Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/
(Α) Με τις διατάξεις του άρθρου 63
του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.) προβλέφθηκε ενδικοφανής διαδικασία,
η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που
εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε
βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση
είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και
πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος
των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα
της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο
πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 2465/2018 επταμ.). Ο
σκοπός αυτός της εν λόγω ενδικοφανούς διαδικασίας και η ανάγκη διαφύλαξης του
ωφέλιμου αποτελέσματός της δεν αναιρoύνται σε περίπτωση που με το δικόγραφο της
προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή και με το δικόγραφο των
πρόσθετων λόγων (άρθρο 131 Κ.Δ.Δ.) προβάλλονται, αναφορικά (και μόνο) με τα
κεφάλαια της πράξης που αμφισβητήθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή και τα
αιτήματα που διατυπώθηκαν με αυτήν, νομικές αιτιάσεις, οι οποίες δεν είχαν
συμπεριληφθεί στην ενδικοφανή προσφυγή. Ειδικότερα, λόγοι με τους οποίους
τίθενται αμιγώς νομικά ζητήματα, ήτοι ζητήματα τα οποία ανάγονται στην ισχύ και
το κύρος (αυτεπαγγέλτως άλλωστε εξεταστέα επί αντισυνταγματικότητας των
νομοθετικών διατάξεων κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με την
προσφυγή πράξη της φορολογικής αρχής – βλ. ΣτΕ 1438/2018 επταμ.) ή στην
ερμηνεία διατάξεων νόμου ή γενικών αρχών του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου,
δίχως να προϋποθέτουν έρευνα κρίσιμου πραγματικού, το οποίο δεν έχει τεθεί από
την πλευρά του φορολογουμένου με την ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της
φορολογικής Διοίκησης, δύνανται να προβληθούν παραδεκτώς από την εξεταζόμενη
άποψη με το δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή και
με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής. Αντιθέτως, δεν μπορούν, κατ’ αρχήν,
να προβληθούν παραδεκτώς με την προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων λόγοι
οι οποίοι σχετίζονται με έρευνα περί της συνδρομής πραγματικού και οι οποίοι
δεν συμπεριελήφθησαν στην ενδικοφανή προσφυγή, εκτός εάν οι προβαλλόμενες
πλημμέλειες προέκυψαν από την επί της ενδικοφανούς προσφυγής απόφαση (αναφορικά
π.χ. με τη διαδικασία έκδοσης αυτής ή τη νέα, σε σχέση με εκείνη της αρχικής
πράξης, αιτιολογία αυτής) ή ανέκυψαν οψιγενώς. Η ρύθμιση, δε, κατά τον αμέσως
προπεριγραφόμενο τρόπο, των όρων τήρησης της επίμαχης ενδικοφανούς διαδικασίας
παρίσταται αρκούντως σαφής και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της για τον μέσο
επιμελή φορολογούμενο, ενόψει και της ανάγκης ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας
μεταξύ, αφενός, της κατά το δυνατόν ταχείας και αποτελεσματικής εκκαθάρισης των
φορολογικών διαφορών ενώπιον των δικαστηρίων και αφετέρου, της αποτελεσματικής
άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του ίδιου.
[με
μειοψηφία, κατά την οποία με τους λόγους της ένδικης προσφυγής δεν μπορούν,
κατ’ αρχήν, να προβληθούν παραδεκτώς νομικές ή/και πραγματικές αιτιάσεις που
δεν εγέρθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή, ενώ κατ’ εξαίρεση χωρεί παραδεκτώς η
προβολή τέτοιων λόγων, εάν αφορούν σε οψιγενείς πλημμέλειες ή εάν το βάσιμό
τους προϋποθέτει την επίλυση και νομικού ζητήματος που δεν μπορούσε, κατ’
αρχήν, να τεθεί λυσιτελώς ενώπιον της ΔΕΔ, όπως είναι, ιδίως, ζήτημα αντίθεσης
προς το Σύνταγμα διατάξεων τυπικού νόμου, η εφαρμογή των οποίων δύναται να
ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην νομιμότητα (ή μη) της επίμαχης καταλογιστικής
πράξης της φορολογικής Διοίκησης, λαμβανομένου υπόψη ότι η ΔΕΔ έχει αναπτύξει
πρακτική, στο πλαίσιο της οποίας θεωρεί ότι δεν έχει αρμοδιότητα εξέτασης
τέτοιων ζητημάτων αντισυνταγματικότητας, εκτός κι αν αυτά έχουν επιλυθεί
οριστικώς από το Συμβούλιο της Επικρατείας].
(Β) Η
ρύθμιση αυτή, η οποία, υπαγορευόμενη από τους προπαρατιθέμενους λόγους, δεν
οδηγεί σε αναίρεση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του φορολογουμένου,
δεν αντίκειται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος ούτε
σε εκείνη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, οι οποίες δεν αποκλείουν τη θέσπιση
δικονομικών προϋποθέσεων που συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και
την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν τα όρια
εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού
δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας.
(Γ) Λόγος
αναίρεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 63 του Κ.Φ.Δ. και 63 παρ. 3 και 131 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. δέχθηκε
ως παραδεκτώς προβληθέντα το λόγο της προσφυγής περί παραγραφής του δικαιώματος
της φορολογικής Διοίκησης να καταλογίσει για τη χρήση 2009 φόρο εισοδήματος και
πρόσθετο φόρο, μολονότι τέτοιος λόγος δεν είχε περιληφθεί στη σχετική
ενδικοφανή προσφυγή του ήδη αναιρεσίβλητου αλλά προβλήθηκε το πρώτον ενώπιον
του διοικητικού δικαστηρίου. Ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος,
καθόσον με τον επίμαχο λόγο προσφυγής ετίθεντο αμιγώς νομικά ζητήματα (η κρίση
επί των οποίων δεν απαιτούσε έρευνα αμφισβητούμενου πραγματικού), ήτοι, αφενός,
το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων περί παράτασης της
παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου εισοδήματος (και
πρόσθετου φόρου) και, αφετέρου, το ζήτημα εάν τα στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και
τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του αναιρεσίβλητου αποτελούσαν
“συμπληρωματικά στοιχεία”, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 84 (παρ. 1
και 4) και 68 (παρ. 2) του ΚΦΕ, ώστε να οδηγούν στην εφαρμογή της προβλεπόμενης
στο νόμο δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής. [με συγκλίνουσα γνώμη]