ΠΗΓΗ : http://www.humanrightscaselaw.gr/
(Α) Ο προσφεύγων υπηρετούσε ως ιατρός σε νοσοκομείο και, βάσει σχετικής έκθεσης άλλων μελών του νοσηλευτικού προσωπικού, δημιουργήθηκαν σε βάρος του υπόνοιες ότι είχε προκαλέσει (με χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών) το θάνατο έξι ασθενών τελικού σταδίου (εν αγνοία των συγγενών τους). Ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη. Αθωώθηκε πρωτόδικα τον Ιούνιο 2014 και, περαιτέρω, αθωώθηκε και από το Εφετείο (στις 24.10.2015), λόγω αμφιβολιών για την ύπαρξη πρόθεσης ανθρωποκτονίας. Ωστόσο, κηρύχθηκε ένοχος για το θάνατο ενός ασθενός, λόγω στοιχειοθέτησης της πρόθεσης του προσφεύγοντος να προκαλέσει το θάνατό του. Καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή. Δεν ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Παράλληλα κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του από τον Ιατρικό Σύλλογο. Κατά την πειθαρχική διαδικασία, ο προσφεύγων δήλωσε ότι οι ενέργειές του ερείδονταν στη μέριμνά μου για προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αποτροπή υπερβολικών βασάνων των ασθενών. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφάσισε (σε πρώτο βαθμό, το 2012, και σε δεύτερο βαθμό τον Απρίλιο του 2014) τη διαγραφή του προσφεύγοντος, λόγω βαρειάς και κατ’ επανάληψη παραβίασης των οικείων κανόνων δεοντολογίας του κώδικα δημόσιας υγείας, αφού έλαβε υπόψη του ότι ο προσφεύγων δεν είχε αμφισβητήσει τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που του αποδίδονταν και αφού σημείωσε ότι η πειθαρχική διαδικασία ήταν ανεξάρτητη της ποινικής. Με την από 30.12.2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε το ένδικο μέσο του προσφεύγοντος κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου. Συναφώς, παρατήρησε ότι η πρωτοβάθμια απαλλακτική ποινική απόφαση δεν ήταν οριστική και, σε κάθε περίπτωση, ήταν μεταγενέστερη της πειθαρχικής απόφασης. Ως προς τη συνδρομή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, το γαλλικό ΣτΕ σημείωσε, ιδίως, ότι το πειθαρχικό όργανο είχε βασισθεί, αφενός, στις δηλώσεις του ίδιου του προσφεύγοντος, ο οποίος δεν είχε αμφισβητήσει ότι είχε προκαλέσει το θάνατο ασθενών με τη χορήγηση φαρμακευτικής ουσίας και, αφετέρου, στα στο σύνολο των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, που περιελάμβανε ειδικές και συγκλίνουσες μαρτυρίες του νοσηλευτικού προσωπικού
(Β) Λόγος προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ για παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ). Η επίμαχη πειθαρχική/διοικητική διαδικασία περί διαγραφής του προσφεύγοντος από τις τάξεις των ιατρών αφορούσε σε δικαίωμα “αστικής” φύσης και όχι σε “ποινική” κατηγορία ή σε “ποινή”. Επομένως, το άρ. 6 παρ. 2 δεν κατ’ αρχήν τυγχάνει εφαρμογής στη διαδικασία αυτή. Ωστόσο, απομένει να εξεταστεί εάν με τους όρους που χρησιμοποίησαν στην αιτιολογία των αποφάσεών τους, τα αρμόδια όργανα δημιούργησαν μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής διαδικασίας έναν εμφανή σύνδεσμο, που δικαιολογεί την επέκταση στη δεύτερη του πεδίου εφαρμογής του άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω, από την πειθαρχική διαδικασία και, ιδίως, από την απόφαση του ΣτΕ συνάγεται ότι οι πειθαρχικοί δικαστές διαπίστωσαν τα κρίσιμα περιστατικά, ορισμένα εκ των οποίων αναγνώρισε ο ίδιος ο προσφεύγων, όπως αυτά προέκυπταν από τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, επί των οποίων ακούστηκαν οι διάδικοι, και απέσχον από οποιονδήποτε ποινικό χαρακτηρισμό τους. Συνεπώς, τα πειθαρχικά όργανα και το ΣτΕ, που βασίσθηκαν στις σχετικές διατάξεις του κώδικα δημόσιας υγείας, διατήρησαν τις αποφάσεις τους αποκλειστικά εντός του πεδίου του πειθαρχικού δικαίου, σε σχέση με παραβιάσεις των προβλεπόμενων κανόνων δεοντολογίας. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις τόσο των πειθαρχικών οργάνων όσο και του ΣτΕ, το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν καθοριστικό για την πειθαρχική διαδικασία, δεδομένου ότι η δεύτερη ήταν αυτόνομη ως προς τη διενέργειά της και το διαδικαστικό καθεστώς της. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ δεν είχε, εν προκειμένω, πεδίο εφαρμογής και ο παραπάνω λόγος προσφυγής είναι προδήλως απορριπτέος.