logo1

ΣτΕ 1245/2020: Αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία οι καταθέσεις στην αλλοδαπή που γνωστοποιήθηκαν από τον ίδιο τον φορολογούμενο – Δεκαετής προθεσμία παραγραφής- δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης

Πηγή: www.adjustice.gr 

5. Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες σκέψεις των αποφάσεων 2934/2017, 2935/2017, 172/2018 και 173/2018 του Δικαστηρίου, «συμπληρωματικά στοιχεία», κατά την έννοια του άρθρου 84 παρ. 4 περιπτ. β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α΄ του ΚΦΕ (ν. 2238/1994), αποτελούν στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την οριζόμενη στο άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετία και, συνεπώς, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο. Από τις παραπάνω ερμηνευτικές κρίσεις του Δικαστηρίου προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν συνιστά (κρίσιμο) στοιχείο της έννοιας των «συμπληρωματικών στοιχείων» ούτε εάν πρόκειται για “πληροφορία από την αλλοδαπή” ούτε εάν πρόκειται για “στοιχεία που προσκομίζει ο ίδιος ο φορολογούμενος στον έλεγχο”, είναι δε αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα.

6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής (σκέψεις 6, 8 και 10): “6. Επειδή, με τις αποφάσεις 2934-2935/2017 και 172-173/2018 της επταμελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκαν, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: […]. Επομένως, με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι «συμπληρωματικά στοιχεία», κατά την έννοια της διάταξης της περιπτ. β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 περιπτ. α΄ του ΚΦΕ, είναι στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την οριζόμενη στο άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετία. […]. Κατά συνέπεια, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά» τα στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων στην ημεδαπή (ΣτΕ 2934, 2935/2017 επταμ.), και, συνεπώς, αν στηρίζεται η προσδιορισθείσα φορολογητέα ύλη σε τέτοια στοιχεία, δεν συντρέχει περίπτωση επιμήκυνσης της (κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α΄, του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (σχ. και Σ.τ.Ε 2347/2018). Επομένως, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην αλλοδαπή, αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της (κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς) προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α΄ του ΚΦΕ. Και τούτο διότι, η εξέταση της ακρίβειας των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος με βάση το υπόλοιπο και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου στην ημεδαπή, αποτελεί βασικό εργαλείο και τακτικό μέσο που έχει στο οπλοστάσιό του ο φορολογικός έλεγχος ήδη από το έτος 1994 βάσει των νόμων 2214 και 2238/1994, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για το υπόλοιπο και τις κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή. Ειδικότερα ναι μεν από το ενωσιακό δίκαιο έχει θεσπιστεί καθεστώς αυτόματης ανταλλαγής μεταξύ των κρατών-μελών πληροφοριών, σχετικά με το υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογούμενων στο τέλος εκάστου έτους, πλην όμως η φορολογική αρχή δεν έχει άμεση πρόσβαση στους εν λόγω λογαριασμούς, όπως συμβαίνει με τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα να απαιτείται ικανό χρονικό διάστημα για την ανεύρεση των τραπεζικών αυτών λογαριασμών και την περαιτέρω επεξεργασία τους, την εκτίμηση των κινήσεων αυτών και την ολοκλήρωση του ελέγχου. […] 

Επειδή, η προσφεύγουσα εταιρεία με το από 18-1-2019 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, υποστηρίζει ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να εκδώσει και να της κοινοποιήσει [την […] οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2006] έχει υποπέσει στην πενταετή προθεσμία παραγραφής του άρθρου 84 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε. Και τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν θεωρείται πληροφορία από την αλλοδαπή και δεν συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο, η πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής αρχής […] από στοιχεία που προσκομίζει ο ίδιος ο φορολογούμενος κατά την επεξεργασία του ημεδαπού τραπεζικού λογαριασμού […]. […] το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 6η σκέψη της παρούσας, κρίνει ότι οι καταθέσεις της προσφεύγουσας στις Τράπεζες της Ελβετίας και του Λουξεμβούργου, αποτελούν από μόνες τους συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της φορολογικής αρχής μετά την πάροδο της πενταετίας και είναι αδιάφορο, αν οι εν λόγω καταθέσεις γνωστοποιήθηκαν στη φορολογική αρχή από την ίδια την προσφεύγουσα […]. Επομένως, εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση είναι η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε περί δεκαετούς παραγραφής […]

7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 68 παρ. 2 και 84 του ΚΦΕ (ν. 2238/1994), καθώς και κατά παραβίαση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 παρ. 3 περιπτ ζ΄ του (κυρωθέντος με το ν. 2462/1997, Α΄ 25) Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), το δικάσαν ΔΕΑ έκρινε ότι η παροχή στοιχείων για αλλοδαπούς τραπεζικούς λογαριασμούς από τον ίδιο τον φορολογούμενο συνιστά στοιχείο ικανό να παρατείνει την παραγραφή. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι δεν θεωρείται πληροφορία από την αλλοδαπή και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο η πληροφορία η οποία περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής αρχής από στοιχεία που προσκομίζει ο ίδιος ο φορολογούμενος, στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου (κατά την επεξεργασία τραπεζικών λογαριασμών του στην ημεδαπή), η αντίθετη δε ερμηνεία που υιοθέτησε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο προσκρούει στο δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης του φορολογούμενου. Προς θεμελίωση του παραδεκτού, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί (α) του νομικού ζητήματος εάν στοιχεία (για αλλοδαπούς τραπεζικούς λογαριασμούς) που προσκομίζει ο ίδιος ο φορολογούμενος στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία, κατ’ άρθρ. 68 παρ. 2 του ΚΦΕ, ικανά να παρατείνουν την παραγραφή και (β) επί του νομικού ζητήματος της παράτασης της παραγραφής ως μορφής αυτοενοχοποίησης, συνεπεία της παροχής στοιχείων από τον ίδιο τον φορολογούμενο. Ωστόσο, ο παραπάνω ισχυρισμός δεν είναι ικανός να θεμελιώσει το παραδεκτό του λόγου, διότι (i) ως προς το σκέλος του υπό στοιχ. α εγείρει νομικό ζήτημα το οποίο, κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης είχε ήδη επιλυθεί, εμμέσως πλην σαφώς, στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και, δη, κατά τρόπο αντίθετο προς το περιεχόμενο του προβαλλόμενου λόγου (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) και (ii) το σκέλος του υπό στοιχ. β συνιστά απλό ερμηνευτικό επιχείρημα για την αντιμετώπιση του προηγούμενου νομικού ζητήματος, και, σε κάθε περίπτωση (δηλαδή, και υπό την εκδοχή ότι θέτει αυτοτελές νομικό ζήτημα), ούτε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 3 περιπτ. ζ΄ του ΔΣΑΠΔ (ή άλλου κανόνα διεθνούς σύμβασης περί του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης) ή σκέψη που να αναφέρεται στο ζήτημα της εφαρμογής της στην παρούσα υπόθεση ούτε η αναιρεσείουσα επικαλείται, κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και ορισμένο, (σαφώς) συναγόμενη από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης του ΔΣΑΠΔ, ενόψει και αντίστοιχου παραδεκτού λόγου που είχε προβληθεί ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου (πρβλ. ΣτΕ 353/2019, 260/2019, 2200/2016 εν συμβ., 2194/2016 εν συμβ., 73/2015 εν συμβ. κ.ά.), λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), το διοικητικό δικαστήριο δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζητήματα παραβίασης του ΔΣΑΠΔ (πρβλ. ΣτΕ 353/2019, 1438/2018 επταμ., 682/2017, όσον αφορά την ΕΣΔΑ). Τούτων έπεται ότι ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.

ΣΤΕ 770/2021-ΔΙΚΗ ΠΙΛΟΤΟΣ-έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των Ο.Τ.Α. που εκδίδονται κατά το στάδιο που προηγείται της συνάψεως δημοσίας συμβάσεως υπαγομένης στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4412/2016

ΠΗΓΗ www.ddikastes.gr/ 

ΣΤΕ Δ’ ΤΜΗΜΑ

12. Επειδή, με την προμνησθείσα πράξη 3/27.1.2021 της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με την οποία διατάχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα η εισαγωγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, έγινε δεκτό ότι με το αναφερθέν ένδικο βοήθημα τίθενται τα ακόλουθα γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα, τα οποία έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων: 1) Εάν δημόσια σύμβαση, υπαγόμενη στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4412/2016 και του Βιβλίου IV αυτού, υπόκειται στον αυτεπάγγελτο έλεγχο νομιμότητας του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης κατά το άρθρο 225 του ν. 3852/2010 ή στον έλεγχο νομιμότητας κατόπιν προσφυγής τρίτου προσώπου (όχι ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέως) κατά το άρθρο 227 του ν. 3852/2010 ή, δοθέντος ότι κατά το άρθρο 360 παρ. 3 του ν. 4412/2016 δεν επιτρέπεται για τις δημόσιες συμβάσεις αυτές η άσκηση της ειδικής διοικητικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένης αυτής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, ομοίως αποκλείεται και η επ’ αυτών άσκηση αυτεπάγγελτου ελέγχου νομιμότητας ή άσκηση ελέγχου κατόπιν προσφυγής τρίτων προσώπων που δεν έχουν την ιδιότητα του οικονομικού φορέως. 2) Σε περίπτωση που κριθεί ότι επιτρέπεται ο κατά τις διατάξεις των άρθρων 225 και 227 του ν. 3852/2010 έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των Ο.Τ.Α. που εκδίδονται κατά το στάδιο που προηγείται της συνάψεως δημοσίας συμβάσεως υπαγομένης στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4412/2016 και του Βιβλίου IV αυτού: (α) Εάν οι πράξεις του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοικήσεως και της Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006, εκδοθείσες στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας του ν. 3852/2010, έχουν ως συνέπεια την ακύρωση της πράξεως της αναθέτουσας αρχής ή απλώς την διαπίστωση της μη νομίμου λήψεως αυτής. (β) Εάν πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδιδόμενη κατ’ ενάσκηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 98 του Συντάγματος προσυμβατικού ελέγχου δημοσίας συμβάσεως συναπτόμενης από Ο.Τ.Α. ως αναθέτουσας αρχής, δεσμεύει τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοικήσεως και την Επιτροπή του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 κατά την ενάσκηση από τα όργανα αυτά του προβλεπόμενου στο άρθρο 102 παρ. 4 του Συντάγματος ελέγχου νομιμότητας της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως από τον Ο.Τ.Α. (γ) Εάν οι πράξεις του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοικήσεως και της Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006, εκδοθείσες στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας του ν. 3852/2010, οι οποίες ακυρώνουν απόφαση Ο.Τ.Α. για την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως υπαγομένης στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4412/2016, δημιουργούν διαφορές που υπάγονται στις διατάξεις του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016 και σε καταφατική περίπτωση, εάν απαιτείται η άσκηση προδικαστικής προσφυγής του άρθρου 360 του ν. 4412/2016 κατά των πράξεων αυτών. (δ) Εάν η απάντηση στο υπό (γ) νομικό ζήτημα διαφοροποιείται αναλόγως του εάν ο αιτών δικαστική προστασία είναι η αναθέτουσα αρχή ή ενδιαφερόμενος να του ανατεθεί σύμβαση οικονομικός φορέας. (ε) Σε περίπτωση που δεν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016, αλλά οι κοινές διατάξεις του π.δ/τος 18/1989, πώς καθορίζεται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

[…]

14. Επειδή, εν σχέσει με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα (υπό 1 στην σκέψη 12) σημειώνονται τα εξής: ο ν. 4412/2016 θέσπισε με το Βιβλίο IV αυτού σύστημα κανόνων σχετικών με την έννομη -δικαστική και μη- προστασία κατά την σύναψη δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (βλ. ανωτέρω σκέψη 8) και προέβλεψε ως προς τους οικονομικούς φορείς, οι οποίοι έχουν ή είχαν συμφέρον να τους ανατεθεί δημόσια σύμβαση, ότι δύνανται να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον ειδικώς συνεστημένου οργάνου (της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών) με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση παράνομων και ζημιογόνων πράξεων ή παραλείψεων της αναθέτουσας αρχής. Η άσκηση της ως άνω προσφυγής («προδικαστική προσφυγή») αποτελεί μάλιστα, κατά τον νόμο, προϋπόθεση για την εν συνεχεία άσκηση των προβλεπομένων ενδίκων βοηθημάτων, ήτοι της αιτήσεως αναστολής και της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου (διοικητικού εφετείου και, κατ’ εξαίρεση, του Συμβουλίου της Επικρατείας). Παραλλήλως, ο νόμος όρισε ότι κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της αναθέτουσας αρχής, οι οποίες εκδίδονται κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης δημόσιας σύμβασης, δεν χωρεί η άσκηση άλλης διοικητικής προσφυγής -μη εξαιρουμένης, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, της προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 κατά των σχετικών πράξεων των οργάνων των Ο.Τ.Α.- εκτός από την ανωτέρω προδικαστική προσφυγή. Η διάταξη αυτή του νόμου (άρθρο 360 παρ. 3 ν. 4412/2016) καταλαμβάνει εκείνους μόνον τους οικονομικούς φορείς, οι οποίοι δύνανται πάντως να ασκήσουν την προδικαστική προσφυγή του ν. 4412/2016, και όχι τυχόν τρίτους τους οποίους άλλωστε δεν αφορούν, κατά τα προεκτεθέντα, οι ρυθμίσεις του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016. Συνεπώς, με το εν λόγω άρθρο 360 παρ. 3 του νόμου δεν θίγεται το αναγνωριζόμενο από άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας δικαίωμα των τρίτων, εν σχέσει προς τους ενδιαφερομένους για την ανάθεση δημόσιας σύμβασης, να ασκήσουν διοικητικές προσφυγές κατά των πράξεων των αναθετουσών αρχών που εκδίδονται κατά την διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι κατά τα ανωτέρω τρίτοι, εφόσον συντρέχουν οι τασσόμενες από την σχετική νομοθεσία προϋποθέσεις, δύνανται να ασκήσουν την προσφυγή νομιμότητας του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 κατά των σχετικών με την ανάθεση σύμβασης έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας πράξεων των οργάνων των Ο.Τ.Α. Αντιστοίχως δε οι πράξεις αυτές υπόκεινται και στον αυτεπάγγελτο έλεγχο νομιμότητας που προβλέπεται από τα άρθρα 225 και 226 του ν. 3852/2010. Τούτο ενισχύεται και από το μεταγενέστερο του ν. 4412/2016 άρθρο 116 του ν. 4555/2018, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 225 του ν. 3852/2010 και ορίσθηκε, στην παράγραφο 1, ότι υπόκεινται σε υποχρεωτικό έλεγχο νομιμότητας από την Εποπτική Κρατική Αρχή και «οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων των δήμων [οι οποίες] αφορούν … την ανάθεση έργων, υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών, αν το τίμημα υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.» (περ. β΄). Ούτε μπορεί να συναχθεί, εξάλλου, ότι, κατά την έννοια των άρθρων 225, 226 και 227 του ν. 3852/2010, όπως τροποποιήθηκαν (ανωτέρω σκέψη 10), από τις πράξεις των οργάνων των Ο.Τ.Α., οι οποίες εκδίδονται κατά την διαδικασία σύναψης σύμβασης έργου προμήθειας ή υπηρεσίας, υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας –και μάλιστα στον «υποχρεωτικό» έλεγχο νομιμότητας του άρθρου 225- μόνον οι τελικές πράξεις ανάθεσης (αν το τίμημα υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων [60.000] ευρώ) και ότι έχει καταργηθεί αφενός ο αυτεπάγγελτος (μη υποχρεωτικός), κατ’ άρθρο 226, έλεγχος νομιμότητας των λοιπών σχετικών πράξεων και αφετέρου η κατ’ άρθρο 227 προσφυγή νομιμότητας κατά των εν γένει πράξεων των Ο.Τ.Α. που προηγούνται της συνάψεως της σύμβασης έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας. Αντιθέτως, από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3852/2010 προκύπτει ότι α) από τις αποφάσεις των Ο.Τ.Α., που εκδίδονται κατά την διαδικασία σύναψης σύμβασης έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας, οι μεν πράξεις ανάθεσης υπόκεινται σε «υποχρεωτικό» έλεγχο νομιμότητας, υπό την προϋπόθεση του ύψους του τιμήματος που τάσσεται από το άρθρο 225, οι δε λοιπές πράξεις υπόκεινται στον αυτεπάγγελτο έλεγχο νομιμότητας του άρθρου 226 (κατά την παράγραφο 1 του οποίου «μπορεί αυτεπαγγέλτως να [ακυρωθεί] οποιαδήποτε απόφαση των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των δήμων … για λόγους νομιμότητας»), και β) όλες οι σχετικές αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή νομιμότητας ενώπιον του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης κατά τα άρθρα 227 και 238 του ν. 3852/2010. Είναι, συνεπώς, απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Απορριπτέα είναι, επίσης, και τα προβαλλόμενα ότι από τις διατάξεις των άρθρων 105 παρ. 3 και 340 παρ. 1 του ν. 4412/2016 (ανωτέρω σκέψη 7) συνάγεται ότι με τον νόμο αυτόν καταργήθηκε ο κατόπιν προσφυγής καθώς και ο αυτεπάγγελτος έλεγχος νομιμότητας των σχετικών με την σύναψη συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών πράξεων των Ο.Τ.Α. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές αφορούν άλλα ζητήματα. Ειδικότερα η μεν πρώτη (άρθρο 105 παρ. 3) αναφέρεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να επέλθουν τα έννομα αποτελέσματα της απόφασης κατακύρωσης με την υπογραφή σύμβασης. Η δε δεύτερη (άρθρο 340 παρ. 1) αναφέρεται στις υποχρεώσεις που έχουν τα «ελεγκτικά ή εποπτικά διοικητικά όργανα» όταν εντοπίζουν, «ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν λήψης πληροφοριών», συγκεκριμένες παραβιάσεις κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, και δεν κωλύει, πάντως, τον έλεγχο νομιμότητας (και την ακύρωση, αν συντρέχει περίπτωση, ως μη νομίμων) από τα κρταικά εποπτικά όργανα των πράξεων των Ο.Τ.Α. που εντάσσονται στην διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης (βλ. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΔΕΕ -, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, C-496/18 και C-497/18, HUNGEOD, για την έννοια του άρθρου 83 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, το οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 340 του ν. 4412/2016).  

           […]

16. Επειδή, εν σχέσει με το ζήτημα υπό 2α στην σκέψη 12, κατά την κρίση του Δικαστηρίου προσήκει η απάντηση ότι, κατά την έννοια των άρθρων 225 έως 227 του ν. 3852/2010, με τις οποίες επιδιώκεται η τήρηση της αρχής της νομιμότητας και ο εξοβελισμός από την έννομη τάξη των παρανόμων πράξεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ο έλεγχος που ασκείται από την Εποπτική Αρχή (Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης) δεν εξαντλείται στην διαπίστωση του νόμιμου ή παράνομου χαρακτήρα της πράξης του Ο.Τ.Α. Σε περίπτωση που η ελεγχόμενη πράξη κριθεί παράνομη, είτε στα πλαίσια του αυτεπάγγελτου -υποχρεωτικού ή μη- ελέγχου νομιμότητας, είτε κατόπιν προσφυγής θιγομένου, το εποπτικό όργανο οφείλει να την ακυρώσει. […]

17. Επειδή, ως προς το ζήτημα υπό 2β στην σκέψη 12 σημειώνονται τα ακόλουθα: Η διατυπούμενη κατά τον προσυμβατικό έλεγχο στις σχετικές πράξεις ή αποφάσεις των αρμοδίων σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίση περί της νομιμότητας ή μη σχεδίου δημόσιας σύμβασης δεσμεύει καταρχήν τις αναθέτουσες και λοιπές (περιλαμβανομένων και των εποπτικών) αρχές. Και τούτο διότι συνιστά άσκηση, έστω και μη δικαιοδοτικής, αλλά πάντως διοικητικής (ελεγκτικής) φύσεως (Α.Ε.Δ. 4/2019, 20/2005) αρμοδιότητας, η οποία μάλιστα προβλέπεται από το Σύνταγμα και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 53 του ν. 4700/2020 και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να καταργηθεί ή να περιορισθεί αμέσως ή εμμέσως από τον κοινό ή τον κανονιστικό νομοθέτη. Κατά συνέπεια, πράξη του αρμοδίου σχηματισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδιδόμενη κατά τον έλεγχο σχεδίου δημόσιας σύμβασης («προσυμβατικός» ή «προληπτικός» έλεγχος) με Ο.Τ.Α. ως αναθέτουσα αρχή, δεσμεύει καταρχήν τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και την Επιτροπή του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 κατά την ενάσκηση του προβλεπομένου από την οικεία νομοθεσία (ν. 3852/2010 και 3463/2006) ελέγχου νομιμότητας των σχετικών με την διαδικασία σύναψης της σύμβασης πράξεων του Ο.Τ.Α. Είναι δε άμοιρη επιρροής από την άποψη αυτή η πρόβλεψη του ελέγχου νομιμότητας των πράξεων των Ο.Τ.Α. με διάταξη συνταγματικής περιωπής (άρθρο 102 παρ. 4 του Συντάγματος), η οποία, πάντως, δεν επιτρέπει τον περιορισμό (και, κατά μείζονα λόγο) την κατάργηση των συνταγματικώς οριζομένων αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δεν δημιουργείται δε στην περίπτωση αυτή έλλειμμα δικαστικής προστασίας για τους θιγόμενους από τις πράξεις των εποπτικών αρχών, εφόσον οι τελευταίοι μπορούν να αμφισβητήσουν την νομιμότητα των πράξεων αυτών ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων (Συμβουλίου της Επικρατείας και διοικητικών εφετείων, κατά περίπτωση), τα οποία δεν δεσμεύονται από τα κριθέντα από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου (βλ. Α.Ε.Δ. 20/2005 και ΣτΕ 2472, 2473/2008 Ολομ., 3376/2017 επταμ.). Πρέπει, συνεπώς, να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί με το ως άνω ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ισχυρισμοί του αιτούντος Δήμου και των εταιρειών….

18. Επειδή, εξάλλου, κατά τα γενόμενα δεκτά από το ΔΕΕ (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-570/08, Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας, σκέψη 36), «δεδομένου ότι το άρθρο 1 παρ. 3 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής “τουλάχιστον” σε όλα τα καθοριζόμενα από τη διάταξη αυτή πρόσωπα και λαμβανομένης υπόψη της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη δύνανται να συμπεριλάβουν τις αναθέτουσες αρχές στον κύκλο των προσώπων που έχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διατάξεως, στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών ακυρώνονται από κατά βάση αρμόδιες αρχές, οι οποίες δεν είναι δικαστικές».

19. Επειδή, όπως προκύπτει από τις παρατεθείσες στην σκέψη 8 διατάξεις του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016, η παροχή δικαστικής προστασίας κατά τον νόμο αυτόν αφορά διαφορές που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εντάσσονται στην διαδικασία που προηγείται της συνάψεως των συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, ως τέτοιες δε πράξεις ή παραλείψεις νοούνται όχι μόνον εκείνες, οι οποίες εκδίδονται ή εκδηλώνονται κατά την διαδικασία, η οποία αρχίζει με την οικεία προκήρυξη και ολοκληρώνεται με την πράξη ανάθεσης της σύμβασης στον ανάδοχο, αλλά και οι πράξεις με τις οποίες ασκήθηκε έλεγχος νομιμότητας επί των πράξεων αυτών της διαγωνιστικής διαδικασίας (ΣτΕ 2/2021). Δικαίωμα δε άσκησης αίτησης αναστολής και αίτησης ακυρώσεως κατά το άρθρο 372 του ν. 4412/2016 έχει στην περίπτωση αυτή όχι μόνον ο ενδιαφερόμενος για την ανάθεση της σύμβασης αλλά και η αναθέτουσα αρχή, της οποίας οι πράξεις ακυρώθηκαν κατ’ ενάσκηση ελέγχου νομιμότητας. Και τούτο διότι ο ν. 4412/2016, με το άρθρο 346 παρ. 2 εδαφ. β´, έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το ενωσιακό δίκαιο, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, και εξομοίωσε, από την άποψη που ενδιαφέρει εν προκειμένω, την αναθέτουσα αρχή με τον οικονομικό φορέα, ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση. Εξάλλου, κατά των εκδιδομένων κατ’ ενάσκηση ελέγχου νομιμότητας ως άνω πράξεων δεν απαιτείται η εκ μέρους του θιγομένου προηγούμενη άσκηση (και απόρριψη) προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της ΑΕΠΠ ως προϋπόθεση της παραδεκτής ασκήσεως αιτήσεως αναστολής και αιτήσεως ακυρώσεως. Τούτο προκύπτει από την όλη οικονομία των διατάξεων του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016, με τις οποίες σκοπείται η θέσπιση μίας ταχείας και αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας, και ιδίως από την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 362 του νόμου αυτού -με την οποία ορίζεται ότι κατά της απόφασης της ΑΕΠΠ, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει προσφυγή άλλου προσώπου, δεν επιτρέπεται η άσκηση προδικαστικής προσφυγής-, αναλόγως εφαρμοζόμενη. Νομίμως, συνεπώς, ασκήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, ενόψει του ύψους του προϋπολογισμού της σύμβασης και της έδρας της αναθέτουσας αρχής, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η ακύρωση  πράξεων των εποπτικών αρχών (Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006) εκδοθεισών κατ’ ενάσκηση ελέγχου νομιμότητας σε πράξεις οργάνων Ο.Τ.Α. σχετικές με την ανάθεση δημόσιας σύμβασης του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016. Εισάγεται δε ήδη η αίτηση αυτή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. […]

ΣτΕ Γ΄ 497_2021 ανάκληση λόγω πλάνης ηλεκτρονικής δήλωσης μέσω πληρ. συστ. «ΑΠΕΛΛΑ»

Ανάκληση, λόγω πλάνης, ηλεκτρονικής δήλωσης (απόσυρσης υποψηφιότητας για θέση καθηγητή ΤΕΙ) που υποβλήθηκε μέσω του πληροφοριακού συστήματος “ΑΠΕΛΛΑ”.

Ανάκληση, λόγω πλάνης, ηλεκτρονικής δήλωσης (απόσυρσης υποψηφιότητας για θέση καθηγητή ΤΕΙ) που υποβλήθηκε μέσω του πληροφοριακού συστήματος “ΑΠΕΛΛΑ”.

Πηγή: www.adjustice.gr 

Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (“Ο ενδιαφερόμενος μπορεί, πριν από την έκδοση της διοικητικής πράξης, να παραιτηθεί από την αίτησή του χωρίς συνέπειες, εκτός αν υπάρχει ειδική αντίθετη ρύθμιση. Ανάκληση της παραίτησης δεν μπορεί να γίνει.”) είναι ερμηνευτέα υπό το φως της γενικής αρχής  του δικαίου, που αποτυπώνεται στα άρθρα 140-157 Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η δήλωση βούλησης, προκειμένου να επιφέρει το σκοπούμενο από αυτήν αποτέλεσμα, πρέπει να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων, δηλαδή να μην έλαβε χώρα υπό καθεστώς πλάνης, απάτης ή απειλής. Η διάταξη, δηλαδή, αυτή προϋποθέτει έγκυρη και απαλλαγμένη ελαττωμάτων δήλωση βούλησης του παραιτηθέντος και ουδόλως αποκλείει την ανάκληση της παραίτησης, στην περίπτωση που αυτή έλαβε χώρα υπό καθεστώς συγγνωστής πλάνης. Προκειμένου να διαπιστωθεί από το αρμόδιο όργανο το συγγνωστό ή μη της πλάνης του παραιτηθέντος, πρέπει να υποβληθεί από αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τότε που συνειδητοποίησε την πλάνη του, αίτηση ανάκλησης της παραίτησής του, στην οποία να εκτίθενται και οι λόγοι, εξαιτίας των οποίων επήλθε η πλάνη αυτή. Για τη διάγνωση δε της συνδρομής ή μη συγγνωστής πλάνης συνεκτιμώνται οι ειδικές περιστάσεις της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης, όπως ιδίως οι ιδιαίτερες γνώσεις ή ικανότητες του παραιτηθέντος, η μόρφωση, το πνευματικό επίπεδο, η εμπειρία και η δυνατότητα πληροφόρησής του στη συγκεκριμένη περίπτωση.  

Περαιτέρω, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η υποβολή υποψηφιότητας κατά τη διαδικασία εκλογής και εξέλιξης καθηγητών Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. με τη χρήση του πληροφοριακού  συστήματος “ΑΠΕΛΛΑ” εμπεριέχει τη σχετική δήλωση βούλησης του υποψηφίου, η δε τυχόν απόσυρση της υποψηφιότητάς του δια του συστήματος αυτού συνιστά παραίτηση από αίτηση κατά την έννοια του προεκτεθέντος άρθρου 3 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Κατά την υποβολή των ηλεκτρονικών αυτών δηλώσεων οι υποψήφιοι οφείλουν να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, διότι ενδέχεται να εμφιλοχωρήσει – ευχερέστερα από ό,τι στις έγγραφες δηλώσεις που υποβάλλονται ενώπιον των δημοσίων αρχών –  διάσταση ανάμεσα στο περιεχόμενο της εξωτερικευμένης μέσω του πληροφοριακού συστήματος δήλωσης βούλησης προς την αληθινή βούλησή τους, η οποία μπορεί να οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στην προσωπική κατάστασή τους, όπως λ.χ. σπουδή, απροσεξία ή ανεπαρκή εξοικείωσή τους στη χρήση του συστήματος αυτού, ή / και σε ικανές προς δημιουργία παραπλάνησης παραστάσεις ή σε μη επαρκή δεδομένα του ίδιου του συστήματος, ιδίως στις περιπτώσεις που η Διοίκηση παραλείπει ουσιώδεις υποχρεώσεις της, απορρέουσες από την αρχή της χρηστής διοίκησης, στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Οι υποχρεώσεις αυτές συνίστανται κατ’ αρχήν στην πρόσδοση στα πληροφοριακά αυτά συστήματα της μεγαλύτερης, κατά το δυνατόν, “αντιληπτικότητας, χρηστικότητας, κατανοησιμότητας και στιβαρότητας” (πρβλ. και την οδηγία 2016/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσβασιμότητα των ιστότοπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα – L 327), πρέπει δε ιδίως να εξασφαλίζεται ότι οι χρήστες έχουν πρόσβαση σε επαρκείς οδηγίες χρήσης των συστημάτων αυτών, ότι καθίσταται σαφής και αναγνωρίσιμη προς αυτούς η νομική δεσμευτικότητα των ηλεκτρονικών δηλώσεών τους και ότι τους παρέχεται ευκρινώς η δυνατότητα επιβεβαίωσης οποιασδήποτε επιλογής που συνεπάγεται έννομες συνέπειες. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον η διάσταση της εξωτερικευμένης, μέσω του πληροφοριακού συστήματος, δήλωσης βούλησης προς την αληθινή βούληση του υποψηφίου οφείλεται σε πλάνη, παρέχεται, υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, η δυνατότητα του προσώπου να ανακαλέσει την ηλεκτρονική δήλωσή του.  

Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι εσφαλμένως δέχθηκε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήταν δυνατή η ανάκληση απόσυρσης υποψηφιότητας από θέση επίκουρου καθηγητή ΤΕΙ του εκκαλούντος υποψηφίου, ο οποίος, όπως προέκυπτε από την εκκαλούμενη απόφαση και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, επικαλούμενος ότι είχε προβεί εκ παραδρομής στην ηλεκτρονική απόσυρση της υποψηφιότητάς του, είχε υποβάλει αμελλητί σχετικό αίτημα ανάκλησης λόγω πλάνης, η οποία είχε κριθεί συγγνωστή από τη Διοίκηση, αφενός λόγω μη εξοικείωσής του με το πληροφοριακό σύστημα “ΑΠΕΛΛΑ”, το οποίο χρησιμοποιείτο για πρώτη φορά από το ΤΕΙ, αφετέρου λόγω ύπαρξης λειτουργικού κενού του συστήματος αυτού σε επίπεδο ευχρηστίας. Κρίθηκε δε ότι επί του ζητήματος αυτού, εάν δηλαδή, υπό τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, υπήρξε, πράγματι, πλάνη του εκκαλούντος και αν αυτή ήταν συγγνωστή, όπως δέχθηκε η Διοίκηση, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν σχημάτισε, όπως όφειλε, πλήρη δικανική πεποίθηση, αλλά αρκέστηκε μόνο σε πιθανολόγηση.

ΟλΕλΣυν 2893/2021 Αχρεώστητη καταβολή σύνταξης και εφαρμογή της αρχής και εύρυθμης διοίκησης. Η εκτίμηση του χρόνου καταβολής και καλόπιστης είσπραξης της σύνταξης ” ως μακρού” και ικανού για τη δημιουργία δικαιολογημένης πεποίθησης

ΠΗΓΗ: www.ddikastes.gr

5. (i) Η αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, που διέπει τη δράση των δημόσιων οργάνων, επιβάλλει τη μη αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών παροχών όταν, ενόψει των υφισταμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών, συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δημιουργήθηκε στον λαβόντα η δικαιολογημένη (εύλογη) πεποίθηση, αφού εκπλήρωσε τις νόμιμες υποχρεώσεις του, ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών και συνεπώς εισέπραττε καλοπίστως τα καταβαλλόμενα, αντίστοιχα, χρηματικά ποσά και β) από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής κατάστασής του προκύπτει ότι η αναζήτησή τους, μετά την πάροδο μακρού, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρόνου και η επιστροφή τους θα δημιουργήσει απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες, με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειάς του. (ii) Δικαιολογημένη πεποίθηση ως προς την ορθή χορήγηση μιας συνταξιοδοτικής παροχής συντρέχει ιδίως όταν (α) η χορήγησή της στηρίζεται σε νομική διάταξη, (β) καταβάλλεται βάσει νομίμως, κατά τον χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εκδοθείσας συνταξιοδοτικής πράξης, σε συμφωνία με τα αντίστοιχα υπηρεσιακά στοιχεία του δικαιούχου που κατά τον νόμο λαμβάνονταν υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της και (γ) εισπράττεται για μακρά χρονική περίοδο καλοπίστως από τον ωφελούμενο, ήτοι με την εύλογη πεποίθηση ότι η νομική αυτή κατάσταση είναι νόμιμη και ότι έχει το δικαίωμα για την απόληψη της παροχής. (iii) Για τη διαπίστωση της δικαιολογημένης πεποίθησης ως προς τη νομιμότητα χορήγησης των παροχών απαιτείται να συνεξετάζονται τα ιδιάζοντα περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως αν η χορήγησή τους είναι συνέπεια μιας κατά τεκμήριο νόμιμης, κατά το χρόνο έκδοσής της, συνταξιοδοτικής πράξης, η οποία μεταγενεστέρως ανακλήθηκε, το εμφανές της παρατυπίας, η τακτικότητα των καταβολών και το χρονικό διάστημα καταβολής τους. (iv) Ομοίως, για την εκτίμηση του χρόνου καταβολής και καλόπιστης είσπραξής τους από τον ωφελούμενο συνταξιούχο ως «μακρού» ήτοι ικανού για τη δημιουργία δικαιολογημένης πεποίθησης, εκτιμώνται οι ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης, που δημιουργούν ένα τεκμήριο σταθερότητας και ισχυρής πεποίθησης για τη νομιμότητα της καταβολής και όχι μόνο αυτοτελώς ο χρόνος που διέρρευσε από την έναρξη των καταβολών έως την αναζήτησή τους, που αποτελεί απλώς ένα στοιχείο εκτιμήσεως του νομίμου της αναζήτησης (πρβλ ΔΕΕ C-44/74, 46/74 και 49/74, Marie-Louise Acton κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκ. 29, White κατά Επιτροπής, T-107/92 George John White κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σκ. 47 και T-205/01, Ronsseκατά Επιτροπής, σκ. 52), ενόψει και του πρόδηλου ή μη της παρατυπίας. Ειδικότερα, εκτιμάται, επιπλέον, ο ευκαιριακός ή συνεχής χαρακτήρας των καταβολών, καθώς και αν η χορήγησή τους βασίζεται σε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά δεσμία αρμοδιότητα, χωρίς επιφύλαξη ή αβεβαιότητα ως προς τις συνέπειές της, μετά την τήρηση μιας διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ελέγχθηκε η συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων χορήγησής τους.

9. Με τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Τμήμα εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, δεδομένου ότι από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά και ιδίως από την ουσιαστική παραδοχή ότι η αρχική συνταξιοδοτική πράξη εκδόθηκε σε συμφωνία με τα υπηρεσιακά στοιχεία του αναιρεσείοντος κατά τον χρόνο συνταξιοδότησής του και διατηρήθηκε σε ισχύ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως την ακύρωση των υπουργικών αποφάσεων (αρχικής και μεταγενέστερης) για την προαγωγή του στον βαθμό και στη θέση που αποτέλεσε τη βάση κανονισμού της σύνταξής του, δεν στοιχειοθετείται η έλλειψη της δικαιολογημένης πεποίθησής του ως προς τη νομιμότητα της καταβολής της και της καλής του πίστης κατά την είσπραξή της. Περαιτέρω, το Τμήμα στήριξε το εξαχθέν συμπέρασμα της μη παρέλευσης μακρού χρόνου ως στοιχείου ικανού να δημιουργήσει στον αναιρεσείοντα τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος των αυξημένων συντάξιμων αποδοχών που φέρεται ότι έλαβε αχρεώστητα στη διαπίστωση ότι η πάροδος χρονικού διαστήματος 2,5 ετών δεν αρκούσε για τη θεμελίωση της απαιτούμενης δικαιολογημένης πεποίθησης, καθόσον αποτελεί εύλογο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου η Διοίκηση όφειλε να ενεργήσει, χωρίς περαιτέρω, να εκτιμήσει τις λοιπές ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, ήτοι τον συνεχή χαρακτήρα των καταβολών και τη χορήγησή τους βάσει μιας κατά τεκμήριο νομίμως εκδοθείσας συνταξιοδοτικής πράξης. Ως εκ τούτου, εσφαλμένως υπήγαγε τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια του μακρού χρόνου.

ΔΠρΑθ 3208/2020_Ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.

Πηγή: http://www.adjustice.gr

ΔΠΑ 3208/2020, 29ο Τμήμα 

Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) η ένδικη κατάσχεση επιβλήθηκε για την αναγκαστική είσπραξη απαίτησης του καθ’ ου σε βάρος του ανακόπτοντος ποσού 57.335,45 ευρώ, και μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριθέντα, κατά το μέρος που αφορά την αναγκαστική είσπραξη ποσού 53.252,70 ευρώ από την ανωτέρω απαίτηση, για την αναγκαστική είσπραξη ποσού 4.082,75 ευρώ, β) η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου, το οποίο αποτελείται από δύο ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι οποίες, ωστόσο, συνιστούν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο, εκτιμήθηκε, κατά την κρίση της επιμελήτριας που ενήργησε την κατάσχεση και του μάρτυρα που συνέπραξε σε αυτή, στο ποσό των 250.000,00 ευρώ (160.000,00 ευρώ + 90.000,00 ευρώ), δηλαδή σε ποσό πολλαπλάσιο της ένδικης οφειλής (4.082,75 ευρώ), γ) η επιλογή του είδους του αναγκαστικού μέτρου προς είσπραξη δημόσιων εσόδων και του αντικειμένου του μέτρου αυτού ανήκει στον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου και, εν προκειμένω, στην Διευθύντρια του Β΄ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας, η σχετική δε διακριτική ευχέρεια της τελευταίας έχει ως όριο τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του εν λόγω αναγκαστικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού (είσπραξη δημόσιων εσόδων αναγκαίων για την εκπλήρωση των σκοπών του κράτους), δ) ο ανακόπτων επικαλείται ότι το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία του, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από το καθ’ ου, και ε) το καθ’ ου δεν προβάλλει ούτε αποδεικνύει ότι πριν προχωρήσει στην κατάσχεση της κατοικίας του ανακόπτοντος εξέτασε αν η είσπραξη της απαίτησής του μπορούσε να επιδιωχθεί με λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως κατάσχεση άλλου περιουσιακού (κινητού ή ακινήτου) στοιχείου που έχει στην κυριότητά του ο ανακόπτων, κρίνει ότι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι μη νόμιμη, καθόσον παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Τούτο, δε, διότι η επιλογή του ένδικου κατασχεμένου ακινήτου, που αποτελεί την κύρια κατοικία του ανακόπτοντος, χωρίς προηγουμένως να έχει εξετασθεί η περίπτωση της λήψης λιγότερο επαχθών μέτρων, αποτελεί υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης σχετικά με την επιλογή του μέτρου εκτέλεσης, δεδομένου ότι υπερακοντίζει τον σκοπό που επιδιώκει ο νόμος και υπερβαίνει το εύλογο, απολύτως αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού (είσπραξη οφειλόμενου ποσού ασφαλιστικών εισφορών), λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που επέρχονται στον ανακόπτοντα εξαιτίας της επιβληθείσας κατάσχεσης (στέρηση ελευθερίας διάθεσης του ακινήτου του και επικείμενη έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού επί της πρώτης κατοικίας του), κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου της κρινόμενης ανακοπής, ο οποίος συνοδεύεται από επίκληση βλάβης, μη δυνάμενης να θεραπευτεί παρά μόνο με την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης – δεδομένου ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι κατασχεμένες ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες αποτελούν ενιαίο λειτουργικό σύνολο-, σύμφωνα με το άρθρο 75Α του Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο ως διάταξη δικονομικής ισχύος τυγχάνει άμεσης εφαρμογής, καθώς η παράγραφος 1 του άρθρου 75 του ίδιου Κώδικα έχει ήδη καταργηθεί από την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. (βλ. άρθρο 225 του Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 285 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα).

ΔΠρΑθ 15304/2020, 18ο Τμήμα – Ταμειακή Βεβαίωση συνταχθείσα στο όνομα θανόντος προσώπου είναι άκυρη εφ’ όσον ο θάνατος προηγήθηκε της ταμειακής βεβαιώσεως της οφειλής

ΠΗΓΗ http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/dprotodikeioath/apofaseis?

«[…] εν όψει των διατάξεων που εξετέθησαν και ερμηνεύθησαν ανωτέρω και των ως άνω πραγματικών περιστατικών, η έκδοση ταμειακών βεβαιώσεων, που αποτελεί το πρώτο στάδιο για την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, εις βάρος θανόντος υποχρέου, όταν δεν προσδιορίζεται από το περιεχόμενο αυτών με σαφήνεια το πρόσωπο των κληρονόμων του υποχρέου και το ύψος του οφειλόμενου από έκαστο κληρονόμο και όχι κληροδόχο, ο οποίος δεν ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομίας, ποσού, αναλόγως της κληρονομικής του μερίδας είναι άκυρη. Εν προκειμένω, από το περιεχόμενο της από 03.11.2008 ιδιόγραφης διαθήκης προκύπτει ότι το ανακόπτον νπιδ εγκατεστάθη ως κληροδόχος συγκεκριμένου πράγματος (εν προκειμένω ενός γραφείου επιφάνειας 33.76 τ.μ.) και όχι ως κληρονόμος της […], καθ’ όσον το υπόλοιπο της περιουσίας της εκληρονόμησαν έτερα έξι φυσικά και ένα νομικό πρόσωπο. Επομένως, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το ανακόπτον νπιδ κατέστη με την προαναφερθείσα διαθήκη κληροδόχος της […] και όχι κληρονόμος αυτής και άρα δεν ευθύνεται για την καταβολή των φορολογικών υποχρεώσεων της αποβιώσασας […], εφ’ όσον οι ως άνω ταμειακές βεβαιώσεις έχουν συνταγεί μετά το θάνατό της (ήτοι στις 19-03-2013) και άρα φέρεται ως οφειλέτιδα η […], ήτοι μη υπαρκτό πρόσωπο, αυτές καθίστανται άκυρες. Ειδικότερα, εν προκειμένω η φορολογική άρχη ώφειλε ως εκ του χρόνου επαγωγής της κληρονομίας (19-03-2013) να συντάξει, μετά την έκδοση των σχετικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων, ταμειακές βεβαιώσεις στο όνομα εκάστου κληρονόμου της […], στις οποίες τα αναγραφόμενα ποσά συνολικής οφειλής θα είχαν επιμεριστεί κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, των οποίων το περιεχόμενο θα εκοινοποιούσε στους εκάστοτε υποχρέους με την αποστολή ατομικής ειδοποιήσεως καταβολής – υπερημερίας, επί της οποίας τα αναγραφόμενα ποσά θα ήταν επιμερισμένα και δεν θα ανήγοντο στο σύνολο της φορολογικής οφειλής. Συνακολούθως, άκυρη καθίσταται και η συμπροσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση, εφ’ όσον αυτή αφ’ ενός εδράζεται σε άκυρες κατά τα ανωτέρω ταμειακές βεβαιώσεις και αφ’ ετέρου καλεί το ανακόπτον νπιδ να καταβάλει το σύνολο των φορολογικών υποχρεώσεων της αποβιώσασας […].[…]»

ΣτΕ Ολ 377/2021 (έννομο συμφέρον υποψηφίου στις Πανελλαδικές – διακριθέντες αθλητές)

Έλλειψη εννόμου συμφέροντος υποψηφίου στις Πανελλαδικές εξετάσεις για άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της εισαγωγής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όσων εισήχθησαν σε αυτά μετά από προσαύξηση της βαθμολογίας τους λόγω αθλητικής διάκρισης εφόσον έχει συγκεντρώσει λιγότερα μόρια από τον τελευταίο διακριθέντα αθλητή, πριν από την προσαύξηση των μορίων του λόγω αθλητικής διάκρισης

ΠΗΓΗ http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/apofaseis?

Έλλειψη εννόμου συμφέροντος υποψηφίου στις Πανελλαδικές εξετάσεις για άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της εισαγωγής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όσων εισήχθησαν σε αυτά μετά από προσαύξηση της βαθμολογίας τους λόγω αθλητικής διάκρισης εφόσον έχει συγκεντρώσει λιγότερα μόρια από τον τελευταίο διακριθέντα αθλητή, πριν από την προσαύξηση των μορίων του λόγω αθλητικής διάκρισης   

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ

Εισηγητής: Σ. Κτιστάκη

Με την απόφαση 377/2021 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιληφθείσα σχετικού  προδικαστικού ερωτήματος που υπεβλήθη με την 2046/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, έκρινε ότι ο αιτών, ο οποίος έλαβε μέρος ως υποψήφιος της γενικής κατηγορίας στις πανελλαδικές εξετάσεις Γενικών Λυκείων του έτους 2019, στερείται εννόμου συμφέροντος για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως της εισαγωγής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όσων εισήχθησαν σε αυτά μετά από προσαύξηση της βαθμολογίας τους λόγω αθλητικής διάκρισης βάσει των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 (ΦΕΚ Α′ 121/17.6.1999) μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 75 του ν. 4589/2019, διότι έχει συγκεντρώσει λιγότερα μόρια από τον τελευταίο διακριθέντα αθλητή, πριν από την προσαύξηση των μορίων του με την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Και τούτο, διότι, σε κάθε περίπτωση, οι εισαχθέντες στις σχολές της προτίμησής του αθλητές συγκέντρωσαν χωρίς προσαύξηση περισσότερα μόρια από αυτόν, με αποτέλεσμα, και υπό την εκδοχή ότι οι ανωτέρω διατάξεις που προβλέπουν την ευνοϊκή μεταχείριση των διακριθέντων αθλητών είναι αντίθετες στο Σύνταγμα, και, ότι, συνεπώς, τα επιπλέον μόρια που χορηγήθηκαν στους εισαχθέντες αθλητές λόγω των αντισυνταγματικών διατάξεων δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, κανένας υποψήφιος από την κατηγορία των αθλητών δεν έχει εισαχθεί στις επίμαχες σχολές, στις οποίες επιδιώκει την εισαγωγή του και ο αιτών, με συνολική βαθμολογία, αποκλειστικά βάσει των επιδόσεών του στις γραπτές εξετάσεις, χαμηλότερη από εκείνη του αιτούντος.

ΔΠΑ 1547/2021, 3ο Τμήμα- Ακύρωση πράξης επιβολής προστίμου. Η απλή παρουσία προσώπου σε επιχείρηση δεν αποτελεί απόδειξη της απασχόλησής του.

Πηγή: http://www.adjustice.gr

Το έγγραφο αυτό παράγει μεν, ως δημόσιο έγγραφο, κατ’ άρθρο 171 του ΚΔΔ, πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από το ίδιο το δημόσιο όργανο ή ενώπιόν του, πλην όμως, δεν παράγει πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία, που τα ελεγκτικά όργανα πρέπει να ερευνήσουν αυτεπαγγέλτως, λόγω των καθηκόντων τους, για τα οποία επιτρέπεται ανταπόδειξη (πρβλ. ΣτΕ  3345/2015, 2936/2011, 1382/2009), όπως, εν προκειμένω, ως προς την ιδιότητα των ευρισκομένων κατά τον έλεγχο σε επιχείρηση, ως εργαζόμενων.

Στην προκειμένη περίπτωση, με το δελτίο ελέγχου βεβαιώνεται μεν η παρουσία των συγκεκριμένων προσώπων στο χώρο της ατομικής επιχείρησης του προσφεύγοντος, αναφέρεται, όμως, μόνο το όνομα και η ημερομηνία γέννησης αυτών ενώ δεν καταγράφεται η ημερομηνία πρόσληψης αυτών ούτε παρατίθενται οποιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η Επιθεωρήτρια Εργασίας, προκειμένου να συνάγει ότι τα πρόσωπα αυτά έφεραν, πράγματι, την ιδιότητα του εργαζόμενου. Πιο συγκεκριμένα, δεν εξειδικεύεται εάν υπήρξε οποιαδήποτε παραδοχή των ίδιων ή δήλωση τρίτων προσώπων για την εργασιακή σχέση, ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι, κατά το χρόνο του ελέγχου, αυτοί κατελήφθησαν να εκτελούν συγκεκριμένες εργασίες, οι οποίες συνηγορούν ή προσιδιάζουν έστω υπέρ της ιδιότητας των εργαζομένων (πρβλ. ΔΕφΑθ 3850/2018, ΔΕφΘεσσ 1881/2018) ή εάν τα πρόσωπα αυτά βρίσκονταν στο μεσιτικό γραφείο χωρίς περαιτέρω εργασιακή δραστηριότητα, δεδομένου ότι η απλή παρουσία εκεί δεν αποτελεί απόδειξη της απασχόλησής τους. Εξάλλου, το ανωτέρω συμπέρασμα δε συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, από τα οποία να αποδεικνύεται με βεβαιότητα και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης ότι οι …, πράγματι, απασχολούνταν στο μεσιτικό γραφείο του προσφεύγοντος.

Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει πως δεν αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο του διενεργηθέντος ελέγχου, οι αναφερόμενοι στο ανωτέρω δελτίο ελέγχου ως εργαζόμενοι συνδέονταν με τον προσφεύγοντα με σχέση εξαρτημένης εργασίας και, ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν είχε υποχρέωση καταχώρισής τους σε πίνακα προσωπικού. Ακυρώνει πράξη επιβολής προστίμου.

ΔΕΑ 4376/2020, Διοικητικές Συμβάσεις – Παραίτηση από το δικόγραφο

ΠΗΓΗ http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/defeteioath/apofaseis?contentID…

Διοικ. Εφ. Αθηνών, Αριθμός Απόφασης: 4376/2020, (Τμήμα 18ο Τριμελές)

Αγωγή – Απαίτηση από εκτέλεση τεσσάρων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών φυλάξεως. Παραίτηση από το δικόγραφο. Προϋποθέσεις. Άρθρα 1 ν.4683/2020 (ΦΕΚ Α 83) και 27 ν.4727/2020 (ΦΕΚ Α 184) για έκδοση εγγράφων μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης (ΕΨΠ) της Δημόσιας Διοίκησης και άρθρο 1 παρ.2 του ν.4250/2014 (ΦΕΚ Α 74) περί βεβαιώσεως γνησίου υπογραφής. Ερμηνεία ότι η συνταγείσα μέσω της ΕΨΠ Υπεύθυνη Δήλωση (και στην ηλεκτρονική και στην έντυπη μορφή της) έχει την ίδια ισχύ με αυτή που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του συντάκτη της, αντίγραφο δε αυτής γίνεται υποχρεωτικώς αποδεκτό από τα δικαστήρια. Κρίση ότι η εκτυπωμένη από τη διαδικτυακή εφαρμογή της ΕΨΠ της Δημόσιας Διοίκησης δήλωση νομίμου εκπροσώπου εταιρείας περί παραιτήσεώς της από το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής και κατατεθείσα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, φέρει μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό και ηλεκτρονική σφραγίδα, μπορεί να επαληθευτεί ως προς το περιεχόμενό της και επέχει θέση πρωτοτύπου. Δέχεται την παραίτηση – Καταργεί τη δίκη.

Γνωμοδότηση 14/2020 Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου-Επιτρέπεται η χρήση παράνομα ηχογραφημένης συνομιλίας στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας.

Ηχογραφημένη συνομιλία εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης).

Με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απάντησε σε ερώτημα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τη νομιμότητα χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης υλικού (ηχογραφημένης συνομιλίας) στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας.

Συγκεκριμένα, το ερώτημα της ΑΑΔΕ αφορούσε στο επιτρεπτό ή μη της αξιοποίησης ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας.

Η Εισαγγελία ΑΠ καταλήγει πως η γνώμη της στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι:

α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και

β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.

Αναλυτικά η γνωμοδότηση αναφέρει:

Επί του ερωτήματος, το οποίο μας υποβάλατε με το με αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΣ.ΥΠ. Α 154567 ΕΞ 2020 ΕΜΠ 12-10-2020 έγγραφο σας, αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας, παραθέτουμε τα ακόλουθα:

Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ισχύει, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.

Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 1,2 ΠΚ, όπως ισχύει, 1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

Η ως άνω διάταξη θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9Α, 19 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και του έχοντος υπερνομοθετική ισχύ άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις ανωτέρω διατάξεις.

Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντάγματος. Όμως η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων θα κριθεί σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του Συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου). Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή.

Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού». Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου.

Η χρήση των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζήτησης της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων, όπως λ.χ. με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της διάταξης του άρθρου 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. που θεσπίζει την αρχή της αναλογικότητας, το παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ 611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007, 150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α. Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).

Την ίδια άποψη υιοθετούν και οι με αρ. 171/2017, 277/2014, 653/2013, 1202/2011 αποφάσεις του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες, η απαγόρευση της χρήσης παρανόμως ληφθέντος αποδεικτικού μέσου δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία, ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων, υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ. 12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094).

Έτσι κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετίας, όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά το δεδομένο του παρανόμου του χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινίας και να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, ότι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.

Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan ν United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38]. Εξάλλου, μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών.

Επομένως, γίνεται δεκτό, ότι η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και κατά του κατηγορουμένου, τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014).Με βάση τις προπαρατεθείσες αναπτύξεις, είναι προφανές, ότι, εφόσον στην ποινική δίκη είναι επιτρεπτή, υπό προϋποθέσεις, η χρήση παρανόμου αποδεικτικού μέσου, κατά μείζονα λόγο ευχερώς συνάγεται, ότι και στην πειθαρχική διαδικασία, είναι επιτρεπτή, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτή συνάδει με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η γνώμη μας στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ως άνω ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι: α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.

Πηγή: eisap.gr