Με την υπ’ αριθμ. 1822/2020 απόφασή της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως που είχε ασκήσει Έλληνας μουσουλμάνος κάτοικος Ξάνθης : α) κατά σειράς διατάξεων του υπ’ αριθμ. 52/2019 π.δ., με το οποίο θεσπίσθηκαν δικονομικοί κανόνες επί των υποθέσεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία των Μουφτήδων Θράκης καθώς και κανόνες σχετικά με τη σύσταση, την οργάνωση και τη λειτουργία Διεύθυνσης Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή στις Μουφτείες της Θράκης και β) κατά της παράλειψης πρόβλεψης στο εν λόγω π.δ., αφενός μεν, δυνατότητας έφεσης κατά των αποφάσεων του Μουφτή, αφετέρου δε, μεταβατικών διατάξεων για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιόν του, προβάλλοντας ότι με τις επίδικες διατάξεις θίγεται, ως προς τις οικογενειακές και κληρονομικές του σχέσεις, το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης στην οποία ανήκει.
1. Tο Δικαστήριο απέρριψε, καταρχάς, ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του προσβαλλόμενου π.δ., καθ’ ο μέρος προβλέπει ότι ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία και επί ισλαμικών διαθηκών και επί της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 1 του ν. 4511/2018 και είναι ακυρωτέα λόγω κατάχρησης εξουσίας, διότι, όπως κρίθηκε, με την εν λόγω διάταξη δεν διευρύνεται η δικαιοδοσία του Μουφτή αλλά επαναλαμβάνεται απλώς η ισχύουσα σχετική ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 5 της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξης νομοθετικού περιεχομένου.
2. Απορρίφθηκαν ακόμα ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί ότι με το προσβαλλόμενο π.δ., με όχημα την οργάνωση του δικαιοδοτικού ρόλου της Μουφτείας και της Διεύθυνσης Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή, εισάγεται έλεγχος από την εκτελεστική εξουσία στην οργάνωση και τις εν γένει δραστηριότητες της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, κατά παράβαση του άρθρου 13 του Συντάγματος και του άρθρου 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 της Ε.Σ.Δ.Α. Και τούτο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της σύνθετης ιδιότητας των Μουφτήδων (θρησκευτικοί λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι-ιεροδίκες), οι διατάξεις της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξης νομοθετικού περιεχομένου και του προσβαλλόμενου π.δ., με τις οποίες ρυθμίζονται οι ανατιθέμενες στους Μουφτήδες δικαιοδοτικής φύσης αρμοδιότητες, καθορίζονται οι αναγκαίοι δικονομικοί κανόνες για την άσκησή τους και ρυθμίζονται θέματα της οργανωτικής μονάδας και του προσωπικού της για την εξυπηρέτηση της άσκησής τους, αφορούν νομικό πλαίσιο που δεν απορρέει από την κατοχυρούμενη στο Σύνταγμα και στην Ε.Σ.Δ.Α. θρησκευτική ελευθερία, αφού με την εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας δεν κατοχυρώνεται ειδικό καθεστώς με ειδικά προνόμια για τις θρησκευτικές κοινότητες, σχετικά μάλιστα με άσκηση δικαιοδοσίας, που αποτελεί, άλλωστε, ζήτημα δημόσιας τάξης. Με το θεσπιζόμενο με νόμο ειδικό καθεστώς δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων των Μουφτήδων εξασφαλίζεται, όπως έγινε δεκτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. την από 19.12.2018 απόφαση Μοlla Sali κατά Ελλάδας), ότι δεν εισάγονται αθέμιτες διακρίσεις λόγω θρησκείας, με την πρόβλεψη, σε συμφωνία προς το περιεχόμενο του δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού (με την αρνητική έκφανσή του, που είναι το δικαίωμα κάποιου να επιλέγει να μην αντιμετωπίζεται ως μέλος μειονότητας), ότι, κατ’ απόκλιση του τεκμηρίου εφαρμογής των κοινών ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων, η υπαγωγή στη δικαιοδοσία του Μουφτή και η εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, για τις οριζόμενες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, εξαρτάται από τη θέληση καθενός από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Προκειμένου δε να τηρείται η εγγύηση της μη εισαγωγής διακρίσεων λόγω θρησκείας, το θεσπιζόμενο από τον νόμο ειδικό καθεστώς δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων των Μουφτήδων, τελεί υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι οι εκδιδόμενες στο πλαίσιο αυτό αποφάσεις τους επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εκτελεσθούν και να αποτελέσουν δεδικασμένο, εάν δεν κηρυχθούν εκτελεστές από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας τους κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, που ερευνά την τήρηση των ορίων της δικαιοδοσίας του Μουφτή και την ενδεχόμενη αντίθεση των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν στο Σύνταγμα, ιδίως στο άρθρο 4 παρ. 2, στην Ε.Σ.Δ.Α.
Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου απορρίφθηκαν και οι ειδικότεροι ισχυρισμοί ότι με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 19 (παρ. 2, 3 και 5) του προσβαλλόμενου π.δ. θίγεται θρησκευτικός θεσμός της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και ότι παραβιάζεται το άρθρο 10 του Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν υφίσταται, εν προκειμένω, συνδετικό στοιχείο με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Το Δικαστήριο απέρριψε, εξάλλου, τους προβαλλόμενους κατ’ επίκληση διατάξεων του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών ισχυρισμούς, διότι, όπως έκρινε, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία του, το άρθρο αυτό, που εγγυάται την αυτονομία των μουσουλμανικών κοινοτήτων, δεν συμβιβάζεται με το σύστημα των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης, που στήριξε την προστασία των μειονοτήτων στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και της πλήρους εξομοίωσης των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς υπηκόους των συμβαλλόμενων μερών (Ελλάδας ή Τουρκίας), όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και των πολιτικών τους δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, δεν ισχύει πλέον, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου (βλ. τα άρθρα 59 και 30 της από 23.5.1960 Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών). Έκρινε δε ότι, ανεξαρτήτως του ειδικότερου περιεχομένου της υπ’ αριθμ. 229/2017 απόφασης το Άρειου Πάγου καθώς και του αν υπάρχουν εν γένει αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, με τις οποίες έχει κριθεί ότι, σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα, η Συνθήκη των Αθηνών εξακολουθεί να ισχύει (όπως προβάλλεται), το ζήτημα της ισχύος διεθνούς συνθήκης δεν εμπίπτει στην περίπτωση του χαρακτηρισμού κανόνα του διεθνούς δικαίου ως γενικώς παραδεδεγμένου κατά την παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, για την άρση της αμφισβήτησης του οποίου έχει δικαιοδοσία το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 100 παρ. 1 περ. στ’ του Συντάγματος και των άρθρων 52 επ. του κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
4. Απορριπτέοι δε κρίθηκαν και οι ισχυρισμοί ότι : α) οι διατάξεις του δεύτερου μέρους του προσβαλλόμενου π.δ., που αφορούν τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία Διεύθυνσης Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Μουφτή στις Μουφτείες της Θράκης παραβιάζουν τα άρθρα 14 της Συνθήκης των Σεβρών και 42, 43 και 45 της Συνθήκης της Λωζάνης, στα οποία, όπως υποστηρίζει ο αιτών, κατοχυρώνεται η θεσμική αυτονομία της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ως προς τη θρησκευτική, εθιμική και πολιτιστική οργάνωση και λειτουργία της, και β) οι ανωτέρω διατάξεις των διεθνών συνθηκών παραβιάζονται από τα άρθρα 13, 19, 22 και 25 του προσβαλλόμενου π.δ., με τα οποία οργανώνονται οι Μουφτείες ως αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζει ο αιτών, να ελέγχονται ευθέως από την εκτελεστική εξουσία και να καταργείται η αυτόνομη οργάνωση και λειτουργία του πολιτιστικού, εθιμικού και θρησκευτικού αυτού θεσμού, και στελεχώνονται και με αποσπασμένους υπαλλήλους καθώς και με ειδικούς συνεργάτες και μετακλητούς υπαλλήλους που επιλέγονται από τον Υπουργό, κατόπιν εισήγησης ειδικής επιτροπής επιλογής αποτελούμενης κατά πλειοψηφία από πρόσωπα που δεν είναι μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας ούτε μουσουλμάνοι, χωρίς μάλιστα να προβλέπεται ως αναγκαίο προσόν διορισμού των ειδικών συνεργατών του Μουφτή η ιδιότητα του μέλους της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Και τούτο, διότι, όπως κρίθηκε, οι προαναφερθείσες διατάξεις της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξης νομοθετικού περιεχομένου περί της δικαιοδοσίας του Μουφτή και οι επίδικες διατάξεις του προσβαλλόμενου π.δ. περί του ειδικού καθεστώτος δικαιοδοσίας του Μουφτή, δεν παραβιάζουν τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, αφού οι Συνθήκες αυτές δεν υποχρεώνουν την Ελλάδα να εφαρμόζει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, και ειδικότερα η Συνθήκη της Λωζάνης δεν αναφέρει ρητά τη δικαιοδοσία του Μουφτή και δεν αναγνωρίζει κανενός είδους δικαιοδοσία σε ειδικό όργανο σε σχέση με τέτοιες θρησκευτικές πρακτικές, ενώ οι προβαλλόμενοι λόγοι έχουν ως βάση ότι στην εν λόγω μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας κατοχυρώνεται αυτονομία και άσκηση δικαιοδοσίας από τον Μουφτή.
5. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του αιτούντος ότι : α) κατά παράβαση των άρθρων 8, 26 παρ. 3, 87 και 88 του Συντάγματος δεν εξασφαλίζεται με τις διατάξεις του προσβαλλόμενου π.δ., που θεωρεί τον Μουφτή ως δικαστή και τη Μουφτεία ως δικαστήριο, η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του Μουφτή ούτε οργανώνεται η Μουφτεία σύμφωνα με το πρότυπο του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών με την απευθείας υπαγωγή της στον Μουφτή αλλά, αντιθέτως, η γραμματεία και η διοικητική οργάνωση της Μουφτείας ανατίθεται, κατ’ ουσίαν, στην εκτελεστική εξουσία, και μάλιστα όχι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά στο Υπουργείο Παιδείας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κύκλος προσώπων που δύναται να επηρεάζει τον Μουφτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και β) οι διατάξεις του προσβαλλόμενου π.δ., που αφορούν την επιλογή των υπαλλήλων του ιδιότυπου δικαστηρίου που είναι ο Μουφτής, επιτρέπουν στην εκτελεστική εξουσία να παρεμβαίνει στη λειτουργία του κατά παράβαση των προαναφερθεισών συνταγματικών διατάξεων και των γενικών αρχών που διέπουν την οργάνωση των δικαστηρίων και των βασικών αρχών της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, διότι, όπως έκρινε, ο Μουφτής δεν αποτελεί δικαστικό λειτουργό ούτε εντάσσεται στη δικαστική λειτουργία του Κράτους, αλλά σε αυτόν ανατίθεται απλώς από τον νόμο η άσκηση δικαιοδοτικού έργου ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων με τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις, οι δε εκδιδόμενες στο πλαίσιο αυτό αποφάσεις του επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας εκτελούνται και αποτελούν δεδικασμένο, εφόσον κηρυχθούν εκτελεστές κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το μονομελές πρωτοδικείο μετά την άσκηση του προβλεπόμενου ελέγχου.
6. Απορρίφθηκαν, εξάλλου, και οι ισχυρισμοί ότι το άρθρο 2 παρ. 2 του προσβαλλόμενου π.δ., που ορίζει ότι είναι ανέκκλητη η δήλωση για την επιλογή της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας του Μουφτή και αποκλείει τη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων για συγκεκριμένη διαφορά, παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, διότι, όπως κρίθηκε, οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 4 περ. α’ της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξης νομοθετικού περιεχομένου και 2 παρ. 2 του προσβαλλόμενου π.δ., στις οποίες προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο υπαγωγή των οριζόμενων κατηγοριών υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου στη δικαιοδοσία του Μουφτή, υπό την προϋπόθεση της σχετικής δήλωσης βούλησης των ενδιαφερομένων, που είναι ανέκκλητη, είναι σαφείς και με προβλέψιμη εφαρμογή, όπως επιβάλλεται από την αρχή της ασφάλειας δικαίου και ιδίως από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, με τις διατάξεις δε αυτές διασφαλίζεται η σταθερότητα των εφαρμοστέων κανόνων επί συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο, υπάγεται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, ώστε να μην τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω η κατάσταση των εν λόγω Ελλήνων καθώς και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Άλλωστε, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, υφίσταται περαιτέρω δυνατότητα υπαγωγής των διαφορών αυτών στο κοινό δίκαιο, αφού με ορισμένες διατάξεις του προσβαλλόμενου π.δ., που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του Μουφτή και αποσκοπούν στη διασφάλιση του δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού, προβλέπεται ως έννομη συνέπεια ότι η αίτηση για επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς από τον Μουφτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα.
7. Το Δικαστήριο απέρριψε ακόμα (κατά πλειοψηφία, με μειοψηφία μίας Συμβούλου) τον ισχυρισμό ότι κατά παράβαση του Συντάγματος και των προαναφερθεισών Συνθηκών αποκλείονται από τη δικαιοδοσία του Μουφτή τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, που δεν διαμένουν στη Θράκη, διότι, όπως έκρινε, οι από τον νόμο ανατιθέμενες στους Μουφτήδες δικαιοδοτικής φύσης αρμοδιότητες δεν απορρέουν ούτε από τη θρησκευτική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και στην Ε.Σ.Δ.Α., διότι διαφορετική εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση σε θρησκευτική κοινότητα ειδικού καθεστώτος με ειδικά προνόμια, σχετικά μάλιστα με άσκηση δικαιοδοσίας που αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης, ούτε από τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, που δεν υποχρεώνουν την Ελλάδα να εφαρμόζει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο και να αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Μουφτή στην ελληνική μουσουλμανική κοινότητα, που εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή πληθυσμών, και δεν αναγνωρίζουν κανενός είδους δικαιοδοσία σε ειδικό όργανο σε σχέση με τέτοιες θρησκευτικές πρακτικές. Κατ’ επέκταση, δεν κατοχυρώνεται από τη θρησκευτική ελευθερία ή τα δυνάμει των εν λόγω Συνθηκών προστατευόμενα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης η πρόσβαση στην καθιερούμενη δικαιοδοσία του Μουφτή επί των προεκτεθεισών υποθέσεων όσων «μειονοτικών μουσουλμάνων» δεν κατοικούν στη Θράκη. Συνεπώς, νομίμως καθορίζεται η δικαιοδοσία και η κατά τόπον αρμοδιότητα του Μουφτή για την επίλυση των διαφορών που ο νόμος του αναθέτει κατ’ απόκλιση από το κοινό δίκαιο με βάση τη γενική και αντικειμενική προϋπόθεση του τόπου της μόνιμης κατοικίας των ενδιαφερομένων στην περιφέρεια της Μουφτείας, που συνδέεται με την ύπαρξη δεσμού τους με τη συλλογική ζωή της σχετικής θρησκευτικής κοινότητας-μειονότητας, η οποία από την αρχή προσδιορίσθηκε αποκλειστικά με βάση το γεωγραφικό κριτήριο, κατά την ουσιαστική, εύλογη, κρίση του νομοθέτη.
8. Αβάσιμοι κρίθηκαν δε και οι ισχυρισμοί ότι με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 εδ. β’ του προσβαλλόμενου π.δ., με αντιφατικό τρόπο σε σχέση με τα οριζόμενα στις προηγούμενες διατάξεις του ίδιου άρθρου, αποκλείονται οι ανήλικοι από τη διαδικασία ενώπιον του Μουφτή, αφού θεσπίζεται υποχρέωση κλήσης του νομίμου εκπροσώπου τους, χωρίς να προβλέπεται η έννομη συνέπεια της μη εμφάνισης αυτού για τη συνέχιση της διαδικασίας, και περαιτέρω αποκλείονται οι ανήλικοι από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και προκαλείται ανασφάλεια δικαίου. Και τούτο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 4 του προσβαλλόμενου π.δ., στην οποία προβλέπεται ότι για την παράσταση ενώπιον του Μουφτή των ανηλίκων που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας τους για υποθέσεις σχετικά με την προσωπική τους κατάσταση απαιτείται να καλείται ο νόμιμος εκπρόσωπός τους, χωρίς να αποκλείονται οι ανήλικοι από τη δικαιοδοσία του Μουφτή για τις διαφορές αυτές, εισάγεται εύλογη ρύθμιση υπέρ αυτών, στο πλαίσιο μάλιστα διατάξεων για την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των ανηλίκων (βλ. ν. 2101/1992 «κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού»), και ειδικότερα προκειμένου να διασφαλισθεί για αυτούς αποτελεσματικά τα δικαίωμα του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού μελών θρησκευτικής κοινότητας. Η περαιτέρω περίπτωση της μη εμφάνισης του νομίμου εκπροσώπου του ανηλίκου ενώπιον του Μουφτή δεν ρυθμίζεται (και άρα στην περίπτωση αυτή δεν προβλέπονται δυσμενείς έννομες συνέπειες), χωρίς να προκαλείται ανασφάλεια δικαίου. Επομένως, η ανωτέρω ρύθμιση είναι σαφής και με προβλέψιμη εφαρμογή και δεν θέτει επ’ αόριστον εν αμφιβόλω τη σχετική κατάσταση, όπως απαιτείται από την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Εξάλλου, η εκδίκαση υπόθεσης ενώπιον του Μουφτή εξαρτάται από τη βούληση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του προσβαλλόμενου π.δ. και άρα οι διατάξεις του δεν αποκλείουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
9. Περαιτέρω, ως αβάσιμος απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι με τις διατάξεις των άρθρων 8 (παρ. 4, 5, 9 και 10) και 9 (παρ. 9) του προσβαλλόμενου π.δ., κατά παράβαση της αρχής ασφάλειας δικαίου, δίνεται η δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο να επιτύχει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα αίτηση επίλυσης συγκεκριμένης διαφοράς ενώπιον του Μουφτή, «χωρίς την πρόβλεψη αρνητικής ρήτρας εις βάρος του διαδίκου που την προκάλεσε» και χωρίς την πρόβλεψη της δυνατότητας να εκδοθεί από τον Μουφτή «απόφαση ερήμην» καθώς και χωρίς να υφίσταται δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς από τα πολιτικά δικαστήρια. Και τούτο, διότι, όπως κρίθηκε, οι διατάξεις αυτές, που προβλέπουν τον τρόπο εισαγωγής των δικογράφων ενώπιον του Μουφτή, το περιεχόμενό τους και σε ποιες περιπτώσεις αναβάλλονται οι δίκες ή οι αιτήσεις θεωρούνται ως μη ασκηθείσες, είναι σαφείς και με προβλέψιμη εφαρμογή και δεν θέτουν επ’ αόριστον εν αμφιβόλω τη σχετική κατάσταση, όπως απαιτείται από την αρχήν της ασφάλειας δικαίου, εξυπηρετούν δε, κατά την ουσιαστική επιλογή της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης, και τους σκοπούς της διατύπωσης και διαπίστωσης – στο πλαίσιο του δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού μελών θρησκευτικής κοινότητας – της απολύτως ελεύθερης, μετά λόγου γνώσεως, επιλογής υπαγωγής των ενδιαφερομένων στο ειδικό καθεστώς της δικαιοδοσίας του Μουφτή σε κατάλληλα στάδια της διαδικασίας ενώπιόν του και με τη συνδρομή δικηγόρου, προκειμένου να διασφαλίζονται αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους, και της ταχείας επίλυσής των συγκεκριμένων διαφορών οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, με την τήρηση των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη δυνατότητα απόκλισης από το κοινό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, που παρέχεται από τον νόμο στους Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες με μόνιμη κατοικία στην περιφέρεια του Μουφτή, την οποία άλλωστε δυνατότητα απόκλισης δεν παρέχει ο νόμος στους λοιπούς Έλληνες επί των διαφορών αυτών. Η υπαγωγή δε στο ειδικό αυτό καθεστώς δικαιοδοσίας είναι δυνατή κατόπιν της απολύτως ελεύθερης επιλογής των ενδιαφερομένων και άρα δεν μπορεί να είναι εξαναγκασμένη με την πρόβλεψη επιβολής κυρώσεων.
10. Απορρίφθηκαν, εξάλλου, ως αβάσιμοι και οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του προσβαλλόμενου π.δ., που καθιερώνει την υποχρέωση υποβολής των αιτήσεων και των κάθε είδους εγγράφων που κατατίθενται ενώπιον του Μουφτή στην ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με τα ισχύοντα μέχρι τη δημοσίευσή του, παραβιάζει τα μειονοτικά δικαιώματα που απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες καθώς και το δικαίωμα ακρόασης σε γλώσσα που δύνανται να κατανοήσουν τα μέρη. Και τούτο, διότι, όπως κρίθηκε, στα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας που δεν κατανοούν την επίσημη γλώσσα του Κράτους παρέχεται διασφάλιση των δικαιωμάτων τους μέσω των πληρεξούσιων δικηγόρων τους κατά την κατάθεση αιτήσεων και κάθε είδους εγγράφων ενώπιον του Μουφτή και παρέχονται διευκολύνσεις σε αυτά για την χρήση της γλώσσας τους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Μουφτή. Άλλωστε, μέχρι τη δημοσίευση του προσβαλλόμενου π.δ. δεν υφίσταντο δικονομικοί κανόνες, βάσει των οποίων διεξήγετο η διαδικασία ενώπιον του Μουφτή. Συναφώς δε, ως αβάσιμος απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός ότι κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης επιβάλλεται από το προσβαλλόμενο π.δ. να εκδίδονται οι αποφάσεις του Μουφτή σε μη κατανοητή από αυτά γλώσσα, δηλαδή στα ελληνικά και στα οθωμανικά. Και τούτο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πέραν των δύο προαναφερθεισών γλωσσών, στις οποίες διατυπώνονται οι αποφάσεις του Μουφτή, παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να ζητήσουν να μεταφραστούν οι αποφάσεις του στην αραβική, τουρκική ή αγγλική γλώσσα από τη Μουφτεία, δεν προβάλλεται δε πλημμέλεια κατά της δυνατότητας αυτής.
11. Το Δικαστήριο απέρριψε δε ως αβάσιμο και τον ισχυρισμό ότι η μη πρόβλεψη στο προσβαλλόμενο π.δ. του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά των αποφάσεων του Μουφτή για τον επανέλεγχο της υπόθεσης κατ’ ουσίαν παραβιάζει το δικαίωμα των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας σε δίκαιη δίκη και την αρχή της ισότητας μεταξύ των Ελλήνων, αφού δεν υφίσταται αιτιολογία για τη μη πρόβλεψη αυτή. Και τούτο, διότι, όπως έκρινε, από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., και υπό την εκδοχή ότι αυτές εφαρμόζονται κατά την άσκηση δικαιοδοσίας από τους Μουφτήδες, οι οποίοι δεν εντάσσονται στη δικαστική λειτουργία του Κράτους και δεν αποτελούν δικαστικούς λειτουργούς, δεν συνάγεται υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίσει, στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος δικαιοδοσίας του Μουφτή, ένδικο μέσο έφεσης κατά των αποφάσεών του. Λαμβανομένης δε υπόψη της ιδιαιτερότητας του κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο καθεστώτος δικαιοδοσίας του Μουφτή, η μη πρόβλεψη της δυνατότητας άσκησης έφεσης κατά των αποφάσεών του δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας έναντι των Ελλήνων που δεν ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και οι οποίοι υπάγονται στο κοινό δίκαιο για τις συγκεκριμένες κατηγορίες διαφορών οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου (χωρίς πρόβλεψη εξαίρεσης).
12. Απορρίφθηκαν ακόμα ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ότι με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 2 του προσβαλλόμενου π.δ. περί των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Υποθέσεων Δικαιοδοσίας Υποθέσεων Μουφτή το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων καθορίζει την άσκηση της δικαιοδοσίας του Μουφτή μέσω της εν λόγω Διεύθυνσης που αυτό ελέγχει. Και τούτο, διότι, όπως κρίθηκε, με τις σχετικές με τις ανωτέρω Διευθύνσεις και το προσωπικό τους διατάξεις του προσβαλλόμενου π.δ. δεν αφαιρείται από τον Μουφτή η αρμοδιότητα δικαιοδοσίας επί των κατηγοριών υποθέσεων που δύνανται, με συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του αλλά συνιστάται και οργανώνεται η εν λόγω υπηρεσιακή μονάδα για τη (διοικητικής και γραμματειακής κυρίως φύσης) υποστήριξη του έργου του, η οποία εντάσσεται στην αυτοτελή αποκεντρωμένη υπηρεσία της Μουφτείας. Εξάλλου, η κατόπιν προκήρυξης πλήρωση των ειδικών θέσεων που συνιστώνται με το προσβαλλόμενο π.δ. διενεργείται βάσει των οριζόμενων αντικειμενικών προσόντων, κατόπιν εισήγησης ειδικής τριμελούς επιτροπής, δύο εκ των μελών της οποίας είναι ο οικείος Μουφτής, ως Πρόεδρος και μέλος του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 100Α του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικώς κατοχυρωμένο σώμα της Διοίκησης με ιδιαίτερο θεσμικό ρόλο και αρμοδιότητες.
13. Τέλος, απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός ότι κατά παράβαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, όπως εξειδικεύεται από την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το προσβαλλόμενο π.δ. δεν περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Μουφτή, που είχαν υπαχθεί σ’ αυτόν σύμφωνα με το προϊσχύσαν δίκαιο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι επίδικες ρυθμίσεις – γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές – είναι σαφείς και με προβλέψιμη εφαρμογή, όπως απαιτείται από την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ορθώς δε είναι αμέσως εφαρμοστέες, όχι μόνο λόγω του δικονομικού χαρακτήρα τους, αλλά και διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα υπήρχε παραβίαση του ισχύοντος και αμέσως εφαρμοζόμενου δικαιώματος του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού, που είναι.
Πηγή: http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/pageste/epikairotita/apofaseis?