κίνδυνο των αερομεταφορών.

ΣτΕ Β΄ Τμ. 2691/2019 επταμ.

Διοικητικές κυρώσεις (για την έκδοση ανακριβών ως προς το ποσό αποδείξεων παροχής υπηρεσιών από δικηγόρο) – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης – Πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής αρχής – Έλλειψη επαρκούς συνδέσμου με το ενωσιακό δίκαιο – Πεδίο εφαρμογής του άρ. 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και του άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ – Αντίθεση προς τα εν λόγω άρθρα της ΕΣΔΑ της μεταβατικής ρύθμισης της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 – Αναδρομική εφαρμογή της προβλεπόμενης στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ηπιότερης φορολογικής κύρωσης για έκδοση ανακριβών ΑΠΥ



Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (και, γενικότερα, του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων) για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας αποτελεί γενική αρχή του ημεδαπού φορολογικού δικαίου, με δικαιολογητικό έρεισμα τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και περί αναλογικότητας των περιορισμών του δικαιώματος επί της περιουσίας (άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄), οι οποίες δεσμεύουν τον νομοθέτη, όσον αφορά τη ρύθμιση, με διατάξεις μεταβατικού δικαίου, των υποθέσεων επιβολής φορολογικών κυρώσεων που εκκρεμούν ενώπιον της Διοίκησης ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, όταν αυτός κρίνει ότι η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των οικείων παραβάσεων μπορεί να επιτευχθεί μέσω της θέσπισης διοικητικών κυρώσεων ηπιότερων σε σχέση με τις ήδη προβλεπόμενες στο νόμο. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία έχει το χαρακτήρα κανόνα διαχρονικού δικαίου, ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογουμένους χαρακτήρας του νεότερου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένη φορολογική παράβαση δεν κρίνεται γενικώς, αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστήριο και εξέτασης ποιά από τις ρυθμίσεις αυτές, εφαρμοζόμενη στο σύνολό της, άγει, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υπόθεσης, στην ελαφρύτερη κύρωση. Πάντως, η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής φορολογικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου φορολογίας, ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς. Εξάλλου, ο ανωτέρω κανόνας δεν είναι απόλυτος, αλλά μπορεί να καμφθεί από σαφή, αντίθετη νομοθετική διάταξη, η οποία είτε αποκλείει την αναδρομική εφαρμογή της νεότερης, ευμενέστερης για τον φορολογούμενο ρύθμισης είτε την προβλέπει, όχι όμως άνευ ετέρου, αλλά υπό προϋποθέσεις που θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου. Ωστόσο, τέτοια νομοθετική διάταξη, ως θεσπίζουσα απόκλιση από την ως άνω θεμελιώδη αρχή, πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς (ενόψει και των αναφερόμενων στις προπαρασκευαστικές εργασίες της θέσπισής της), ώστε να συνάδει προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ.).
(Β) Η υποχρέωση του επιτηδευματία για έκδοση των οριζόμενων στον Κ.Β.Σ. στοιχείων (ακριβούς/αληθούς περιεχομένου) επιβάλλεται με σκοπό την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του ίδιου και των συναλλασσόμενων με αυτόν (βλ. άρθρο 1 του π.δ. 186/1992 και ΣτΕ 1365/2017 επταμ., 2221/2018). Οι εν λόγω φορολογικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν και τον Φ.Π.Α., ο οποίος όχι μόνο ρυθμίζεται από το ενωσιακό δίκαιο, αλλά συνιστά και ίδιο πόρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.χ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, M.A.S. και M.B., C-42/17, σκέψη 31). Εξάλλου, από τα άρθρα 2 και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ, συνάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα τα οποία μπορούν να διασφαλίσουν την είσπραξη του συνόλου του Φ.Π.Α. που οφείλεται εντός του εδάφους τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψη 18 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Åkerberg Fransson, σκέψη 25). Τέτοιο μέτρο είναι και η επιβαλλόμενη από τον Κ.Β.Σ. υποχρέωση των επιτηδευματιών για έκδοση φορολογικών στοιχείων ακριβούς περιεχομένου (πρβλ. ΔΕΕ 28.7.2016, C-332/15, Astone, σκέψη 56) και, περαιτέρω, η προβλεπόμενη από το ημεδαπό δίκαιο επιβολή διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης (βλ. ΣτΕ 2221/2018). Συνεπώς, υπόθεση η οποία αφορά στην επιβολή σε βάρος του επιτηδευματία διοικητικών προστίμων για παραβάσεις έκδοσης εικονικών ή ανακριβών φορολογικών στοιχείων ή παράλειψης έκδοσης φορολογικών στοιχείων παρουσιάζει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που συναρτάται με την (μη) τήρηση των υποχρεώσεων για τον Φ.Π.Α. (βλ. ΣτΕ 2221/2018). Αντίθετα, τέτοια υπόθεση δεν παρουσιάζει, κατ’ αρχήν, επαρκή σύνδεσμο με το ενωσιακό δίκαιο, στο βαθμό που συνδέεται με την (μη) εκπλήρωση υποχρεώσεων στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος, δεδομένου ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ενωσιακού δικαίου, η άμεση φορολογία, όπως είναι η φορολογία εισοδήματος, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 1222/2017, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ) και, συνεπώς, δεν άπτεται, κατ’ αρχήν, της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (βλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ., 351/2019 επταμ.). Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει ότι οι επίδικες πράξεις της φορολογικής αρχής ενέχουν περιορισμό της άσκησης από τον αναιρεσίβλητο θεμελιώδους κοινοτικής ελευθερίας, στοιχείο που θα μπορούσε να θεμελιώσει, κατ’ εξαίρεση, επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης, εκτός του πεδίου του Φ.Π.Α. (πρβλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ., 351/2019 επταμ.). Η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους υπήχθη σε Φ.Π.Α. από την 1.7.2010 [βλ. τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του ν. 3842/2010, Α΄ 58 (με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του ν. 2859/2000 και καταργήθηκε η απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 περίπτ. ιστ΄ του ν. 3842/2010]. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, η παρούσα υπόθεση θα παρουσίαζε επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης (ο οποίος θα ήταν ικανός να έλξει προς εφαρμογή τη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου περί αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης διοικητικής κύρωσης – πρβλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018, 352/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.) μόνον κατά το μέρος της που τυχόν θα αφορούσε στην επιβολή προστίμων για μεταγενέστερες της 1.7.2010 παραβάσεις έκδοσης ανακριβών αποδείξεων παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Ωστόσο, τέτοιο πραγματικό ούτε προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση [η οποία, εξάλλου, στηρίχθηκε στην ημεδαπή – και όχι στην ενωσιακή – αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης ούτε, άλλωστε, επικαλέσθηκε (και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο) ο αναιρεσίβλητος με την προσφυγή του ή με τα δικόγραφα προσθέτων λόγων προσφυγής που υπέβαλε ενώπιον του δικάσαντος Διοικ. Εφετείου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν προκύπτει, εν προκειμένω, σύνδεσμος με το δίκαιο της Ένωσης, που να έλκει προς εφαρμογή την προαναφερόμενη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου. 
(Γ) Το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει και την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον παραβάτη ουσιαστικού “ποινικού” νόμου (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 17.9.2009, 10249/03, Scoppola κατά Ιταλίας, σκέψεις 108-109). Δεδομένου ότι το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καλύπτει και τις περιπτώσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων “ποινικής” φύσης, βάσει κριτηρίων παρόμοιων με εκείνα της νομολογίας Engel για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ decision 24.11.1998, 38644/97, Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΕΔΔΑ 15.5.2008, 7460/03, Nadtochiy κατά Ουκρανίας, σκέψη 32, ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 86-89 και ΕΔΔΑ 4.6.2019, 12096/14 και 39335/16, Rola κατά Σλοβενίας, σκέψη 54), η προαναφερόμενη αρχή εφαρμόζεται και επί χρηματικών φορολογικών/ τελωνειακών κυρώσεων σημαντικού ύψους (βλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018, 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.), όπως είναι τα επίδικα πρόστιμα ύψους 239.150,50 και 24.461,89 ευρώ, τα οποία επιβλήθηκαν στον αναιρεσίβλητο. Αλλά και τα (αρκετά μικρότερα) πρόστιμα ύψους 1.758 ευρώ (586 ευρώ Χ 3) και 8.000 ευρώ, που καταλογίσθηκαν στον αναιρεσίβλητο, έχουν επίσης το χαρακτήρα “ποινής” για “αδίκημα”, κατά την έννοια του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ, αφενός, διότι σκοπούν στην αποτροπή και στην καταστολή των σχετικών παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας και, αφετέρου, ενόψει της αυξημένης βαρύτητάς τους, σε σχέση με τις αντίστοιχες παραβάσεις (πρόστιμο ισόποσο με το ύψος της αποκρυφθείσας αξίας συναλλαγής στην περίπτωση του προστίμου 8.000 ευρώ και πρόστιμο ίσο περίπου με το 98% της αποκρυφθείσας αξίας συναλλαγής στην περίπτωση του προστίμου 1.758 ευρώ) [πρβλ., ιδίως, ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. της 23.11.2006, Jussila κατά Φινλανδίας, 73053/01, σκέψεις 10 και 37-38 (πρόσθετος φόρος ύψους 308,80 ευρώ, ίσος με το 10% του διαφυγόντος φόρου – εφαρμογή του ποινικού σκέλους του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 20-22 και 86-89 (τελωνειακό πρόστιμο ύψους 690 ευρώ, με ανώτατο προβλεπόμενο στο νόμο πρόστιμο 14.010 ευρώ – εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) και ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, 24130/11 και 29758/11, Α και Β κατά Νορβηγίας, σκέψεις 138-139 (φορολογικό πρόστιμο ανερχόμενο σε 30% του διαφυγόντος φόρου – εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ)]. Η προαναφερόμενη αρχή της ΕΣΔΑ έχει κανονιστική εμβέλεια ανάλογη με εκείνη της αντίστοιχης αρχής του ημεδαπού φορολογικού δικαίου. Ειδικότερα, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας (βλ. ΣτΕ 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.). Εξάλλου, εάν παραδεκτώς προβαλλόμενος λόγος προσφυγής ερείδεται στη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου περί αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης διοικητικής ποινής, η οποία, όμως, δεν δύναται να εφαρμοσθεί, στη συγκεκριμένη υπόθεση, λόγω έλλειψης επαρκούς συνδέσμου της διαφοράς με το δίκαιο της Ένωσης, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το λόγο και με βάση τον ανωτέρω αντίστοιχο κανόνα της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 351/2019 επταμ.).
(Δ) Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Διοικ. Εφετείο απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον ισχυρισμό του ήδη αναιρεσίβλητου ότι τα επίμαχα πρόστιμα έπρεπε να μειωθούν, σύμφωνα με την αρχή (κατά το ενωσιακό και το ημεδαπό δίκαιο) της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης ποινής, σε 2.500 ευρώ ανά χρήση, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της περίπτ. η της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 παρ. 3 περίπτ. α του ν. 4337/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη της περίπτ. ε της παραγράφου 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, που προστέθηκε με το άρθρο πρώτο, υποπαρ. Δ.2, περίπτ. 9 του ν. 4254/2014. Η εν λόγω κρίση του δικάσαντος Εφετείου, που δεν πλήττεται από το αναιρεσείον Δημόσιο (και δεν έχει αμφισβητηθεί από τον αναιρεσίβλητο μέσω αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης), δεν αποτελεί αντικείμενο του ασκούμενου από το Δικαστήριο αναιρετικού ελέγχου στην παρούσα υπόθεση, δοθέντος ότι ίσταται αυτοτελώς σε σχέση με (και είναι αποσπαστή από) την περαιτέρω κρίση του Διοικ. Εφετείου (κατά της οποίας βάλλουν ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναίρεσης) ότι, βάσει της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης, έπρεπε να εφαρμοστούν, εν προκειμένω, οι ευμενέστερες κυρώσεις που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015, καθώς και ότι ήταν ανίσχυρες, ως αντικείμενες στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ίδιου νόμου. 
(Ε) Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015, που ρυθμίζει το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου για παραβάσεις έκδοσης ανακριβών στοιχείων του Κ.Β.Σ., είναι συγκρίσιμη με τη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 2 περίπτ. αβ και παρ. 10 περίπτ. α του ν. 2523/1997, λαμβανομένου υπόψη ότι (i) σε αμφότερες τις ρυθμίσεις το ύψος προστίμου ορίζεται ως ποσοστό της αποκρυβείσας αξίας της συναλλαγής, εφόσον η αξία αυτή υπερβαίνει το ελάχιστο προβλεπόμενο όριο και (ii) στις λοιπές περιπτώσεις, προβλέπει ποσό προστίμου ίσο με το ένα τρίτο του οριζόμενου στο άρθρο 5 του ν. 2523/1997. Εξάλλου, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015 άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από τις ως άνω διατάξεις του ν. 2523/1997. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, ανακύπτει, ενόψει της κατοχυρωμένης στην ΕΣΔΑ αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης “ποινής”, ζήτημα εφαρμογής ratione temporis της εν λόγω διάταξης του ν. 4337/2015, στα επίδικα πρόστιμα ύψους 239.150,50 ευρώ, 1.758 ευρώ, 8.000 ευρώ και 24.461,89 ευρώ, τα οποία επιβλήθηκαν στον αναιρεσίβλητο και ενσωματώθηκαν στην προσβληθείσα με την προσφυγή του αναιρεσίβλητου απόφαση της Δ.Ε.Δ..
(ΣΤ) Με τις μεταβατικές διατάξεις των εδαφίων δ και ε της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 τέθηκαν προϋποθέσεις για την αναδρομική εφαρμογή της προεκτεθείσας ρύθμισης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ν. 4337/2015 επί των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον της Δ.Ε.Δ. και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Οι εν λόγω προϋποθέσεις θίγουν ουσιωδώς τα έννομα συμφέροντα του φορολογούμενου, δεδομένου ότι του επιβάλλουν να προβεί σε ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής του συνόλου των παραβάσεων εκάστης καταλογιστικής πράξης της φορολογικής Αρχής (με περαιτέρω συνέπεια την υποχρέωση άμεσης πληρωμής του ποσού του τυχόν μη καταβληθέντος ποσού προστίμου, υπολογιζόμενου με βάση τη νέα, ευμενέστερη γι’ αυτόν, διάταξη). Ωστόσο, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4337/2015 δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας, την τοιαύτη απόκλιση από την κατοχυρωμένη στην ΕΣΔΑ αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης “ποινής” (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ.). Παράλληλα, οι διατάξεις των εδαφίων δ και ε της παραγράφου 4 προσβάλλουν αθέμιτα και το κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής σε δικαστήριο (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που εφαρμόζεται, κατά το “ποινικό” του σκέλος, σε σχέση με τα επίμαχα πρόστιμα), δεδομένου ότι παρακινούν τον φορολογούμενο (προκειμένου να επωφεληθεί της νεότερης, ευμενέστερης γι’ αυτόν, διάταξης) να αποδεχθεί το σύνολο των παραβάσεων που του απέδωσε η φορολογική Διοίκηση, ενέργεια που θα είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να τις αμφισβητήσει παραδεκτώς με ένδικη προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ., με παραπομπή στην απόφαση ΔΕΚ 7.6.2007, C-156/04, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψεις 74-77). Εξάλλου, οι ανωτέρω αθέμιτες προϋποθέσεις συνιστούν ουσιώδες και αναπόσπαστο τμήμα της όλης μεταβατικής ρύθμισης της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 4337/2013 (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ.). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η επίμαχη μεταβατική ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, διότι δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας του περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 παρ. 1 και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 1389/2019 επταμ.). Επομένως, σε υπόθεση όπως η παρούσα, εφαρμόζεται ratione temporis η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 4337/2015, με βάση την απορρέουσα από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης φορολογικής “ποινής”.

ΣτΕ Ολ 359/2020

Άρθρα 26, 94 και 96 του Συντάγματος (περί αρμοδιότητας των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων) – Αρχή ne bis in idem κατά την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο – Σώρευση ποινικής και διοικητικής διαδικασίας και δίκης κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια παράβαση λαθρεμπορίας – Ερμηνεία του άρθρου 100 του Συντάγματος

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/apofaseis

Ερμηνεία των άρθρων 26, 94 και 96 του Συντάγματος

Η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπιστώσεως των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοικήσεως, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Εξάλλου, το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος ουδόλως αποκλείει την επιβολή από τη Διοίκηση (υπό τον προαναφερόμενο έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων) χρηματικών κυρώσεων (που δεν έχουν το χαρακτήρα στερητικών της ελευθερίας ποινών), για παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, ακόμα κι αν τέτοιες διοικητικές κυρώσεις έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία της μείζονος συνθέσεως, αφενός, του ΕΔΔΑ και, αφετέρου, του ΔΕΕ, (βλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 28.6.2018, G.I.E.M. S.r.l. και άλλοι κατά Ιταλίας, 1828/06 κ.λπ., σκέψεις 253-254 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 28-33 και 44-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψεις 34-35) η ΕΣΔΑ και το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, αντίστοιχα, ουδόλως απαγορεύουν την επιβολή από διοικητικές αρχές των Κρατών Μελών χρηματικών κυρώσεων για φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις και, συνεπώς, δεν ανακύπτει ζήτημα – φιλικής ή εναρμονισμένης προς το ευρωπαϊκό δίκαιο – ερμηνείας του ημεδαπού Συντάγματος προς την κατεύθυνση που υποστηρίζει η μειοψηφία. Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τελέσεως, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής, πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος φόρου ή δασμού, να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος) κατόπιν της τελεσίδικης κρίσεως της ουσίας της υποθέσεως από τον διοικητικό δικαστή, δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοικήσεως (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 680/2017 επταμ.). Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις ναι μεν έχουν την παραπάνω έννοια, καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας, αλλά, πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείουν τη θέσπιση και την εφαρμογή διατάξεων νόμου (όπως εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ) από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Πάντως, τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξεως, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακυρώσεως ή της τροποποιήσεώς της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο “φυσικός” δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ.).  

[με μειοψηφία ενός Αντιπροέδρου και μίας Συμβούλου, σύμφωνα με την οποία αντιβαίνει στο άρθρο 96 του Συντάγματος η επιβολή από όργανα της Διοίκησης κυρώσεων που είναι κατ’ ουσίαν ποινικές, με βάση κριτήρια παρόμοια με εκείνα της νομολογίας Engel του ΕΔΔΑ].

Ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.) της ΕΣΔΑ, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), η οποία αποτελεί εκδήλωση των αρχών του κράτους δικαίου και του δεδικασμένου, καθώς και των συναφών, επίσης θεμελιωδών, αρχών της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας της έννομης κατάστασης των προσώπων (βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. – πρβλ. ΔΕΕ 3.4.2019, C-617/17, Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A., σκ. 33), απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως: βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. και ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 8.7.2019, 54012/10, Mihalache v. Romania, σκ. 97-98) και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., ΣτΕ 951/2018 επταμ., 175/2018, 2987/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ. κ.ά.). Συνακόλουθα, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ., 2987/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ. κ.ά.), ενόψει και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ Ruotsalainen κατά Φινλανδίας της 16.6.2009 (13079/03), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος της 30.4.2015 (3453/12, 42941/12 και 9028/13), Σισμανίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016 (66602/09) και Α and Β κατά Νορβητίας της 15.11.2016 (24130/11 29758/11), το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική ή τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία.

Σε διαφορά από την επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, συντρέχουν και οι τέσσερεις προαναφερόμενες προϋποθέσεις. 

(Ι) Ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη των ανωτέρω προϋποθέσεων, η έλλειψη συνδρομής (αρκούντως) στενού ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής διαδικασίας και δίκης επιβολής κυρώσεων για παράβαση λαθρεμπορίας όπως η αποδοθείσα στην αναιρεσείουσα προκύπτει από το ότι (Α) οι δύο επίμαχες διαδικασίες προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία (άρθρα 89 παρ. 2 και 97 παρ. 3 και 8 του Τελωνειακού Κώδικα/ν. 1165/1918, καθώς και άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο) ως αυτοτελείς μεταξύ τους (με εξαίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., την περίπτωση, που δεν συντρέχει σε υπόθεση όπως η κρινόμενη, της αμετάκλητης καταδίκης για το ποινικό αδίκημα), με περαιτέρω συνέπεια η κύρωση που τυχόν επιβάλλεται στη μία διαδικασία να μην λαμβάνεται, κατά το νόμο, υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής που καταλογίζεται στην άλλη διαδικασία, (Β) οι δύο επίμαχες διαδικασίες/δίκες καταλήγουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, κατόπιν διαφορετικής εκτιμήσεως από τον ποινικό και από τον διοικητικό δικαστή της ουσίας της υποθέσεως (περί της τελέσεως ή μη της παραβάσεως από το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει κινηθεί εκάστη διαδικασία, όπως συνέβη και εν προκειμένω), (Γ) το άρθρο 100 του Τελωνειακού Κώδικα ορίζει με τον ίδιο τρόπο την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας και το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, το δε πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας (έστω κι αν θεωρηθεί ότι στοχεύει, σε κάποιο βαθμό, και στην κάλυψη των δαπανών στις οποίες προβαίνει το κράτος για τον εντοπισμό των παραβάσεων λαθρεμπορίας: βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015) έχει ως βασικό σκοπό, όπως και η αντίστοιχα προβλεπόμενη ποινική κύρωση, τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον τέτοιων παραβάσεων (προς εξασφάλιση του δημοσιονομικού συμφέροντος του Κράτους και της τηρήσεως της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών, δια της πληρωμής/εισπράξεως των οικείων δασμών και φόρων) όσο και τον κολασμό του παραβάτη, ο οποίος μπορεί να είναι μόνο φυσικό (όχι και νομικό) πρόσωπο, δεδομένου ότι, για την επιβολή του πολλαπλού τέλους, απαιτείται να του καταλογισθεί άμεσος δόλος σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων φόρων, τα ανωτέρω δε στοιχεία επιρωννύουν τη θέση ότι οι δύο επίμαχες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς που αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., σκ. 6 και 680/2017 επταμ., σκ. 17). Επιπλέον, σε υπόθεση όπως η κρινόμενη δεν στοιχειοθετείται ούτε αρκούντως στενός χρονικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο επίμαχων διαδικασιών επιβολής κυρώσεων, δεδομένου ότι η ποινική δίκη έχει περατωθεί αμετακλήτως προ δεκαπενταετίας και η διοικητική δίκη δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, με την έκδοση αποφάσεως επί της σχετικής αιτήσεως αναιρέσεως (πρβλ., ιδίως, ΕΔΔΑ 30.4.2015, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος, σκ. 134 και ΕΔΔΑ 9.6.2016, Σισμανίδης κατά Ελλάδος, σκ. 43). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συντρέχει, εν προκειμένω, η ως άνω πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.   

(ΙΙ) Όσον αφορά τη δεύτερη των παραπάνω προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, έχει κριθεί, τόσο από το ΕΔΔΑ όσο και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων Engel, πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας σημαντικού ύψους (ανερχόμενου σε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ), όπως τα επίδικα (βλ. αναλυτικά ΣτΕ 1992/2016 επταμ. σκ. 21 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ και του παρόντος Δικαστηρίου). Και τούτο, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη (i) του ύψους των (επαπειλούμενων και επιβαλλόμενων) πολλαπλών τελών, τα οποία ανέρχονται σε ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό (τουλάχιστον 200%) των διαφυγόντων δασμών και φόρων, (ii) του χαρακτήρα τους ως διοικητικών κυρώσεων, για παραβάσεις της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας, με βασικό σκοπό τόσο την αποτελεσματική αποτροπή από τη διάπραξη στο μέλλον παρόμοιων παραβάσεων φοροδιαφυγής όσο και τον κολασμό του παραβάτη, (iii) του ότι η τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας προβλέπεται από το νόμο ως διοικητικό αδίκημα, για τον καταλογισμό του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος του παραβάτη – φυσικού προσώπου, σε σχέση με τη μη καταβολή των οφειλόμενων δασμών και φόρων, οι οποίοι καταλογίζονται χωριστά και δεν περιλαμβάνονται στο επιβαλλόμενο πολλαπλό τέλος (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ. σκ. 21, με παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ και του Συμβουλίου της Επικρατείας). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, συντρέχει, εν προκειμένω, η ως άνω δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ.     

(ΙΙΙ) Αναφορικά με την τρίτη και την τέταρτη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ,  παρατηρείται ότι (α) η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε με την έφεσή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς ότι είχε αθωωθεί αμετακλήτως από τις αντίστοιχες ποινικές κατηγορίες της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την ίδια υπόθεση,  με απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο είχε κρίνει ότι το εκ των υστέρων εκδοθέν πιστοποιητικό καταγωγής του επίμαχου εμπορεύματος επιβεβαίωνε την προέλευσή του από την Ινδονησία και, ως εκ τούτου, την ορθή υπαγωγή του σε προνομιακό δασμολογικό καθεστώς, με συνέπεια να μην προξενηθεί οικονομική ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο, (β) όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η αναιρεσείουσα προσκόμισε παραδεκτώς ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου αντίγραφο της ως άνω αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, βεβαίωση περί καταχωρίσεως της αποφάσεως αυτής  στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 9 του ν. 969/1979, καθώς και πιστοποιητικό της Γραμματείας του Αρείου Πάγου περί μη ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, και (γ) όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψη του, ως στοιχείο του πραγματικού της υποθέσεως, και την κατά τα ανωτέρω προβληθείσα απαλλαγή της αναιρεσείουσας από τις ποινικές κατηγορίες, με αμετάκλητη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, λόγω προελεύσεως των επίμαχων εμπορευμάτων από την Ινδονησία. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει, εν προκειμένω, η συνδρομή και των δύο τελευταίων προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ. 

Ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής ne bis in idem κατά το ενωσιακό δίκαιο 

Η αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ), η οποία έχει πλέον ενσωματωθεί στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης  (στο εξής, Χάρτης) και βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη της Ένωσης δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου κατά τη θέσπιση και επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις της ενωσιακής τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015, 1887/2018 επταμ.). Η ανωτέρω αρχή του ενωσιακού δικαίου και το άρθρο 50 του Χάρτη έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 1102-1104/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 60-62), λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι (α) κατά τους ανωτέρω κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, ο “ποινικός” χαρακτήρας των διοικητικών κυρώσεων εκτιμάται βάσει κριτηρίων παρόμοιων με τα κριτήρια Engel που έχει υιοθετήσει το ΕΔΔΑ και, κατ’ ακολουθίαν, έχουν “ποινική” φύση διοικητικά πρόστιμα σημαντικού ύψους, όπως το ένδικο πολλαπλό τέλος, που επιβάλλονται για την αποτροπή και την καταστολή παραβάσεων της φορολογικής/τελωνειακής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-514/15, Menci, σκ. 26-33) και (β) κατά την ως άνω γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου και τα άρθρα 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη, η εξακολούθηση διαδικασίας ή δίκης για την επιβολή τέτοιου (“ποινικής” φύσης) διοικητικού προστίμου βαίνει, κατ’ αρχήν, προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολεμήσεως της δασμοφοροδιαφυγής και της εισπράξεως των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών, εφόσον υπάρχει είτε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκ. 33-34 και 41-45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52), είτε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε ποινή δυνάμενη να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (βλ. ΣτΕ 1887/2018 επταμ., 951/2018 επταμ. και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA και άλλοι, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52). Ειδικότερα, σε υπόθεση τελωνειακής παραβάσεως λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, δεν δικαιολογείται η εξακολούθηση της διοικητικής δίκης περί της επιβολής πολλαπλού τέλους, μετά την έκδοση τέτοιας αμετάκλητης αθωωτικής απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενόψει και του ότι (i) οι δύο επίμαχες “ποινικές” διαδικασίες επιδιώκουν, κατ’ αρχήν, κοινούς (και όχι πρόσθετους) σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της ίδιας παράνομης συμπεριφοράς (βλ. παραπάνω, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκ. 42-44 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 44-45),  και (ii) το οικείο νομοθετικό πλαίσιο δεν περιέχει κανόνες (εκτός της δεσμεύσεως του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, όσον αφορά την ενοχή του δράστη),  οι οποίοι να διασφαλίζουν συντονισμό των δύο διαδικασιών, προκειμένου να μειωθεί στο απολύτως αναγκαίο η πρόσθετη επιβάρυνση που συνεπάγεται για τους καθ’ ών η σώρευση “ποινικών” διώξεων και κυρώσεων (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 52-55).  

Καθ’ ερμηνεία του άρθρου 100 του Συντάγματος, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής ζητήματος στο ΑΕΔ, λόγω αντίθετης απόφασης Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς τον (μη) “ποινικό” χαρακτήρα του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας 

Η έννοια της ανωτέρω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου, καθώς και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, όσον αφορά τον “ποινικό” χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις, όπως το επίδικο πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας, είναι τόσο σαφής (ιδίως, ενόψει της προαναφερόμενης αποφάσεως Menci του ΔΕΕ), ώστε να μην συντρέχει περίπτωση διατυπώσεως σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Άλλωστε, δεν συντρέχει ούτε περίπτωση παραπομπής του αντίστοιχου ερμηνευτικού ζητήματος στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (συνεπεία της – αντίθετης προς τα κρινόμενα με την παρούσα – αποφάσεως 938/2016 του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου), σύμφωνα με τη διάταξη του 100 παρ. 1 περίπτ. ε του Συντάγματος, κατά την αληθή έννοια της οποίας, ερμηνευόμενης υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος (συμπεριλαμβανομένης της ερμηνευτικής δηλώσεως αυτού) και σε αρμονία με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. ΑΕΔ 29/1999, σκέψη 4, σε συνδυασμό με ΣτΕ Ολομ. 3470/2011, σκέψη 9), εφόσον ζήτημα ερμηνείας κανόνα του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη επιλυθεί, κατά τρόπο σαφή, από το ΔΕΕ, δεν ιδρύεται αρμοδιότητα του ΑΕΔ για άρση της ερμηνευτικής αντιθέσεως που προκύπτει από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, οι οποίες αφορούν στον ίδιο ενωσιακό κανόνα, που ισχύει στην εθνική έννομη τάξη βάσει ημεδαπού τυπικού νόμου (όπως του ν. 3671/2008, Α΄ 129, με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ή του ν. 2077/1992, Α΄ 136, με τον οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Δεδομένου, δε, ότι (i) σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη ΘΔΕΕ και τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, στο βαθμό που ο Χάρτης αυτός περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι, κατ’ αρχήν, ίδιες με εκείνες που αποδίδει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, (ii)  η έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του (κυρωθέντος με το ν. 1705/1987) 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ, αναφορικά με τον “ποινικό” χαρακτήρα χρηματικών διοικητικών κυρώσεων σημαντικού ύψους, για τελωνειακές/φορολογικές παραβάσεις, ταυτίζεται κατ’ ουσίαν, ως προς το αντίστοιχο ζήτημα, με εκείνη της ως άνω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου και του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, καθόσον  προσεγγίζεται βάσει των αυτών κριτηρίων, και (iii) η επίμαχη έννοια της διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ είναι σαφής, ιδίως, ενόψει της προαναφερόμενης νομολογίας του ΕΔΔΑ , δεν συντρέχει, περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 28 του Συντάγματος (συμπεριλαμβανομένης της ερμηνευτικής δηλώσεως αυτού), ούτε περίπτωση παραπομπής του σχετικού ζητήματος ερμηνείας της ως άνω διατάξεως της ΕΣΔΑ στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω της – αντίθετης προς τα κρινόμενα με την παρούσα – αποφάσεως 938/2016 του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, στην οποία, άλλωστε, δεν αναφέρεται η από 30.4.2015 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος. 

Αποδοχή του λόγου αναιρέσεως περί παραβίασης του ne bis in idem – Ακύρωση του επίδικου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας

Προβάλλεται λόγος αναιρέσεως ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο εφάρμοσε, εν προκειμένω, τη ρύθμιση του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918) περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική δίκη για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και, περαιτέρω, έλαβε υπόψη του την προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, ο παραπάνω λόγος κρίνεται βάσιμος και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος της αναιρεσείουσας του επίμαχου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας. Δεδομένου, δε, ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινίσεως κατά το οικείο πραγματικό της, το Δικαστήριο τη διακρατεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, δικάζει και, για τον ίδιο ως άνω λόγο, δέχεται εν μέρει την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, την οποία εξαφανίζει κατά το αντίστοιχο μέρος της, περαιτέρω, δε, δικάζει και δέχεται, για τον ίδιο λόγο, εν όλω το αντίστοιχο σκέλος της προσφυγής και ακυρώνει την επίμαχη καταλογιστική πράξη της τελωνειακής αρχής, ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα πολλαπλό τέλος.  

[με συγκλίνουσα γνώμη ενός Αντιπροέδρου και μίας Συμβούλου]

ΣτΕ Β΄ Τμ. 272/2020

Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ηπιότερης φορολογικής κύρωσης κατά την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ και το ενωσιακό δίκαιο – Δυνατότητα περιορισμού της εφαρμογής της, ενόψει της ανάγκης αποτελεσματικής πρόληψης και καταστολής των σχετικών παραβάσεων – Ενωσιακή υποχρέωση πρόβλεψης και επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ –


Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει και την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον παραβάτη ουσιαστικού “ποινικού” νόμου (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 17.9.2009, 10249/03, Scoppola κατά Ιταλίας, σκέψεις 108-109). Δεδομένου ότι το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καλύπτει και τις περιπτώσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων “ποινικής” φύσης, βάσει κριτηρίων παρόμοιων με εκείνα της νομολογίας Engel για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ [βλ. ΣτΕ 2691/2019 επταμ., με παραπομπή στις αποφάσεις ΕΔΔΑ (dec.) 24.11.1998, 38644/97, Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΕΔΔΑ 15.5.2008, 7460/03, Nadtochiy κατά Ουκρανίας, σκέψη 32, ΕΔΔΑ 4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 86-89 και ΕΔΔΑ 4.6.2019, 12096/14 και 39335/16, Rola κατά Σλοβενίας, σκέψη 54), η προαναφερόμενη αρχή εφαρμόζεται και επί χρηματικών φορολογικών/τελωνειακών κυρώσεων σημαντικού ύψους (βλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018, 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ., 2691/2019 επταμ.), όπως είναι τα επίδικα πολλαπλά τέλη, τα οποία επιβλήθηκαν στους αναιρεσείοντες. Η εν λόγω αρχή της ΕΣΔΑ δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας (βλ. ΣτΕ 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ., 2691/2019 επταμ.), ιδίως ενόψει της αναγόμενης στο δημόσιο συμφέρον ανάγκης να εξυπηρετηθεί η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των σχετικών παραβάσεων, κυρίως, δε, των πλέον σοβαρών, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης (πρβλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ., αναφορικά με την αρχή ne bis in idem). Εξάλλου, η διάταξη του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25) Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει ότι καταλαμβάνει και την επιβολή κυρώσεων για διοικητικές παραβάσεις, όπως τα επίδικα πολλαπλά τέλη, πάντως, δεν παρέχει προστασία ευρύτερη σε σχέση με εκείνη που κατοχυρώνει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. 
(Β) Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, εφόσον η κοινοτική/ενωσιακή τελωνειακή και φορολογική νομοθεσία δεν περιέχει ειδικές διατάξεις περί κυρώσεων, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεών της (όπως συμβαίνει με την ενωσιακή νομοθεσία περί ΦΠΑ), τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις (βλ. ΣτΕ 2957/2013 και, ιδίως, ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ. και 1887/2018 επταμ., με παραπομπή σε αποφάσεις ΔΕΚ/ΔΕΕ). Ειδικότερα, όσον αφορά στο ΦΠΑ (ο οποίος όχι μόνο ρυθμίζεται από το ενωσιακό δίκαιο, αλλά συνιστά και ίδιο πόρο της Ευρωπαϊκής), από τα άρθρα 2 και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 4 (παρ. 3) ΣΕΕ και 325 (παρ. 1) ΣΛΕΕ συνάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα τα οποία είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την είσπραξη του συνόλου του ΦΠΑ που οφείλεται εντός του εδάφους τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή με αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα (πρβλ. ΣτΕ 2221/2018 και 352/2019 επταμ., με παραπομπές στη νομολογία ΔΕΕ). Τέτοιο μέτρο είναι και η προβλεπόμενη από το ημεδαπό δίκαιο επιβολή αποτελεσματικών και αποτρεπτικών διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της υποχρέωσης καταβολής του ΦΠΑ που οφείλεται για εισαχθέν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγαθό (πρβλ. ΣτΕ 2221/2018 και 352/2019 επταμ.). Στο πλαίσιο αυτό, τα όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, καθώς και από τις επιταγές του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 352/2019 επταμ.). 
(Γ) Μεταξύ των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου συγκαταλέγεται η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (βλ. ΔΕΚ μειζ. συνθ. απόφαση της 11.3.2008, C-420/06, Jager, σκέψεις 59-60 και ΣτΕ 2957/2013, 2556/2014 επταμ., 1438/2018 επταμ., 2221/2018, 352/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ., 2691/2019 επταμ.). Η αρχή αυτή, η οποία αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 2221/2018, 352/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.). Ειδικότερα, η εφαρμογή της εν λόγω γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου βρίσκει όρια στην εκπλήρωση της προαναφερόμενης υποχρέωσης των κρατών μελών να θεσπίζουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 8.9.2015, C-105/14, Taricco κλπ., σκέψεις 44-58 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, C-42/17, M.A.S. και Μ.Β., σκέψεις 30-62 – πρβλ. επίσης ΣτΕ 1887/2018 επταμ., που παραπέμπει στην απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA και άλλοι, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με την απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52, όσον αφορά αντίστοιχο περιορισμό της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem), ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης. Τούτο δεν δημιουργεί ζήτημα (παραβίασης του άρθρου 52 παρ. 3 του Χάρτη, λόγω) παροχής προστασίας ελλάσσονος σε σχέση με εκείνη που κατοχυρώνει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ (ή η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 15 του ΔΣΑΠΔ), όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω, διότι ο ως άνω περιορισμός συνδέεται με την ανάγκη αποτελεσματικής πρόληψης και καταστολής των σχετικών παραβάσεων, κυρίως, δε, των πλέον σοβαρών, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης. Τέλος, την ίδια έννοια με την προαναφερόμενη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου έχει το άρθρο 49 του Χάρτη, υπό την εκδοχή ότι αυτό εφαρμόζεται ratione materiae σε υπόθεση, όπως η επίδικη, περί επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης, σημαντικού ύψους, για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας.
(Δ) Οι διατάξεις του άρθρου 19 (παρ. 1 και 2) του ν. 4002/2011 προβλέπουν, υπό όρους (αναγόμενους, κυρίως, στην παύση/ανάκληση της άδειας επαγγελματικού πλοίου αναψυχής και στην πληρωμή του αναλογούντος ΦΠΑ για το σκάφος και τα καύσιμα κ.λπ.), ότι δεν επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία κυρώσεις σε υποθέσεις τελωνειακών παραβάσεων λαθρεμπορίας (και, δη, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος ΦΠΑ) στις οποίες, αναφορικά με πλοίο εισαχθέν υπό καθεστώς απαλλαγής από το ΦΠΑ, ως προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί ως επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, έχει χρησιμοποιηθεί το τέχνασμα των εικονικών ναυλώσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή του ΦΠΑ που οφείλεται για την εισαγωγή πλοίου αναψυχής ιδιωτικής χρήσης. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση είναι ασύμβατη με την απορρέουσα από το ενωσιακό δίκαιο υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις, οι οποίες, μάλιστα, είναι σοβαρές από απόψεως συνθηκών τέλεσης, συνεπεία της χρήσης του προαναφερόμενου τεχνάσματος, και, ενδέχεται να είναι σοβαρές και από απόψεως ποσού του διαφυγόντος ΦΠΑ (το οποίο μπορεί να είναι αρκετά υψηλό, όπως στην υπό κρίση υπόθεση). Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση της επίμαχης ρύθμισης του ν. 4002/2011 ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτης έλαβε υπόψη του την ως άνω υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας και ότι τη στάθμισε έναντι ορισμένου επιτακτικού σκοπού γενικού συμφέροντος, ικανού να δικαιολογήσει κατ’ εξαίρεση (και με τήρηση της ενωσιακής αρχής της αναλογικότητας) την επίμαχη απόκλιση από τον οικείο κανόνα του ενωσιακού δικαίου. Περαιτέρω, η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ούτε με βάση την (απορρέουσα από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ) αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον διοικούμενο νόμου περί επιβολής κυρώσεων, την οποία ο παραβάτης δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς, προκειμένου να μην του καταλογισθεί η προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία κύρωση του πολλαπλού τέλους. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η ρύθμιση αυτή δεν εκφράζει διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων που επιβάλλονται γενικά για παραβάσεις των κανόνων περί ΦΠΑ.

ΣτΕ 2012,2013/19

Απόρριψη αιτημάτων χορήγησης και επιστροφής ήδη αφαιρεθέντος διαβατηρίου λόγω άσκησης ποινικής δίωξης σε βαθμό κακουργήματος

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste

Με τις 2012/2019 και 2013/2019 αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως; του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω  σπουδαιότητας, το ζήτημα εάν είναι εντός εξουσιοδότησης διάταξη του π.δ/τος 25/2004, «Προϋποθέσεις χορήγησης διαβατηρίων, χρονική ισχύς, αντικατάσταση, απώλεια και ακύρωση αυτών» (Α´17), όπως ισχύει, κατά την οποία είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση η μη χορήγηση ή η μη απόδοση ή η αφαίρεση διαβατηρίου, εκ μόνης της άσκησης ποινικής δίωξης κατά ορισμένου προσώπου για κακούργημα ή για κάποιο από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο ως άνω π.δ. πλημμελήματα. Προβαίνοντας σε ερμηνεία των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων και δη του άρθρου 5 του Συντάγματος, της τεθείσας υπό το άρθρο αυτό ερμηνευτικής δήλωσης, του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3103/2003 «Έκδοση διαβατηρίων από την Ελληνική Αστυνομία και άλλες διατάξεις» (Α´23), του άρθρου 1 (παρ. 2 και 3) και 5 (παρ. 2.) του π.δ/τος 25/2004, των άρθρων 282, 286 και 296 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ- π.δ. 258/1986, Α´121) και του άρθρου 2 περ. β´ του ν. 2475/1920 (Α´214), όπως ισχύει, το Τμήμα έκρινε, κατά πλειοψηφία, τα εξής: Στο πλαίσιο και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του Συντάγματος, όπως αυτό έχει πάγια ερμηνευθεί από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες διαδικασίες για τον περιορισμό του δικαιώματος εξόδου από τη χώρα, οι οποίες εντάσσονται σε διαφορετικά νομοθετήματα και εξυπηρετούν διαφορετικές εν μέρει πτυχές του δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, η πρώτη διαδικασία προβλέπεται στο άρθρο 282 ΚΠΔ και εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών όρων που δύνανται να διατάσσονται κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας με σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 296 ΚΠΔ, τη διασφάλιση της ομαλής προόδου και ολοκλήρωσης αυτής, καθώς και την αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης δύνανται, μεταξύ άλλων, και κατά την κρίση τους, να επιβάλουν ή να άρουν τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης μετάβασης στο εξωτερικό σε οποιονδήποτε κατηγορούμενο για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Αντιθέτως, η δεύτερη διαδικασία αφορά αποκλειστικώς σε έλληνες πολίτες, στους οποίους η μη χορήγηση ή η αφαίρεση διαβατηρίου αποκλείει τη μετάβαση σε τρίτες χώρες, ήτοι χώρες του εξωτερικού πλην της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντελείται δε με την έκδοση ειδικής διοικητικής πράξης κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 3103/2003 και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέν π.δ. 25/2004. Πιο συγκεκριμένα, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ανωτέρω π.δ/τος, όπως ήδη ισχύει, θεσπίζονται πέντε προϋποθέσεις, με τη διαπίστωση της συνδρομής εκάστης εξ αυτών το αρμόδιο διοικητικό όργανο υποχρεούται, κατά δεσμία αρμοδιότητα, να μην χορηγήσει ή να αφαιρέσει ήδη χορηγηθέν διαβατήριο. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, από αυτές δε η περ. α´ (τελεσίδικη καταδίκη για συγκεκριμένα αδικήματα- κακουργήματα ή πλημμελήματα-, η οποία συνεπάγεται την απαγόρευση εξόδου μετά την έκτιση της ποινής για 5 ή 10 έτη αναλόγως εάν πρόκειται για πλημμέλημα ή κακούργημα) και η περ. β´ (άσκηση ποινικής δίωξης για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης α΄ και για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία), πέραν του αντικειμενικού τους χαρακτήρα, έχουν ρυθμιστικό πεδίο το μεν στενότερο το δε ευρύτερο του ΚΠΔ. Στενότερο διότι, για όσο χρόνο διαρκεί η ποινική εκκρεμοδικία, αφορούν, πέραν των κακουργημάτων, σε πολύ περιορισμένο και ειδικό κύκλο πλημμελημάτων, ιδιαιτέρως σοβαρών και επικίνδυνων, κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, για τη δημόσια ασφάλεια, ενώ, αντίθετα, το άρθρο 282 ΚΠΔ καταλαμβάνει τους κατηγορούμενους για κακούργημα και όλα ανεξαιρέτως τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών. Ευρύτερο διότι, προκειμένου περί των αδικημάτων της περ. α΄, ο επίμαχος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας δεν αφορά μόνον την περίοδο της ποινικής προδικασίας αλλά και χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας του επίμαχου διοικητικού μέτρου στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ανωτέρω π.δ/τος έγκειται στο γεγονός ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων, επί τη βάσει των οποίων επιβάλλεται, δεν αποτελεί προϊόν κρίσεως του αρμοδίου για τη μη χορήγηση ή την αφαίρεση διαβατηρίου διοικητικού οργάνου, αλλά των δικαστικών λειτουργών της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι, περιβαλλόμενοι με τις οικείες συνταγματικές εγγυήσεις, έχουν αποφανθεί είτε περί της ποινικής καταδίκης είτε περί της ασκήσεως ποινικής διώξεως των προσώπων, εις βάρος των οποίων λαμβάνεται το μέτρο αυτό. Συνεπώς, κατά την έννοια της περ. β´ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ/τος 25/2004, σε πρόσωπα εις βάρος των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη είτε για κακούργημα είτε για πλημμέλημα της περ. α΄ της ίδιας παραγράφου, δεν χορηγείται διαβατήριο, ακόμα κι αν αρθεί ο τυχόν επιβληθείς εις βάρος τους, κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ, περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το ρυθμιστικό πεδίο των δύο νομοθετημάτων (ΚΠΔ και π.δ/τος 25/2004) δεν συμπίπτει απολύτως. Αντίθετη ερμηνεία θα έθετε πράγματι εκποδών τις αυτοτελείς σε σχέση με την ποινική προδικασία ρυθμίσεις της ανωτέρω διατάξεως (άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄) και εντεύθεν θα ματαίωνε τον ειδικό δημόσιο σκοπό, στον οποίον αυτές αποβλέπουν. Κατά την άποψη της μειοψηφίας, η περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ/τος 24/2005 κείται εκτός εξουσιοδοτήσεως, διότι αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 4 και της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 5 του Συντάγματος, με τις οποίες επιφυλάσσεται στη δικαστική αρχή η αρμοδιότητα να αποφαίνεται, μόνη αυτή, περί της λήψεως ή μη μέτρων περιοριστικών της ελεύθερης εξόδου από τη Χώρα σε περίπτωση ποινικής εκκρεμοδικίας.

Διοικ. Πρωτ. Αθ. 11077/2019, 25ο Τμήμα.

Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αστυνομική βία. Απάνθρωπη μεταχείριση (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ). Kατά τόπον αρμοδιότητα. Ενέργειες συναφείς με τα καθήκοντα του αστυνομικού οργάνου. Δέσμευση από καταδικαστική απόφαση.

Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/dprotodikeioath/apofaseis?

Επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, που εν όσω ήταν ακόμη ανήλικος υπέστη απάνθρωπη μεταχείριση, αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, με τη χρήση ράβδου (γκλομπ), κατά την απομόνωσή του σε ιδιαίτερο δωμάτιο στο αστυνομικό τμήμα όπου είχε οδηγηθεί, μετά από τη σύλληψή του σε επεισόδια, στο πλαίσιο των αποκριάτικων εκδηλώσεων στην Πάτρα. 

Θεμελιώνεται κατά τόπον αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, με βάση το άρθρο 7 παρ. 3 ΚΔΔ, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, ο οποίος αποδίδει παρανομίες όχι μόνο σε αστυνομικά όργανα του Α.Τ. Πατρών, αλλά και στο Αρχηγείο της ΕΛΑΣ, που εδρεύει στην Αθήνα, για μη αποτελεσματική διερεύνηση του συμβάντος.

Με το άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ επιβάλλεται δέσμευση από αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, ως προς την ενοχή του δράστη, που περιλαμβάνει και τα κριθέντα από το ποινικό δικαστήριο πραγματικά περιστατικά. Κατά τα λοιπά, πάντως, το διοικητικό δικαστήριο κρίνει το, υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του, ζήτημα της παρανομίας της ζημιογόνου ενέργειας του οργάνου, με βάση την παραβίαση ορισμένης διάταξης νόμου που προστατεύει ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον του ενάγοντος, ή και γενικές αρχές, χωρίς να υποχρεούται να προσδώσει στη συμπεριφορά αυτή τον ποινικό χαρακτηρισμό που της προσέδωσε το ποινικό δικαστήριο.

Η ένδικη διαφορά αφορά σε ενέργειες αστυνομικού, συναφείς με τα καθήκοντά του, είναι δε αδιάφορο για την πλήρωση της, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, προϋπόθεσης του οργάνου του Δημοσίου, εάν οι ενέργειες αυτές απαγορεύονται από διατάξεις νομοθετικής, ή και υπέρτερης ισχύος, αφού η παραβίασή τους συναρτάται με την έτερη προϋπόθεση, για τον παράνομο χαρακτήρα τους.

Περαιτέρω, σε περίπτωση κακομεταχείρισης, κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, οι αρχές του κράτους υποχρεούνται στη διεξαγωγή εμπεριστατωμένης και αποτελεσματικής έρευνας, ικανής να οδηγήσει στην αναγνώριση και, ενδεχομένως, στον κολασμό των υπευθύνων (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 11.4.2019, Sarwari και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. προσφυγής 38089/12, σκ. 107). Εν προκειμένω, στοιχειοθετείται παρανομία μόνο για την παραβίαση της ουσιαστικής όψης του άρθρου 3 ΕΣΔΑ.

Διοικ.Πρωτ.Αθ. 3141/2019, 25ο Τμήμα

Αγωγή ερειδόμενη σε προφορική σύμβαση και επικουρικώς στις διατάξεις του 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. – Δικαιοδοσία Πολιτικών Δικαστηρίων.

Πηγή: Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών


Όταν επιδιώκεται αποζημίωση από παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., η διαφορά που γεννάται υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αν η παράνομη ενέργεια ή παράλειψη, στην οποία ερείδεται η αξίωση αποζημίωσης, συντελέσθηκε μέσα στο πλαίσιο ή έχει ως υπόβαθρο έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. ΑΕΔ 3/2004, 11/1992, 42/1990, πρβλ. ΣτΕ 2358/2012, 409/2010, 1697/2009, 400/2009).

O ενάγων ισχυρίζεται ότι συμφωνήθηκε με τον τότε υποδιευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης της «Ελληνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» (Ε.Υ.Π.) και τον τότε αστυνόμο Β΄ η μόνιμη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές με την καταβολή αμοιβής για κάθε υπόθεση που εφέρετο εις πέρας, από τα ειδικά κονδύλια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και της Ε.Υ.Π.. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας, αν και παρείχε τις υπηρεσίες του στις διωκτικές αρχές συμβάλλοντας στην εξάρθρωση και στην πάταξη εγκληματικών ενεργειών, όπως αναλυτικά ιστορεί στο δικόγραφο της αγωγής, δεν του καταβλήθηκε η συμφωνηθείσα αμοιβή του. Συνεπεία των ανωτέρω, ζητά από το εναγόμενο να του καταβληθεί η αμοιβή που συμφωνήθηκε για τις υπηρεσίες που παρείχε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο εξάρθρωσης διάφορων εγκλημάτων. Επικουρικώς, ζητά το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή του ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., λόγω της παράνομης παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου να του καταβάλλουν το ανωτέρω ποσό. 

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) δεν καταρτίστηκε εγγράφως, μεταξύ του ενάγοντος και των αρμοδίων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου σύμβαση παροχής υπηρεσιών, β) η προφορική σύμβαση που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει συναφθεί μεταξύ αυτού και των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διοικητική, αφού, ελλείψει του έγγραφου τύπου σύναψής της, και ανεξαρτήτως του εάν έχει συναφθεί με το Ελληνικό Δημόσιο και χάριν δημοσίου σκοπού, δεν είναι δυνατή ούτε η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την εν λόγω προφορική συμφωνία, ούτε η διαπίστωση της πρόβλεψης ή μη σε αυτήν ρητρών που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και, συνακόλουθα, της ύπαρξης σχέσης δημοσίου δικαίου που να συνδέει τον ενάγοντα με το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ, εξάλλου, ούτε ο ενάγων επικαλείται την ύπαρξη τέτοιων ρητρών ή όρων, κρίνει ότι η απορρέουσα από την ως άνω συμφωνία ένδικη διαφορά είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ανεξαρτήτως του σκοπού στον οποίο αυτή αποβλέπει. Κατά συνέπεια, τόσο οι αξιώσεις από τη σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή, όσο και οι τυχόν προκύπτουσες αποζημιωτικές αξιώσεις δημιουργούν, ομοίως, διαφορά υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ενώπιον των οποίων δύναται να ασκηθεί εκ νέου η αγωγή αυτή), αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η υποκείμενη σχέση, δηλαδή η προφορική σύμβαση από την οποία, κατά τον ενάγοντα, απορρέουν αποζημιωτικές αξιώσεις, είναι ιδιωτικού δικαίου και η εκδίκασή της ανήκει στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων

ΣτΕ Ολομ. 1308/2019 (κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος)

Ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών – Προστασία επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης – Αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων – Συμβατή προς το Σύνταγμα η κατάργηση επιδομάτων δώρων και αδείας από 1.1.2013 (διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012)

ΠΗΓΗ: http://www.humanrightscaselaw.gr/

(Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 (παρ. 5), 25 (παρ. 1 και 4), 79 (παρ. 1) και 106 (παρ. 1) του Συντάγματος συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ.4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (ΣτΕ Ολομ. 481, 431/2018, 4741/2014, 2192-2196/2014, πρβλ. και Ολομ. 668/2012, σκ. 37).
(B) O νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (ΣτΕ Ολομ. 481/2018, βλ. και Ολομ. 3372, 3373/2015, 3177/2014, πρβλ. και Ολομ. 431/2018, 3404-3406/2014, 2192-2196/2014, 668/2012, σκ. 35 κ.ά.). Η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο εθνικός νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το ΕΔΔΑ, το οποίο παγίως δέχεται ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. εμπίπτουν μεν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην, με τις διατάξεις αυτές δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου (ΣτΕ Ολομ. 481/2018, 668/2012, σκ. 35). 
(Γ) Με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημόσιων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων των αποδοχών των υπαλλήλων του Δημοσίου. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν με την αναδρομική μείωση των αποδοχών κατά 12% και των επιδομάτων εορτών και αδείας κατά 30% και τον ορισμό νέου ορίου στις συνολικές αποδοχές των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα (άρθρα 1 παράγραφοι 2 και 9, 2 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του ν. 3833/2010) και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την περαιτέρω μείωση των αποδοχών κατά 8%, καθώς και με την αποσύνδεση του ύψους των επιδομάτων εορτών και αδείας από το βασικό μισθό, την πρόβλεψη για καθένα από τα επιδόματα αυτά ενός πάγιου και εκ των προτέρων καθορισμένου ποσού και τη θέσπιση μέγιστου ορίου συνολικών αποδοχών για την επιτρεπτή καταβολή των εν λόγω επιδομάτων (άρθρο τρίτο παράγραφοι 1 και 6 του ν. 3845/2010), την εν συνεχεία αναστολή των διατάξεων περί μισθολογικής εξελίξεως των υπαλλήλων (άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011), την αναδρομική μείωση κατά το ήμισυ, του κινήτρου απόδοσης (άρθρο 55 παρ. 23 περίπτ. α΄ του ν. 4002/2011), καθώς και την καθιέρωση νέου ενιαίου μισθολογίου – βαθμολογίου (ν. 4024/2011) με συνέπεια την περαιτέρω περικοπή των αποδοχών, εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που είχαν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου Συνεννόησης» και του πρώτου «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (ετών 2012 – 2015) και απέβλεπαν στην άμεση μείωση των κρατικών δαπανών για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Για τους λόγους δε αυτούς, όπως έχει κριθεί, ειδικώς τα θεσπισθέντα με τους ανωτέρω νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011 μισθολογικά μέτρα (περικοπές αποδοχών και επιδομάτων) δεν παρίσταντο, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, ούτε μη αναγκαία, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτά ως άνω σκοπών (ΣτΕ Ολομ. 668/2012, σκ. 35, 1283/2012, σκ. 31, 3177/2014, βλ. και Ολομ. 3404 – 3406/2014, 3372, 3373/2015).
(Δ) Στη συνέχεια και προς εφαρμογή του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης, δημοσιεύθηκε ο ν. 4093/2012, με τις διατάξεις του οποίου ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο, στο πλαίσιο δε αυτό, με την επίμαχη διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του εν λόγω ν. 4093/2012 καταργήθηκαν πλήρως, από 1.1.2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο. Κατά τα προεκτεθέντα (υπό στοιχ. Β), από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κωλύεται, καταρχήν, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο. Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Στις περιπτώσεις δε αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει. Εν προκειμένω, με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012 ο νομοθέτης προέβη στην πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους στρατιωτικούς, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της (βλ. σχετικές αναφορές στο εγκριθέν με το ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής καθώς και στην αιτιολογική έκθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016), δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014, 1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35), δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται στις αποφάσεις 2010/320, 2011/734 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχθηκε ότι: «… εκδόθηκαν αφού διαπιστώθηκε ότι η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ιδίας όσο και της ζώνης του ευρώ εν γένει» και ότι «…στο πλαίσιο αυτό τα δημοσιονομικά μέτρα που προβλέπουν οι επίμαχες αποφάσεις συζητήθηκαν διεξοδικά με την Ελληνική Κυβέρνηση και συμφωνήθηκαν από κοινού από την Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ… Συνεπώς, υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεν ήταν προδήλως αδικαιολόγητο να προβλεφθεί η λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών» (βλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, Λεϊμονιά Σωτηροπούλου κατά Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, σκ. 84, 85, 86). Σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών θεσπίστηκε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, για τα έτη 2013- 2016, βάσει της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013- 2016». Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων». Ειδικά σε σχέση με τη μισθολογική δαπάνη, στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά τις παρεμβάσεις που έγιναν από το έτος 2010. Στην ίδια, άλλωστε, διαπίστωση της υψηλής μισθολογικής δαπάνης, ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε. Εξάλλου, τα επιδόματα εορτών και αδείας δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ο περιορισμός των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων με την κατάργηση τους δικαιολογείται για λόγους γενικού συμφέροντος, που αποσκοπεί στη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και στη μείωση των δημοσίων δαπανών της Χώρας και, κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό ανταποκρίνεται επίσης στους σκοπούς που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ (πρβλ.απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, σκ. 89, 90). Επομένως, το επίδικο μέτρο της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται δε απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ C-49/18, Carlos Escribano Vindel, σκ. 67 και C-64/16, Associaçâo Sindical dos Juizes Portugueses, σκ. 49 και 52). Εξάλλου, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου της κατάργησης των εν λόγω επιδομάτων εορτών και αδείας, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, και όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον κρίσιμο χρόνο θέσπισης του ν. 4093/2012 (12.11.2012), στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), δηλαδή της κατά τα άρθρα 1 παρ. 2 και 10 του ν. 3832/2010 (Α´38), όπως ισχύει, ανεξάρτητης αρχής, η οποία αποτελεί την εθνική στατιστική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 (L 87/164), και υπάγεται στον έλεγχο της Βουλής των Ελλήνων, το 2011 το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (ΕΚΑΣ και λοιπά κοινωνικά επιδόματα) είχε διαμορφωθεί στα 6.591 ευρώ (βλ. έκδοση ΕΛΣΤΑΤ, Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, 2.11.2012), τη στιγμή που το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα ανήρχετο στα 12.637,08 ευρώ (βλ. το από 2.11.2012 Δελτίο Τύπου της ΕΛΣΤΑΤ με τίτλο «Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2011»). Παράλληλα, με τον ν. 4014/2011 θεσπίστηκε ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, με τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΥΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 780 ευρώ, τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΔΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 858 ευρώ, τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΤΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 1037 ευρώ και τον βασικό μισθό υπαλλήλου κατηγορίας ΠΕ με βαθμό ΣΤ να διαμορφώνεται στα 1092 ευρώ (άρθρο 13 του ν. 4024/2011), ενώ με τον ν. 4093/2012 ο κατώτατος βασικός μισθός διαμορφώθηκε στα 586,08 ευρώ και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 26,18 ευρώ. Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Εξάλλου, η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από αυτόν κρίσιμης κατάστασης υπόκειται, κατά τα ανωτέρω, σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014, 1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35), δεδομένου ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, της 7.5.2013, σκ. 39). Κατά συνέπεια, τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για το νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 48). Περαιτέρω, ενόψει της κατά τα άνω φύσης των επιδομάτων εορτών και αδείας και του λόγου της θέσπισής τους, καθώς και του ύψους, στο οποίο είχαν διαμορφωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάργησή τους στερείται, προδήλως, εύλογης βάσης, ούτε ότι η επερχόμενη με αυτήν μείωση των συνολικών αποδοχών θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3404-3406/2014, 3177/2014, πρβλ. και Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 31, 45 και 46). Εξάλλου, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του ν. 4093/2012, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι ανεξάρτητα από το ότι ο ν. 4093/2012 περιελάμβανε πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά [βλ. ενδ. ΣτΕ Ολομ. 2307/2014, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα οι ρυθμίσεις της ΠΥΣ 6/2012, αλλά και του ν. 4093/2012 που ακολούθησε με διατάξεις ταυτόσημου περιεχομένου (άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.11), οι οποίες περιορίζουν το πεδίο συλλογικής αυτονομίας και ρυθμίζουν μισθολογικά και εν γένει εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και των δημοσίων επιχειρήσεων, όπως η μείωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου (σκ. 16, 23 και 36), ΣτΕ 2439/2015, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο οι διατάξεις του άρθρου πρώτο παρ. ΙΒ 2 α΄ του ν. 4093/2012, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 11 του ν. 4052/2012, για τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής «claw back και rebate», ΣτΕ Ολομ. 3373/2015, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα οι ρυθμίσεις των περ. 9 και 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 για τον εξορθολογισμό του μισθολογικού καθεστώτος και την ενιαία αντιμετώπιση των δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στον δημόσιο τομέα (καθορίστηκε ως βασικός μισθός για τους δικηγόρους παρ’ Αρείω Πάγω ο μισθός του Β΄ βαθμού των δημοσίων υπαλλήλων αντί του Α΄ βαθμού) , ΣτΕ 660/2016, με την οποία κρίθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα η περ. 4 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 με τίτλο της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, για την κατάργηση της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης που ελάμβαναν από το ΕΤΕΑ οι εκπρόσωποι εργατικών και επαγγελματικών οργανώσεων υπό την ιδιότητά τους αυτή, ΣτΕ Ολομ. 734/2016, με την οποία κρίθηκε σύμφωνο με το Σ. το άρθρο πρώτο, υποπαράγραφος ΙΑ.5. περ. 2 του ν. 4093/2012 περί μείωσης του εφάπαξ, ΣτΕ 719/2018, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σ. οι διατάξεις της περ. 12 της υποπαρ. ΙΑ.2 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες καταργήθηκε, από 1.11.2012, η προβλεπόμενη από την παρ. 4 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 ισόβια σύνταξη πολυτέκνου (εξοικονόμηση δαπάνης 71 εκ. ευρώ το 2013)], αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο. Ενόψει αυτών, η διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία, κατ’ εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους (ετήσια εξοικονόμηση δαπάνης ποσού 469.600.000 ευρώ, βλ. έκθεση Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ανωτέρω, σκ. 13) καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των αναιρεσίβλητων δικαστικών υπαλλήλων και συνεπώς αυτή δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τέλος, η επίδικη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρο που αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. 
[με μειοψηφία έξι μελών του Δικαστηρίου, τα οποία υποστήριξαν ότι η επίμαχη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας δεν θεσπίστηκε νομίμως, για τους αυτούς ακριβώς λόγους για τους οποίους και οι λοιπές περικοπές μισθών και συντάξεων που θέσπισε ο ν. 4093/2012, έχουν κριθεί αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2192-2196/2014, 4741/2014, 2287-8/2015, 1125-7/2016, 431/2018, 479-481/2018, 2287-88/2019  της Ολομελείας του Δικαστηρίου, καθόσον (i) δεν αρκούσε ούτε η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, (ii) απαιτείτο η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011, και (iii) οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών