Πηγή: http://www.humanrightscaselaw.gr/
(Α) Το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ
κατοχυρώνει και την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου για τον
παραβάτη ουσιαστικού “ποινικού” νόμου (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 17.9.2009,
10249/03, Scoppola κατά Ιταλίας, σκέψεις 108-109). Δεδομένου ότι το
προστατευτικό πεδίο του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καλύπτει και τις περιπτώσεις επιβολής
διοικητικών κυρώσεων “ποινικής” φύσης, βάσει κριτηρίων παρόμοιων με εκείνα της
νομολογίας Engel για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ [βλ. ΣτΕ 2691/2019 επταμ., με
παραπομπή στις αποφάσεις ΕΔΔΑ (dec.) 24.11.1998, 38644/97, Brown κατά Ηνωμένου
Βασιλείου, ΕΔΔΑ 15.5.2008, 7460/03, Nadtochiy κατά Ουκρανίας, σκέψη 32, ΕΔΔΑ
4.10.2016, 37462/09, Žaja κατά Κροατίας, σκέψεις 86-89 και ΕΔΔΑ 4.6.2019,
12096/14 και 39335/16, Rola κατά Σλοβενίας, σκέψη 54), η προαναφερόμενη αρχή
εφαρμόζεται και επί χρηματικών φορολογικών/τελωνειακών κυρώσεων σημαντικού
ύψους (βλ. ΣτΕ 2957/2013, 2221/2018, 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.,
2691/2019 επταμ.), όπως είναι τα επίδικα πολλαπλά τέλη, τα οποία επιβλήθηκαν
στους αναιρεσείοντες. Η εν λόγω αρχή της ΕΣΔΑ δεν είναι απόλυτη, αλλά η
εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί, τηρουμένης της αρχής της
αναλογικότητας/δίκαιης ισορροπίας (βλ. ΣτΕ 351/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ.,
2691/2019 επταμ.), ιδίως ενόψει της αναγόμενης στο δημόσιο συμφέρον ανάγκης να
εξυπηρετηθεί η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των σχετικών παραβάσεων,
κυρίως, δε, των πλέον σοβαρών, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης (πρβλ.
ΣτΕ 1102-1104/2018 επταμ., αναφορικά με την αρχή ne bis in idem). Εξάλλου, η
διάταξη του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του κυρωθέντος με το
άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25) Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και
Πολιτικά Δικαιώματα, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει ότι καταλαμβάνει και την
επιβολή κυρώσεων για διοικητικές παραβάσεις, όπως τα επίδικα πολλαπλά τέλη,
πάντως, δεν παρέχει προστασία ευρύτερη σε σχέση με εκείνη που κατοχυρώνει το
άρθρο 7 της ΕΣΔΑ.
(Β) Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ,
εφόσον η κοινοτική/ενωσιακή τελωνειακή και φορολογική νομοθεσία δεν περιέχει
ειδικές διατάξεις περί κυρώσεων, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεών της (όπως
συμβαίνει με την ενωσιακή νομοθεσία περί ΦΠΑ), τα κράτη μέλη οφείλουν να
προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές
κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις (βλ. ΣτΕ 2957/2013 και, ιδίως, ΣτΕ
1102-1104/2018 επταμ. και 1887/2018 επταμ., με παραπομπή σε αποφάσεις ΔΕΚ/ΔΕΕ).
Ειδικότερα, όσον αφορά στο ΦΠΑ (ο οποίος όχι μόνο ρυθμίζεται από το ενωσιακό
δίκαιο, αλλά συνιστά και ίδιο πόρο της Ευρωπαϊκής), από τα άρθρα 2 και 273 της
οδηγίας 2006/112/ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 4 (παρ. 3) ΣΕΕ και 325 (παρ. 1)
ΣΛΕΕ συνάγεται ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα
νομοθετικά και διοικητικά μέτρα τα οποία είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την
είσπραξη του συνόλου του ΦΠΑ που οφείλεται εντός του εδάφους τους και να
καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή με αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα (πρβλ. ΣτΕ
2221/2018 και 352/2019 επταμ., με παραπομπές στη νομολογία ΔΕΕ). Τέτοιο μέτρο
είναι και η προβλεπόμενη από το ημεδαπό δίκαιο επιβολή αποτελεσματικών και
αποτρεπτικών διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της υποχρέωσης καταβολής του ΦΠΑ
που οφείλεται για εισαχθέν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγαθό (πρβλ. ΣτΕ 2221/2018 και
352/2019 επταμ.). Στο πλαίσιο αυτό, τα όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας
δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, καθώς και από τις
επιταγές του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ
352/2019 επταμ.).
(Γ) Μεταξύ των γενικών αρχών του ενωσιακού
δικαίου συγκαταλέγεται η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης
διοικητικής κύρωσης (βλ. ΔΕΚ μειζ. συνθ. απόφαση της 11.3.2008, C-420/06,
Jager, σκέψεις 59-60 και ΣτΕ 2957/2013, 2556/2014 επταμ., 1438/2018 επταμ.,
2221/2018, 352/2019 επταμ., 1389/2019 επταμ., 2691/2019 επταμ.). Η αρχή αυτή, η
οποία αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής
νομοθεσίας, δεν είναι απόλυτη, αλλά η εφαρμογή της μπορεί να περιορισθεί,
τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 2221/2018, 352/2019 επταμ.,
1389/2019 επταμ.). Ειδικότερα, η εφαρμογή της εν λόγω γενικής αρχής του
ενωσιακού δικαίου βρίσκει όρια στην εκπλήρωση της προαναφερόμενης υποχρέωσης
των κρατών μελών να θεσπίζουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές
και αναλογικές κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΦΠΑ (πρβλ. ΔΕΕ μειζ.
συνθ. 8.9.2015, C-105/14, Taricco κλπ., σκέψεις 44-58 και ΔΕΕ μειζ. συνθ.
5.12.2017, C-42/17, M.A.S. και Μ.Β., σκέψεις 30-62 – πρβλ. επίσης ΣτΕ 1887/2018
επταμ., που παραπέμπει στην απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16,
Garlsson Real Estate SA και άλλοι, σκ. 48 και 57-59, σε συνδυασμό με την
απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 41, 46 και 52, όσον
αφορά αντίστοιχο περιορισμό της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem), ιδίως, δε,
των πλέον σοβαρών από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης. Τούτο δεν
δημιουργεί ζήτημα (παραβίασης του άρθρου 52 παρ. 3 του Χάρτη, λόγω) παροχής
προστασίας ελλάσσονος σε σχέση με εκείνη που κατοχυρώνει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ (ή
η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 15 του ΔΣΑΠΔ), όπως ερμηνεύθηκε ανωτέρω, διότι
ο ως άνω περιορισμός συνδέεται με την ανάγκη αποτελεσματικής πρόληψης και
καταστολής των σχετικών παραβάσεων, κυρίως, δε, των πλέον σοβαρών, από απόψεως
ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης. Τέλος, την ίδια έννοια με την προαναφερόμενη
γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου έχει το άρθρο 49 του Χάρτη, υπό την εκδοχή
ότι αυτό εφαρμόζεται ratione materiae σε υπόθεση, όπως η επίδικη, περί επιβολής
διοικητικής χρηματικής κύρωσης, σημαντικού ύψους, για παράβαση της φορολογικής
νομοθεσίας.
(Δ) Οι διατάξεις του άρθρου 19 (παρ. 1 και 2)
του ν. 4002/2011 προβλέπουν, υπό όρους (αναγόμενους, κυρίως, στην
παύση/ανάκληση της άδειας επαγγελματικού πλοίου αναψυχής και στην πληρωμή του
αναλογούντος ΦΠΑ για το σκάφος και τα καύσιμα κ.λπ.), ότι δεν επιβάλλονται οι
προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία κυρώσεις σε υποθέσεις τελωνειακών
παραβάσεων λαθρεμπορίας (και, δη, ανεξαρτήτως του ποσού του διαφυγόντος ΦΠΑ)
στις οποίες, αναφορικά με πλοίο εισαχθέν υπό καθεστώς απαλλαγής από το ΦΠΑ, ως
προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί ως επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, έχει
χρησιμοποιηθεί το τέχνασμα των εικονικών ναυλώσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η
καταβολή του ΦΠΑ που οφείλεται για την εισαγωγή πλοίου αναψυχής ιδιωτικής
χρήσης. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση είναι ασύμβατη με την απορρέουσα από το
ενωσιακό δίκαιο υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν
αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για τέτοιες παραβάσεις,
οι οποίες, μάλιστα, είναι σοβαρές από απόψεως συνθηκών τέλεσης, συνεπεία της
χρήσης του προαναφερόμενου τεχνάσματος, και, ενδέχεται να είναι σοβαρές και από
απόψεως ποσού του διαφυγόντος ΦΠΑ (το οποίο μπορεί να είναι αρκετά υψηλό, όπως
στην υπό κρίση υπόθεση). Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση της επίμαχης
ρύθμισης του ν. 4002/2011 ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτης έλαβε υπόψη του την
ως άνω υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας και ότι τη στάθμισε έναντι ορισμένου
επιτακτικού σκοπού γενικού συμφέροντος, ικανού να δικαιολογήσει κατ’ εξαίρεση
(και με τήρηση της ενωσιακής αρχής της αναλογικότητας) την επίμαχη απόκλιση από
τον οικείο κανόνα του ενωσιακού δικαίου. Περαιτέρω, η εν λόγω νομοθετική
ρύθμιση δεν τυγχάνει εφαρμογής, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ούτε με βάση την (απορρέουσα
από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ) αρχή της αναδρομικής εφαρμογής
του ευμενέστερου για τον διοικούμενο νόμου περί επιβολής κυρώσεων, την οποία ο
παραβάτης δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς, προκειμένου να μην του
καταλογισθεί η προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία κύρωση του πολλαπλού
τέλους. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η ρύθμιση αυτή δεν εκφράζει διαφορετική
εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των κυρώσεων
που επιβάλλονται γενικά για παραβάσεις των κανόνων περί ΦΠΑ.