ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/
(Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του Κώδικα Δικηγόρων προκύπτει
ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης δικηγόρου για οποιοδήποτε κακούργημα ή
πλημμέλημα από αυτά που αναφέρονται στην περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6,
εκδίδεται υποχρεωτικά διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία
βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής του ιδιότητας. Οι διατάξεις
αυτές, με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν παραβιάζουν την επαγγελματική ελευθερία
(άρθρο 5 παρ. 1 Σ.), την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ.) ή
άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή. Και τούτο, διότι, καταρχάς, όπως συνάγεται
από την επίμαχη ρύθμιση, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα
διδάγματα της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που διέπουν την
άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και τη λειτουργία του στα πλαίσια της
απονομής της δικαιοσύνης (βλ. σχετ. ΣτΕ 1666/2011, Ολομ., σκ. 5) με τη ρύθμιση
αυτή εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, το δικηγορικό
επάγγελμα, είναι ελευθέριο επάγγελμα, που έχει παράλληλα και το χαρακτήρα
δημόσιου λειτουργήματος, συνδεόμενου με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.
Συνεπώς, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου,
άσκησης και εξόδου από αυτό, πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να
καθιερώνει προϋποθέσεις που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση, τις επιστημονικές
και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του δικηγόρου, ώστε η λειτουργία της
δικαιοσύνης να υπηρετείται από πρόσωπα διαπιστωμένης επιστημονικής ικανότητας
και ηθικής υπόστασης (βλ. σχετ. ΣτΕ 413/1993, Ολομ., 3516/2013, Ολομ. κ.ά.).
Από την επίμαχη ρύθμιση συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται την άσκηση της
δικηγορίας, ως ελευθέριου επαγγέλματος και ταυτόχρονα δημόσιου λειτουργήματος,
από πρόσωπα που θεωρεί (κατά την, καταρχήν, ανέλεγκτη δικαστικά κρίση του) ότι,
λόγω της αμετάκλητης καταδίκης τους για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, δεν
διαθέτουν την απαιτούμενη ηθική υπόσταση και το απαιτούμενο κύρος και δεν
μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους. Εξάλλου, με τη ρύθμιση
αυτή, ο νομοθέτης επιδίωξε και τη διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού
λειτουργήματος εν γένει. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή σκοπεί στην καλή λειτουργία
της Δικαιοσύνης, με την άσκηση της δικηγορίας από πρόσωπα που διαθέτουν τα
κατάλληλα ηθικά προσόντα και, ως εκ τούτου, ο περιορισμός που εισάγεται με
αυτήν συνάπτεται άμεσα με το αντικείμενο και το χαρακτήρα του ρυθμιζόμενου
επαγγέλματος – δημόσιου λειτουργήματος, δεν είναι, δε, προδήλως απρόσφορος ή μη
αναγκαίος για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού δημόσιου συμφέροντος, ούτε
υπερακοντίζει -και μάλιστα προδήλως- τον ανωτέρω σκοπό. Ενόψει αυτών, η επίμαχη
ρύθμιση κείται εντός του περιθωρίου εκτίμησης του νομοθέτη, δεν απόκειται δε
στο δικαστή, ο έλεγχος του οποίου είναι οριακός, να υποδείξει στο νομοθέτη άλλη
επιλογή, όπως είναι η συνεκτίμηση και άλλων παραγόντων πλην της καταδικαστικής
απόφασης, προκειμένου να επέλθει η αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας.
(Β) Σε περίπτωση ευδοκίμησης προσφυγής στο ΕΔΔΑ και, ακολούθως, ευδοκίμησης της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 525 παρ. 1 περ. 5 ΚΠΔ) η καταδικαστική απόφαση θα «ακυρωθεί» (άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠΔ). Συνεπώς, όπως με το αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης επέρχεται η απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας, έτσι με την ακύρωσή της επέρχεται η αυτοδίκαιη ανάκτησή της, το δε αρμόδιο όργανο για την έκδοση διαπιστωτικής πράξης αποβολής της δικηγορικής ιδιότητας οφείλει, ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα, να εκδώσει διαπιστωτική πράξη περί ανάκτησής της, σύμφωνα με την αρχή της actus contrarius
(Γ) Κατά την έννοια του άρθρου 7 του
Κώδικα Δικηγόρων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 546 παρ. 2, 462 και
525 επ. του ΚΠΔ, με τη δημοσίευση απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία
απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για αδίκημα από τα
απαριθμούμενα σε αυτό, η καταδικαστική απόφαση καθίσταται «αμετάκλητη» και από
το χρονικό αυτό σημείο επέρχεται η αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής
ιδιότητας, ανεξάρτητα από την άσκηση αίτησης επανάληψης της διαδικασίας.
(Δ) Κατά
την έννοια της διάταξης του άρθρου 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, προκειμένου να ασκηθεί
παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ πρέπει να έχουν προηγουμένως εξαντληθεί τα
εσωτερικά ένδικα μέσα. Ως τέτοια νοούνται και αυτά που επιτρέπουν τον έλεγχο μόνο
των νομικών σφαλμάτων της δικαστικής απόφασης του εθνικού δικαστηρίου, όπως
είναι η αίτηση αναιρέσεως. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως συνιστά την
«τελεσίδικη» απόφαση (“decision definitive” και “final decision”) από την οποία
εκκινεί η εξάμηνη προθεσμία για την εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ενώπιον του
ΕΔΔΑ, η δε άσκηση αίτησης για εκ νέου εξέταση της υπόθεσης δεν συνιστά τέτοια
απόφαση και δεν διακόπτει την ανωτέρω προθεσμία [βλ. αντί άλλων, απόφαση ΕΔΔΑ
επί του παραδεκτού (decision) της 11.1.2000, Babinsky κατά Σλοβακίας
(35833/91)]. Συνεπώς, προκειμένου να ασκηθεί παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του
ΕΔΔΑ για παράβαση της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ο προσφεύγων θα
πρέπει να έχει εξαντλήσει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 462 ΚΠΔ ένδικα μέσα, δηλαδή
να έχει ασκήσει και αίτηση αναιρέσεως. Συνακόλουθα, παρά τη μετάφραση των όρων
“decision definitive” και “final decision” ως «τελεσίδικη απόφαση», η έννοια
του άρθρου 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ είναι ότι αναφέρεται σε αμετάκλητη και όχι σε
τελεσίδικη απόφαση.