2. Επειδή, στο άρθρο 35 του ν. 2093/1992 (ΦΕΚ Α΄ 181) ορίζονται τα εξής: «1. Ο ενιαίος ειδικός φόρος κατανάλωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1038/1980 … για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (Diesel) που προορίζεται για θέρμανση, ορίζεται σε 60.000 δραχμές το χιλιόλιτρο. Ειδικά για την περίοδο από την τρίτη Δευτέρα του μηνός Οκτωβρίου μέχρι την τελευταία Κυριακή του μηνός Απριλίου, εκάστου έτους, ο παραπάνω φόρος ορίζεται σε 39.000 δραχμές το χιλιόλιτρο. 2. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο νόθευση, διάθεση, χρησιμοποίηση ή μεταφορά του πετρελαίου θέρμανσης για άλλες, εκτός από θέρμανση, χρήσεις. Οι παραβάτες υπόκεινται στις κυρώσεις των άρθρων 28, 29 και 30 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), όπως ισχύουν, επιφυλασσομένων και των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα. Επιπλέον επιβάλλεται από τον Υπουργό Εμπορίου πρόστιμο από πέντε εκατομμύρια (5.000.000) μέχρι εβδομήντα πέντε εκατομμύρια (75.000.000) δραχμές. Σε περίπτωση χρησιμοποίησης πετρελαίου θέρμανσης αντί πετρελαίου κίνησης για την κυκλοφορία οχήματος ή λειτουργία μηχανήματος, επιβάλλεται στον κάτοχο αυτού με κοινή απόφαση του Υπουργού Εμπορίου και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος ή λειτουργίας του μηχανήματος για ένα (1) έτος. Σε περίπτωση υποτροπής η άδεια αφαιρείται οριστικά. 3. ..». Κατά την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την ανωτέρω διάταξη, «1. Με την παράγραφο 1 της προτεινόμενης ρύθμισης μειώνεται ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης του πετρελαίου που προορίζεται για θέρμανση, προκειμένου η τιμή καταναλωτή στο προϊόν αυτό να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα. 2. Επειδή όμως η χαμηλότερη τιμή πετρελαίου θέρμανσης είναι ενδεχόμενο να αποτελέσει κίνητρο χρησιμοποίησής του αντί του πετρελαίου κίνησης, κρίνεται απαραίτητη η πρόβλεψη αποτρεπτικών ποινών για τους παραβάτες. Για τον λόγο αυτό με τις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού και για την διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου προβλέπονται ποινικές, φορολογικές και διοικητικές κυρώσεις που θα επιβάλλονται στις περιπτώσεις που το πετρέλαιο θέρμανσης νοθεύεται ή χρησιμοποιείται σε άλλες εκτός από τη θέρμανση χρήσεις.».
3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, όταν παραλαμβάνεται πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως (Diesel), το οποίο προορίζεται για θέρμανση και υπόκειται σε μειωμένη φορολογική επιβάρυνση, απαιτείται το πετρέλαιο αυτό να χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για θέρμανση. Επί παραβάσεως της απαγορεύσεως αυτής, που θεσπίζεται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 35, επιβάλλεται πρόστιμο από το όργανο στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η εποπτεία της αγοράς πετρελαιοειδών, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο γ΄ της αυτής παραγράφου. Εφόσον συντρέχουν δε οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περί λαθρεμπορίας διατάξεων ή των διατάξεων των άρθρων 28, 29 και 30 του ν. 1650/1986, εφαρμόζονται, κατά το εδάφιο β΄ της ίδιας παραγράφου, και τα προβλεπόμενα στις εν λόγω διατάξεις, ήτοι οι ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην πάταξη της λαθρεμπορίας και το σύστημα κυρώσεων του ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος (ΣτΕ 630/2017). Επιπλέον, το πρόστιμο του άρθρου 35 παρ. 2 του ν. 2093/1992 αποτελεί διοικητική κύρωση που επιβάλλεται στην περίπτωση της παράβασης που ορίζεται από την εν λόγω διάταξη, εφόσον δηλαδή διαπιστώνεται νόθευση, διάθεση, χρησιμοποίηση ή μεταφορά του πετρελαίου θέρμανσης για άλλες εκτός από θέρμανση χρήσεις, καταλογίζεται δε στον παραβάτη που παρανόμως χρησιμοποιεί πετρέλαιο θέρμανσης για οποιαδήποτε άλλη, πλην της θέρμανσης, χρήση, με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των νομίμων προς τούτο προϋποθέσεων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το υποκειμενικό στοιχείο της υπαιτιότητάς του (πρβλ. ΣτΕ 405/2007 σκ. 5), η καθιέρωση δε ευθύνης άνευ πταίσματος του παραβάτη είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, διότι δεν αποκλείεται να προβλέπονται από τον νόμο διοικητικές κυρώσεις για παράνομη συμπεριφορά χωρίς αυτές να διαφοροποιούνται επί τη βάσει υποκειμενικού κριτηρίου (πρβλ. ΣτΕ 2491/2008 σκ. 4, 4585/2005 σκ. 5). Ενόψει, άλλωστε, και των προαναφερόμενων σκοπών του νόμου, οι οποίοι συνίστανται στην αποτροπή της παράνομης νόθευσης ή χρησιμοποίησης πετρελαίου θέρμανσης, η προαναφερόμενη κύρωση δεν είναι προδήλως ακατάλληλη για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, ούτε υπερακοντίζει προδήλως τους σκοπούς αυτούς, ώστε να τίθεται ζήτημα αντίθεσής της προς την αρχή της αναλογικότητας. Μόνο δε κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, μέσα στα ευρύτατα περιθώρια που καθορίζει ο νόμος, μπορεί η αρχή που επιβάλλει την επίμαχη κύρωση να λάβει υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί η παράβαση, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη ή ο βαθμός της υπαιτιότητας του παραβάτη. Περαιτέρω, το διοικητικό πρόστιμο του άρθρου 35 παρ. 2 του ν. 2093/1992 επιβάλλεται, όπως προαναφέρθηκε, με μόνη τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών τέλεσης της παράβασης που αφορούν τη χρησιμοποίηση πετρελαίου θέρμανσης για οποιαδήποτε άλλη χρήση πλην της θέρμανσης, ανεξαρτήτως της ποσότητας του παρανόμως χρησιμοποιηθέντος πετρελαίου θέρμανσης και ασυνδέτως προς το εάν εξ αυτής προκύπτει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος για τον παραβάτη ή προκαλείται ζημία στο Δημόσιο (ΔΕφΘεσ 1453/2019, ΔεφΑθ 2958, 3675/2019).
4. Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 2873/2000 (ΦΕΚ Α’ 285) ορίζει στο άρθρο 20 παρ. 1 ότι: «Όταν διαπιστώνεται ότι χρησιμοποιείται αντί για πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης, ναυτιλίας ή πετρέλαιο κίνησης νοθευμένο με άλλα προϊόντα, αφαιρείται η άδεια κυκλοφορίας και οι πινακίδες του οχήματος με το οποίο γίνεται η μεταφορά, από τα ελεγκτικά όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) και των Τελωνειακών Αρχών. Στον κάτοχο του οχήματος, επιπλέον των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του ν. 1165/1918 “Περί Τελωνειακού Κώδικα”, όπως ισχύει, ή των κυρώσεων που προβλέπονται από διατάξεις άλλων νόμων, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ποσού ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών. Τα στοιχεία κυκλοφορίας του οχήματος, η άδεια κυκλοφορίας και οι πινακίδες επιστρέφονται μετά την καταβολή του προστίμου. … Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.». Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, με την ανωτέρω διάταξη επιδιώκεται η εξασφάλιση της ορθής διακίνησης και εμπορίας του πετρελαίου κίνησης των οχημάτων και σκοπείται η πάταξη του φαινομένου λαθρεμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, η οποία αποστερεί στο Δημόσιο σημαντικά ποσά εσόδων από την παράνομη χρησιμοποίηση άλλων αντί του πετρελαίου κίνησης προϊόντων πετρελαίου.
5. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1705/1987 (ΦΕΚ 89 Α´), ορίζει ότι «κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Αναλόγου περιεχομένου ρύθμιση προβλέπεται και στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οποία «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».
6. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., με την οποία κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως -το οποίο και προ της ρητής καθιερώσεώς της με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως την ανεγνώριζε ως θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου- έχει εφαρμογή όχι μόνον επί ποινικών κυρώσεων αλλά και σε περιπτώσεις που από τη σχετική νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή σοβαρών διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι τα πρόστιμα μεγάλου ύψους εφόσον συντρέχουν τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας υποθέσεως ως ποινικής κατά την Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 8.6.1975, Engel and Others κατά Ολλανδίας) ήτοι κατά πρώτον ο νομικός χαρακτηρισμός της παραβάσεως κατά το εσωτερικό δίκαιο, κατά δεύτερον η φύση της παραβάσεως και, κατά τρίτον η φύση και η σοβαρότητα της κυρώσεως που ενδέχεται να επιβληθεί στον διαπράξαντα την παράβαση (βλ. Δ.Ε.Ε. υπόθεση C-617/10 Fransson της 26-2-2015 μείζονος συνθέσεως, C-489/10 Boda της 5-6-2012). Ειδικότερα, ως προς το ύψος της κυρώσεως λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη προβλεπόμενη από τον νόμο κύρωση και όχι η επιβληθείσα στην συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 19-2-2013 Muller-Hartburg κατά Αυστρίας). Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε. η αρχή αυτή δεν εμποδίζει την επιβολή, για την ίδια παράβαση διαδοχικώς μιας διοικητικής (φορολογικής) κυρώσεως και μιας ποινικής κυρώσεως, στον βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα και έχει καταστεί απρόσβλητη, εφόσον η σώρευση αυτή αποβλέπει στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ενώσεως (βλ. προαναφερθείσα απόφαση ΔΕΕ της 26-2-2015 Fransson και Σ.Ε. 1741/2015 Ολομ.), ενώ, δέχεται επίσης ότι η αρχή αυτή δεν αποκλείει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους εκ μέρους των κοινοτικών και εθνικών διοικητικών οργάνων και σε περιπτώσεις όπου υφίσταται ταυτότητα παραβάτη και πραγματικών περιστατικών, εφόσον προστατεύεται διαφορετικό έννομο αγαθό ή συμφέρον (βλ. ΔΕΕ υπόθεση C-17/10 Toshiba Corporation της 14-2-2012 μείζονος συνθέσεως, C-289/04 υπόθεση Showa Denko της 29-6-2006, C-204/00 υπόθεση Aalborg Portland της 7-12-2004, C-397/03 υπόθεση Archer Daniels Midland της 19-9-2003 κ.ά.). Αντιστοίχως, και στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η επιβολή στον ίδιο παραβάτη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δύο διοικητικών κυρώσεων από διαφορετικά διοικητικά όργανα ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον η επιβολή τους αποβλέπει στην προστασία ιδιαιτέρως σημαντικών και διαφορετικών εννόμων αγαθών, όπως είναι τα κατοχυρωμένα με ρητές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και διεθνή κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ, ατομικά δικαιώματα (ΣτΕ 3473/2017 7μ., πρβλ. ΣτΕ 3345/2002 7μ.).
9. … Περαιτέρω, [το Δικαστήριο] λαμβάνοντας υπόψη ότι σε βάρος του προσφεύγοντος επιβλήθηκε για την ίδια παράβαση, με την …… πράξη του Αναπληρωτή Προϊσταμένου του Τελωνείου Λάρισας, το διοικητικό πρόστιμο της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 2873/2000, η οποία αφενός έχει όμοιο ρυθμιστικό αντικείμενο με αυτή του άρθρου 35 παρ. 2 του ν. 2093/1992 (απαγόρευση χρησιμοποίησης πετρελαίου θέρμανσης για κίνηση οχήματος, επιβολή διοικητικού προστίμου και αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας οχήματος), και αφετέρου, όπως και η διάταξη του άρθρου 35 του ν. 2093/1992, έχει ως σκοπό την αποτροπή χρήσης πετρελαίου θέρμανσης για άλλη χρήση εκτός από τη θέρμανση προς διασφάλιση των εσόδων του Δημοσίου, κρίνει ότι το ένδικο πρόστιμο επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος για την προστασία του ίδιου έννομου αγαθού με αυτό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 2873/2000 (διασφάλιση οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου), κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη (πρβλ. ΣτΕ 860/2019 σκ. 29).
Το Δικαστήριο, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου
του σχετικού λόγου της προσφυγής, ακύρωσε την πράξη επιβολής προστίμου του
Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ανάπτυξης της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας καθώς
και την προσβαλλόμενη απόφαση του Γ.Γ. της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας –
Στερεάς Ελλάδας, με την οποία είχε απορριφθεί ειδική διοικητική προσφυγή του
προσφεύγοντος κατά της πράξης αυτής.