ΠΗΓΗ www.ddikastes.gr
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
[…]
3. Επειδή, με την πρώτη από τις κρινόμενες αιτήσεις ζητείται η ακύρωση της 6266/Δ/1314/25.10.2016 πράξης της υπαγομένης στο Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης “Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων (ΕΠ) του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και του Ταμείου Συνοχής (ΤΣ)”. Με την πράξη αυτή: (α) επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση εις βάρος της αιτούσας, ποσού 89.657,99 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε προκαταβολή που καταβλήθηκε σε αυτήν και ισούται με το 50% της εγκριθείσας επιχορήγησης, στο πλαίσιο του Προγράμματος “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” του Επιχειρησιακού Προγράµµατος “Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα” του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς 2007-2013, και (β) διατυπώθηκε εισήγηση προς τον Γενικό Γραμματέα Βιομηχανίας, ως αρμόδιο διατάκτη της σχετικής δαπάνης, να εκδώσει απόφαση ανάκτησης για την αναζήτηση του ως άνω ποσού από την αιτούσα, “ως αχρεωστήτως ή/και παρανόμως καταβληθέντος”. Περαιτέρω, με την δεύτερη αίτηση ζητείται η ακύρωση της οικ. 19381/87/15.2.2017 πράξης του Γενικού Γραμματέα Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, με την οποία αποφασίσθηκε η ανάκτηση του ως άνω ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, καθώς και τόκων, ύψους 8.693,21 ευρώ, η ανάκτηση, δηλαδή, συνολικού ποσού 98.351,20 ευρώ, λόγω μη εμπρόθεσμης υλοποίησης και ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης.
4. Επειδή, οι υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την από 5.3.2020 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, κατόπιν της 25/2020 απόφασης του Δ΄ Τμήματος αυτού. Με την απόφαση αυτή, οι ανωτέρω δύο αιτήσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς εκδίκασή τους, ενόψει και της επί του ζητήματος νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
5. Επειδή, οι υπό κρίση δύο αιτήσεις είναι συνεκδικαστέες, λόγω της συνάφειας των προσβαλλομένων με αυτές πράξεων.
6. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. τα αναφερόμενα στο ΑΠ 767/58 Α1/1.2.2018 έγγραφο απόψεων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης) προκύπτει ότι µε την C/2007/5534/12.11.2007 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εγκρίθηκε το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς [ΕΣΠΑ] 2007-2013, κατά τις διατάξεις των Κανονισµών (ΕΚ) 1083/2006 του Συµβουλίου και (ΕΚ) 1828/2006 της Επιτροπής [βλ. κατωτέρω]. Στο πλαίσιο δε αυτού, εκπονήθηκε το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα [ΕΠ] “Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα”, συγχρηµατοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το οποίο εγκρίθηκε με την Ε(2007) 5338/26.10.2007 απόφαση της Επιτροπής (κωδικός CCI2007/GR161PO001). Στο ανωτέρω ΕΠ εντάσσεται το Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες”, κατ’ εφαρμογή του οποίου εγκρίθηκε η χρηματοδότηση της αιτούσας εταιρείας [βλ. την επόμενη σκέψη].
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν, περαιτέρω, τα εξής: Με τις αποφάσεις 8395/823/2010 (Β΄ 1184) και 11088/1164/2010 (Β΄ 1627) του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, εγκρίθηκε και τροποποιήθηκε, αντιστοίχως ο Οδηγός του Προγράμματος “Μεταποίηση στις Νέες Συνθήκες” του ως άνω Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα του ΕΣΠΑ 2007-2013. Ακολούθως, με την οικ. 8474/705/13.7.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας εγκρίθηκε, κατ’ αποδοχή σχετικών πρακτικών των Επιτροπών Αξιολόγησης, η ένταξη έργων στο εν λόγω Πρόγραμμα και η χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα αυτό, μεταξύ άλλων, της επιχείρησης της αιτούσας εταιρείας. Εκδόθηκε δε σχετικώς η 10190/1954/21.7.2011 απόφαση του αυτού Αναπληρωτή Υπουργού, στην οποία ορίζεται ότι ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται σε 398.480,00 ευρώ και η εγκριθείσα δημόσια χρηματοδότηση σε 179.316,00 ευρώ, με δυνατότητα χορήγησης προκαταβολής, ίσης κατ’ ανώτατο όριο με το 50% της δημόσιας χρηματοδότησης, εφόσον ο δικαιούχος προσκομίσει ισόποση εγγυητική επιστολή προκαταβολής υπέρ του Ενδιάμεσου Φορέα Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος [ΕΦΕΠΑΕ]. Στην ίδια απόφαση ορίζεται ότι εάν δεν ολοκληρωθεί το έργο, η επιχείρηση οφείλει να επιστρέψει εντόκως τυχόν ληφθέντα ποσά, ότι όποιος επικαλείται περιστατικό ανωτέρας βίας [ο δικαιούχος ή ο ΕΦΕΠΑΕ], υποχρεούται να το γνωστοποιήσει εγγράφως στον έτερο, διαβιβάζοντας και όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, ότι για την ολοκλήρωση του έργου υποβάλλεται αίτημα πιστοποίησης δαπανών από τον δικαιούχο και πραγματοποιείται, από τα αρμόδια όργανα, η επαλήθευση-πιστοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του έργου, καθώς και ότι απεντάσσονται αυτομάτως οι δικαιούχοι εφόσον, εντός της σχετικής προθεσμίας, δεν υπέβαλαν αίτημα και έκθεση ολοκλήρωσης. Η αιτούσα έλαβε την 17.11.2011, ως προκαταβολή, το ποσό των 89.657,99 ευρώ, με την προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής. Στη συνέχεια, έγιναν δεκτά τα αιτήματά της για την τροποποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του έργου, για την αλλαγή έδρας/τόπου υλοποίησης της επένδυσης και για εξάμηνη παράταση υλοποίησης του έργου. Όπως προκύπτει από το εισηγητικό σημείωμα της Αναπτυξιακής Εταιρείας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων [ΑΕΔΕΠ] Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, κατά την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος παράτασης, η επιχείρηση δήλωσε ότι είχε ήδη υλοποιήσει πλέον του 30% του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του επενδυτικού σχεδίου, με πλήρως εξοφλημένες δαπάνες, επισυνάπτοντας προς τεκμηρίωση δύο τιμολόγια, συνολικής αξίας 129.000 ευρώ, για να αποδείξει ότι είχε καταβληθεί εκ μέρους της ποσό ανερχόμενο στο 32,37% του εγκεκριμένου προϋπολογισμού του έργου, ύψους, όπως προεκτέθηκε, 398.480,00 ευρώ [αναλογούσα δημόσια δαπάνη 179.316,00 ευρώ]. Κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων, ως απώτερος χρόνος ολοκλήρωσης των έργων του Προγράμματος ορίσθηκε η 31η Δεκεμβρίου 2015. Ενόψει τούτου, με την 5750/10.12.2015 εγκύκλιο της ΑΕΔΕΠ, οι δικαιούχοι του Προγράμματος ενημερώθηκαν, μεταξύ άλλων, για την καταληκτική ημερομηνία υποβολής αιτημάτων τελικού ελέγχου και ολοκλήρωσης, για την υποχρέωση υποβολής αιτήματος τελικού ελέγχου έως και την 31.12.2015, για την απένταξη του έργου, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αιτήματος τελικού ελέγχου, καθώς και για την υποχρέωση επιστροφής, εντόκως, του ποσού της προκαταβολής, σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης του έργου εντός της προθεσμίας αυτής. Κατά τα εκτιθέμενα στο πόρισμα ελέγχου και διοικητικής επαλήθευσης του ΕΦΔ, η επιχείρηση της αιτούσας δεν υπέβαλε αίτημα τελικής επαλήθευσης μέχρι την 31.12.2015, καίτοι ενημερώθηκε για την υποχρέωση αυτή με τις 5195/4.11.2015 και 5750/10.12.2015 πράξεις, στις οποίες υπήρχε ρητή αναφορά για την υποχρέωση εμπρόθεσμης ολοκλήρωσης του έργου, μέχρι την 31.12.2015, και υποχρέωση εμπρόθεσμης, μέχρι την ίδια ημερομηνία, υποβολής αιτήματος και έκθεσης ολοκλήρωσης, και, συνεπώς, δεν τηρήθηκε από την αιτούσα το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της επένδυσης· σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα, εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η οικεία διάταξη του Οδηγού του Προγράμματος, η οποία προβλέπει ότι απεντάσσονται επιχειρήσεις (δικαιούχοι) που δεν υπέβαλαν αίτημα και έκθεση ολοκλήρωσης έως την 31.12.2015. Ακολούθως, με την 41/22.1.2016 πράξη της Επιτροπής Αξιολόγησης Αιτημάτων και Επαληθεύσεων (Παραλαβών) Έργων Προγραμμάτων της ΑΕΔΕΠ Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, έγινε δεκτό το πόρισμα της Έκθεσης Τελικής Επαλήθευσης/Πιστοποίησης Δαπανών και, με την 461/22.1.2016 πράξη, η Επιτροπή της ΑΕΔΕΠ ενέκρινε την Έκθεση Τελικής Επαλήθευσης/Πιστοποίησης Δαπανών περί μη τήρησης των προϋποθέσεων ενίσχυσης του συγκεκριμένου δικαιούχου από το Πρόγραμμα και περί εφαρμογής της προβλεπόμενης στην υπουργική απόφαση 14053/ΕΥΣ 1749/2008 [βλ. κατωτέρω] διαδικασίας, δηλαδή, της διαδικασίας για επιστροφή στον ΕΦΕΠΑΕ της ήδη καταβληθείσης προκαταβολής, ύψους 89.657,99 ευρώ, εντόκως από την ημερομηνία της καταβολής της, και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του δικαιούχου, για έκδοση εις βάρος του δικαιούχου απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και πράξης ανάκτησης. Ενόψει των ανωτέρω, η ΑΕΔΕΠ απέστειλε στον ΕΦΕΠΑΕ το σχετικό 476/22.1.2016 αίτημα, προκειμένου να γίνει υπολογισμός του προς επιστροφή ποσού, εντόκως. Εξ άλλου, με την 543/26.1.2016 πράξη της ΑΕΔΕΠ, η αιτούσα ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα του ελέγχου και κλήθηκε να επιστρέψει, εντός 15 ημερών, το συνολικό ποσό των 97.204,81 ευρώ (ποσό προκαταβολής 89.657,99 € και τόκοι ύψους 7.546,82 € για το χρονικό διάστημα από 18.11.2011 έως 27.1.2016). Με την εν λόγω πράξη και το συνημμένο αντίγραφο της 461/22.1.2016 Τελικής Έκθεσης Πιστοποίησης Επένδυσης, γνωστοποιήθηκε στην αιτούσα ότι το αναλυτικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης είναι αναρτημένο στο Πληροφοριακό Σύστημα Κρατικών Ενισχύσεων. Επίσης δε, ενημερώθηκε η αιτούσα για το δικαίωμα υποβολής εγγράφως αντιρρήσεων επί της αξιολόγησης του αιτήματος πιστοποίησης, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από τη λήψη της πράξης, για την οριστικοποίηση του αποτελέσματος του ελέγχου, μετά την παρέλευση άπρακτης της σχετικής προθεσμίας, καθώς και για την κίνηση των διαδικασιών επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση μη κατάθεσης εμπροθέσμως του ανωτέρω ποσού ή μη υποβολής αντιρρήσεων. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την πρώτη αίτηση 6266/Δ/1314/25.10.2016 πράξη της Ειδικής Γραμματέως Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων. Με την πράξη αυτή επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση εις βάρος της αιτούσας, για συνολικό ποσό 89.657,99 €, το οποίο αντιστοιχεί σε προκαταβολή ίση με το 50% της συνολικής επιχορήγησης, με την αιτιολογία ότι το ποσό αυτό κρίθηκε, τελικώς, ως μη επιλέξιμη δαπάνη για το Πρόγραμμα “Μεταποίηση στις νέες συνθήκες” του ΕΣΠΑ 2007-2013, διατυπώθηκε δε εισήγηση προς τον Γενικό Γραμματέα Βιομηχανίας, ως αρμόδιο διατάκτη της σχετικής δαπάνης, για να εκδώσει απόφαση ανάκτησης προς αναζήτηση του ως άνω ποσού, με τόκους, ως “αχρεωστήτως ή/και παρανόμως καταβληθέντος”. Εκδόθηκε, περαιτέρω, η προσβαλλόμενη με την δεύτερη αίτηση οικ. 19381/87/15.2.2017 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Βιομηχανίας, για ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, συνολικού ύψους 98.351,20 €, λόγω της μη εμπρόθεσμης υλοποίησης και ολοκλήρωσης της επίμαχης επένδυσης.
8. Επειδή, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, “Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου”, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 δε, “Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: (α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου. (β) …”. Εξ άλλου, στο άρθρο 98 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει, ορίζεται ότι: “1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. … γ. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α΄ έλεγχο. δ. … στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά … με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ΄. ζ. Η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο “υπάγονται: α) … ε) Η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου”.
9. Επειδή, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις προκύπτουν τα εξής: Το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια έχουν την γενική δικαιοδοσία εκδίκασης των διοικητικών διαφορών, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την γενική αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών που ανακύπτουν επί προσβολής των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών [βλ. και άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989] (ΣτΕ 3919/2010 Ολομ). Το Ελεγκτικό Συνέδριο, εξ άλλου, έχει, αφενός, μη δικαιοδοτικές αρμοδιότητες προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, υπαγομένων στο καθεστώς αυτό του προληπτικού ελέγχου των δαπανών τους με ειδική διάταξη νόμου, καθώς και αρμοδιότητες κατασταλτικού ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των υπαγομένων στον ανωτέρω προληπτικό έλεγχο λοιπών νομικών προσώπων, και, αφετέρου, ειδική δικαιοδοσία για την εκδίκαση ορισμένων μόνον κατηγοριών διοικητικών διαφορών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι διαφορές που ανακύπτουν από τον κατασταλτικό έλεγχο “λογαριασμών”, ειδικότερα δε: (α) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, (β) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και (γ) οι διαφορές από τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών άλλων νομικών προσώπων, όχι μόνον δημοσίου δικαίου που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, αλλά και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών των εν λόγω νομικών προσώπων έχει υπαχθεί με ειδική διάταξη νόμου στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ). Περαιτέρω, από την χρήση του όρου “ιδίως” στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγµατος περί καθορισμού των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνάγεται ότι δύναται να υπάγεται από τον νομοθέτη στην ως άνω ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του ΕλΣ και η εκδίκαση κατηγορίας διαφορών, η οποία είναι απολύτως συναφής προς τις ανατεθείσες ρητώς από το Σύνταγμα με την περίπτωση στ΄ της ανωτέρω παραγράφου 1, όπως διαφορές από τον καταλογισμό άλλων φορέων που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή υλικό, κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, η οποία τους έχει ειδικώς αναγνωρισθεί, όταν κατά την άσκηση τέτοιων διαχειριστικών πράξεων και οι ενεργούντες αυτές προσλαμβάνουν ιδιότητα δημοσίου υπολόγου (πρβλ. ΣτΕ 1621/2003, 1370/2004, 2548/2007, 4119/2012: φορέας παρέμβασης, ο οποίος έχει αναλάβει στο πλαίσιο Κανονισμών της ΕΕ το έργο της παρέμβασης και της δημόσιας αποθεματοποίησης στον τομέα των σιτηρών, ΣτΕ 275/2013: εταιρεία στην οποία ανατίθεται, από την αρμόδια για την οργάνωση, λειτουργία και διοίκηση των αερολιμένων της χώρας Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, η περισυλλογή, φύλαξη, επισκευή και συντήρηση χειραμαξιδίων κρατικού αερολιμένος, δηλαδή η διαχείριση υλικού του Δημοσίου, ΣτΕ 2889/2011 διαχειριστές “Παιδικών Εξοχών”, δυνάμει σχετικής νομοθεσίας, καθώς και ΣτΕ 3824-26/1987 για ενεργούντες παρακράτηση φόρων και υποχρεούμενους να αποδίδουν στο δημόσιο ταμείο τα παρακρατηθέντα ποσά). Προσδιοριστικό στοιχείο της έννοιας του υπολόγου είναι δε, κατά τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, η απομενηθείσα σε αυτόν ή η ασκούμενη από αυτόν εξουσία προς διαχείριση χρημάτων κλπ, που ανήκουν στο Κράτος, σε ΟΤΑ ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ακόμη και όταν η διαχείριση λαμβάνει χώρα καθ’ υπέρβαση των περιγραφομένων στον νόμο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του ασκούντος τις πράξεις διαχείρισης· η υποχρέωση αυτή του υπολόγου να αποδίδει λογαριασμό για την άσκηση της σχετικής εξουσίας διαχείρισης είναι αυτόθροη συνέπεια της ιδιότητάς του. Δεν έχει, όμως, η χρήση του ως άνω όρου “ιδίως” την έννοια ότι και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία φυσικών ή νομικών προσώπων, η οποία λαμβάνει οικονομικές παροχές από δημόσιους πόρους και καθίσταται, με την ιδιότητα του ωφελούμενου διοικούμενου, δικαιούχος των παροχών αυτών, εξομοιώνεται με δημόσιο υπόλογο και υπάγεται στην ως άνω ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ μόνου του λόγου ότι ως δικαιούχος υπόκειται, κατά νόμον, σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο, κατά την διάθεση των παροχών που έλαβε, στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής του ή και άλλης δραστηριότητας, όπως π.χ. μη κερδοσκοπικής, προκειμένου οι παροχές να διατίθενται για την εξυπηρέτηση των συναφών δημοσίων σκοπών (βλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, πρβλ. ΣτΕ 1414/2000). Τέλος, κατά πάγια νομολογία, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εισάγονται μόνο αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια διατάξεων τυπικών νόμων, όχι δε και αμφισβητήσεις σχετικές με την έννοια συνταγματικών διατάξεων (βλ. ΑΕΔ 38/1989, 19/1990, 5/1995, ΣτΕ 603-604/2008 Ολομ), η κρίση δε περί της φύσεως της διαφοράς ως κριτηρίου για τη διάκριση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων δεν εξαρτάται από την ερμηνεία του νόμου, αλλά ανάγεται στο ίδιο το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 294-98/1995, 495-98/1994, 3194-97/1993, 1771-72/1993, 1759-67/1993, 381-82/1993, 2295-96/1992, 1170/1992, 396-7/1992, 3234-38/1991, 816/1991 κ.ά.) και στις διατάξεις του περί καθορισμού της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 4288/1980 Ολομ).
[…]
18. Επειδή, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου συνάγονται τα ακόλουθα: Δυνάμει της εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και της αρχής της επικουρικότητας, ο τομεακός κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, όπως εξειδικεύθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΚ) 1828/2006 της Επιτροπής, θέσπισε ένα αποκεντρωμένο σύστημα εφαρμογής και ελέγχου των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΕΕ]. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, τα κράτη μέλη έχουν την “πρωταρχική ευθύνη” για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα ως άνω Ταμεία πράξεων, οι οποίες εντάσσονται στα εγκεκριμένα επιχειρησιακά προγράμματα, καθώς και για τον έλεγχό τους (βλ. ιδίως άρθρα 11, 12, 70, 98 παρ. 1 και 65η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού 1083/2006, επίσης πρβλ. απόφαση ΔΕΕ της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, C-410/13, Baltlanta UAB κατά Λιθουανικού Δημοσίου, σκέψη 44, και αποφάσεις ΕλΣ 1337/2017, 674/2016, 7513/2015). Ενόψει της ανατεθείσης, κατά τα ανωτέρω, στα κράτη μέλη ευθύνης και προς εκπλήρωση της σύμφυτης με αυτήν υποχρέωσης, ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε με τον ν. 3614/2007 πλέγμα ρυθμίσεων για τη συγκρότηση, σύμφωνα και με τα άρθρα 58 και 71 του Κανονισμού 1083/2006, συστήματος διαχείρισης και ελέγχου της χορηγούμενης από τα διαρθρωτικά Ταμεία χρηματοδοτικής συνδρομής αναπτυξιακών παρεμβάσεων, στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς της περιόδου 2007 – 2013. Οι διατάξεις του ως άνω νόμου απέβλεψαν στην οργάνωση των αναγκαίων διαδικασιών για την αποτελεσματική και σύμφωνη με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων από τα διαρθρωτικά Ταμεία (καθώς και από το Ταμείο Συνοχής) επιχειρησιακών προγραμμάτων, προκειμένου να επιτευχθούν οι καθοριζόμενοι στόχοι αναπτυξιακής στρατηγικής, κατά τις προβλέψεις του ως άνω κανονισμών 1083/2006 και 1828/2006. Με τις προβλέψεις αυτές των τομεακών κανονισμών σκοπείται και η διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης των διατιθέμενων από τα διαρθρωτικά Ταμεία πόρων, η οποία συντελεί στην προσήκουσα εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της ΕΕ και, εντεύθεν, στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 26ης Μαΐου 2016, C-260/14 και C-261/14, Νομοί Neamt και Bacau Ρουμανίας κατά Υπ. Περιφερειακής Ανάπτυξης και Δημόσιας Διοίκησης της Ρουμανίας, σκέψεις 34 επ.). Ενόψει δε των οριζομένων σχετικώς στους εν λόγω κανονισμούς, ο ν. 3614/2007 διέλαβε ρυθμίσεις, προσδιοριζόμενες ειδικότερα με τις κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, περί των αρμοδίων για την εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων αρχών, μεταξύ των οποίων η “Διαχειριστική Αρχή”, ο “Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης”, η “Αρχή Πιστοποίησης” και η “Αρχή Ελέγχου”, καθώς και ρυθμίσεις περί των καθηκόντων τους, με γνώμονα την διάθεση των κονδυλίων για την πραγμάτωση των στόχων του κανονισμού και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ (βλ. άρθρα 42, 59-62 κανονισμού 1083/2006 και 3-5, 13, 15-16 ν. 3614/2007). Περαιτέρω, κατά τα προβλεπόμενα στον δημοσιονομικό κανονισμό (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 1605/2002 του Συμβουλίου, όπως και στον, ομοίου αντικειμένου, νεώτερο κανονισμό (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 14 (παρ. 1) του τομεακού κανονισμού 1083/2006, ο γενικός προϋπολογισμός της ΕΕ εκτελείται υπό καθεστώς “επιμερισμένης διαχείρισης”, με τη μεταβίβαση δηλαδή των εκτελεστικών καθηκόντων της Επιτροπής στα κράτη μέλη, όσον αφορά τις παρεμβάσεις των διαρθρωτικών Ταμείων (βλ. άρθρα 53 στοιχείο β, 53β παρ. 1-4 κανονισμού 1605/2002 και αντίστοιχα άρθρα 58 παρ. 1 στοιχείο β, 59 κανονισμού 966/2012). Ορίζεται, συναφώς, ότι το κράτος-μέλος ασκεί τα μεταβιβαζόμενα ανωτέρω καθήκοντα σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (βλ. άρθρα 27 παρ. 1, 48 κανονισμού 1605/2002 και αντίστοιχα άρθρα 30 παρ. 1, 53 παρ. 1, 2 κανονισμού 966/2012, καθώς και άρθρο 14 παρ. 2 κανονισμού 1083/2006). Στο πλαίσιο δε της επιμερισμένης διαχείρισης και ενόψει της ρητής αναγνώρισης φορέων επιφορτισμένων με διαχειριστικά καθήκοντα της χρηματοδοτικής συνδρομής, ο νεώτερος δημοσιονομικός κανονισμός 966/2012 προβλέπει τον ορισμό από τα κράτη-μέλη “οργανισμ[ών] που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση και τον έλεγχο των πόρων της Ένωσης”, καθώς και την εξουσία της Επιτροπής προς θέσπιση “λεπτομερ[ών] κανόν[ων] για την επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης μητρώου των αρμόδιων φορέων για τη διαχείριση και έλεγχο των κονδυλίων της Ένωσης”· στον ίδιο, εξ άλλου, κανονισμό η έννοια του χρηματοδοτούμενου “δικαιούχου” και “αποδέκτη” προσδιορίζεται αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή να συναρτάται προς την άσκηση διαχειριστικών καθηκόντων (βλ. άρθρα 2 στοιχεία ζ, ηα και 59 παρ. 2 περ. α, 3, 4, 5, 8). Στο κατά τα άνω καθοριζόμενο πλαίσιο, το κράτος μέλος ασκεί, μεταξύ άλλων, τα διαχειριστικά καθήκοντα κάθε επιχειρησιακού προγράμματος δια της προς τούτο οριζόμενης διαχειριστικής αρχής, η οποία, όπως ειδικώς προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3614/2007, “είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου … και την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης”. Είναι, επίσης, επιτρεπτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων της ως άνω αρχής σε οριζόμενο ενδιάμεσο φορέα διαχείρισης, ο οποίος, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3614/2007, ενεργεί σε ό,τι αφορά δικαιούχους πράξεων “για λογαριασμό και υπό την ευθύνη” της διαχειριστικής αρχής, που έχει, κατά την παράγραφο 7 του αυτού άρθρου 4, “την τελική ευθύνη έναντι της Επιτροπής” [η διαχείριση των περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων έχει ανατεθεί, με το άρθρο 6 του ως άνω ν. 3614/2007, σε “Ενδιάμεσες Διαχειριστικές Αρχές”]. Περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω, ρυθμίσεις σχετικές με τη διαχείριση και τον έλεγχο πόρων προερχόμενων από την ΕΕ έχει διαλάβει ο εθνικός νομοθέτης και στους νόμους 2362/1995 και 4270/2014, αποδίδοντας στους διαχειριστές των εν λόγω πόρων την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου (“υπόλογοι διαχειριστές”, βλ. άρθρα 105 ν. 2362/1995 και 124 ν. 4270/2014).
19. Επειδή, από τις αυτές διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου συνάγονται, επίσης, τα εξής: Ενόψει της απορρέουσας από τις ρυθμίσεις των κανονισμών 1083/2006 και 1828/2006 ευθύνης του, το κράτος μέλος υποχρεούται να οργανώσει αξιόπιστο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, το οποίο να εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την επιτυχή εκτέλεση των επιμέρους ενεργειών, την πρόληψη και διόρθωση των παρατυπιών καθώς και την ακύρωση, σε περίπτωση παράτυπων δαπανών, του συνόλου ή μέρους της δημόσιας, ενωσιακής και εθνικής, συνεισφοράς επιχειρησιακού προγράμματος, μέσω της επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων, και την ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων πόρων από τους φορείς (δημόσιους ή ιδιωτικούς /φυσικά ή νομικά πρόσωπα), στους οποίους διατέθηκαν. Προκειμένου να επιτελέσει την ανωτέρω, ουσιώδους σημασίας, λειτουργία του, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού 1083/2006, όπως αυτές εξειδικεύθηκαν με τον κανονισμό 1828/2006 (βλ. αντιστοίχως, άρθρα 58 στοιχείο ζ, 60 στοιχείο στ και άρθρο 15, πρβλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, της 18ης Ιουνίου 2010, Τ-549/08, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 47), το θεσπιζόμενο με τον ν. 3614/2007 σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, προσδιοριζόμενο ειδικότερα με την και κατ’ εξουσιοδότησή του εκδοθείσα 14053/ΕΥΣ1749/2008 υπουργική απόφαση, διασφαλίζει “επαρκή διαδρομή ελέγχου”, η οποία περιλαμβάνει όλα τα στάδια, από την αρχική διαδικασία αξιολόγησης της υπό ένταξη στο επιχειρησιακό πρόγραμμα πράξης μέχρι και την υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, καθώς και μετά την ολοκλήρωσή της, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να καλύπτεται κάθε στάδιο στο οποίο ενδέχεται να εμφιλοχωρήσει καταστρατήγηση των ρυθμίσεων που διέπουν την πράξη και, εντεύθεν, να θιγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Κατ’ εφαρμογή του εν λόγω συστήματος διαχείρισης και ελέγχου, υπόκειται σε ελέγχους και ο δικαιούχος, ως ο τελικός λήπτης της ενίσχυσης, με αντικείμενο την διακρίβωση της νομιμότητας, της κανονικότητας και της επιλεξιμότητας των πληρωτέων από πιστώσεις των χρηματοδοτούντων τις παρεμβάσεις διαρθρωτικών Ταμείων δαπανών, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή υλοποίηση των παρεμβάσεων και η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των οικείων πόρων. Τούτο δε, ενόψει της πρωταρχικής ευθύνης που φέρει το κράτος μέλος για τη διασφάλιση της σύννομης χρηματοδοτικής διαχείρισης των παρεμβάσεων των ως άνω Ταμείων, με την πιστοποίηση, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή, ότι οι δηλωθείσες προς αυτήν δαπάνες, ως ενδιάμεσες ή τελικού υπολοίπου πληρωμές στον δικαιούχο, είναι σύμφωνες με τις προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτήθηκε η παροχή της χρηματοδότησης, και αντιστοιχούν σε δαπάνες πράγματι διενεργηθείσες και προσηκόντως αποδεικνυόμενες, καθώς και ενόψει της ιδίας ευθύνης του κράτους μέλους προς επιστροφή πόρων της ΕΕ μη διατεθέντων για τους οικείους σκοπούς, όπως αναφέρεται και στις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων 2362/1995 και 4270/2014 (βλ. ανωτέρω). Παραλλήλως, ενόψει του αναπτυξιακού σκοπού της καταβαλλόμενης χρηματοδότησης, η προαναφερόμενη επέκταση του ελέγχου μέχρι και το τελευταίο στάδιο αξιοποίησης, από τον τελικό δικαιούχο, των ενωσιακών και εθνικών κονδυλίων αποβλέπει, επίσης, στη διασφάλιση ότι η χρηματοδότηση χορηγείται σε φορείς που έχουν σοβαρή πρόθεση συμμετοχής στην επιτυχή εκτέλεση των παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, με τήρηση των ενωσιακών και εθνικών αρχών περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση, χωρίς τη συνδρομή των τασσόμενων προς τούτο προϋποθέσεων, ενίσχυσης, η οποία αποτελεί οικονομικό πλεονέκτημα προς όφελος της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του λαβόντος, καθόσον η ενίσχυση αυτή καθιστά εφικτή την, υπό ευνοϊκότερους όρους, απόδοση των προσδοκώμενων οικονομικών και λοιπών αποτελεσμάτων του χρηματοδοτούμενου επενδυτικού σχεδίου. Όπως προκύπτει δε από τους κανονισμούς 1083/2006 και 1828/2006, το σύστημα συγχρηματοδοτήσεων των διαρθρωτικών Ταμείων ερείδεται στην προσήκουσα εκπλήρωση, από τον τελικό δικαιούχο της οικονομικής ενίσχυσης, υποχρεώσεων συναρτώμενων προς το δικαίωμα λήψης της προβλεπόμενης χρηματοδοτικής συνδρομής (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ: της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, C-410/13, Baltlanta UAB κατά Λιθουανικού Δημοσίου, σκέψεις 56-58, και της 13ης Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening …, σκέψη 56). Ειδικότερα, η κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων λήψη και διατήρηση οικονομικής ενίσχυσης συναρτάται άμεσα με την ανάληψη από τον δικαιούχο της υποχρέωσης τήρησης των χρηματοδοτικών όρων, που αναφέρονται στην απόφαση ένταξης της πράξης/χορήγησης της ενίσχυσης, καθώς και στην οικεία τυχόν σύμβαση, και της υποχρέωσης σύννομης εκτέλεσης της χρηματοδοτούμενης πράξης, οι υποχρεώσεις δε αυτές, ως ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου, αποτελούν προϋπόθεση για την χορήγηση και διατήρηση της ενίσχυσης (πρβλ. απόφαση ΔΕΕ, της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 Ρ, CMV κατά Επιτροπής, σκέψη 86). Πράγματι, οι προερχόμενοι από την ΕΕ πόροι διατίθενται στους δικαιούχους των πράξεων υπό όρους και προϋποθέσεις, ώστε να διασφαλίζεται η χρησιμοποίησή τους προς υλοποίηση των πράξεων που επελέγησαν βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και, δια του τρόπου αυτού, προς επίτευξη των επιδιωκόμενων με την παρέμβαση των διαρθρωτικών Ταμείων σκοπών, όχι δε για να χρησιμοποιηθούν από τους δικαιούχους κατά βούληση, αποκλειστικώς προς επιδίωξη συμφερόντων μη εξυπηρετούντων και τους σκοπούς των Ταμείων. Στο ως άνω διαγραφόμενο πλαίσιο υλοποίησης της επιλεγείσης προς χρηματοδότηση πράξης, υπό την ευθύνη των οριζομένων από το κράτος μέλος διαχειριστικών και ελεγκτικών αρχών του επιχειρησιακού προγράμματος και με τη συμμετοχή του ελεγχόμενου δικαιούχου-λήπτη της χρηματοδότησης για την αποτελεσματική και σύμφωνη με τους κανόνες του ενωσιακού και εθνικού δικαίου υλοποίηση της πράξης, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η επιβολή του διοικητικού μέτρου της δημοσιονομικής διόρθωσης εις βάρος του δικαιούχου, εάν διαπιστωθεί “παρατυπία” αποδιδόμενη σε αυτόν, και η ανάκτηση του αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος ποσού.
20. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του τομεακού κανονισμού 1083/2006 και του εκδοθέντος προς εφαρμογή του κανονισμού 1828/2006, σε συνδυασμό με την σχετική εθνική νομοθεσία, ιδίως δε με τις διατάξεις του αναπτυξιακού ν. 3614/2007 και των νόμων 2362/1995 και 4270/2014 περί δημόσιου λογιστικού [βλ. τα άρθρα 105 και 124, αντιστοίχως, σύμφωνα με τα οποία οι διαχειριστές κοινοτικών πόρων/πόρων της ΕΕ θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις οικείες διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων], προκύπτει ότι διαχειριστές των διατιθέμενων πόρων της ΕΕ, όπως και εθνικών πόρων, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ προγραμματικής περιόδου 2007-2013 είναι οι οριζόμενες από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων αυτών αρχές, όπως η “Διαχειριστική Αρχή” και ο “Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης” ή άλλες αρχές που ορίζονται από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων τούτων, οι οποίες, ως ασκούσες την απονεμηθείσα σε αυτές από την νομοθεσία εξουσία διαχείρισης με την έκδοση σχετικών πράξεων διαχείρισης, θεωρούνται, και κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στα άρθρα 105 του ν. 2362/1995 και 124 του ν. 4270/2014, υπόλογοι για τη σύννομη διαχείριση των εν λόγω πόρων και ευθύνονται κατά τις διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων (πρβλ. και ΣτΕ 27/2019, 2886/2011, καθώς και τις προαναφερθείσες ΣτΕ 1621/2003, 1370/2004, 2548/2007, 4119/2012). Αντιθέτως, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, κατά τις αυτές ως άνω διατάξεις, στο σύστημα εφαρμογής των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, οι τελικοί δικαιούχοι ενισχύσεων προερχόμενων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, κατά την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα Ταμεία πράξεων επιχειρησιακού προγράμματος, ήτοι των πράξεων που έχουν επιλεγεί προς χρηματοδότηση από την οικεία αρμόδια αρχή, δεν αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διαχείριση ενισχύσεων, με την έκδοση πράξεων διαχείρισης κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, και δεν αποτελούν, ως εκ τούτου, διαχειριστές πόρων της ΕΕ και, συνεπώς, ex lege δημοσίους υπολόγους. Το γεγονός ότι ο δικαιούχος, π.χ. ο επιχειρηματικός φορέας -φυσικό ή νομικό πρόσωπο- που επελέγη προς χρηματοδότηση, καθίσταται, ως λήπτης της χρηματοδότησης, αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε ό,τι αφορά την ορθή και σύννομη υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της χρηματοδοτούμενης πράξης, δεν τον καθιστά διαχειριστή πόρων της ΕΕ και δεν του προσδίδει την ιδιότητα του υπολόγου. Συνακολούθως, ο καταλογισμός εις βάρος του δικαιούχου-λήπτη της ενίσχυσης ορισμένου ποσού, ως αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος, δεν αποτελεί καταλογισμό σε βάρος δημοσίου υπολόγου, οι δε σχετικές πράξεις δεν αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασμών δημοσίου υπολόγου και δεν ανήκουν στην ειδική, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ του Συντάγματος [βλ. και άρθρο 80 του ν. 4129/2013], δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς εκδίκαση των ρητώς προσδιοριζόμενων στο Σύνταγμα διοικητικών διαφορών (πρβλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, 316/2012, 495/2011, 2897/2014, πρβλ. και ΣτΕ 1414/2000). Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την επιφύλαξη ότι δεν συντρέχει περίπτωση υπαγωγής του δικαιούχου – λήπτη της ενίσχυσης στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εφαρμογή των αυτών συνταγματικών διατάξεων, βάσει του καθεστώτος που τον διέπει ως προς διαφορές ανακύπτουσες από τον έλεγχο [προληπτικό και κατασταλτικό] των λογαριασμών του, όπως συμβαίνει όταν λήπτης της ενίσχυσης είναι το Δημόσιο, οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου ή δεύτερου βαθμού, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή άλλο νομικό πρόσωπο, ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών του οποίου έχει υπαχθεί, με ειδική διάταξη νόμου, στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον και οι φορείς αυτοί ενδέχεται να περιλαμβάνονται στους δικαιούχους πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 2176/2002 Ολομ, 449/2004).
21. Επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε [βλ. ανωτέρω σκ. 4], οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου ενόψει και της επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις ΕλΣ 2128/2017, 1412/2017, 230/2017, 1982/2016, 1699/2016, 7574/2015 και 7513/2015, μνεία των οποίων γίνεται στην παραπεμπτική, το ΕλΣ δέχθηκε ότι υπάγονται στην δικαιοδοτική του αρμοδιότητα διαφορές με αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεων δημοσιονομικής διόρθωσης για τον καταλογισμό σε τελικούς δικαιούχους ορισμένων ποσών, που τους καταβλήθηκαν ως επιχορήγηση για πράξεις ενταγμένες σε διάφορα επιχειρησιακά προγράμματα (ΕλΣ 2128/2017: τελικός δικαιούχος ανώνυμη εταιρεία, ΕλΣ 1412/2017: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο – ατομική επιχείρηση, ΕλΣ 230/2017: τελικός δικαιούχος αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, ΕλΣ 1982/2016: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο, ΕλΣ 1699/2016: τελικός δικαιούχος ανώνυμη εταιρεία, ΕλΣ 7574/2015 τελικός δικαιούχος ομόρρυθμη εταιρεία, ΕλΣ 7513/2015: τελικός δικαιούχος φυσικό πρόσωπο – ατομική επιχείρηση). Εξ άλλου, με την μεταγενέστερη 1951/2020 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθ’ ερμηνεία και των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1 και 98 του Συντάγµατος, κρίθηκε ότι “δεν αποκλείεται η ανάθεση [στο ΕλΣ] της εκδικάσεως και άλλων κατηγοριών διαφορών ή υποθέσεων πέραν αυτών που ρητώς αναφέρονται στο Σύνταγμα”, ότι “οι διαφορές ή υποθέσεις που μπορεί να ανατίθενται διά νόμου στο Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει πάντως να είναι συναφείς προς αυτές που διά ρητής συνταγματικής διατάξεως έχουν ανατεθεί σε αυτό ή να προσιδιάζουν στη φύση και τον χαρακτήρα του ως δημοσιονομικού δικαστηρίου” και ότι τέτοιες διαφορές ή υποθέσεις “είναι κυρίως αυτές που προκύπτουν από την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και αυτές που συνάπτονται με τον έλεγχο όσων υπόκεινται σε δημόσια λογοδοσία ή ευθύνονται σε αποζημίωση λόγω μη τήρησης δημόσιας υποχρέωσης αυτών” [σκ. 36 – 37], περαιτέρω δε κρίθηκε ότι “κάθε ιδιωτικός οργανισμός, φορέας ή επιχείρηση καθιστάμενοι λόγω της ένταξής τους σε επιχειρησιακό πρόγραμμα υπόχρεοι δημόσιας λογοδοσίας αποκτούν κατά το μέρος που υπόκεινται στη λογοδοσία αυτή την ιδιότητα του υπολόγου” [σκ. 40] και εκδικάσθηκε έφεση ασκηθείσα από τελικό δικαιούχο, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, κατά πράξης επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης για ποσό προερχομένο από χρηματοδότηση στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013.
22. Επειδή, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες εν προκειμένω πράξεις, με τις οποίες επιβλήθηκε εις βάρος της αιτούσας εταιρείας, ως ιδιώτη τελικού δικαιούχου, δημοσιονομική διόρθωση για ποσό επιχορήγησης αχρεωστήτως ή και παρανόμως καταβληθέν σε αυτήν, με την αιτιολογία ότι η δαπάνη για την οποία της καταβλήθηκε το εν λόγω ποσό δεν είναι “επιλέξιμη”, κατά τα κριτήρια της οικείας νομοθεσίας, και αποφασίσθηκε η ανάκτηση του επίμαχου ποσού από την λαβούσα δικαιούχο, υπόκεινται, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις που παρατίθενται στη σκέψη 8, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και όχι σε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον δεν υπάγονται στο αντικείμενο της κατά τις αυτές συνταγματικές διατάξεις ειδικής δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας (πρβλ. ΣτΕ 3002/2010 Ολομ, ΣτΕ 3498/2017, 2206/2017, 1196-97/2006, 2630/2005). Εφόσον δε η άνω κρίση περί της δικαιοδοσίας ανάγεται σε ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος [άρθρα 94 παρ. 1, 95 παρ. 1 και 98 παρ. 1 και 2, βλ. ανωτέρω σκέψεις 8 και 9], δεν ανακύπτει ζήτημα παραπομπής της υπόθεσης στο ΑΕΔ. Εξ άλλου, διαφορές που γεννώνται από την προσβολή πράξεων, όπως οι επίδικες, ενόψει της ειδικής φύσης του νομοθετικού πλαισίου που τις διέπει, δεν υπάγονται, ως διαφορές ουσίας, στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. στ΄ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) και η περ. στ΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), αλλά, όπως αναφέρθηκε, στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ (πρβλ. ΣτΕ 2288/2019 επτ, 2747/2019, 3498/2017, 2559/2017, 2204-06/2017, 1374/2016, 3932/2015, 3458/2015, 3084/2014, 2663-64/2014).
23. Επειδή, μετά την επίλυση, ως ανωτέρω, του παραπεμφθέντος ζητήματος, οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να αναπεμφθούν στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου προς περαιτέρω εκδίκαση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Επιλύει το παραπεμφθέν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ζήτημα και
Αναπέμπει τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις στο Δ΄ Τμήμα του Δικαστηρίου προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αιτιολογικό.