ΠΗΓΗ: www.ddikastes.gr
5. (i) Η αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, που διέπει τη δράση των δημόσιων οργάνων, επιβάλλει τη μη αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών παροχών όταν, ενόψει των υφισταμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών, συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δημιουργήθηκε στον λαβόντα η δικαιολογημένη (εύλογη) πεποίθηση, αφού εκπλήρωσε τις νόμιμες υποχρεώσεις του, ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών και συνεπώς εισέπραττε καλοπίστως τα καταβαλλόμενα, αντίστοιχα, χρηματικά ποσά και β) από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής κατάστασής του προκύπτει ότι η αναζήτησή τους, μετά την πάροδο μακρού, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρόνου και η επιστροφή τους θα δημιουργήσει απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες, με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειάς του. (ii) Δικαιολογημένη πεποίθηση ως προς την ορθή χορήγηση μιας συνταξιοδοτικής παροχής συντρέχει ιδίως όταν (α) η χορήγησή της στηρίζεται σε νομική διάταξη, (β) καταβάλλεται βάσει νομίμως, κατά τον χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εκδοθείσας συνταξιοδοτικής πράξης, σε συμφωνία με τα αντίστοιχα υπηρεσιακά στοιχεία του δικαιούχου που κατά τον νόμο λαμβάνονταν υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της και (γ) εισπράττεται για μακρά χρονική περίοδο καλοπίστως από τον ωφελούμενο, ήτοι με την εύλογη πεποίθηση ότι η νομική αυτή κατάσταση είναι νόμιμη και ότι έχει το δικαίωμα για την απόληψη της παροχής. (iii) Για τη διαπίστωση της δικαιολογημένης πεποίθησης ως προς τη νομιμότητα χορήγησης των παροχών απαιτείται να συνεξετάζονται τα ιδιάζοντα περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως αν η χορήγησή τους είναι συνέπεια μιας κατά τεκμήριο νόμιμης, κατά το χρόνο έκδοσής της, συνταξιοδοτικής πράξης, η οποία μεταγενεστέρως ανακλήθηκε, το εμφανές της παρατυπίας, η τακτικότητα των καταβολών και το χρονικό διάστημα καταβολής τους. (iv) Ομοίως, για την εκτίμηση του χρόνου καταβολής και καλόπιστης είσπραξής τους από τον ωφελούμενο συνταξιούχο ως «μακρού» ήτοι ικανού για τη δημιουργία δικαιολογημένης πεποίθησης, εκτιμώνται οι ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης, που δημιουργούν ένα τεκμήριο σταθερότητας και ισχυρής πεποίθησης για τη νομιμότητα της καταβολής και όχι μόνο αυτοτελώς ο χρόνος που διέρρευσε από την έναρξη των καταβολών έως την αναζήτησή τους, που αποτελεί απλώς ένα στοιχείο εκτιμήσεως του νομίμου της αναζήτησης (πρβλ ΔΕΕ C-44/74, 46/74 και 49/74, Marie-Louise Acton κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκ. 29, White κατά Επιτροπής, T-107/92 George John White κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σκ. 47 και T-205/01, Ronsseκατά Επιτροπής, σκ. 52), ενόψει και του πρόδηλου ή μη της παρατυπίας. Ειδικότερα, εκτιμάται, επιπλέον, ο ευκαιριακός ή συνεχής χαρακτήρας των καταβολών, καθώς και αν η χορήγησή τους βασίζεται σε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά δεσμία αρμοδιότητα, χωρίς επιφύλαξη ή αβεβαιότητα ως προς τις συνέπειές της, μετά την τήρηση μιας διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ελέγχθηκε η συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων χορήγησής τους.
9. Με τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Τμήμα εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, δεδομένου ότι από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά και ιδίως από την ουσιαστική παραδοχή ότι η αρχική συνταξιοδοτική πράξη εκδόθηκε σε συμφωνία με τα υπηρεσιακά στοιχεία του αναιρεσείοντος κατά τον χρόνο συνταξιοδότησής του και διατηρήθηκε σε ισχύ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως την ακύρωση των υπουργικών αποφάσεων (αρχικής και μεταγενέστερης) για την προαγωγή του στον βαθμό και στη θέση που αποτέλεσε τη βάση κανονισμού της σύνταξής του, δεν στοιχειοθετείται η έλλειψη της δικαιολογημένης πεποίθησής του ως προς τη νομιμότητα της καταβολής της και της καλής του πίστης κατά την είσπραξή της. Περαιτέρω, το Τμήμα στήριξε το εξαχθέν συμπέρασμα της μη παρέλευσης μακρού χρόνου ως στοιχείου ικανού να δημιουργήσει στον αναιρεσείοντα τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος των αυξημένων συντάξιμων αποδοχών που φέρεται ότι έλαβε αχρεώστητα στη διαπίστωση ότι η πάροδος χρονικού διαστήματος 2,5 ετών δεν αρκούσε για τη θεμελίωση της απαιτούμενης δικαιολογημένης πεποίθησης, καθόσον αποτελεί εύλογο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου η Διοίκηση όφειλε να ενεργήσει, χωρίς περαιτέρω, να εκτιμήσει τις λοιπές ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, ήτοι τον συνεχή χαρακτήρα των καταβολών και τη χορήγησή τους βάσει μιας κατά τεκμήριο νομίμως εκδοθείσας συνταξιοδοτικής πράξης. Ως εκ τούτου, εσφαλμένως υπήγαγε τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια του μακρού χρόνου.