2551026607

Τηλ. γραφείου

Λ. Δημοκρατίας 192

3ος Όροφος Αλεξανδρούπολη

ΣτΕ 291/2020

Αστική ευθύνη του Δημοσίου. Παραγραφή αξιώσεων αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως σε περίπτωση βλάβης σώματος εξαιτίας κατάρρευσης κτίσματος (άρθρ. 90 παρ. 1, 91, 93 περ. α, 119 ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού»). Έναρξη παραγραφής. Μη εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 937 ΑΚ. Συντρέχον πταίσμα του παθόντος. Χρόνος προβολής της ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ.

 

Πηγή : http://www.adjustice.gr/

(Α) Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 90 παρ. 1, 91, 93 περίπτ. α και 119 του ν. 2362/1995 “Περί Δημοσίου Λογιστικού” (Α΄ 247), όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 177 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, η αξίωση αποζημιώσεως από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη τέτοιας ενέργειας οργάνων του Δημοσίου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Αν δε οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται αμέσως μετά τη διάπραξη της παράνομης πράξεως ή της παραλείψεως, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε τις επιζήμιες συνέπειες (πρβ. Σ.τ.Ε. 2692/2009, 1703/2010, 2780-1/2010 7μ., 2872/2011, 1800/2013, 1396-7/2014 7μ., 2506/2014, 4409/2015, 2128/2019). Και ναι μεν με τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν ερμηνευθεί οι διατάξεις  του ν.δ. 476/1974 “Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”, διαφορετικές από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1, 91 και 93 του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού, όμως οι διατάξεις  αυτές του ν.δ. 476/1974 έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 2362/1995. Υπό τα δεδομένα αυτά το νομικό ζήτημα της αφετηρίας και της διάρκειας της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση ζημίας που επήλθε από κατάρρευση κτίσματος, οφειλόμενη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, έχει επιλυθεί με τις προεκτεθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ερμήνευσαν ταυτόσημες διατάξεις (πρβ. ΣτΕ 1945/2018, 831, 358/2017). Αβασίμως προβάλλεται ισχυρισμός του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 περί ελλείψεως νομολογίας σχετικά με το τιθέμενο εν προκειμένω νομικό ζήτημα και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου προβάλλεται απαραδέκτως από την εξεταζόμενη άποψη. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 2 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης», διάταξη που υπαγορεύθηκε από το λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση, μέσω της παραγραφής, της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη (ΑΠ 1041/2017), δεν έχει, πάντως, εφαρμογή για το τιθέμενο νομικό ζήτημα της αστικής παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση με βάση τα άρθρα 105 ΕισΝΑΚ, 929, 930, 931 και 932 ΑΚ, διότι οι δύο διαδικασίες, η ποινική και η διοικητική, αφορούν δύο διαφορετικά ευθυνόμενα πρόσωπα (πρβ. ΣτΕ 572/2013).

(Β) Από τη διάταξη του άρθρου 300 του Αστικού Κώδικα, η οποία έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι, αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος -η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση-, απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημιώσεως (Σ.τ.Ε. 1408/2006, 2539/2008, 1970, 1974/2009, 1437/2011, 877/2013 7μ., 4097/2015, βλ. επίσης Α.Π. 1483/1990). Ο ισχυρισμός του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. περί συνδρομής συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος κατά το άρθρο 300 ΑΚ, ο ισχυρισμός δηλαδή ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και ίδιο πταίσμα του ζημιωθέντος, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, θεμελιωτικό της ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ, ο οποίος όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και πρέπει για το λόγο αυτό να προτείνεται από το εναγόμενο Δημόσιο ή νπδδ, μη δυνάμενος να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (πρβ. ΑΠ 423/1985 Ολομ.,1115/1986 Ολομ., 763/2000, 53/2006, ΣτΕ 1293/2015, 1055/2016). Ως προς το χρόνο υποβολής της ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ, πρέπει αυτή υποχρεωτικά επί ποινή απαραδέκτου να προβληθεί το αργότερο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Δεν είναι επομένως παραδεκτή η προβολή της ενστάσεως το πρώτο με υπόμνημα που κατατίθεται μετά τη συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97). Συνεπώς, είναι εσφαλμένη η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που δέχθηκε ότι υφίστατο συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην επέλευση του ατυχήματος, αφού ο σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου είχε προβληθεί  απαραδέκτως με το υπόμνημα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο που αφορά το συντρέχον πταίσμα του παθόντος και τα κεφάλαια της αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 930 παρ. 3 ΑΚ, 929 εδ. α΄ και 931 ΑΚ, και της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 ΑΚ, τα οποία συνέχονται αναγκαίως προς το πρώτο κεφάλαιο.